Το καλοκαίρι που «ξανασυστήθηκα» με το hip hop
Οι κυκλοφορίες που συντρόφευσαν αστικές και μη περιπλανήσεις
Στο μυαλό μου, τα καλοκαίρια στην Αθήνα σημαίνουν μεταξύ αρκετών άλλων δύο πράγματα. Συναυλίες και ραστώνη υπό τη συνοδεία μουσικών. Η περίοδος αδράνειας που επιφέρει ο παρατεταμένος καύσωνας και η ερήμωση της πόλης, συνεπάγεται συνήθως με την επίσκεψη σε μουσικές εκτός της «κύριας» ροής κυκλοφοριών τις οποίες παρουσιάζουμε στις ηλεκτρονικές μας σελίδες. Όχι, η μουσική δεν σταματάει ποτέ να έρχεται, απλά μερικές φορές απαιτείται ένα είδος διαφυγής από την ρουτίνα. Η οποία, ομολογουμένως, προσωπικά μιλώντας, τους θερινούς μήνες, φαντάζει ανυπόφορη.
Το φετινό καλοκαίρι, με καθαρά συναυλιακούς όρους και πάντα για τα εγχώρια δεδομένα, είχε από όλα και τιμήσαμε δεόντως, αλλά αυτά μπορείτε να τα διαβάσετε παραδίπλα. Μια από τις απολαύσεις που έχει η Αθήνα όταν αδειάζει, ακόμα και όταν η ασύμφορη πραγματικότητα σε οδηγεί σε δυστοπικά αστεία περί staycation, είναι πως μπορείς να την περπατήσεις δίχως τη βουή που επιφέρει μόνιμα. Άσε που βοηθάει και στο να τακτοποιήσεις τις σκέψεις σου, τραβώντες τις έξω από τον λαβύρινθο στον οποίο περιστρέφονται όταν νιώθεις μια στασιμότητα να σε περιτριγυρίζει. Με τις πολυκατοικίες να φαντάζουν σαν τσιμεντένιο δάσος και τις μεγάλες οδούς του κέντρου ως ένα ατελείωτο σπιράλ που διακόπτεται από την εμφάνιση κάποιου πάρκου – λυτρωτή, βρήκα απρόσμενα πιστό σύντροφο το hip-hop. Όταν δε ανέπνευσα επαρχιακό αέρα σε μια ολιγοήμερη απόδραση, η σύνδεση αντί να υποτονήσει ενισχύθηκε.
Η σχέση μας πάει χρόνια πίσω, έχοντας διακυμάνσεις, εκλάμψεις, έντονες επιστροφές και σιωπηλές απομακρύνσεις, αλλά με τον Αύγουστο να τελειώνει, μπορώ να πω πως η τωρινή αναζωπύρωση αποδείχθηκε ζωτική. Στους δεκάδες περιπάτους αλλά και σε κάθε απόπειρα διαβάσματος κάποιου βιβλίου, τα σταθερά σημεία αναφοράς ήταν τρία. Wu-Tang Clan, MF DOOM και Kendrick Lamar. Όσον αφορά για τους Wu, ας μην τα ξαναπώ. Πάντα εκεί, πάντα αιχμηροί, εικονοκλαστικοί, ωμοί, διαχρονικοί. Οι αδυναμίες μου, συμπυκνώνονται σε αυτή την 36-άρα Spotify playlist για όποιο ενδιαφέρονται. Από την άλλη, με τα μουσικά πεπραγμένα του μακαρίτη (ακόμη αχώνευτο) Daniel Dumile, είχα ανέκαθεν μια πιο εσωτερική σχέση. Δίσκοι όπως το ντεμπούτο του, "Operation Doomsday" του 1999 ή το "Vaudeville Villain (2003, ως Viktor Vaughn), οι συμπράξεις του με τους Czarface ("Czarface Meets Metal Face", 2018 & "Super What?", 2001) και με τον Danger Mouse ("The Mouse And The Mask", 2005) μεταξύ άλλων, αφήνουν ένα πυρετώδες και αινιγματικό αποτύπωμα πίσω από την λεξιπλασία και την συνειρμική, χιουμοριστική όσο και σκοτεινή, στιχουργία τους.
