Release Athens: Pulp, The Smile, Ride, Tramhaus @ Πλατεία Νερού, 20/06/24
Ναι, αυτό ήταν ένα (hardcore) encore!
Με το Release Festival που προχωράει με απόλυτη μέχρι στιγμής επιτυχία να φτάνει αισίως στην τέταρτη μέρα του, τέσσερα συγκροτήματα του εξωτερικού, ταιριαστά, μας περίμεναν για να μας υποδεχτούν στην πλατεία νερού από νωρίς. Σε ένα πολύ πλούσιο lineup του ευρύτερου pop αλλά και πειραματικού rock ήχου και με τον ήλιο έντονο αλλά τον αέρα να τον γλυκαίνει, οι νεότεροι Tramhaus θα μας παρουσίαζαν τη δική τους εκδοχή του post-punk, οι τιτάνες του shoegaze Ride θα μας έφταναν στο σημείο να ακούσουμε την τέλεια noise κιθάρα στη σκηνή του Release, οι The Smile θα μας επανασύστηναν τις μουσικές τους κατευθύνσεις μετά τους Radiohead, ενώ στο τέλος, μετά από την πρόσφατη επανασύστασή τους οι Pulp μας προετοίμαζαν για μία εμφάνιση που θα έμενε στην γενική συναυλιακή αλλά και προσωπική μας ιστορία. Τίποτα δεν έμοιαζε να μπορεί να πάει λάθος, και για να σας προλάβω, τίποτα δεν πήγε. (Ε.Τ.)
Οι Ολλανδοί Tramhaus έλαβαν θέση κάτω από τον ακόμα πολύ καυτό ήλιο ακριβώς στην ώρα τους. Ο ηρωικός κόσμος που είχε μαζευτεί στο κάγκελο είχε επιστρατεύσει ακόμα και ομπρέλες για να προστατευτεί από τη ζέστη. Οι ίδιοι, προς τιμήν τους, ίδρωσαν (κυριολεκτικά) τη φανέλα με post punk ήχο που άγγιζε και λίγο τις παρυφές του gothic. Το προ διετίας EP τους με τίτλο "Rotterdam" ακούστηκε ολόκληρο, ενώ από τότε έχουν βγάλει και ορισμένα σκόρπια singles, με τα οποία γέμισαν το μισάωρο που τους αναλογούσε στη σκηνή του Release. Οι λίγοι και καλοί που ήταν εκδηλωτικοί από κάτω, θα έχουν να λένε ότι είδαν μια μικρή ακόμα μπάντα που όμως έδωσε ό,τι είχε.
Once Αgain
Make It Happen
Amour Amour
Marwan
Seduction, Destruction
The Goat
Beech
Minus Twenty
Λίγο μετά τις 7 η ώρα, η τετράδα των Ride μας έδειξε για μια ακόμη φορά πώς γίνεται η δουλειά. Απτόητοι από ήλιο, ζέστη και οτιδήποτε άλλο, μας παρέδωσαν ένα masterclass του shoegaze ήχου, όπως μας έχουν συνηθίσει είτε στον ίδιο χώρο, είτε σε κλειστό. Δύο κομμάτια από τον πολύ καλό φετινός τους δίσκο "Interplay" μας έδωσαν από την αρχή μια ιδέα για το τι θα βλέπαμε. Τα "Monaco" και "Last Frontier" δένουν φοβερά με την ιστορία των Ride – στο δεύτερο μάλιστα ο Mark Gardener άφησε την κιθάρα του και συνόδευσε τον Steve Queralt με ένα δεύτερο μπάσο, πολλαπλασιάζοντας τις υπόκωφες συχνότητες στα τύμπανά μας.
Το τσαχπίνικο "Twisterella" μας έμπασε στο παρελθόν, ενώ από τις πρώτες νότες του επικού "Leave Them All Behind" ο ενθουσιασμός χτύπησε κόκκινο – ήταν το πρώτο μαζικά αναγνωρίσιμο κομμάτι που ακούστηκε. Το κιθαριστικό και φωνητικό δίδυμο Mark Gardener και Andy Bell είναι απίστευτα δεμένο και στις κιθάρες και στις φωνές. Ο Bell ασελγούσε στην κιθάρα του κοιτάζοντας απλώς τα παπούτσια του και μας θύμησε για ποιον λόγο αυτός ο ήχος βαφτίστηκε όπως βαφτίστηκε. Παίζει δυναμικά και δύσκολα, αλλά ταυτόχρονα και τόσο απλά και cool που το κάνει σα να πηγαίνει βόλτα στο πάρκο.
