Caligula's Horse

Charcoal Grace

Inside Out (2024)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 08/01/2024
Στην έκτη δισκογραφική δουλειά τους οι Caligula's Horse έρχονται να διεκδικήσουν εκ νέου όσα τους στέρησε η πανδημία, επιβεβαιώνοντας ότι είναι ένα από τις καλύτερα και συναρπαστικότερα συγκροτήματα εκεί έξω
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Όταν οι Caligula's Horse κυκλοφορούσαν το τελευταίο τους άλμπουμ ήταν Μάιος του 2020: στην καρδιά της πανδημίας, όπου τα πάντα έμοιαζαν να έχουν σταματήσει. Έχοντας την τύχη και την ατυχία να έχουν στα χέρια τους την καλύτερη δουλειά τους έτοιμη στο χειρότερο δυνατό timing, αποφάσισαν να την μοιραστούν με τον υπόλοιπο κόσμο βάσει του αρχικού πλάνου, παρόλο που οι συνθήκες δεν τους ευνοούσαν από επιχειρηματικής σκοπιάς.

Το ηθικό δίδαγμα που προκύπτει από αυτή την επιλογή τους θα μπορούσε να είναι πολύ διαφορετικό από το «ο πραγματικά καλός δεν πάει ποτέ χαμένος», το οποίο θα επικαλεστούμε τώρα, με τη στερνή γνώση. Διότι, η όλη κατάσταση έφερε το συγκρότημα στα όρια της διάλυσης και κάποια μέλη του στα όρια της κατάρρευσης. Όμως, παρά το γεγονός πως το "Rise Radiant" δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να δείξει την πραγματική δυναμική του, κατάφερε να αφήσει ένα βαθύτερο στίγμα, με αποτέλεσμα, για πολύ περισσότερο κόσμο, οι Caligula's Horse να μην αποτελούν πλέον μια ανερχόμενη δύναμη, αλλά μια από τις κατά τεκμήριο καλύτερες progressive metal μπάντες τον ημερών μας. Κι αυτή η παρακαταθήκη που άφησε αποδείχθηκε εν τέλει ζωτικής σημασίας στο να συνεχίσουν ως συγκρότημα.

Η επόμενη μέρα βρίσκει τους βασικούς πυλώνες της μπάντας, τον κιθαρίστα Sam Vallen και τον τραγουδιστή Jim Grey να έχουν πλέον δυο σταθερούς συνοδοιπόρους στα πρόσωπα των Josh Griffin (drums) και Dale Prinsse (μπάσο), αποφασίζοντας να συνεχίσουν ως κουαρτέτο και να μην αντικαταστήσουν τον απελθόντα Adrian Goleby, μένοντας έτσι για πρώτη φορά με μια μόνο κιθάρα στη σύνθεσή τους. Η εξέλιξη αυτό ουδόλως επηρεάζει το συνθετικό κομμάτι, αντιθέτως επέδρασε ενωτικά και τους ώθησε να λειτουργήσουν περισσότερο από ποτέ συνεργατικά στην 6η δισκογραφική δουλειά τους. Έστω κι αν πάλι ο Grey με τον Vallen καθορίζουν το αποτέλεσμα.

Για μια ακόμα φορά, από τα χέρια του Vallen συνεχίζουν προέρχονται οι περισσότερες συνθετικές ιδέες, ενώ ταυτόχρονα έχει έναν φανταστικό τρόπο παιξίματος, ιδιαίτερα προσωπικό, μελωδικό, τεχνικό και συνάμα μεστό, που πάντα είχε και συνεχίζει να έχει πρωταρχικό ρόλο στη μουσική των Caligula's Horse. Ο δε Grey είναι ένας από τους καλύτερους ερμηνευτές της γενιάς του, ο οποίος συχνά δίνει την αίσθηση ότι καταθέτει την ψυχή του στους πολύ προσεγμένους στίχους του και στο πάθος των ερμηνειών του. Σε τέτοιο βαθμό που δεν θα μπορούσε να μην καθορίσει το αποτέλεσμα οποιαδήποτε δουλειάς που θα ήταν μέρος. Εδώ, μάλιστα, πιθανότατα περισσότερο από ποτέ.

