Υπαρξιακά δεμένος με την λογοτεχνία και τη μουσική, χαρτογραφεί και τις δύο με την υπενθύμιση ότι οι χάρτες δεν είναι ποτέ ο τόπος ο ίδιος. Του αρέσει ό,τι μπορεί να περιγράψει ως πολύχρωμο, παραμυθικό,...

Ulver
Liminal Animals
O λύκος ούτε αυτή τη φορά αλλάζει τη γούνα του, ίσως επειδή εδώ και καιρό επανανοηματοδοτεί τη φύση του
Κάποτε, η σχέση των Ulver με την μουσική διαφοροποίηση ήταν μία σχέση ζωογόνος. Λίγα συγκροτήματα έχουν ταυτίσει τόσο πολύ το όνομά τους με το απροσδόκητο, που με κάθε δίσκο να μην μπορείς – και να μη θέλεις! – να προβλέψεις τι ακολουθεί. Από τις black metal μέρες ως τις noir, τις chamber pop ως τις dark classical, και από όλα αυτά μέχρι τον synth pop Ιούλιο Καίσαρα του 2017, οι Ulver δεν είχαν σταματημό, επεκτείνοντας την επικράτειά τους μακρύτερα απ’ οποιαδήποτε άλλη αγέλη. Με το “Flowers of Evil” (2020), όμως, (στο οποίο θα μου επιτρέψετε να αποστασιοποιηθώ απ’ την υπόλοιπη Rocking ομάδα, και να πω ότι το βρήκα αναιμικό) φάνηκε ότι οι synth ευαισθησίες δεν αποτέλεσαν προσωρινή έκφανση του ήχου σε μία περίοδο που τα ‘80s μεσουρανούσαν και πάλι, αλλά ήρθαν για να μείνουν.
Για τρίτο σερί δίσκο, με το “Liminal Animals”, οι Ulver θα παραμείνουν πιστοί στο ίδιο ύφος, κάτι που είναι πιθανό να ξενίσει μεγάλη μερίδα του κοινού που τους αγάπησε ακριβώς για αυτή τη διαρκή αυτό-αναίρεση. Δεν ήταν μόνο η παρατεταμένη μουσική στάση που πήγαινε κόντρα στα δικά τους πρότυπα, ήταν και η ανεξήγητη απόφαση να κυκλοφορούν τον δίσκο ένα single τη φορά μέσα στο χρόνο, μέχρι να αποφασίσουν ότι συμπληρώθηκε ένα ολόκληρο LP – κι ίσως οι καχυποψίες ότι όλα έγιναν για τα streams να μην πέφτουν εντελώς έξω. Δόκιμα σημεία κριτικής και τα δύο, βέβαια, αλλά δεν λένε τίποτα για την ποιότητα του δίσκου.
Το “Liminal Animals” είναι ένας δίσκος πολυποίκιλος, δεδομένης ακόμη και της γνώριμης πια συνθετικής του προσέγγισης. Είναι από τις λίγες φορές που αισθάνομαι ότι ένας Ulver δίσκος κάνει τόσα throwbacks στην ως τώρα πορεία τους. Κοιτάνε στο “Shadows of the Sun” με την τρομπέτα του Nils Petter Molvær στο “Forgive Us”, κοιτάνε προς το “Perdition City” με την ενορχήστρωση του “Locusts”, το “Marriage of Heaven and Hell” με τα δύο ορχηστρικά “Nocturnes”, τις kraut στιγμές τους με το εννιάλεπτο “Helian (Trakl)”, και μέσα σε όλα αυτά υπάρχει και η synth pop. Σταθερός άξονας παραμένει η φωνή του Kristoffer Rygg, που ακούγεται όπως πάντα μαγευτικός. Στη δε εισαγωγή του “Ghost Entry”, οι στίχοι The wolves wrote this, recorded this μπορεί εν πρώτοις να ακούγονται περίεργοι, όμως με κάθε επανάληψη χτυπάνε διαφορετικά: αυτό δεν είναι ένα οποιοδήποτε synth pop άλμπουμ, είναι των Λύκων.
Κι αυτό φαίνεται. Για χαμαιλεοντικό συγκρότημα, οι Νορβηγοί έχουν καταφέρει να διαμορφώσουν τα δικά τους ποιοτικά και αισθητικά στάνταρ, κι αρκούν λίγες στιγμές για να αναγνωρίσεις ότι είναι αυτοί. Ας θυμίζουν Depeche Mode στο “Hollywood Babylon”, σ’ ένα απ’ τα πιο εύκολα τραγούδια που έχουν γράψει ποτέ, ας κάνουν συνειρμούς με Tears for Fears στα απολύτως κολλητικά ρεφραίν. Το “Red Light” δύσκολα θα μπορούσε να έχει πιο neon δεύτερο μισό, και μαζί με τα μοτίβα του, ξετυλίγεται η εφιαλτική μεγαλοπρέπεια του δίσκου συνολικά.
Χωρίς αυτό να σημαίνει οτιδήποτε για το ποια πορεία θα ακολουθήσουν στο εξής, είναι δύσκολο να μιλήσουμε για το “Liminal Animals” χωρίς να αναφερθούμε στην απώλεια του Ylwizaker. Το “Liminal Animals” μετατρέπεται αυτόματα σε έναν δίσκο κομβικό, καθώς στιγματίζεται πλέον απ’ το κλείσιμο μίας πολύ μακράς συνεργασίας που ξεκίνησε το “Marriage…” και άλλαξε άρδην την πορεία του συγκροτήματος. Κι ας μην συμπεριλαμβάνεται στα credits ήδη απ’ τον προηγούμενο δίσκο τους (αν και τον συναντάμε εδώ), ο Ylwizaker υπήρξε καταλυτικός για τον ήχο των Ulver. Μαζί με αυτόν, ίσως αποχαιρετήσουμε παραπάνω πτυχές του συγκροτήματος απ’ όσες νομίζουμε. Οι αλλαγές έρχονται – ήρθαν, κιόλας – και αυτή τη φορά μπορεί να μην είναι επιφανειακές, αλλά πιο δομικές. Ο λύκος ούτε αυτή τη φορά θα αλλάξει τη γούνα του, κι έτσι έχουμε μπει για τα καλά στην υποψία του ότι εδώ και καιρό επανανοηματοδοτεί τη φύση του.