Μια βουτιά λίγο πιο πίσω μας πήγε στο εμβληματικό ντεμπούτο "Nowhere", με το "Dreams Burn Down". Τα σούπερ "Peace Sign" και "Portland Rocks" μας επανέφεραν στο παρόν και μας υπενθύμισαν ότι οι Ride είναι μια μπάντα που κοιτάζει πίσω, αλλά κοιτάζει και μπροστά. Παρ’ όλα αυτά, το τελείωμα με τα "Vapour Trail" και, φυσικά, "Seagull" ήταν επιβεβλημένο. Ήταν δίκαιο και έγινε πράξη και οι Ride κατέβηκαν από τη σκηνή πολύ ιδρωμένοι, λίγο κοκκινισμένοι από τον ήλιο, αλλά με εμάς στο τσεπάκι τους, για μια ακόμη φορά. Τρομερή τετράδα μουσικών, σου δίνουν τα μυαλά στο χέρι ακόμα και στους σαράντα βαθμούς. (Π.Κ.)
Monaco
Last Frontier
Twisterella
Leave Them All Behind
Dreams Burn Down
Peace Sign
Portland Rocks
Lannoy Point
OX4
Taste
Vapour Trail
Seagull
ΟΙ Άγγλοι The Smile ανέβηκαν στην ώρα τους, εννιά παρά, με τους δύο πρώτους δίσκους τους να έχουν μόνο 18 μήνες διαφορά μεταξύ τους και με δυο εκτεταμένες περιοδείες σε Ευρώπη και Αμερική, και τους θαυμαστές των Radiohead να αναρωτιούνται πού κρυβόταν αυτή η δύναμη και η ένταση την τελευταία δεκαετία. Μια άποψη που αντανακλά ουσιαστικά πόσο πολύ ικανοποιητική και ευχάριστη πρέπει να βρίσκει η τριάδα των Thom Yorke, Jonny Greenwood και Tom Skinner την τρέχουσα κατάστασή τους, απαλλαγμένη από τη σκιά του παρελθόντος.
To "A Light for Attracting Attention" κατείχε το μισό set, αλλά ακούσαμε και από το νέο "Wall Of Eyes" ότι έπρεπε να ακούσουμε! Το δοξάρι πάνω στις χορδές έκλαιγε και άρχισε να σπάει σιγά σιγά. Η σειρά από τα φώτα στην πλάτη τους μια κόκκινη, μια πράσινη, μια μπλε άρχισε, όσο το σκοτάδι πλησίαζε, να δίνει ένα όμορφο πλάνο στις χιλιάδες φωτογραφίες και βίντεο που τραβήχτηκαν και στην εικόνα που αντικρίζαμε από κάτω. Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη ενθουσιασμό και αναμονή, με τους θεατές να γεμίζουν τον χώρο μπροστά κρατώντας καλοκαιρινή διάθεση (χωρίς τον ήλιο που έκαιγε επιτέλους) και πολλά χαμόγελα.
Η αρχή με "Wall of Eyes" και "The Opposite" αναμενόμενη και άκρως ικανοποιητική. Όσοι ήταν εκεί για αυτούς δεν μπορούσαν παρά να ήταν ευχαριστημένοι ήδη. Το αμέσως επόμενο όμως "Speech Bubbles" με αυτή την αστραφτερά φωτεινή και διαδοχική συγχορδία στην κιθάρα μας έδωσε τις πρώτες ανατριχίλες και μας έβαλε σε μια σκέψη για το πόσο όμορφα τραγούδια έχει γράψει αυτός ο άνθρωπος. Όσο απλά κι αν ακούγονται, είναι κατά βάθος πραγματικά αληθινά και ακραία συναισθηματικά.