Στην κορυφή όμως, ως το πιο πολυακουσμένο μου άλμπουμ του τελευταίου τριμήνου, βρίσκεται το εμβληματικό "Madvillainy", η κλασική, προ εικοσαετίας σύμπραξη του MF DOOM με τον Madlib, πιθανώς το κορυφαίο hip-hop άλμπουμ του 21ου αιώνα. Όσα χρόνια και αν περάσουν, ο χρόνος θα σταματά εκ νέου με κάθε ακρόαση, οι μνήμες θα ξυπνούν, νέα επίπεδα θα ανακαλύπτονται. Το υποτονικό, mid-tempo jazzy/ψυχεδελικό του mood, κρύβει αχαλίνωτες ερμηνείες, αναδυόμενες από τα σκοτεινά σοκάκια της φαντασίας και της αλληγορίας, που στοιχειώνουν σκέψεις, αλλά θα σταματήσω εδώ γιατί του αξίζει δικός του χώρος Μέχρι τότε, το ακούς εδώ.
Νομίζω θα μπορούσα να ονομάσω αυτό το τρίμηνο ως το καλοκαίρι του κυρίου Κέντρικ. Ναι, είμαι από αυτούς που κόλλησαν με το "Not Like Us", μάλλον το τραγούδι της χρονιάς για μένα. Όχι, εδώ δεν θα διαβάσεις κάποια ανάλυση/οικειοποίηση πίσω από τα όσα θίγονται στην πολυσηζητημένη διαμάχη του (νικητή) Lamar με τον Drake, αλλά δεν είναι και πως ακούμε και δεν καταλαβαίνουμε. Το θέμα όμως με την περίπτωση του Lamar, είναι πως ανασύρθηκε στα ηχεία μου έπειτα από χρόνια το συγκλονιστικό "good kid, m.A.A.D. city" και, μπορεί το Παγκράτι να μην είναι Compton και οι βιωματικές θεματικές από τα νιάτα του Lamar να μην έχουν πολλά σημεία επαφής, την τέχνη όμως την φέρνεις στα μέτρα σου από ένα σημείο και μετά.
Ένας δίσκος – απόδειξη της δίψας μιας ιδιοφυίας να μετατρέψει το παρελθόν σε εύφορο πλαίσιο για το μέλλον του, συντρόφευσε μια διαδικασία επαναπροσδιορισμού και αλλαγών. Της οποίας η πιο σκοτεινή και εσωστρεφής πλευρά δεν ήταν άλλη από το πρόσφατο αριστούργημά του, "Mr Morale & The Big Steppers". Κάπου στις παύσεις, στις σιωπές και στις μισοτελειωμένες προτάσεις βρίσκεις την άκρη του νήματος για να ξεδιπλώσεις όσα δεν μπορείς να προφέρεις αλλά θες να αντιμετωπίσεις. «Ευχαριστούμε το ραπ, το κάνει να φαίνεται τόσο ενδιαφέρον», όπως λέει και μια ψυχή από τα βόρεια.
Έτσι, τα θεμέλια μπήκαν νωρίς για ένα ξεψάχνισμα φετινών κυκλοφοριών που θα ανατροφοδοτούσαν αυτή την εσωτερική επικοινωνία. Μονομιάς, το "Samurai" του Lupe Fiasco βρέθηκε στην κορυφή των προτιμήσεών μου. Ο βετεράνος πλέον, έφτιαξε ένα ονειρικό και ολιστικό smooth jazz rap έργο εμπνευσμένο από την ιδέα της μεταμόρφωσης(!) της Amy Whinehouse σε battle rapper. Δεν θα σου αλλάξει τη ζωή, σίγουρα θα στην καλυτερέψει όσο διαρκεί. Αντιθέτως, το "Dark Times", o πιο εσωστρεφής δίσκος του Vince Staples (που ελπίζω ο Νίκος να τον απόλαυσε στο πλούσιο φετινό OYA Fest), εκ των κορυφαίων της γενιάς του, και μάλλον η αγαπημένη μου φετινή στιγμή του ιδιώματος, δεν διαθέτει περιττή στιγμή και με την αφηγηματική του ικανότητα πολεμάει την αίσθηση της απελπισίας και το βάλτωμα με πείσμα και εσωτερική αναζήτηση η οποία αποδεικνύεται λυτρωτική.
