Marc Almond: 45 χρόνια ειλικρίνειας και υπερβολής
Από το "Tainted Love" στην Πορτογαλία, σταθμοί της πορείας του καλλιτέχνη με αφορμή τις εμφανίσεις του στο Gazarte
Ο Marc Almond είναι ένας από τους ελάχιστους καλλιτέχνες της γενιάς του που κατάφεραν να μείνουν αληθινοί στον δημιουργικό και ιδιοσυγκρασιακό τους πυρήνα, χωρίς να επαναλαμβάνονται, αλλά και χωρίς να υποκύψουν σε μόδες, επαναληπτικές μανιέρες και εύκολες καλλιτεχνικές λύσεις. Από το ανατρεπτικό ηλεκτρονικό πάθος των Soft Cell στις αρχές του ’80, μέχρι τη λυρική solo περίοδό του, με τα chanson και τις ρωσικές μπαλάντες, ο Almond έχει χτίσει μια διαδρομή όπου η υπερβολή συναντά την ευαισθησία και η θεατρικότητα γίνεται μια μορφή αλήθειας.
Γεννημένος το 1957 στο Southport, ο Marc Almond πέρασε τα νεανικά του χρόνια χωμένος μέσα σε θέατρα, φεστιβάλ και μπάντες, πριν βρεθεί στο Leeds Polytechnic για να σπουδάσει καλές τέχνες. Εκεί γνώρισε τον Dave Ball και μαζί σχημάτισαν το 1979 τους Soft Cell, το ηλεκτρονικό ντουέτο που άλλαξε ριζικά το τοπίο της βρετανικής pop. Το πολυτραγουδημένο και πολυπαιγμένο "Tainted Love", που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια απλή διασκευή σε ένα soul τραγούδι των ‘60s, έγινε κάτι πολύ περισσότερο από αυτό: ένα ύμνος στην αποξένωση της αστικής ζωής και ταυτόχρονα μια ερωτική εξομολόγηση που δεν έμοιαζε με καμία άλλη! Κατέρριψε ρεκόρ παραμονής στα αμερικανικά charts, χάρισε στο συγκρότημα διεθνή αναγνώριση και κατέστησε τον Almond cult φιγούρα της εποχής.
Ο ίδιος δεν έμοιαζε να θέλει να βολευτεί στις δάφνες της πρόσκαιρης επιτυχίας. Έτσι διέρρηξε τα στενά όρια της synth-pop, ιδρύοντας τους Marc and the Mambas, ένα ανένταχτο μουσικό σχήμα που συνδύαζε το cabaret, τη ρομαντική μελαγχολία και το performance art. Εκεί γεννήθηκε ο ερμηνευτής που γνωρίζουμε σήμερα: δραματικός, εξομολογητικός, απρόβλεπτος!
Από τα μέσα των ’80s, ο Almond άρχισε να διαμορφώνει τη δική του σχολή συναισθηματικής υπερβολής. Με δίσκους όπως τα "Mother Fist and Her Five Daughters" και "The Stars We Are και Enchanted", ανέδειξε μια δική του διαφορετική εκδοχή του ερμηνευτή-αφηγητή, με σαφείς επιρροές από τον Jacques Brel, τον Scott Walker και φυσικά τον αγαπημένο του Charles Aznavour. Το 1989, το ντουέτο του με τον Gene Pitney στο "Something’s Gotten Hold of My Heart" σκαρφάλωσε στην κορυφή των Βρετανικών charts, καθιερώνοντάς τον ακόμη περισσότερο στο ευρύ κοινό. Παρότι το τραγούδι ήταν μια αναβίωση των ‘60s, ο Almond κατάφερε να του δώσει νέα ζωή, γεμίζοντάς το με την εκφραστικότητα και την τρυφερότητα που χαρακτηρίζουν κάθε του ερμηνεία.
Εκείνη την εποχή, ο Τύπος τον αποκαλούσε " Judy Garland των σκουπιδιών" ή " Aznavour του Acid House", χαρακτηρισμοί που μόνο θα κολάκευαν έναν καλλιτέχνη που δεν φοβήθηκε ποτέ να γίνει camp, με την πιο θετική έννοια: αυτοσαρκαστικός, θεατρικός και συγκινητικά ειλικρινής.
