Μοιραζόμενος τις απόψεις του μέσω του Rocking.gr, προσπαθεί να ισορροπήσει στην λεπτή γραμμή μεταξύ υποκειμενικού οπαδισμού και αντικειμενικής οπτικής περί μουσικής. Καθώς κινείται ηχητικά σε μια περιοχή...
ShadowKeep
ShadowKeep
Μια αναπάντεχη συνεργασία θέλει τους Βρετανούς να στρέφονται εξ ολοκλήρου στον U.S. metal ήχο, με εντυπωσιακά αποτελέσματα
Έχοντας να ακούσουμε δισκογραφικά νέα τους για σχεδόν μια δεκαετία, περίοδος κατά την οποία η μπάντα αντιμετώπισε πολλές προσωπικές και οικονομικές δυσκολίες που της απέτρεψαν να είναι ουσιωδώς ενεργή, η φετινή επιστροφή των ShadowKeep με νέο υλικό φαντάζει αναπάντεχη. Οι Βρετανοί prog/power metallers, οι οποίοι κατά την περίοδο των '00s κυκλοφόρησαν τρεις εξαιρετικές δουλειές που τιμούσαν και με το παραπάνω την κληρονομιά των Crimson Glory και των παλιών, καλών Queensryche, έχοντας μάλιστα χαρακτηριστεί από έγκριτο δημοσιογραφικό μέσο του Ηνωμένου Βασιλείου ως ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του νεότερου NWOBHM, είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που η έννοια του παραγνωρισμένου βρίσκει την απόλυτη έκφραση της. Και μπορεί ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός να μοιάζει κάπως παράταιρος, μα δεδομένα η βρετανική μπάντα των Chris Allen και Nikki Robson αποτελεί μια σημαντική σταθερά του ιδιώματος τους, παρά το χαμηλό προφίλ που κρατά από την αρχή της πορείας της και τα τόσα χρόνια αδράνειας που μεσολάβησαν από το "The Hourglass Effect" μέχρι και σήμερα.
Γεγονός, πάντως, είναι πως το υλικό του νέου άλμπουμ είχε ολοκληρωθεί ήδη από το 2015, με την τότε αποχώρηση του Rogue Marechel να καθυστερεί τη διαδικασία ολοκλήρωσης του δίσκου και να προσθέτει έντονους προβληματισμούς σχετικά με τον καταρτισμό του line-up και την επιλογή ενός νέου, ικανού τραγουδιστή. Τελικά, η αναζήτηση έλαβε τέλος όταν ο James Rivera ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα της μπάντας για να ηχογραφήσει τα φωνητικά του δίσκου, δημιουργώντας μια συνεργασία βγαλμένη από τα πιο απατηλά U.S. power metal όνειρα και ανεβάζοντας κατακόρυφα τον πήχη των προσδοκιών. Μια επιλογή απολύτως ταιριαστή με το ανανεωμένο, βαρύτερο και σαφώς κοντινότερο στο U.S. power των Helstar, των Attacker και των Liege Lord πρόσωπο του σχήματος, αλλά και μια σύμπραξη που ακόμη και οι ίδιοι οι ShadowKeep θεωρούν μεγάλη τιμή κι ευκαιρία να συνεργαστούν με ένα από τα μουσικά τους είδωλα.
Έτσι, μπορεί με τα πρώτα αναγνωριστικά ακούσματα ο λυρισμός που διακατείχε τις προηγούμενες τους δουλειές και απέπνεε έντονα το πνεύμα των '80s Queensryche να μοιάζει απών, έχοντας δώσει τη θέση του σε ένα απαιτητικό, βαρύτερο και τεχνικό riffing, με πολύπλοκες δομές και εξαιρετικά σόλο, μα η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση μεταξύ αυτής της άποψης και του πρότερου Queensryche-worshipping ύφους τους. Με πιο τρανταχτά παραδείγματα το δεύτερο μισό του "Isolation" και το μέσο του "Minotaur" (με το χαρακτηριστικό σφύριγμα-παραπομπή στο "No Sanctuary"), οι ShadowKeep συνεχίζουν να τιμούν την κυριότερη επιρροή τους, έστω κι αν πλέον έχουν στραφεί σε πιο heavy/speed μονοπάτια.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα κολλητά "Flight Across The Sand" και "Horse Of War" φαντάζουν σαν να ξεπήδησαν μέσα από κάποιο κλασσικό U.S. metal άλμπουμ των late '80s, όντας δύο από τις κορυφαίες συνθέσεις του ευρύτερου traditional metal χώρου που θα ακούσουμε φέτος, το προαναφερθέν "Minotaur" επίσης, ενώ απορίας άξιο παραμένει το πώς ο θρυλικός Τεξανός ερμηνευτής καταφέρνει να πιάνει τέτοια ασύλληπτα standard φωνητικών επιδόσεων, έστω και σε στουντιακό επίπεδο. Έτσι, με τις κιθάρες να «κεντάνε» σταθερά από την αρχή μέχρι το τέλος, τον James Rivera να καταθέτει και πάλι τα ερμηνευτικά του διαπιστευτήρια, συνεχίζοντας τα όσα εντυπωσιακά είχε δείξει και στο προπέρσινο "Vampiro" άλμπουμ των Helstar και τα επί μέρους τεχνικά ζητήματα ήχου (προϊόντα της δουλειάς των Karl Groom και Robert Romagna πίσω από την κονσόλα) να μην παρουσιάζουν κάποια προβληματική, η δεύτερη ομότιτλη (μετά το ντεμπούτο EP του 1999) δουλειά των ShadowKeep έρχεται για να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στην μπάντα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Εν τέλει, και μόνο το γεγονός πως η νέα προσπάθεια των ShadowKeep με ώθησε, μάλλον υπερβολικά, να τη συγκρίνω στο μυαλό μου με το κορυφαίο "Breathe Deep The Dark" των Destiny’s End, προσωπικά μου φτάνει και μου περισσεύει. Κι όταν από αυτή τη σύγκριση το "ShadowKeep" καταφέρνει να στέκεται στο ύψος των περιστάσεων χάρη στο εξαιρετικό υλικό του, δείχνει πως μάλλον δίκαια θα μνημονεύεται και στο τέλος της χρονιάς, στη συζήτηση για τις αρτιότερες κυκλοφορίες του είδους του.