Εξαιρετικός ήχος, όμορφο στήσιμο και πραγματικά άψογες εκτελέσεις. Οι haters που δεν γίνεται να μην υπάρχουν σε τόσο μεγάλα ονόματα, άρχισαν την μουρμούρα ήδη, αλλά οι μελωδίες, η ένταση και η ροή προς απάντηση τους. Από τα πρώτα λεπτά, η απόδοσή τους εντυπωσίασε. Δεν έχαναν νότα με την ενέργεια και το πάθος τους να διαπερνούν τους φίλους τους από κάτω. Ο Thom Yorke, με την χαρακτηριστική του φωνή και σκηνική παρουσία, κατάφερε να μαγέψει το κοινό και να αφήσει αδιάφορους όσους η μουρμούρα του και ο τρόπος του δεν τους πείθει.
Το να σκεφτεί κανείς ότι ένα γκρουπ που είναι μαζί λιγότερο από τέσσερα-πέντε χρόνια θα είχε ένα τόσο μεγάλο ρεπερτόριο έτοιμο για live με μερικά από τα πιο παράξενα γαλήνια τραγούδια αυτής της δεκαετίας φαίνεται και είναι τραβηγμένο. Ευτυχώς οι The Smile δεν δείχνουν σημάδια επιβράδυνσης και φαίνεται ότι έχουν μέλλον. Οι ερμηνείες τους ήταν γεμάτες συναίσθημα και τεχνική αρτιότητα, ενώ η σκηνική παρουσία τους ήταν απλή αλλά όμορφη. Ο φωτισμός και τα οπτικά εφέ συμπλήρωναν ιδανικά την μουσική εμπειρία, δημιουργώντας μια ονειρική ατμόσφαιρα η οποία άλλαζε εντυπωσιακά όσο το φως του ουρανού λιγόστευε.
Από τα νέα, το κομμάτι "Don't Get Me Started" προσφέρει κάτι σαφώς διαφορετικό από οτιδήποτε έχουν κάνει πριν και αφήνει το κοινό με συγκρατημένη απορία. Σκοτεινό. Χορευτικό. Χαοτικό. Το "‘Friend of a Friend" που ακολούθησε και λίγο πιο κάτω το "Bending Hectic" ήταν πιθανά από τις πιο όμορφες και γλυκιές στιγμές της βραδιάς με τον αγαπημένο θόρυβο να δίνει ρεσιτάλ στο τέλος.
Ο Thom Yorke συνέχισε παρακάτω με το "Read the Room", τραγουδώντας «And when the time is right, and when the end is may be you can't arsed» και δέχεται βρυχηθμούς επιδοκιμασίας από ενθουσιασμένους θαυμαστές που να σας πω κάτι, έχουν δικαίωμα να το κάνουν και έχουν δικαίωμα να γουστάρουν! Ο Thom αλληλεπιδρούσε λίγο με το κοινό, ευχαριστώντας και σχολιάζοντας αραιά τη φάση στη σκηνή. Οι θεατές μπροστά ανταποκρίθηκαν θερμά, τραγουδώντας μαζί με το συγκρότημα και συμμετέχοντας ενεργά. Φυσικά και ήταν πολλοί που δεν έχουν ακούσει και πολλά, φυσικά ήταν πολλοί που ήταν εκεί μόνο για το παρελθόν τους, φυσικά πιο πίσω ήταν αρκετοί που αδιαφορούσαν. Τουλάχιστον όσοι πρόσεξαν, ευχαριστήθηκαν και με το παραπάνω!
Τα μπλε φώτα νέον (μπλε δεν ήταν εκείνη την στιγμή;;!) πίσω από το "Under Our Pillows" μας κλειδώνουν στη θέση μας, ένας απίθανος βομβαρδισμός που μας κάνει να ζητιανεύουμε βλέμματα ικανοποίησης και από τους γύρω μας. Αυτή η αίσθηση ακολουθείται από την φρενίτιδα του "You Will Never Work in Television Again" και πλησιάζουμε προς το τέλος με κάτι πραγματικά αγαπημένο. Αν δεν σου είπαν τίποτα αυτά τα κομμάτια, απλά δεν είναι του γούστου σου. Είναι ιδιαίτερα. Είναι σπαστικά, με όποια έννοια. Αν οι ρυθμοί στο "The Smoke" το οποίο ουσιαστικά έδωσε το έναυσμα για το κλείσιμο της εμφάνισης τους, δεν σε έκανε να κουνηθείς, ε τι να σου πω! Δεν είναι κακό να αράξεις πίσω.
