Η Christine McVie ήταν η ψυχή των Fleetwood Mac. Δεν υπήρξε πιονέρος των βρετανικών blues όπως ο Peter Green, δεν είχε τη σκηνική παρουσία ούτε το λαμπερό εκτόπισμα της Stevie Nicks, ούτε και επηρέασε την πορεία της μπάντας με τους δημιουργικούς της πειραματισμούς όπως ο Lindsey Buckingham. Ήταν όμως πάντα η σταθερή, ήρεμη δύναμη, παρούσα στα εύκολα και τα δύσκολα της ταραχώδους πορείας τους, με μια συνεπή τραγουδοποιία που άφησε το στίγμα της στις διάφορες ενσαρκώσεις του γκρουπ, το οποίο καθόρισε και ταυτόχρονα καθορίστηκε καλλιτεχνικά από την διαρκώς μεταβαλλόμενη πορεία του.
Αν και ξεκίνησε από τη blues βρετανική σκηνή, η McVie θα μετατρέπονταν μαζί με τους Fleetwood Mac κατά τη διάρκεια των 70s σε μία υπερ επιτυχημένη pop-rock τραγουδίστρια-τραγουδοποιό, για να γνωρίσει ξανά τη mainstream επιτυχία στα ‘80s, με τα pop κομψοτεχνήματά της να επαναφέρουν τη μπάντα στα charts. Παρότι αποσύρθηκε το 1998, η McVie δεν μπορούσε να μείνει μακριά από τη μουσική για πολύ. Στα τελευταία της χρόνια, περιόδευσε ξανά με την κλασσική σύνθεση του γκρουπ.
Σήμερα την αποχαιρετούμε, όπως αξίζει σε κάθε μουσικό: με μια επιλογή ορισμένων από τα - κατά τον γράφοντα- καλύτερα τραγούδια της.
Υ.Γ. Η είδηση του θανάτου της Christine McVie με βρήκε σε ένα party, ενώ γιορτάζαμε όλη η ομάδα την ολοκλήρωση μιας επιτυχημένης διοργάνωσης. Fan των Fleetwood Mac από την εφηβεία μου, και καθ' όλη τη, μέχρι σήμερα, ενήλικη ζωή μου, ένιωσα σαν να έφυγε από τη ζωή ένας δικός μου άνθρωπος. Οικείο συναίσθημα αυτό για όσους εξ ημών, η μουσική αντιπροσωπεύει κάτι περισσότερο από απλά ακούσματα.
Πριν παντρευτεί τον μπασίστα John McVie και μπει στην μπάντα των Fleetwood Mac, η Christine Perfect ήταν κιμπορντίστρια και τραγουδίστρια στη βρετανική blues μπάντα Chicken Shack. Οι τελευταίοι γνώρισαν μικρή επιτυχία στο Ηνωμένο Βασίλειο, χάρη στη διασκευή του "I’d Rather Go Blind" της Etta James. Η εκδοχή τους, μπορεί να μην έχει το εκτόπισμα του πρωτότυπου, ρίχνει όμως νέο φως στο τραγούδι, με τη βελούδινη φωνή της McVie να αποδίδει φλεγματικά την απόγνωση για το ενδεχόμενο της απώλειας, και τους υπόλοιπους Chicken Shack να την ακολουθούν σε ένα ατμοσφαιρικό σύνολο, τόσο οικείο, σαν να ηχογραφήθηκε σε μια τοπική παμπ.
Το opening track του άλμπουμ με το τότε όνομά της (αργότερα θα επανακυκλοφορούσε με τον αυτάρεσκο τίτλο "The Legendary Christine Perfect"), είναι ακόμη μία διασκευή εκείνης της περιόδου, κατά την οποία, παρότι η Christine αναζητούσε τα πατήματά της ως συνθέτης, η ερμηνευτική της ωριμότητα αναδεικνυόταν σε μεστές συνθέσεις όπως αυτή του Αμερικανού μπλουζίστα Little Walter, φέρνοντας εις πέρας μια απόδοση του τραγουδιού που είναι ταυτόχρονα σέξι, αλλά και αναπολόγητα, βρετανική.
H μοναδική συνεισφορά της Christine (McVie πλέον) στο άλμπουμ Bare Trees, αποτυπώνει το γεγονός ότι οι αρχές των 70s ήταν μια μεταβατική περίοδος για τους Fleetwood Mac, καθώς μετά την αποχώρηση του Peter Green, μετακινήθηκαν από τον bluesy ήχο των πρώτων άλμπουμ τους, προς το soft-rock, τη φόρμουλα του οποίου θα τελειοποιούσαν μερικά χρόνια αργότερα με την προσθήκη των Lindsey Buckingham και Stevie Nicks. Το "Spare Me A Little Of Your Love" συγκαταλέγεται στις καλύτερες, πρώτες συνεισφορές της για την μπάντα, και είναι ενδεικτικό της προαναφερθείσας αλλαγής με τη χαλαρή pop διάθεσή του, και τα πλήκτρα σε πρωταγωνιστικό ρόλο, μετέπειτα σήμα-κατατεθέν της τραγουδοποιού.
