Chevelle

Bright As Blasphemy

Alchemy Recordings (2025)
Μία ακόμη κυκλοφορία που λειτουργεί επιβεβαιωτικά ως προς το ποιοι είναι οι Chevelle, αλλά όχι ποιοι θα μπορούσαν να γίνουν
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Παρ’ όλο που έκαναν μεγάλη εντύπωση με τα "La Gargola" (2014) και "The North Corridor" (2017), έμενα να τους παρατηρώ από μία σχετική απόσταση ενδιαφέροντος αλλά και ψυχραιμίας. Οι Chevelle κατάφεραν επιτέλους να με πετύχουν με το "N.I.R.A.T.I.A.S." του 2021, πράγμα περίεργο, μιας και δεν δοκιμάζει κάτι νέο στην πολύχρονη δισκογραφική τους πορεία. Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται ήταν στην σωστή χρονική στιγμή ώστε οι αναφορές τους σε Deftones, τους (πολύ) πρώιμους Tool, και τους A Perfect Circle, να με αρπάξουν στ’ αγκίστρι τους. Με νέα μάτια, πλέον, περίμενα το "Bright As Blasphemy" με αρκετή ανυπομονησία.

Αν πριν πέντε χρόνια έγιναν ντουέτο, μετά την αποχώρηση του μπασίστα Dean Bernardini, τώρα τα πράγματα ζόρισαν ακόμη περισσότερο. Το κακό διαζύγιο απ’ την Epic Records κι η εισαγωγή τους στο roster της νεοσυσταθείσας δισκογραφικής Alchemy Recordings, ήρθε μαζί με την πρώτη τους απόπειρα να παράξουν οι ίδιοι τον δίσκο, κι ίσως αυτή η απόφαση να παραήταν μεγάλη μπουκιά. Όχι τόσο μεγάλη ώστε να μην μπορούν να την μασήσουν - ο Pete Loeffler μπορεί να περηφανεύεται ότι αναδύθηκε νικητής απ’ αυτήν την επίπονη διαδικασία - αλλά αρκετά ώστε να τους καθυστερήσει πέντε χρόνια.

Στον δέκατο δίσκο της καριέρας τους, η γνώριμη μελωδική γκρούβα των αδελφών Loeffler επανέρχεται σ’ όλη της τη μεγαλοπρέπεια. Σαφώς κοντρολαρισμένη και χτενισμένη, δεν χάνει ποτέ την κολλητικότητά της. Παρ’ όλο που οι Chevelle εξακολουθούν να παίζουν με το ίδιο χέρι που τους μοιράστηκε ένα τέταρτο του αιώνα νωρίτερα, ο δίσκος καταφέρνει σταδιακά να μπει κάτω απ’ το πετσί σου, και να αναδείξει τα αρώματά του. Με τον πολύ ελκυστικό alternative metal ήχο τους να γεμίζει με προσεκτικά τοποθετημένα μπάσα και νευρώδες drumming, δεν θα λείψουν ούτε αυτή τη φορά κι οι αξιομνημόνευτες φωνητικές γραμμές. Απ’ τις πρώτες ακροάσεις, δηλαδή, θα ξεχωρίσεις το "Pale Horse", που εισάγει όλα τα αναγνωρίσιμα στοιχεία του συγκροτήματος, αλλά και το επιθετικό riff του "Wolves (Love and Light)", το οποίο παρασέρνει οποιοδήποτε άνθρωπο έχει μέση ή/και σβέρκο. Ομοίως και τα δύο «αδελφά» singles "Rabbit Hole - Cowards Pt. 1" και "Jim Jones - Cowards Pt.2", με τα γνώριμα κιθαριστικά τους μοτίβα, που δεν θα δυσκολευτούν να ανταποκριθούν στις προσδοκίες.

Από εκεί και πέρα, τα τραγούδια περνούν τον πήχη που έχουν θέσει οι ίδιοι, όμως δεν θα καταφέρουν να προκαλέσουν κάποια νέα αντίδραση. Σαφώς τα κάνουν όλα τέλεια: απ’ τις ύστερες Muse ακροβασίες στο "Karma Goddess" και "AI Phobias", και την απόσταση που χωρίζει το αργόσυρτο και δυσοίωνο "Blood Out In The Fields" απ’ το επιθετικό "Shocked At The End Of The World", το "Bright As Blasphemy" φροντίζει να έχει τουλάχιστον αρκετή εσωτερική ποικιλοχρωμία, ως εξισορρόπηση της διαχρονικής ηχητικής τους σταθερότητας. Η θρησκευτική και κοινωνική τους κριτική, ολοένα και πιο επίκαιρη με τα όσα συμβαίνουν και απ’ τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, ο προβληματισμός τους για την αχαλίνωτη επιβολή της τεχνολογίας στη ζωή μας, και την συσπείρωσή μας γύρω από αυταρχικούς ηγέτες σε καιρούς κρίσης, θα αγγίξει με την αφαιρετικότητά της σχεδόν οποιοδήποτε, αλλά δύσκολα θα ρίξει τη σπίθα για κάποιο νέο συλλογισμό.

Η λέξη που έρχεται αβίαστα και χωρίς ενοχές μιλώντας για το δέκατο πόνημα των Αμερικανών, είναι η λέξη «ασφάλεια» - πιθανώς αναγκαία η καταφυγή στο οικείο όταν δουλεύεις solo και χωρίς τον καθησυχασμό ενός πεπειραμένου συνεργάτη, ρόλος που έπαιζε εδώ και δεκαπέντε χρόνια ο παραγωγός Joe Baressi. Από εκεί και πέρα, ο δίσκος ακούγεται με την ίδια απόλαυση και ευκολία που έχει κάθε προηγούμενο έργο τους, κι ενώ πείθει για τις προθέσεις του, αιωρείται κι αυτός σαν ακίνδυνο μπαλόνι στο ταβάνι των ικανοτήτων τους, αδυνατώντας να κάνει την υπέρβαση.

  • SHARE
  • TWEET