The Decemberists

What A Terrible World, What A Beautiful World

Capitol / Rough Trade (2015)
Από τον Ιάσονα Τσιμπλάκο, 29/01/2015
Έκαναν το 7/7 και δεν έχει μείνει τίποτα παραπάνω να πούμε
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Οι Decemberists είναι μία από τις αγαπημένες μου μπάντες, γενικώς. Ενώ τους έμαθα σχετικά αργά (βλέπε "Hazards Of Love"), έφαγα τρελό κόλλημα και γρήγορα ανακάλυψα πως ανήκουν στην μικρή αυτή ελίτ μπαντών που δεν έχουν ούτε καν μέτρια κυκλοφορία. Με το "The King Is Dead" έκαναν μία απότομη στροφή στους πιο alt-country / americana ήχους, και τους κόλλησε γάντι. Τέσσερα χρόνια μετά, επιστρέφουν με την έβδομη στουντιακή τους κυκλοφορία, άλλη μία λαμπρή προσθήκη στη δισκογραφία τους.

Γενικά μιλώντας, ενώ ερωτεύτηκα πλήρως το "The King Is Dead", είναι εκείνη η progofolk νοοτροπία του "Hazards Of Love" και πίσω που έβρισκα τόσο συναρπαστική σε αυτούς. Ο τρόπος που ο Meloy και η παρέα του έδεναν την μουσική αφήγηση με περίπλοκες μουσικές δομές και αρμονίες μου φαινόταν αριστουργηματικός. Στο "The King Is Dead" κάπως τα άφησαν πίσω όλα αυτά, αλλά ο δρόμος προς την americana που άνοιξαν ήταν τέτοιος, που δεν μετανιώνω για τίποτα.

Όλα αυτά τα λέω γιατί δεν μπορώ να κρύψω πως ήθελα ο τελευταίος αυτός δίσκος να στρέφεται περισσότερο στην παλαιότερη νοοτροπία της μπάντας, πράγμα που κάνει σίγουρα περισσότερο από το "The King Is Dead", αλλά όχι όσο πίστευα εξαρχής ότι ήθελα. Σε γενικές γραμμές, οι Decemberists παίρνουν την απότομη στροφή του προηγούμενου δίσκου, και τη ραντίζουν με τις πολυτελείς γαρνιτούρες του παρελθόντος, προσφέροντας και μία-δύο εκπλήξεις εδώ και εκεί.

Με τις πρώτες ακροάσεις του δίσκου -γιατί είναι κάπως απαιτητικό σαν άκουσμα- πίστεψα πως είναι πραγματικά άνισος. Καθώς όμως τον άκουγα περισσότερο και έφτιαχνα το προσχέδιο του κειμένου αυτού (γιατί ενίοτε οργανώνομαι όταν γράφω), συνειδητοποίησα πως δεν υπήρχε κομμάτι για το οποίο μπορώ να πω κακά λόγια. Υπήρχαν εκείνα που πραγματικά με εντυπωσίαζαν και μπήκαν κατευθείαν στην playlist με τα αγαπημένα μου, και υπήρχαν και εκείνα που έπεφταν στη ταμπέλα «γλυκιά, γλυκιά americana». Καμία άλλη κατηγορία δεν υπάρχει.

Ο δίσκος ανοίγει με το "The Singer Addresses His Audience", ένα κομμάτι το οποίο φαντάζομαι ο Meloy ήθελε να τραγουδήσει δυνατά εδώ και τέσσερα χρόνια. Απευθυνόμενος κατευθείαν στο κοινό του, αναγνωρίζει την αγανάκτησή μεγάλης μερίδας των οπαδών τους ως προς τον χαρακτήρα του "The King Is Dead", και εξηγεί -αρκετά καυστικά- ότι ήταν κάτι που έπρεπε να κάνουν, παρ' όλο που πιστεύετε πως σας ανήκουμε. Μία πολύ έξυπνη ματιά στη σχέση καλλιτέχνη / κοινού.

Έπειτα, ο δίσκος περνάει σε μάλλον το αγαπημένο μου κομμάτι σ' αυτόν. Το "Cavalry Captain" είναι ένα τόσο άνετο ανάλαφρο και feel-good κομμάτι που ενώ είχαμε χαμπαριάσει ότι μπορούν κάπως να το προσεγγίσουν (βλέπε "This Is Why We Fight"), δεν φαντάστηκα ποτέ ότι μπορούν να το φτάσουν σε αυτό το απολαυστικό σημείο. Το κομμάτι το οδηγεί μία groovy μπασογραμή η οποία σε φέρνει φάτσα φόρα με μία ΑΒΒική μελωδία χάλκινων πνευστών. Πραγματικά απολαυστικό.

