Black Mountain

Wilderness Heart

Jagjaguwar (2010)
Από τον Παντελή Μαραγκό, 22/10/2010
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Έχουν ήδη περάσει πέντε χρόνια από τότε που τα φώτα στράφηκαν στους Black Mountain και το βαρύ, νεο-ψυχεδελικό ήχο τους, παρόλο που το συγκρότημα δραστηριοποιείται με διάφορα ονόματα και συνθέσεις από τα '90s. Την περίοδο εκείνη, ωστόσο, τις εντυπώσεις για τη '70s space rock αναβίωση είχαν κλέψει οι Wolfmother με το άψογο ντεμπούτο τους. Νομίζω πως έκτοτε στο μυαλό πολλών φίλων της μουσικής αναδείχτηκε μια άτυπη κόντρα μεταξύ των δύο συγκροτημάτων, που έδειξαν ότι μπορούν να εξελίξουν το κάπως ξεχασμένο ιδίωμα της ψυχεδέλειας. Καθώς όμως η ζωή είναι μαραθώνιος και όχι κατοστάρι, η πλάστιγγα σταδιακά έγειρε προς τη μεριά των Black Mountain, ιδιαίτερα μετά την κυκλοφορία του "In The Future" (2008), το οποίο αποτέλεσε μεγάλο βήμα μπροστά σε σχέση με το ντεμπούτο τους από το 2005. Σε αυτό βοήθησε και το περυσινό, μάλλον αναιμικό, δεύτερο βήμα των Αυστραλών Wolfmother. Έχει ο καιρός γυρίσματα λοιπόν και ήρθε η ώρα για την κυκλοφορία του «δύσκολου» τρίτου δίσκου των Black Mountain, με τις προσδοκίες να τοποθετούν τον πήχη σε δυσθεώρητα ύψη.

Μετά το "In the Future" και την καθολική κριτική αποδοχή που αυτό απόλαυσε, τα μέλη των Black Mountain πειραματίστηκαν με διάφορα side projects, όπως οι Pink Mountaintops και οι Lightning Dust, αλλά πλέον φαίνεται να επικεντρώνουν και πάλι την ενέργειά τους στο να συνεχίσουν την άκρως ανοδική πορεία της μπάντας. Το "Wilderness Heart" συνιστά καλά νέα πράγματι! Το album είναι γεμάτο κολοσσιαία riffs αλλά και μελωδικά ακουστικά κομμάτια, πλούσιες ερμηνείες, «δεμένο» ήχο, ο οποίος δεν παύει να είναι ταξιδιάρικος και το κυριότερο: απουσιάζει ένα κακό ή έστω μέτριο κομμάτι. Δε συνεχίζει ακριβώς από εκεί που σταμάτησε το "In The Future", αλλά, κρατώντας τα καλά στοιχεία, τα ξανασερβίρει σε ένα πιο «ντελικάτο» πιάτο, συνοδευόμενα από νέα συστατικά και μια σαφώς πιο νηφάλια διάθεση. Το εάν η ροπή του συγκροτήματος προς έναν πιο βατό ήχο θα του εξασφαλίσει και την αντίστοιχη εμπορική αποδοχή είναι άλλο θέμα ωστόσο, ιδιαίτερα στους χαλεπούς καιρούς που διανύουμε... Διαβάζω στο Billboard ότι o δίσκος μόλις και μετά βίας μπήκε στα πρώτα 100, κάτι που μεταφράζεται σε πωλήσεις ολίγων χιλιάδων (τουλάχιστον αυτοί ξέρουν!).

Βασικό ρόλο στον εξευγενισμό του ήχου παίζει η απόφαση του συγκροτήματος να παραχωρήσει για πρώτη φορά τα ηνία της παραγωγής, συνεργαζόμενο μάλιστα με δύο παραγωγούς.  Η σαφώς πιο «καθαρή» παραγωγή των Randall Dunn και D. Sardy (Oasis, Nine Inch Nails, LCD Soundsystem και πολλοί άλλοι, μεταξύ των οποίων και το ντεμπούτο των Wolfmother), με ηχογραφήσεις σε Λονδίνο, Seattle αλλά και στο ιστορικό Sunset Sound studio στο Hollywood, εξυπηρετεί τόσο τις πολλές και καλές μελωδίες, όσο και τα χορταστικά φωνητικά. Παραχωρεί επίσης περισσότερο χώρο στα κλασσικά rock πλήκτρα του Jeremy Schmidt, ο οποίος προσθέτει ουσιαστικές πινελιές και δημιουργεί ένα χρωματιστό επίπεδο στο βάθος. Αξίζει να σημειωθεί πως ο Schmidt σχεδίασε και το πολύ καλό εξώφυλλο.

Το album χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή μεταξύ καθαρόαιμων hard-rock μοτίβων και λυρικών ακουστικών tracks. Η εναλλαγή στο ύφος και το ενεργειακό περιεχόμενο των κομματιών φέρνει περισσότερη πολυμορφία στο δίσκο από όση έχει εμφανίσει η μπάντα στο παρελθόν. Μια άλλη βασική διαφορά, σε σχέση με τις δύο προηγούμενες δουλειές του συγκροτήματος, είναι ο αναβαθμισμένος ρόλος της Amber Webber, η οποία αναλαμβάνει ξεκάθαρο ρόλο στα φωνητικά, πότε ανταλλάσσοντας στροφές με τον ηγέτη και κύριο συνθέτη της μπάντας, Stephen McBean, και πότε βγαίνοντας μπροστά ως πρώτη, όπως στο ομότιτλο track, στο οποίο βγάζει ένα υπέροχο vibrato (στα 02:08 του κομματιού) που παραπέμπει ευθέως στην ανυπέρβλητη Stevie Nicks των Fleetwood Mac.  Άλλωστε, η μπάντα από τον Vancouver έχει τους ήρωές της και δε φοβάται καθόλου να αφήσει να φανεί η επιρροή που αυτοί ασκούν επάνω της.