Η καριέρα του Marc Almond δεν ήταν ποτέ μια ευθεία γραμμή. Πίσω από τις επιτυχίες υπήρξαν χρόνια σιωπής, εξάρτησης και προσωπικών δοκιμασιών. Το 2004, ένα σοβαρό τροχαίο ατύχημα τον άφησε σε κώμα για εβδομάδες και απείλησε τη ζωή του. Χρειάστηκε να μάθει ξανά να τραγουδά από την αρχή και το έκανε! Η επιστροφή του με το "Stardom Road" (2007) σηματοδότησε την καλλιτεχνική του αναγέννηση. Έκτοτε, κάθε album του μοιάζει με σταθμό σε μια εκκεντρική προσωπική διαδρομή: "Varieté", "The Velvet Trail", "Chaos and a Dancing Star", όλα τους είναι έργα ώριμα, στοχαστικά, που ισορροπούν ανάμεσα στη νοσταλγία και το επίκαιρο, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο ερμηνευτής τους.
Συνεργάστηκε δε με σωρεία καλλιτεχνών, από τον Antony Hegarty και τον Jools Holland μέχρι τους Pet Shop Boys, διατηρώντας έτσι ανοιχτούς τους καλλιτεχνικούς ορίζοντές του, χωρίς όμως στιγμή να προδώσει το προσωπικό του ύφος.
Αν κάτι καθορίζει τον Marc Almond σήμερα, είναι η ικανότητά του να γερνά με χάρη. Η φωνή του, πιο ζεστή και γήινη από ποτέ, κουβαλά μέσα της τις εμπειρίες και τα τραύματα μιας ολόκληρης ζωής. Δεν προσπαθεί να κρύψει τις φθορές της αλλά πετυχαίνει να μετατρέψει ακόμη κι αυτές σε μουσική. Ζώντας πλέον στην Πορτογαλία, μακριά από το κοσμικό Λονδίνο που κάποτε ο ίδιος αποκάλεσε "θέατρο σκιών", ο Almond δείχνει να έχει βρει ένα είδος ηρεμίας. Συνεχίζει να γράφει, να ζωγραφίζει και να δημιουργεί νέα μουσική, αποδεικνύοντας ότι η τέχνη δεν έχει ηλικία, παρά μόνο όταν χρειάζεται να ωριμάσει ή να αποδείξει την διαχρονικότητά της.
Τον Οκτώβριο του 2025, ο Marc Almond επιστρέφει στην Αθήνα για δύο βραδιές στο Gazarte Ground Stage, φέρνοντας μαζί του 45 χρόνια μουσικής και πάθους. Από το "Tainted Love" και το "Jacky" μέχρι το "The Days of Pearly Spencer", η βραδιά υπόσχεται ένα ταξίδι από την ηλεκτρονική αποξένωση στην ανθρώπινη εξομολόγηση. Σε μια εποχή όπου η τεχνολογία απειλεί να ισοπεδώσει τη συγκίνηση, ο Almond υπενθυμίζει ότι τίποτα δεν αντικαθιστά τη φωνή, τη χειρονομία, την ανθρώπινη παρουσία. Και ίσως αυτός να είναι ο λόγος που συνεχίζει να συγκινεί: γιατί μέσα από όλες τις μεταμορφώσεις, παραμένει ο πιο αληθινός ανάμεσα στους υπερβολικούς.
Ήξερες πως:
- Ο Marc Almond έχει πουλήσει πάνω από 38 εκατομμύρια δίσκους παγκοσμίως.
- Το 2018 του απονεμήθηκε ο τίτλος του μέλους του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Το λεγόμενο βραβείο OBE.
***
Ο Marc Almond εμφανίζεται ζωντανά στο Gazarte Ground Stage, την Πέμπτη 16 και την Παρασκευή 17 Οκτωβρίου.
Εισιτήρια προπωλούνται μέσω της more.com και του δικτύου καταστημάτων της.