Black Midi

Hellfire

Rough Trade (2022)
Από τον Θεοδόση Γενιτσαρίδη, 08/07/2022
Περάστε ελεύθερα όσοι αναζητείτε μουσική τρέλα, τεχνική παράνοια και προοδευτική μουσική άποψη, με μια πιο indie pop πλέον μυρωδιά
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Θα δανειστώ μερικές ατάκες του Αντώνη από την κριτική του περσινού "Cavalcade" καθώς μου άρεσαν ιδιαίτερα και συμφωνώ απόλυτα με το ότι οι Black Midi είναι μουσικοί κανίβαλοι, ένα εκτροχιασμένο τρένο κι ένα πολύχρωμο τσίρκο! Είχα (κι εγώ) ενθουσιαστεί όταν ανακάλυψα το ντεμπούτο τους "Schlagenheim", όντας ακόμα παντελώς άγνωστοι και ανταμείφθηκα επιπλέον, όπως όλοι μας, με τη δεύτερη κυκλοφορία τους. Για να δούμε αν η τρίτη τους θα είναι και η φαρμακερή, ε, η καλύτερη εννοώ!

Αυτός ο δίσκος, από την πρώτη κιόλας ακρόαση σου ξεκαθαρίζει ότι είναι άλλο ένα best-of αγαπημένων ειδών από φασαριόζικα και πειραματικά rock μουσικά παρακλάδια. Επειδή φαντάζομαι μέσα στις επιρροές τους κρύβεται κατά βάθος και ο Gabe Serbian, ας αφιερώσουμε αυτό το δίσκο στον αδικοχαμένο αυτό μουσικό που μας δίδαξε μουσική τρέλα!Μαζί με την τρέλα φαίνεται ότι φέτος προστίθενται κι άλλα μουσικά είδη και πιθανές επιρροές. Εντοπίζω κι άλλα πράγματα που δεν είχαμε την τύχη να εντοπίσουμε στις προηγούμενες δουλειές τους. Νιώθω ότι περνάνε περισσότερα jazz στοιχεία, πιο γενναίες δόσεις art rock και μια μεταμοντέρνα punk blues αισθητική που έχουμε συνηθίσει να ακούμε από Αυστραλούς τελευταία. Κρατάνε περισσότερες συνθέσεις αυτή την bossa μουντίλα του "Marlene Dietrich" από το περσινό. To τρελαμένο τους prog φέτος μου κάνει ακόμα πιο πειραματικό και φευγάτο. Έχοντας και αυτό μια φθίνουσα πορεία καταλήγει σε μερικά κομμάτια να μην υπάρχει καν. Τα μαθηματικά και τεχνικά τους σημεία, έχουν παραμεριστεί αρκετά πίσω από μια pop πόρτα η οποία δεν είναι κλειστή σε καμία επίσκεψη. Βασικά ο δίσκος έχει μια τεράστια ταμπέλα, έξω από έναν ανοιχτό και φιλόξενο χώρο που γράφει ΠΕΡΑΣΤΕ ΕΛΕΥΘΕΡΑ. Όταν ακούς το indie pop έως και chamber folk "Still" αναρωτιέσαι αν ακούς ακόμα black midi ή άλλος δίσκος πέρασε στ’ αυτιά σου.

Προσπέρασα όμως πέντε συνθέσεις οπότε πάμε να το πάρουμε από την αρχή.

Το εισαγωγικό "Hellfire" αν και ξεκινά σαν εμβατήριο, καταλήγει αρκετά επίπονο και θυμίζει πολλά από αυτά που αγαπάμε σε αυτούς. Γρήγορα, αφού το πρώτο είναι το πιο μικρό χρονικά, μπαίνουμε στη μούρλα του "Sugar / Tzu". Με μια ασύλληπτη εισαγωγή από παρουσίαση αθλητικού γεγονότος η jazz-rock αυτή σύνθεση γίνεται το πιο τρελό κομμάτι τους. Αυτό είναι η ωρίμαση της μπάντας. Αυτό είναι το συνθετικό τους διαμάντι. Αυτό είναι η απόδειξη ότι με την εξάσκηση και την εμπειρία αποκτάς και μια άνεση στην ενορχήστρωση που μπορεί να κάνει θαύματα. Αυτή η ένωση ακραία γρήγορων και πολύ αργών σημείων είναι μαγική. Μπαμ και φύγαμε για το σπανιόλικο "Eat Men Eat". Μια indie pop μπαλάντα σε δελεάζει και σε παραξενεύει ταυτόχρονα. Άλλη μια απόδειξη ότι χωράνε κι άλλες, κι άλλες, πάρα πολλές επιρροές σε αυτά τα παλικάρια. Το κομμάτι ειλικρινά ακούγεται τόσο αμφιλεγόμενο, τόσο γλυκό και τόσο σιχαμένο (αν βρεις καλή έννοια σε αυτό κράτα τη) που πραγματικά εντυπωσιάζει. Εδώ το art rock μπορεί να βρει ένα πειραματικό αποκούμπι. Το "Welcome Τo Hell" όταν αρχίζει τις τσαχπινιές απογειώνεται. Εδώ ακούς μουσικές και τεχνικές αρετες των μελών αλλά και σχεδόν όλες τις φωνητικές ιδέες του Geordie Greep.