Διότι, το "Charcoal Grace" είναι ζυμωμένο στο σκοτάδι και τα τραύματα που άφησε πίσω της η πανδημία, σε αντιδιαστολή με την ελπίδα και την ψυχική δύναμη που χαρακτήριζαν τον προκάτοχό του, βρίσκοντας τον Grey να διοχετεύει όλα τα συναισθήματα που τον κυρίευαν όσο έβλεπε τους κόπους μιας ζωής να πηγαίνουν χαμένοι, αλλά και την πίστη του στην ανθρωπότητα να δέχεται ένα σοβαρό πλήγμα. Στο τέλος μπορεί να υπάρχει μια χαραμάδα αισιοδοξίας, αλλά το ταξίδι του άλμπουμ και η γενικότερη θεματολογία του εμπεριέχουν πολλή σκέψη, θυμό και προβληματισμό, για όσους θέλουν να ασχοληθούν με το σύνολο της καλλιτεχνικής πρότασης κι όχι μόνο με το ηχητικό της κομμάτι αυτής. Αν θέλετε την ταπεινή μου άποψη, αυτή η δυνατότητα για εμβάθυνση αποτελεί μια από τις υπεραξίες που παρέχουν οι Caligula's Horse σε κάθε δουλειά τους.

Και στο καθαρά μουσικό κομμάτι, πάντως, υπάρχουν κάποιες διαφοροποιήσεις σε σχέση με το παρελθόν. Αν συνυπολογίσουμε το 10λεπτο εναρκτήριο "The World Breathes With Me", το 12λεπτο κλείσιμο του "Mute" και το γεγονός πως το ομότιτλο "Charcoal Grace" γράφτηκε ως ένα ενιαίο 24λεπτο τραγούδι, το άλμπουμ είναι μοιρασμένο μεταξύ τριών επικών και τριών πιο συμβατικών σε διάρκεια συνθέσεων, στην μια ώρα της διάρκειάς του. Ως αποτέλεσμα, έχουμε ένα άλμπουμ βαρύ θεματολογικά και φορτωμένο μουσικά που πιθανότατα απαιτεί λίγη παραπάνω προσοχή στις πρώτες ακροάσεις, αλλά εδώ είναι που φαίνεται η αξία μιας πραγματικά καλής progressive (metal) μπάντα, όπως είναι οι Caligula's Horse.

Μέσα από όλη την ένταση και την πολλή πληροφορία, αυτό που μένει στο τέλος ως αποτέλεσμα είναι μια ακόμα εντυπωσιακή δουλειά, ομοιογενής και συνεκτική στο σύνολό της, πιστή στον χαρακτήρα της μπάντας αλλά εμπεριέχοντας ταυτόχρονα σημάδια εξέλιξης και διαφοροποίησης, όπως ακριβώς θα έπρεπε. Κοινώς, το "Charcoal Grace" μπαίνει πολύ νωρίς στη συζήτηση για τις καλύτερες δουλειές της χρονιάς, πριν καλά-καλά ξεκινήσει αυτή.

Οι - κατά τη γνώμη μου - δύο καλύτερες στιγμές του άλμπουμ έρχονται στην αρχή και στο τέλος του. Το 10λεπτο "The World Breathes With Me" θα μπορούσε να αποτελεί και μια σύνοψη του συνολικού ταξιδιού. Από τα συγκλονιστικά πρώτα λόγια του "So this is who we are: forced to want to watch the sorrow" ως το απελευθερωτικό κλείσιμο του "I breath and the world breathes with me" μεσολαβούν όλα όσα μας έχουν κάνει να αγαπήσουμε αυτή τη μπάντα: τα μελάγα riff, οι δυνατές ερμηνείες, οι έντονες μελωδίες. Τα ίδια κι ακόμα καλύτερα ισχύουν για το 12λεπτο "Mute" που ξεκινάει με τον Grey να τραγουδάει a capella "I made mountains, I shook the earth below" σα να θέλει να βγάλει από μέσα του την αγωνία για όσα κατάφερε να χτίσει και είδε σχεδόν να εξαφανίζονται. Με εναλλαγές στον ρυθμό και στα συναισθήματα, με μια υπέροχη προσθήκη φλάουτου να προσδίδει μια 70s progressive rock αύρα και με την ένταση που επικρατεί μεταξύ του 9ου και του 10ου λεπτού να παραπέμπουν σε φορτίο ανάλογο με δουλειές όπως το "The Perfect Element pt.I". Ναι, το "Charcoal Grace" μοιάζει ψυχοσυνθετικά να ανήκει σε αυτή την κατηγορία…