Στη συνέχεια έχουμε το πρώτο κομμάτι που κατατάσσεται κάτω από την προαναφερθείσα ταμπέλα της «γλυκιάς, γλυκιάς americana». To "Philomena", ένα αρκετά πονηρό ερωτοτράγουδο, οδηγεί πολύ όμορφα σε άλλο ένα από τα μεγάλα highlights του δίσκου, το πρώτο single, "Make You Better". Eίναι το πρώτο κομμάτι στο οποίο αχνοφαίνονται εκείνα τα προγκοσημεία, κυρίως από την πολυκοσμία της ενορχήστρωσης. Εκείνα τα δεύτερα γυναικεία φωνητικά κατά το τελευταίο τρίτο του κομματιού προσδίδουν μία πολύ ιδιαίτερη αύρα στο κομμάτι. Μοναδικό άχτι, το σόλο, πραγματικά είχε το potential να απογειώσει στα τέρμα το κομμάτι, αλλά αποφασίζει να μείνει μετρημένο, πράγμα που γενικά μπορεί να πει κανείς για τους Decemberists, πράγμα που γενικά έχει πολλά να κάνει με το πόσο μπαντάρα είναι.

«Γλυκιά, γλυκιά americana» συναντάμε και στα "Lake Song", "Τhe Wrong Year", και "Till The Water's All Long Gone", αν και το τελευταίο έχει και κάποιες πιο εμφανείς επιρροές από πιο ξενόφερτα ακούσματα. Θα ήθελα όμως να σταθώ στα δύο κυρίως σημεία τριβής που είχα με το δίσκο, τα οποία όμως χτυπάνε διαδοχικά. Το "Better Not Wake The Baby", το οποίο γενικώς δεν πιάνω σαν κομμάτι, και ύστερα το "Αnti-Summersong". Αυτό το τελευταίο σχεδόν με εκνεύρισε όταν το άκουσα την πρώτη φορά. Πιο country και από το country, η μπάντα ντυμένη με πουκάμισα αστεροεσσίτικα και καπέλα καουμπόικα. Τελικώς, όμως, ο Colin Μeloy και η αισθητική φωνητική του μελωδία με κέρδισαν, ολοκληρωτικά.

Στο "Εasy Come, Easy Go", έχουμε ίσως το πιο εμφανές κλείσιμο ματιού στα αφηγηματικά κομμάτια των πρώιμων Decemberists. Μία γενικότερα απόκοσμη και μυστήρια ατμόσφαιρα συνοδεύει το κομμάτι, όπως συνήθιζαν γενικώς αυτά τα παραμυθώδη κομμάτια του. Κοντεύοντας το τέλος, φτάνουμε στο πανέμορφο "Μistral", και επιτέλους συναντάμε λίγες κιθάρες, από εκείνες τις σύνθετες που αγαπώ. Πιστεύω πως είναι το καλύτερο κομμάτι που δείχνει το πως έχουν δέσει τα διάφορα στοιχεία της συνολικής δισκογραφίας τους οι Decemberists. Σόλο πιάνο, σόλο κιθάρα, σόλο φυσαρμόνικα, φοβερές αρμονίες στα φωνητικά, δεύτερα φωνητικά αψεγάδιαστα. Μάλλον μία από τις καλύτερες δουλειές τις δισκογραφίας τους.

Το "12/17/12" αποφασίζω γενικά να το προσπερνώ, γιατί ενώ πρόκειται πάλι για άλλη μία δόση «γλυκιάς, γλυκιάς americana», καταφέρνει και χαλάει το εξαιρετικό momentum που έχτισε το "Mistral", το οποίο αν οδηγούταν αυτούσιο στο "The Beginning Song", που ειρωνικά κλείνει τον δίσκο, ίσως πάθαινα ένα μικρό ντελίριο. Αυτό το τσέλο ρε φίλος. Αυτή η φωνητική μελωδία.

Κλείνοντας, καθώς μάλλον το κούρασα, ενώ θα ήθελα να λάμψει λίγο παραπάνω η πιο εναλλακτική και περιπετειώδης πλευρά της μπάντας a la "Hazards Of Love" -γιατί, κακά τα ψέματα, κάποια κομμάτια θα έφταναν αναμφισβήτητα στη θέωση με κάποια τσαγανότερα κιθαρίστικα σημεία παραπάνω και είναι άκρως εκνευριστικό να κάνουν απευθείας hints στα μουσικά θέματα του "Hazards", εσένα κοιτάω "Carolina Low"- τελικά δεν νιώθω καλά με το γκρινιάξω για το παραμικρό (ενώ ίσως μόλις να το 'κανα). Οι Decemberists έχουν κάνει το εκπληκτικό εφτά στα εφτά και εγώ τι παραπάνω να πω;
  • SHARE
  • TWEET