Ενδιαφέρον πρώτο single το "Old Fangs", στο οποίο οι Queens of the Stone Age συναντούν τους Deep Purple. Ο δίσκος ξεκινάει με το πολύ ανεβαστικό -αλά Black Crowes- "The Hair Song", το οποίο κατά την ταπεινή μου γνώμη είναι το πιο εύστοχο φετινό opener, μαζί με το "American Slang" των Gaslight Anthem, και αποτελεί το δεύτερο single. Γραμμένο στα 3/4 -όπως τα waltz του Johann Strauss Jr. παρεμπιπτόντως-, αντηχεί τους Led Zeppelin του "Kashmir" αλλά και τα φωνητικά της πρώτης, ψυχεδελικής περιόδου του Marc Bolan με τους T-Rex.  Ο στίχος «Let the love in your heart take control» στα 01:43 και το ξέσπασμα που ακολουθεί δίνουν τον τόνο για το τι πρόκειται να ακολουθήσει. Εξίσου καλό το βαρύ blues του "Rollercoaster" και το άκρως γκαζιάρικο "Let Spirits Fly", όπου ξεχυλίζουν οι Black Sabbath αναφορές με μπόλικη από Motorhead. Εννοείται πως το πνεύμα των Hawkwind είναι πανταχού παρόν και κόβει βόλτες ανενόχλητο καθ' όλη τη διάρκεια του δίσκου.

Στιχουργικά, ωστόσο, τα πράγματα είναι λιγάκι so-so, καθώς οι στίχοι πολλές φορές δε βγάζουν νόημα (σε εμένα τουλάχιστον!). Τίποτε λιγότερο από κομήτες, πνεύματα και ηλιοκαμένες παλάμες σε μια διαγαλαξιακή υπερφόρτωση. Ιδιαίτερα στα δυνατά κομμάτια, είναι γεμάτοι κλισέ («Descent to the waves / Electric tides cast upon your shores» στο "Let Spirits Ride"), αλλά αυτό -όπως όλοι γνωρίζουμε- μικρή σημασία έχει κατά τη διάρκεια του head-banging, για να μην πω ότι, πολλές φορές, βοηθάει κιόλας!

Αφού λοιπόν κάναμε μια βόλτα στο παιδικό δωμάτιο των μελών του συγκροτήματος και χαζέψαμε αναρτημένα όλα τα posters των θεών του rock, έχει ενδιαφέρον να ψάξουμε από που προέρχονται τα πέντε άκρως ενδιαφέροντα ακουστικά tracks ("Radiant Hearts", "Buried By The Blues", "The Way To Gone", "The Space Of Your Mind" και "Sadie").  Ο στίχος «A piper at the gates to steal you from the dawn» στο πανέμορφο "Buried By The Blues" δεν αφήνει και πολύ χώρο για παρερμηνείες (Pink Floyd), ενώ στο "Space Of Your Mind" θυμίζουν ακόμη και Oasis του "Don't Believe The Truth" (2005), οι οποίοι με τη σειρά τους για το δίσκο εκείνο είχαν «ξεπατικώσει» τους Kinks.  Αναδύουν επίσης την αύρα του Gram Parsons και των υπέροχων "#1 Record" (1972) και "Radio City" (1974) των αδιανόητα υποτιμημένων Big Star του πρόσφατα εκλιπόντος Alex Chilton.

Ωραία, αφού αναπόφευκτα θυμηθήκαμε τη ...μισή ιστορία του rock ανατρέχοντας στις αναφορές του ήχου των Black Mountain, μπορούμε να αναγνωρίσουμε στη μπάντα την αξιοπρεπέστατη προσπάθεια που κατέβαλλε και το πολύ καλό αποτέλεσμα συνολικά.  Από την άλλη, όμως, σε καμία περίπτωση δε μπορούμε να μιλήσουμε για δίσκο που έχει θέση στο πάνθεον της μουσικής ιστορίας. Θα μπορούσαμε κάλλιστα, εάν και εφόσον το "Wilderness Heart" είχε κυκλοφορήσει 35-40 χρόνια πριν. Αλλά καθώς κυκλοφόρησε στη φετινή, φτωχή μουσικά (και όχι μόνο) χρονιά, λειτουργεί ως υπενθύμιση ότι κάτι καινούργιο, με δυναμική να αλλάξει τα πράγματα σε μεγάλη κλίμακα, έχει να εμφανιστεί πολύ καιρό τώρα. Ας είναι, τουλάχιστον αυτοί αναπαράγουν το παρελθόν με εξαιρετικό τρόπο και το "Wilderness Heart" είναι ένας πολύ καλός δίσκος. Εν κατακλείδι, εάν στο "Physical Graffiti" (1976) των Led Zeppelin αξίζουν πέντε αστέρια (που αναντίρρητα του αξίζουν!), στο "Wilderness Heart" αξίζουν τρία και μισό.
  • SHARE
  • TWEET