Από εκεί και πέρα, η ομότιτλη σύνθεση είναι χωρισμένη σε τέσσερα αρκετά διακριτά επιμέρους τραγούδια και παίζει πολύ σημαντικό ρόλο ως ραχοκοκαλιά του άλμπουμ. Θα έλεγα πως ειδικά τα δυο πρώτα μέρη, το "Prey" και το "A World Without" είναι και τα πιο απαιτητικά μέχρι να τα αποκωδικοποιήσει κάποιος, αλλά αμφότερα περιλαμβάνουν κάμποσα εντυπωσιακά σημεία κι αξίζουν της εξτρά προσοχής που ενδεχομένως απαιτούν. Το τρίτο μέρος του "Vigil" βρίσκει κατά βάση τον Grey μόνο του, με την ακουστική του κιθάρα, να δίνει μια απαραίτητη κι όμορφη ανάσα ηρεμίας, ενώ το "Give Me Hell" ανεβάζει ξανά τις εντάσεις, φέρνοντας μέχρι και "One Hour By The Concrete Lake" παραλληλισμούς στο νου στο πιο σκληρό του σημείο. Παραλληλισμούς που προκύπτουν ως προϊόν συνειρμών και γενικότερης αίσθησης, όχι κάποιων προφανών ομοιοτήτων.

Στις πιο «συμβατικές» συνθέσεις, το "Golem" αποτελεί ένα ιδανικό single για τους Caligula's Horse, με το riffing του Vallen να είναι ιδιοφυές, το rhythm section τον Griffin/Prinsse να είναι άψογο και τον Grey να μοιάζει σα να χορεύει με τη φωνή του ιδανικά πάνω στα περίεργα μέτρα του μουσικού υπόβαθρου. Το δε "Sails", μετά την τετραλογία της ομότιτλης σύνθεσης, έχει έναν ρόλο αποφόρτισης μέσα από τις πολύ αέρινες μελωδικές γραμμές του, ενώ το "Stormchaser" ξεχωρίζει εκ των τριών, κυρίως λόγω του μεγαλειώδους φινάλε που προσφέρει ο Grey με την ερμηνεία του, στην πιθανότατα πιο φορτισμένη συναισθηματικά στιγμή του άλμπουμ.

Για μια ακόμα φορά, κάθε επιμέρους στοιχείο και κάθε λεπτομέρεια είναι άψογα σχεδιασμένα και εκτελεσμένα: από το πανέμορφο artwork μέχρι την πιθανότατα πιο δυνατή παραγωγή που έχουν επιτύχει ως τώρα, κι ό,τι άλλο μπορεί να κρύβεται ενδιάμεσα ή πίσω από τα προφανή.

Με το "Charcoal Grace" οι Caligula's Horse προσθέτουν ένα ακόμα εξαίσιο άλμπουμ στη δισκογραφία τους, το οποίο τοποθετείται στα πιο υψηλά κλιμάκια αυτής, δίπλα δηλαδή στα δυο προηγούμενα άλμπουμ. Ακόμα κι αν και δύσκολα θα ματσάρει τον αντίκτυπο που κατάφερε σε προσωπικό επίπεδο ο προκάτοχός του, θεωρώ ότι θα τους βοηθήσει να κάνουν το βήμα παραπάνω που τους στερήθηκε λόγω timing την προηγούμενη φορά, και κυρίως έρχεται να επιβεβαιώσει πως οι Αυστραλοί παραμένουν μια από τις καλύτερες, πιο ενδιαφέρουσες και συναρπαστικότερες μπάντες εκεί έξω.

  • SHARE
  • TWEET