Joe Bonamassa

Blues Of Desperation

Provogue (2016)
Από τον Αντώνη Μουστάκα, 28/03/2016
Στον προηγούμενο δίσκο βρήκε τι θέλει να κάνει. Σε αυτόν το τελειοποιεί
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Ποια είναι τα προβλήματα στα άλμπουμ των βιρτουόζων blues κιθαριστών;

Εύκολο. Κατά πρώτον, επιλέγεται μια «ωμή και τίμια» παραγωγή για να αποδώσει την live εμπειρία. Κατά δεύτερον, οι συνθέσεις είναι απλές με σκοπό να δώσουν χώρο σε υπερβολικά και βαρετά σόλο. Άσε που συνήθως η σύνθεση δεν είναι και από τα δυνατά σημεία του μουσικού. Τρίτο σημείο: Δεν υπάρχει έλεγχος και μέτρο αφού ο κιθαρίστας «αφεντικό» αποφασίζει για τα πάντα.

Ο Joe Bonamassa τα έχει λύσει όλα αυτά. Με έναν απλό τρόπο. Έχει αφήσει όλο το δημιουργικό μέρος (πέραν των βασικών συνθέσεων) στον Kevin Shirley. Έναν παραγωγό που έχει «καλουπώσει» καλλιτέχνες και καλλιτέχνες στο στούντιο.

Η πορεία που χαράχθηκε από το δίδυμο ήταν απλή και ξεκάθαρη. Αρχικά, ο μουσικός φόρεσε κοστούμι και κουρεύτηκε. Οι δίσκοι του «ενισχύθηκαν» και βγήκε προς τα έξω η δύναμη των ζωντανών του εμφανίσεων. Οι διασκευές επιλέχθηκαν πιο προσεκτικά. Αφού εξασφαλίστηκαν αυτά, δοκιμάστηκε άνοιγμα προς την Country/Americana, την soul (κυρίως με την Beth Hart) αλλά και την ανατολή.

Φτάνοντας στο 2012 ("Driving Towards The Daylight"), o ήχος λουστραρίστηκε ακόμα περισσότερο και «κλείδωσε» η προσθήκη ραδιοφωνικής μπαλάντας.

Για πρώτη φορά το 2014 ("Different Shades Of Blue") εγκαταλείφθηκε η διασκευή και το χρώμα έγινε πιο μπλε από ποτέ, το μπλε του Nashville. Μόνο που ούτε οι συνθέσεις κατέπληξαν, ούτε «κούμπωσαν» σωστά πάνω στον Bonamassa.

Μετά από δύο χρόνια και διάφορα παράλληλα project ο Shirley επανεκτιμά την κατάσταση και φτάνει στον στόχο του.

Φτιάχνονται ωραιότερα τραγούδια με τους ίδιους και περισσότερους τραγουδοποιούς και επανέρχεται η ισορροπία μεταξύ blues, rock και country, με τα πρώτα να κυριαρχούν όπως θα έπρεπε. Σε κάθε τραγούδι όλα είναι διαλεγμένα προσεκτικά. Από τον μουσικό μέχρι την κιθάρα που χρησιμοποιείται. Η σειρά των τραγουδιών κι αυτή βοηθά στην ακρόαση.

Επίσης, ο Shirley πετυχαίνει διάνα με τα «στολίδια» του, είτε αυτά είναι τα πλήκτρα, τα «μαύρα» φωνητικά, τα distorted μπάσα. Ακόμα και η βρισιά του μουσικού στο τέλος του "You Left Me Nothin’ But The Bill And The Blues" είναι τοποθετημένη σωστά και στο κατάλληλο τραγούδι.

Ο τραγουδιστής Bonamassa κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί και αυτό πια είναι πέρα από ικανοποιητικό. Μάλιστα, στο υπέροχο απ' όλες τις απόψεις "No Good Place For The Lonely", πατά πάνω στα χνάρια του Paul Rodgers και τα καταφέρνει πολύ καλά.

Για τον κιθαρίστα Bonamassa δεν υπήρχε κάποια αμφιβολία. Τα σόλο του είναι υπέροχα, μετρημένα αλλά και παθιασμένα. Χορταστικός στο "No Good Place For The Lonely", υπερηχητικός στο "You Left Me Nothin’ But The Bill And The Blues", γνήσιος shredder στο "How Deep This River Runs".

Στα 39 του, ο αμερικάνος μουσικός παραδίδει το πιο ολοκληρωμένο του άλμπουμ. Όχι ως προς την ποικιλία, αλλά ως προς την ποιότητα και την ποσότητα. Δεν υπάρχει άλλη του δουλειά στην οποία να ξεχωρίζει και το hard rock στο στυλ των Zeppelin (ακούστε το ομώνυμο υπέροχο τραγούδι), και η americana και η ραδιοφωνική μπαλάντα και το απλό boogie/rock 'n' roll του.

Στο σύνολο του, το "Blues Of Desperation" λειτουργεί. Και για το στόχο που έχει θέσει ο μουσικός και η ομάδα του και για την ευχαρίστηση του θεατή, κάτι που μας ενδιαφέρει περισσότερο έτσι κι αλλιώς.

  • SHARE
  • TWEET