Fraternity Of Sound - Day 1 (The Soft Moon, Nurse With Wound, Circle κ.ά.) @ Fuzz, 27/10/17

Όλα όσα είδαμε και ακούσαμε την πρώτη μέρα ενός φεστιβάλ που, ήδη από την ανακοίνωσή του, αποτέλεσε την πιο αναπάντεχα ευχάριστη έκπληξη

Από τον Μάνο Πατεράκη, 30/10/2017 @ 11:33

Ξεσκαρτάροντας τις καλύτερες κυκλοφορίες που άκουσα φέτος, έγραψα νωρίτερα στη χρονιά για το "Compassion" των Forest Swords και το "Terminal" των Circle. Σημεία τομής των δύο, ηχητικά, ελάχιστα - πέρα από το ότι και οι δύο επρόκειτο να επισκεφτούν την πόλη μου την Παρασκευή 27 Οκτωβρίου. Η επιλογή της Παρασκευής δεν ήταν στην ουσία της και τόσο δύσκολη. Αφενός, το "Compassion" είναι ένας δίσκος που με ταξίδεψε εν συγκρίσει με το "Terminal" που μου έδωσε τα μυαλά στο χέρι. Αφετέρου, Forest Swords έχω ξαναδεί, ενώ όταν ανακοινώθηκαν οι Circle, συμπτωματικά ελάχιστες μέρες αφότου έγραψα την κριτική, αποτέλεσε τρανή έκπληξη καθώς ουδέποτε περίμενα ότι θα τους έβλεπα στη χώρα μας - και μάλιστα την ίδια χρονιά που είδαμε και Acid Mothers Temple (!). Η αναφορά στους ACM διόλου τυχαία, καθότι οι Ιάπωνες με τους Φινλανδούς γνωρίζονται, δίνουν συναυλίες που όμοιές τους δεν έχουμε ξαναδεί ποτέ και εν τέλει έφτιαξαν ένα άτυπο ντουέτο δύο εκ των εμφανίσεων της χρονιάς που είχαμε την ανέλπιστη χαρά να δούμε.

Ε και πέρα από την εμφανή μεροληψία μου υπέρ των Circle εις βάρος των υπόλοιπων καλλιτεχνών της βραδιάς, γούστα είναι αυτά, το Fraternity Of Sound, το νεόφερτο ετούτο φεστιβάλ, υπόσχεται τόσα πολλά, φέρνοντας και συνδυάζοντας ονόματα μακριά από κάθε εμπορικό σκεπτικό. Έτσι ακριβώς όπως μας αρέσει δηλαδίς. Άσε που την Κυριακή θα έφερναν ακόμα έναν καλλιτέχνη που έχει βγάλει μία από τις αγαπημένες μου φετινές κυκλοφορίες - μιλάω για το υπνωτικά cool "Rock N' Roll Consciousness" του Thurston Moore. Για αυτό θα μιλήσουμε σε άλλο κείμενο όμως, υπομονή.

Μία μέρα λοιπόν, μετά το ζέσταμα της Πέμπτης που συμπεριλάμβανε Dead Gum, Puce Mary, Colin Potter, Croatian Armor και Jay Glass Dubs, στον καινούργιο συναυλιακό χώρο που θα μας απασχολήσει στο μέλλον και ονομάζεται Temple, βρεθήκαμε στο Fuzz για την επίσημη πρώτη από της τρεις μέρες του Fraternity Of Sound.

Η αρχή έγινε με ένα 20-λεπτο καθυστέρηση και με μόλις 50 άτομα να είναι έτοιμα να υποδεχτούν τους Maggot Heart. Πρόκειται για τη νέα μπάντα της Linnea Olsson, της τύπισσας που είχε κάνει ντόρο με τους The Oath στο ένα και μοναδικό άλμπουμ που έβγαλαν το 2014 πριν χωρίσει τους δρόμους της με την Johanna Sadonis. Έπειτα βρέθηκε στους Beastmilk/Grave Pleasures, για να φύγει και από εκεί και να αφοσιωθεί στο τωρινό της πρότζεκτ, όπου και για πρώτη φορά πέρα από την σπεσιαλιτέ της, την κιθάρα, βρίσκεται και πίσω από το μικρόφωνο.

Maggot Heart

Οι Σουηδοί Maggot Heart με έδρα το Βερολίνο έχουν κυκλοφορήσει μόνο το EP “City Girls” προς το παρόν, έχουν ήδη ανακοινωθεί για το επερχόμενο Roadburn, κυκλοφόρησαν ένα single πριν λίγες ημέρες ("Show Them Your Teeth") και έκαναν τα live αποκαλυπτήριά του στην Αθήνα. Οι δυναμικές και σκοτεινές συνθέσεις που στηρίζονταν στα riffs της κιθάρας ήταν γεμάτες heavy metal και punk αναφορές. Η ίδια η Olsson αποδείχτηκε εξαιρετική frontwoman. Έφερε λίγο από το τσαγανό της Jehnny Beth των Savages και με ένα set, το πρώτο μισό του οποίου αποτελούταν από καλύτερα συγκριτικά τραγούδια, συνετέλεσε στην έκπληξη της βραδιάς. Πολύ δυνατή εμφάνιση. Ένα εκ των τραγουδιών ήταν αφιερωμένο από την Olsson στις «δύο γυναίκες που βρίσκονται στο κοινό», καυτηριάζοντας έτσι την αναλογία του Fuzz, η οποία διέφερε από το αυστηρό 50-50 των ίδιων των μελών των Maggot Heart.

Σκυτάλη στους Αθηναίους Kooba Tercu. Η αλήθεια είναι πώς δεν κατάλαβα το παράδοξο των Maggot Heart να βγαίνουν πριν το εγχώριο group, αντίθετα με τα «ως είθισται» των συναυλιακών πεπραγμένων. Και ακόμα και εκ των εκ υστέρων δεν αποδείχτηκε σωστή επιλογή κατά την ταπεινή μου άποψη. Το exotic noise rock (sic) του συγκροτήματος του Johnny Tercu χρωστάει πολλά σαν νοοτροπία στους Goat (των οποίων τη συναυλία στην Ελλάδα είχαν ανοίξει), μπολιάζοντάς το με πολυσυλλεκτικές επιρροές και μια έντονη αυτοσχεδιαστική αίσθηση.

Kooba Tercu

Οι Kooba Tercu έχουν μια έξυπνη ιδέα ηχητικής ταυτότητας, με επαναλαμβανόμενους tribal ρυθμούς, noise περάσματα και σχέδον αφρικανοειδή (;) φωνητικά, κάτι που δεν συναντάται στα ελληνικά δρώμενα. Ωστόσο, πρακτικά, οι ιδέες τους είναι απλοϊκές, όπως και η εκτέλεσή τους, ενώ η έκσταση στην οποία θέλουν να μας βυθίσουν δεν επιτυγχάνεται ποτέ. Δεν υπάρχει λόγος για δύο ντράμερ (drummer και percussionist για την ακρίβεια), καθότι χτυπάει άσχημα για συγκρότημα που θα όφειλε να στηρίζεται στους ρυθμούς, αυτοί να είναι διεκπεραιωτικοί. Όχι, βέβαια, πως οι κιθάρες ή τα πλήκτρα έδιναν κάποια αξιομνημόνευτη μελωδία ή λούπα. Χωρίς να είναι ακριβώς my cup of tea (και ποιανού είναι άλλωστε;), θα έλεγα ότι οφείλουν να προχωρήσουν σε τολμηρή επαναπροσέγγιση αυτού που κάνουν, καθότι είναι μουσικοί με εγνωσμένο background στην εγχώρια σκηνή και αξιοσημείωτα ακούσματα.

Με το εκτός προγράμματος εικοσάλεπτο να μας ακολουθεί από το ξεκίνημα μέχρι τέλους, ήρθε η ώρα για τους Circle. Ένα soundcheck άνω των δέκα λεπτών με ομιλίες στα φινλανδικά από κάτι τύπους με φαντεζί φωσφοριζέ κολάν, πούπουλα, δερμάτινα και λοιπά εξεζητημένα... αξεσουάρ ήταν η ιδανική αρχή για το έπος που (είχαμε προβλέψει ότι) θα ακολουθούσε. Μια δαιμονισμένη εμφάνιση κατά την οποία ακούσαμε τα μισά τραγούδια του φετινού "Terminal" καθώς και λοιπές στιγμές από τη δισκογραφία των τριαντα-κάτι full-length και πενηντα-κάτι συνολικά κυκλοφοριών της καριέρας τους. Με το κοινό προς το τέλος να φτάνει αριθμητικά στο ζενίθ του (υπολογίζω λιγότερα από 500 άτομα), δεν υπήρξε -θέλω να πιστεύω- ούτε ένας που δεν έμεινε με τα σαγόνια στο πάτωμα από το θεσπέσια δαιμονισμένο performance τους, ακόμα και αν δεν είχε ακούσει νότα από τις μουσικές τους.

Circle

Η ιδιόρρυθμη, σχεδόν απαράμιλλη, παρουσία τους συνδυάζεται με διαστρικό songwriting, το οποίο συγκεράζει την πιο στριφνή heavy κοσμική ψυχεδέλεια, απόκοσμη αγριότητα και εντελώς catchy σημεία που σε κάνουν να χτυπιέσαι μαζί τους. Η υπνωτιστική, krautrock πτυχή του παρελθόντος τους σχεδόν αγνοήθηκε για ευνόητους λόγους. Οι περισσότεροι παρατηρούσαν προσηλωμένοι με θαυμασμό, προσπαθώντας να καταλάβουν τι ήταν αυτό που εκτυλισσόταν μπροστά τους, παρά συμμετείχαν με τα σώματά τους σε αυτά που πρότασσε η μουσική. Απόλυτος κυρίαρχος ο Mika Ratto, ο βασικός τραγουδιστής και κημπορντίστας. Έπαιζε, χόρευε, στηνόταν σαν να είχε πάρει όλα τα χημικά ναρκωτικά που φτιάχτηκαν το 2017 άνωθεν της Βαλτικής και προωθούσε σαν τσατσά ένα-ένα τα μέλη ενός αξιοθαύμαστα καλοκουρδισμένου συνόλου. Ό,τι και να πούμε για να περιγράψουμε αυτό που είδαμε είναι λίγο, ψαχτείτε YouTube για πειστήρια. Η αλήθεια κρύβεται, ενδεχομένως, στα φινλανδικά που στρίγγλιζε ο Ratto προς το κοινό, εκτός μικροφώνου, εν μέσω των τραγουδιών. Είτε ήταν κατάρες, είτε ασυναρτησίες, είτε οδηγίες για το πώς να πάρεις το λεωφορείο στο Pori της Satakunta.

Circle

Nurse With Wound για τη συνέχεια, με μια απότομη κατηφόρα από το γεμάτο ενέργεια παρανοϊκό rock’n’roll των Circle, χαμηλά στα τάρταρα για τον απόλυτο ζόφο του Steven Stapleton. Από τα τέλη της δεκαετίας του '70 μέχρι σήμερα, οι Nurse With Wound θεωρούνται πρωτοπόροι σε αυτό που κάνουν και από τα πιο επιδραστικά σχήματα που έχει βγάλει το νησί. Τα industrial κύματα που παράγονται σε κάθε δυνατή συχνότητα από τις κονσόλες είναι ακραιφνώς ηλεκτρονικοί ήχοι, παραγόμενοι ζωντανά, με την παρουσία επεξεργασμένων samples να μειώνεται σημαντικά. Μια κιθάρα πού και πού πρόσθετε στο ηχητικό αποτέλεσμα που είχε μόνο μία απόληξη, με τον αρωγό και των εφιαλτικών εικόνων που προβάλλονταν στο υπόβαθρο: τρόμος.

Nurse With Wound

Η μουσική παρουσιάστηκε από τον Steven Stapleton ως κεντρική φιγούρα μαζί με τον Colin Potter και τον Andrew Liles, ενώ στο τέλος είχαμε προσθήκη άναρθρων κραυγών που σου σήκωναν την τρίχα. Οι Nurse With Wound επέστρεψαν στις live εμφανίσεις το 2005, μετά από 21 χρόνια απουσίας από το σανίδι. Η μουσική τους δεν είναι φτιαγμένη για έναν χώρο σαν το Fuzz, καθότι απαιτεί απόλυτο σκοτάδι, κλειστοφοβική αίσθηση και νεκρική σιγή, ωστόσο μπορούμε να αισθανόμαστε τυχεροί που είδαμε ένα τόσο σημαντικό όνομα, ακόμα και αν οι περισσότεροι, ολίγον τι άβολα, δεν ξέραμε πού ακριβώς έπρεπε να εστιάσουμε. Υποθέτω πως όλοι οι διεστραμμένοι τύποι die-hard οπαδοί τους άφησαν τα κοκαλάκια τους εκεί.

Τους The Soft Moon τους είχα πρωτοδεί το μακρινό 2014 στο Plissken, όταν εκείνο ήταν ένα φεστιβάλ πολύ πιο κοντά στα ακούσματά μου, που όμως, φυσιολογικά, δεν έμελλε να αντέξει σε αυτήν την υπέροχη μορφή για πολύ. Έπειτα, επέστρεψαν για headlining εμφάνιση ένα χρόνο αργότερα, το 2015, και πια, εν έτει 2017 έρχονται να κλείσουν με τον ιδανικό τρόπο την πρώτη μέρα του Fraternity Of Sound. Με τον επερχόμενο δίσκο τους, "Criminal", στα σκαριά, οι The Soft Moon τείνουν να μπουν στο κλειστό κλαμπ των συγκροτημάτων που ποτέ δεν πλησίασαν την επιτυχία/ποιότητα του ντεμπούτου τους ("The Soft Moon¨"-2010).

The Soft Moon

Πέρα από αυτό, όμως, η γεμάτη ενέργεια και attitude εμφάνιση της τριπλέτας των The Soft Moon, προεξέχοντος του mainman της μπάντας, Luis Vasquez, έσβησε μονοκοντυλιά την εσκεμμένη μιζέρια, στο πέπλο της οποίας μας είχαν αφήσει οι Nurse With Wound. Όλο το Fuzz, το οποίο αραίωνε σιγά-σιγά, χόρευε στους post-punk ρυθμούς του συγκροτήματος, με πολλά καθαρά ηλεκτρονικά μέρη, τα οποία προέρχονταν κυρίως από την τελευταία τους δουλειά, "Deeper". Οι μουσικές στηρίζονταν στους ρυθμούς και όχι τόσο σε αξιομνημόνευτες μελωδίες ή κολλητικά ρεφρέν. Επιληπτικά φώτα, καπνοί παντού και το κοινό να ανταποκρίνεται επιτέλους αφού περίμενε ώρα αφορμή για να «ζεσταθεί». Με μια dark party αίσθηση και ένα κουρασμένο χαμόγελο σε όλους τους θαμώνες, έκλεισε η πρώτη μέρα ενός φεστιβάλ που δεν ξέρω αν θα έχει διάρκεια, αλλά οι αναμνήσεις του οποίου -μετά και τις επόμενες δύο ημέρες ως μετά-Χριστόν προφήτες- σίγουρα θα έχουν.

The Soft Moon

Φωτογραφίες: Διονύσης Παρθενιάδης / dionpa.com

  • SHARE
  • TWEET