Μπορεί βέβαια η εμβάθυνση μιας συγκεκριμένης αίσθησης να ισοδυναμεί με ακόνισμα ενός δοκιμασμένου κατάνα, αλλά οι αναπαραγωγές αποκάλυψαν και πιο πολύχρωμες προσεγγίσεις. O Mach-Hommy από την Αϊτή μάλλον είναι ο αγαπημένος μου μασκοφόρος ράπερ του σήμερα, και το φινάλε της τετραλογίας του που ακούει στο όνομα "#Richaxxhaitian", είναι τουλάχιστον ισάξιο του προ τριετίας "Pray For Haiti" και αυτό το καλειδοσκοπικό, φιλοσοφικό και κοινωνικά ευαίσθητο ύφος του είναι απαιτητικό μεν, αλλά κερδίζει κάθε στοίχημα που θέτει. Από τις κυκλοφορίες της χρονιάς, γενικότερα. Το φετινό άλμπουμ της Rapsody, το είχα προς ακρόαση καιρό, ακολουθώντας την από όταν με συγκλόνισε εδώ. Βλέπετε, η εκ νέου γνωριμία μου με το είδος δεν έγινε ex nihilo. Ομολογουμένως, το "Please Don’t Cry" με εξέπληξε, αφού βρήκε την καλλιτέχνιδα να δοκιμάζει τα όριά της σε διαφορετικά ιδιώματα και ηχοχρώματα, αποκαλύπτοντας περισσότερες πτυχές του ψυχισμού και του χαρακτήρα της. Η θαρραλέα υπερβατικότητά της όμως δεν θα μπορούσε να λείπει, αφήνοντας ένα κρίσιμο στίγμα σε νυχτερινές αναγνώσεις που γέμιζαν το χρόνο ανάμεσα σε δύσκολες συνειδητοποιήσεις.
Η επιστροφή του Apathy με το "Connecticut Casual: Chapter 2" αλλά και το "Blue Lips" του ScHoolboy Q είναι πιθανώς οι δύο δίσκοι στους οποίους επέμεινα περισσότερο για να μου αποκαλυφθούν. Ο λόγος, απλός. Σε μια περίοδο που κάθε εμβάθυνσή μου στη μουσική φάνταζε απαιτητική, βρέθηκα αντιμέτωπος με δίσκους και μουσικούς που οι ρίζες και τα δομικά τους στοιχεία φάνταζαν γνώριμα αλλά το αποτέλεσμα διατηρούσε αποστάσεις. Η σκληρή φαντασιακή αλλά μονόπαντη χαρτογράφηση ενός κόσμου του πρώτου μέσα σε ένταση, και η πολύμορφη προσέγγιση του δεύτερου υπό μια υπνωτική γαλήνη που αποπνέει σπιρτάδα, δύο όψεις του ιδίου νομίσματος. Πιο παραδοσιακό boom bap ο μεν, πιο σύγχρονες παραγωγές ο δε. Στο τέλος, συνειδητοποίησα πως ειδικά τις πρώτες μεταμεσονύκτιες ώρες, όλα έβγαζαν νόημα, και η απορρόφηση γινόταν απόλαυση.
Θα ολοκληρώσω αυτή την αναδρομή με δύο κυκλοφορίες που τις θεωρώ πιο συγγενικές με την ταυτότητα του site. Αρχικά, έχουμε τα νέα αγαπημένα κωλόπαιδα της Ιρλανδίας, τους Kneecap, για τους οποίους ο Αντώνης έκανε καμπάνια να ακούσω, και τον ακούς τον Αντώνη όταν προτείνει μουσικές. Το πολυαναμενόμενο ντεμπούτο τους, "Fine Art", με συμμετοχή του Grian Chatten των Fontaines D.C. (ακούσατε, ε;) τα έχει σαρώσει όλα, οι αθεόφοβοι έβγαλαν και ταινία, και το βέρο ιρλανδικό πολιτικοποιημένο street μπάχαλο που φέρνουν έχει μια hardcore ψυχή που αγγίζει, και κάνει το αίμα να βράζει.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο έμπειρος (και περιβόητος) JPEGMafia κυκλοφόρησε το πιο metal/hardcore oriented δίσκο του, στο "I Lay Down My Life For You". Αχαλίνωτος, οριακά avant-garde, καυστικός και ειρωνικός, γκρίζος μα ειλικρινής, πειραματικός, πολεμικός, με σκληρές κιθάρες όσο και εντελώς ψυχεδελικά σημεία ειδικά στο δεύτερο μισό, ο γνωστός στους οπαδούς του Peggy, μάλλον κυκλοφόρησε τον δίσκο που συνοψίζει ιδανικά μια δεκαετή σταδιοδρομία στις σκιές του underground και το ιδανικό σημείο εισόδου στον θυελλώδη κόσμο του. Ένα συγκλονιστικό άλμπουμ ικανό να σε επαναφέρει σε ακραία ακούσματα και σε μονοπάτια που δεν θες να αφήσεις πίσω. Για αυτά όμως, θα συνεχίσουμε να τα λέμε στην ενότητα των κριτικών. Οι αναζητήσεις δεν σταματούν, και η εμπειρία μιας συντροφιάς είναι ικανή να ανανεώσει όρκους πίστεως. Δεν θα μπορούσε να ήταν αλλιώς.
Y.Γ. Και από εγχώρια; Σνομπάρουμε; Όχι, απλώς εμμένουμε επί το πλείστον σε «ταξίδια γύρω απ’ την σελήνη»…