To "Half Time" όνομα και πράμα, δεν είναι καν τραγούδι αλλά στέκεται στη μέση του δίσκου σαν διάλειμμα, για να περάσουμε στο μεγαλύτερο σε διάρκεια (άνω των επτά λεπτών) κομμάτι του δίσκου. Το "The Race Is About to Begin" το οποίο έχει τα γνωστά σκαμπανεβάσματα είναι αυτό το παρανοϊκό μουσικό παραμύθι που οι Black Midi σίγουρα γουστάρουν να φτιάχνουν και να παίζουν. Είναι τεχνικό, γρήγορο, εντυπωσιακά προοδευτικό, θεοπάλαβο και αρκετά αντισυμβατικό. Δεν είναι η σύνθεση που αντέχουν όλοι. Είναι αυτό το tech/math/prog, noise rock με φωνητικά που τρέχουν να φτάσουν τον ρυθμό και τα κρεσέντο, που ξαφνικά τρία λεπτά πριν το τέλος ηρεμεί, χαλαρώνει και καταλήγει σε μια υπνωτική μπαλάντα που προσπαθεί να σε γοητεύσει. Στο ίδιο μοτίβο ξεκινάει και το επόμενο "Dangerous Liaisons". Θυμίζει κάτι πιο παλιομοδίτικο. Είναι μια pop απαλή δημιουργία που προτείνει jazz ιδέες, ποιητική απαγγελία και ξεχωρίζει ή καλύτερα διαφέρει αισθητά από τα υπόλοιπα. Οσο εξελίσσεται ξεδιπλώνει τις αρετές του και αποδείκνυει πως είναι μια από τις πιο ολοκληρωμένες και καλοφτιαγμένες συνθέσεις του συγκροτήματος. Στο "The Defence" η indie pop χροιά παραμένει ψηλά. Αυτό το ανεβαστικό, επικό και δυναμικό ανέβασμα στις συγχορδίες θυμίζει άλλες εποχές. Θα μπορούσε να είναι ένα μοντέρνο βαλς. Το τελευταίο "27 Questions" πατάει πάνω στα υπόλοιπα. Έχει στοιχεία από όλα τα προηγούμενα. Πρακτικά έχει στοιχεία από ολόκληρη την πορεία τους. Είναι μια σύνοψη των προσπαθειών τους χωρίς ομως να καταφέρνει να γίνει κάτι ξεχωριστό. Δεν έχει τα φόντα να γίνει η κομματάρα που θα ήθελαν, αλλά κλείνει πολύ όμορφα τον δίσκο και σε ζαλίζει ιδανικά στο κλείσιμο.

Αν ψάχνεις τις καφρίλες που αγάπησες. Δεν θα βρεις πολλές. Αν έχεις συμπάθεια προς άλλες πιο άρτιστικ μπάντες όπως οι Black Country, New Road (κοίτα που τελικά φτάσανε να μοιάζουν) εδώ θα βρεις επιτέλους περισσότερα κοινά σημεία! Ο δίσκος έχει ανοίξει ακόμα περισσότερο τους ήδη διευρυμένους ορίζοντες τους. Πολλά μπράβο στο συγκρότημα που κατάφερε στον τρίτο δίσκο να είναι ακόμα πιο φρέσκο και φευγάτο και επιπλέον πειραματικό, ενώ μας είχε θαμπώσει ήδη τόσο πολύ στα προηγούμενα. Μπράβο που έγιναν ακόμα πιο δομημένες οι συνθέσεις τους χωρίς να χάσουν από τις απίθανες αλλαγές και τις πολλές μεταβολές. Σίγουρα στηρίζεται και διευρύνει τα μελωδικά και αρμονικά στοιχεία του προκατόχου του, αλλά δεν κολλάει να μεγαλουργήσει και σε βαρβαρότητες που θυμίζουν το ντεμπούτο τους. Άλλος ένας εξαιρετικός δίσκος.

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET