Υπαρξιακά δεμένος με την λογοτεχνία και τη μουσική, χαρτογραφεί και τις δύο με την υπενθύμιση ότι οι χάρτες δεν είναι ποτέ ο τόπος ο ίδιος. Του αρέσει ό,τι μπορεί να περιγράψει ως πολύχρωμο, παραμυθικό,...

The Mars Volta
Lucro Sucio; Los Ojos Del Vacio
Εσύ πώς περιμένεις τους The Mars Volta του σήμερα;
Οι The Mars Volta έχουν αποθεωθεί κι έχει απογοητεύσει ταυτόχρονα για λόγους ίδιους, διαφορετικούς, παρόμοιους, και αντιδιαμετρικούς. Μοιάζει πραγματικά δύσκολο να ταυτιστούν οι γνώμες δύο οπαδών τους, πέρα απ’ το ότι το "Frances the Mute" είναι δισκάρα. Ωστόσο, τόσο οι progressive rock μέρες της Frank Zappa παράνοιας, όσο και οι πιο βαϊμπαρισμένες, αργόσυρτες, και προσηλωμένες στιγμές απ’ το "Octahedron" κι εξής έχουν το λατρευτικό κοινό τους: τα μεν πρώτα για την σπιρτάδα, τη νευρόσπαστη ιδιοσυγκρασία τους, τον ανανεωτικό τους αέρα, τα μεν δεύτερα για το συμμαζεμένο και προσεκτικό song-writing. Γι’ αυτό στο Rocking δεν έχουμε πρόβλημα να αποθεώνουμε τόσο το παρελθόν τους, όσο και το πρόσφατο, αναγεννημένο παρόν τους, όπως κάναμε με το ομώνυμο άλμπουμ τους το 2022, που σηματοδοτούσε και την επιστροφή τους απ’ το δεκαετές πάγωμα.
Το "Lucro Sucio; Los Ojos Del Vacio" θα διχάσει και πάλι. Δεν έχει πολλές κιθάρες, κι έχει μόνο ένα riff (στο "Un disparo al vacío"), έχει synths, είναι αργό και τζαμαριστό, τίγκα σε latin και jazz πινελιές, trip hop πλαισιώσεις, και σαγηνευτικές φωνητικές γραμμές που κάνουν τον Phil Collins περήφανο. Όλα αυτά, όμως, είναι απλωμένα σαν απαλό φυστικοβούτυρο στην έκταση 18 κομματιών, που περισσότερο μπορείς να τα δεις ως χρονικές ενδείξεις, παρά σαν αυτόνομα κομμάτια. Κάντε μία χάρη, λοιπόν, στον εαυτό σας και ακούστε το δίσκο ως ένα ενιαίο κομμάτι, αφού πρακτικά, με εξαίρεση την εισαγωγή του "Cue The Sun", το ένα κομμάτι αιμορραγεί στο επόμενο, θολώνοντας τα όρια.
Το πρώτο ατού του νέου Mars Volta βρίσκεται στην κρυστάλλινη παραγωγή του, που υποστηρίζει και αναδεικνύει όλες τις μικρές λεπτομέρειες που βρίσκονται στο άλμπουμ: τις νόστιμες μπασογραμμές της Eva Gardner (τι μαγικά κάνει στο "Cue the Sun (Reprise)"), τα πλήκτρα και τα εφέ που συγκολλούν τα πάντα μεταξύ τους, το διακριτικό, αλλά τόσο ταιριαστό παίξιμο της Philo Tsungui στα ντραμς, τα σαξόφωνα και τα κρουστά. Το "Enlazan las Tinieblas" από πολύ νωρίς φροντίζει να αποδείξει την ορθότητα των λεγομένων μου, πετώντας τα όλα στον καμβά, κι όχι μόνο δεν κουράζει, αλλά έχει και την κομψότητα ενός "Blacklight Shine", με την υφέρπουσα νευρικότητα των παλιών The Mars Volta.
Δεύτερο και εξίσου σημαντικό είναι η ροή του. Ως ενιαία σύνθεση, το "Lucro Sucio..." κυλάει σαν νερό, φράση κλισέ και παρωχημένη, όμως τόσο ταιριαστή για τον συγκεκριμένο δίσκο. Τα ιντερλούδια από drone ήχους και ambience, προσφέρουν ομαλές μεταβάσεις και μετακυλήσεις από φάση σε φάση, ώστε να μην έχεις ποτέ την σιγουριά που βρίσκεσαι. Θυμίζει, έτσι, μία prog νοοτροπία, τόσο απούσα κατά τ’ άλλα στα υλικά του, όπου η εστίαση είναι σε μία αφηγηματική εξέλιξη που αφορά σ’ όλο το δίσκο, και όχι σε επιμέρους συνθέσεις που θα προσφερθούν για airplay. Αυτή η ροή διαμορφώνει και διαμορφώνεται και από μία γενικότερη ατμόσφαιρα, σκοτεινή και θλιμμένη ως επί το πλείστον, που λόγω της ρευστότητας και του θολού σχεδιαγράμματος της δομής, ξετυλίγεται με την αίσθηση ενός ονείρου.
Ωστόσο, αν συνθετικά και εκτελεστικά ο δίσκος είναι αψεγάδιαστος, κι αυτό το πιστώνεται ο Omar Rodriguez-Lopez, το δυνατότερο χαρτί του μακράν είναι η φωνή του Cedric Bixler-Zavala. Ο χαρισματικός frontman των Mars Volta πίσω απ’ το μικρόφωνο είναι αποκαλυπτικός, με λεπτότητα και συναισθηματική χάρη. Το ειρωνικά βαπτισμένο "Fin" μας καλωσορίζει με την ψιλή φωνή του βουτηγμένη μέσα σε εφέ και αιθαλικά πλήκτρα. Θα πρότεινα, μάλιστα να γίνει το σημείο αναφοράς για να χαρτογραφηθεί ο δίσκος, αφού οι φωνητικές γραμμές του είναι απ’ τα πιο ευκολομνημόνευτα στοιχεία του. Θέλεις την μελαγχολία του "Mictlán"/"The Iron Rose", που αναδύεται στο νου σου σαν ανάμνηση από προηγούμενη ζωή, την κυνική προειδοποίηση στο "Cue the Sun", ή τον χαλαρό ερωτισμό του "Voice in my Knives" και "Maullidos", ο άνθρωπος ζωγραφίζει σ’ όλη τη διάρκεια του "Lucro Sucio…", με την φωνή του να κυλάει πάνω στα ήδη εντυπωσιακά instrumentals και να κλέβει με ευκολία την παράσταση.
Ο δίσκος βασίζεται πολύ στο υπόκωφο συναίσθημα, την ατμόσφαιρα, και τον ηχητικό πλούτο, παρά στις ξεκάθαρες ιδέες, τα riffs, και τα ορχηστρικά ξεστρατήματα. Δεν βρίσκω τυχαίο ότι τον παρουσιάζουν ζωντανά στην ολότητά του, και δεν αρκούνται σε συγκεκριμένα κομμάτια. Αν περιμένετε τα ηχοχρώματα ενός "Amputechture", τότε μπορείτε να προχωρήσετε χωρίς δεύτερη σκέψη. Αν όμως σαγηνεύεστε απ’ τον κατακερματισμένο κόσμο των soundtracks και των concept albums των ‘70s, όπου η σύνθεση υπηρετεί μία – μουσική, έστω – ιστορία, αν σας εξιτάρει το "OK Computer", τα πειραματικά trip hop instrumentals που μπασταρδεύονται με jazz, και οι latin καταβολές του ομώνυμου δίσκου των The Mars Volta, τότε αυτό εδώ θα σας συντροφεύσει για πολλές, πολλές νύχτες.