Όπως και να ‘χει απέδειξαν με την εμφάνιση και την μουσική τους γιατί θεωρούνται ένα από τα πιο σημαντικά νέα συγκροτήματα της εποχής μας και επιβεβαίωσαν γιατί θα έχουν ταυτόχρονα θαυμαστές και μισητές! Λαμπρές και εκλεκτικές δυνάμεις της σύγχρονης μουσικής στο απόγειο των δυνάμεών τους. Απολαυστικοί. (Θ.Γ.)
Wall of Eyes
The Opposite
Speech Bubbles
A Hairdryer
Skrting on the Surface
Instant Psalm
Thin Thing
Don’t Get Me Started
Friend of a Friend
Read the Room
We Don’t Know What Tomorrow Brings
Pana-Vision
Under Our Pillows
You Will Never Work in Television Again
Bending Hectic
The Smoke
Feeling Pulled Apart by Horses
Πέρασε περισσότερη από μία δεκαετία από την τελευταία φορά που οι Pulp εμφανίστηκαν ζωντανά στα ελληνικά χώματα, μια δεύτερη διάλυση και μια πρόσφατη ακόμη επανένωση, για να τους δούμε ξανά, ενωμένους παρά την απώλεια του Steve Mackey που όλα, λίγο πολύ, έγιναν εις μνήμην του. Μετά την αναμονή περίπου μιας ώρας για να στηθεί ένα υπερπλούσιο σκηνικό επί του οποίου η τεράστια περσόνα του Jarvis Cocker θα άπλωνε το προσωπικό της μουσικόχορευτικό υπερθέαμα, το κοινό από κάτω έμοιαζε έτοιμο για όλα. Παρόλο που προσωπικά το βρήκα λιγάκι υπερβολικό και στα όρια του αστείου, για άλλο κόσμο όμως η μετάφραση ήταν διαφορετική, λίγο πριν η σκηνή πάρει ζωή, ένα μακροσκελές μήνυμα του συγκροτήματος στα ελληνικά μας προετοιμάζει. «Αυτή η συναυλία είναι ένα encore», η ουσία μεταξύ πολλών. Κι αυτό γιατί η συναυλία, για τους Pulp, είναι αλληλεπίδραση, το κοινό ζητά, το κοινό προσφέρει, και το συγκρότημα απαντά.
Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε σε αυτή την ανακοίνωση, εμείς ζητούσαμε πιο πολύ. Και σύμφωνα με το βασικό αγοραστικό νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, οι Pulp ήταν έτοιμοι να μας παρουσιάσουν κάτι μεγαλειώδες. Απόδειξη, οι πρώτες λέξεις που ακούγονται από την αειθαλή φωνή του Jarvis: "I Spy". Μια ανάσα τραγουδιού, και τα φώτα ανοίγουν, και ο κόσμος και ο χορός ξεχύνονται. Και οι Pulp οδηγούν. Ομολογώ πως η επιλογή να ανοίξουν την εμφάνισή τους με δύο εκ των γνωστότερων κομματιών τους, "I Spy" και "Disco 2000", ήταν ίσως η καταλληλότερη για να μας φέρει σε θέση ετοιμότητας – αφού τραγουδήσαμε με κάθε μας ανάσα κάθε στίχο, η συνέχεια ήταν εκεί για να μας κάνει να ιδρώσουμε, να πιούμε, να χορέψουμε αγαπημένοι. "On that dump and lonely, Thursday years ago", έγιναν κάποια πράγματα που μετουσιώθηκαν σε στίχους και τη συγκεκριμένη Πέμπτη, θα κρατούσαμε για μια ζωή.
Η παρουσία του Jarvis Cocker, αξίζει ένα μονοσέλιδο αφιέρωμα από μόνη της. Παρά τη ζέστη, με το βελουτέ του σακάκι και τα μποτάκια του - ειρωνεύτηκε το ακατάλληλο του καιρού και ο ίδιος – δίδαξε στυλ κι αυτό ήταν το λιγότερο που έκανε. Η πρόζα της φωνής του Jarvis, με την οποία μοιάζει να γεννήθηκε, δεν τον εγκατέλειψε για έξι δεκαετίες, και τον κάνει να αποδίδει φωνητικά λες και είναι 20 χρονών. Άλλοτε με κιθάρα στα χέρια του, περισσότερο μουσικός, κι άλλοτε ελεύθερος να χορέψει εκφραστικότερα και από χορευτή, να ξαπλώσει στη σκηνή απαγγέλλοντας τα ποιητικότερα σημεία των τραγουδιών του, περισσότερο performer, έδειξε πως είναι ενός μεγάλου βεληνεκούς καλλιτέχνης που ξέρει ακριβώς τι να κάνει για να σε παρασύρει στη ζωή και την ιστορία τη δική του, των Pulp, τη δική σου όταν οι Pulp τη συνόδευσαν ανά καιρούς ως soundtrack. Μερικές φορές με τις μακροσκελείς αφηγήσεις του από ανέκδοτα περιστατικά αλλά και εκφράσεις που είχε ανάγκη να μοιραστεί, σχεδόν έβλεπες να τον ζηλεύουν οι stand-up κωμικοί εκεί έξω. Και το πως διαχειρίζεται το μικρόφωνο το οποίο έμοιαζε να έχει τη δική του χορογραφία – θα μπορούσε από μόνο του να είναι τηλεοπτική σειρά.
Φυσικά η αξία των υπόλοιπων Pulp δεν είναι λιγότερο σημαντική. Ο τρόπος που ο Jarvis τους παρουσίασε προς το τέλος της συναυλίας, μαρτυρά ότι παρά την πολύκροτη σχέση τους ανά τα χρόνια και τις αποφάσεις που τους σημάδεψαν στο ποιες και πόσες φορές θα βρισκόντουσαν μαζί στο ίδιο συγκρότημα, οι «παλιοί» Pulp είναι σύντροφοι ζωής για εκείνον. Έχουν ανεχτεί ο ένας τον άλλον σε νιότη, παραξενιές, δύσκολες εμπειρίες, μα κυρίως, στο να δημιουργήσουν τη μουσική που λατρέψαμε. Η Candida Doyle στα πλήκτρα, εξίσου αειθαλής με τον Jarvis και απαραίτητη παρουσία για μια συναυλία των Pulp, χαλαρή αλλά και προσηλωμένη, μοιάζει για μένα στόχος ζωής για όταν μεγαλώσω. Οι Nick Banks και Mark Webber, ακούραστοι συνεπιβάτες του Jarvis στο όχημα των Pulp, δίνουν το δικό τους ρυθμό. Και οι νεοεισαχθέντες όμως, Andrew McKinney, Emma Smith και Adam Betts προσφέρουν από πέρυσι στην σκηνική παρουσία των Pulp αυτό το στοιχείο παραπάνω που χρειάζεται για να γεμίσει με φαινομενικά απλή, μα ουσιαστικά δύσκολη pop, στάδια ολόκληρα.
Με αυτή τη σύσταση, οι Pulp για δύο ώρες μας απέδειξαν γιατί απολαμβάνουν τόσο μεγάλο θαυμασμό, μουσικά και ζωντανά. Το εμβληματικό "Different Class", αποδίδεται σχεδόν στην ολότητά του. Το σημείο όπου το "Weeds" και "Weeds II (The Origin Of Species)" ερμηνεύονται από τον Jarvis, μας αφήνουν να χαζεύουμε την ερμηνευτική του δεινότητα και να «αγαπάμε τη ζωή» - μας επαναφέρουν στην τάξη μας όμως τα "F.E.E.L.I.N.G.C.A.L.L.E.D.L.O.V.E." και "Sorted for E's & Wizz". Με το που ακούγεται όμως η γνωστή μελωδία, κάθε γλωσσολογική ερμηνεία της λέξης "hardcore", ειδικά εάν η αρχή της εβδομάδας σου έγινε με hardcore punk, επανατοποθετείται πάνω στην πρωτόλεια, ουσιαστική της έννοια – αυτή που της δόθηκε στο "This Is Hardcore" των Pulp. Η διονυσιακή, ερωτική εμπειρία του συγκεκριμένου κομματιού ζωντανά, μοιάζει σχεδόν να σου φέρνει ντροπή να τη μοιραστείς σε συλλογικό επίπεδο. Χρειάζεται έναν τρόπο διαφυγής. Ένα ξέσπασμα. Αναφερόμενος στις προηγούμενες εμφανίσεις τους στην Ελλάδα, ο Jarvis κάνει την τρίπλα και εμείς τσιρίζουμε δίχως έλεος σε μια έξαρση κορύφωσης: "Do You Remember The First Time?". Όλη η πλατεία νερού, με μια φωνή, κορυφώνει το σόου των Pulp. Λες και περιγράφω τον ανθρώπινο κύκλο της ζωής τόση ώρα, προχωράμε εύλογα στην εκτέλεση του "Babies" και έπειτα σε ένα "Sunrise" που ρίχνει προσωρινά, πολύ προσωρινά, την αυλαία για το πρώτο μέρος τα εμφάνισης των Pulp.
Οι Pulp σε κάτι που έμοιαζε με encore, επιστρέφουν στη σκηνή για να μας παραπλανήσουν με το "Like A Friend" και να ανανεώσουν τις αντοχές μας. Το καταφέρνουν εξαιρετικά γρήγορα, παρά το περασμένο της ώρας. «Ελπίζω όλοι να φοράτε εσώρουχα». Τι εννοείς Jarvis; Δεν παίρνει παρά λίγη ώρα, ώστε το "Underwear" να μας βάλει σε σκέψεις για το αν θα ήταν σώφρον πράγματι να τα αποχωριστούμε και να τα στείλουμε στη σκηνή, μισοειρωνικά, σαν παρωδία μιας άλλης εποχής. Εσώρουχα σίγουρα βρέθηκαν στη σκηνή με τον Jarvis σίγουρα να τα περιεργάζεται, και μας επιστράφηκαν πίσω. Με εσώρουχα ή όχι πάντως, τελικά όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε, όλοι μας είμαστε άνθρωποι, "Common People" για την ακρίβεια, και όλοι μας "came from Greece and had a thirst for knowledge". Η περιγραφή όποιας συνέχειας, είναι ουσιαστικά ανούσια. Μπορείτε και να τη φανταστείτε, και να την τραγουδήσετε.
«Η συναυλία αυτή είναι ένα encore». Στην πραγματικότητα όμως, ήταν δύο. Μετά την φαινομενικά οριστική τους αποχώρηση έπειτα από το θρίαμβο του "Common People", οι Pulp ξαναβγαίνουν στη σκηνή ενώ ο κόσμος έχει κάνει ήδη δειλά βήματα προς την έξοδο. Μεταβολή μονομιάς λοιπόν, και όλοι ξανασυγκεντρωνόμαστε μπροστά από τη σκηνή για να αφήσουμε και τις τελευταίες μας αντοχές πάνω σε χορευτικά βήματα. Το "Bad Cover Version", αποτελεί μόνο την υποδοχή για το μεγαλείο του "Razzmatazz", το παλαιότερο κομμάτι των Pulp που ακούσαμε και ενδεχομένως αυτό που τραγουδήσαμε με το περισσότερο πάθος. Σε ένα εκκωφαντικό σβήσιμο, το "Glory Days" δίνει ένα συγκινητικό τέλος. Για όλο το φάσμα γενεών, για τους γονείς με τα παιδιά τους κι εμάς στο ενδιάμεσο, οι Pulp νικούν το χρόνο και κερδίζουν για άλλη μια φορά τη στόφα της διαχρονικότητας και του ζωντανού συγκροτήματος. Ο Jarvis Cocker, τραγικός μα κι επικός πρωταγωνιστής ηθελημένα ή και άθελά του, πράττει για άλλη μια φορά αυτά που υπόσχεται, σαν δικαιωματικός Μεσσίας της pop μουσικής. "I may not be Jesus Christ, though I have the same initials". Σε ένα παράλληλο σύμπαν που η μουσική έχει λάβει το ρόλο της θρησκείας, αυτό που βρεθήκαμε το βράδυ της Πέμπτης, ο Jarvis Cocker και οι Pulp με την περίεργη σέκτα τους, μας έκαναν για πάντα πιστούς. Μακάρι να ξανασυναντηθούμε όλοι μας με την ίδια διάθεση, τη χρονιά 2000 συν άπειρο. (E.T.)
Φωτογραφίες: Ρωμανός Λιούτας
I Spy
Disco 2000
Monday Morning
Something Changed
Pink Glove
Weeds
Weeds II (The Origin of the Species)
F.E.E.L.I.N.G.C.A.L.L.E.D.L.O.V.E.
Sorted for E's & Wizz
This Is Hardcore
Do You Remember the First Time?
Babies
Sunrise
Encore 1:
Like a Friend
Underwear
Common People
Encore 2:
Bad Cover Version
Razzmatazz
Glory Days