Το τελευταίο track του άλμπουμ "Mystery To Me", είναι μία από τις δυνατότερες συνθέσεις της McVie, και καθώς ποτέ δεν βγήκε σε single, ένα κομμάτι που θα βρεθεί μόνο σε λίστες fan της μπάντας ή μελετητών του έργου των F.M. Πριν εξελιχθεί σε μία υπέροχη μπαλάντα, που σε γραπώνει με την ειλικρίνεια και την ωριμότητά της, το "Why" ξεκινάει με μια σχεδόν στοιχειωμένη, μακρόσυρτη εισαγωγή, μέχρι η slide κιθάρα να δώσει τη θέση της στην ακουστική και το πιάνο, για να φτάσουμε στο φινάλε με ένα κρεσέντο εγχόρδων, και την Christine να τραγουδάει σπαρακτικά "Why don't you love me?". Extra credit εδώ αξίζει να δοθεί στον εξαιρετικό κιθαρίστα Bob Welch, που δυστυχώς -και άδικα- το σημαντικό έργο του στη μπάντα και οι περιπετειώδεις εμπνεύσεις του, συνθλίβονται μεταξύ των ογκόλιθων Peter Green (που προηγήθηκε) και Lindsey Buckingham (που ακολούθησε).
Η μεγαλύτερη επιτυχία από το ομότιτλο άλμπουμ των Fleetwood Mac του 1975 (γνωστό στους fans και ως "White Album") - και η πρώτη του κλασσικού κουιντέτου των Christine και John McVie, Lindsey Buckingham, Stevie Nicks και Mick Fleetwood - είναι αυτό το χαρούμενο mid-tempo, που κλείνει το μάτι στη folk-rock με τη χρήση του μπάντζο, και παρότι η σύνθεσή του είναι "McVie ως το κόκκαλο", κάνει ξεκάθαρο τον νέο προσανατολισμό της μπάντας προς τον καλιφορνέζικο ήχο που έφεραν μαζί τους οι δύο νεοσύλλεκτοι της ομάδας, οι οποίοι και "συστήνονται" με τα χαρακτηριστικά φωνητικά τους στην αποφώνηση του τραγουδιού. «Την πρώτη φορά που άρχισα να παίζω το Say You Love Me και έφτασα στο ρεφρέν, [η Stevie Nicks και ο Lindsey Buckingham] άρχισαν να τραγουδούν μαζί μου και δέσαμε αμέσως», είχε πει η McVie κάποτε. «Άκουσα αυτόν τον απίστευτο ήχο - τις τρεις φωνές μας... και ανατρίχιασα».
Παρότι γαλουχήθηκε δημιουργικά στα βρετανικά blues, η Christine άνθησε ως συνθέτης είτε μέσα σε ένα περιβάλλον soft-rock (όπως η μετέπειτα μεγάλη επιτυχία της μπάντας "Don't Stop"), είτε σε μια φόρμα ονειρικής, ενήλικης pop. Το "Over my Head" ανήκει σαφέστατα στη δεύτερη κατηγορία), και εντυπωσίασε κοινό και κριτικούς από την πρώτη στιγμή, φτάνοντας στο νούμερο 20 του Billboard στις αρχές του 1976, όταν κυκλοφόρησε σε single ελαφρώς παραλλαγμένο από την άλμπουμ εκδοχή του, με το ομώνυμο περιοδικό να περιγράφει τη τραγουδίστρια McVie ως «μια εντελώς ξεχωριστή φωνή, με μια σέξι βραχνάδα που είναι μοναδική στην pop σήμερα».
Η σαπουνόπερα που διεξαγόταν κατά τη διάρκεια της συγγραφής και της ηχογράφησης του "Rumours", του δημοφιλέστερου άλμπουμ των Fleetwood Mac, κι ενός από τα δημοφιλέστερα όλων των εποχών, είναι λίγο-πολύ γνωστή σε όλους: Ταυτόχρονα χώριζαν τα δύο ζευγάρια της μπάντας, κι ενώ τα τραγούδια των Buckingham και Nicks, έβριθαν οργής, και συχνά το ένα αποτελούσε απάντηση στο άλλο, η Christine προτίμησε να παραμείνει αισιόδοξη στον απόηχο της λήξης του γάμου της με τον John. Το "Don't Stop" είναι γραμμένο για εκείνον, μια επίκληση στη θετική πλευρά των πραγμάτων, με στίχους που τον προτρέπουν να στραφεί στο μέλλον και να αποφεύγει να μένει προσκολλημένος στο χθες. Αν και ο Buckingham -που συμμετέχει στα κύρια φωνητικά- βγάζει την ένταση που χαρακτηρίζει και τις υπόλοιπες συνεισφορές του στο άλμπουμ (δεδομένης της εκρηκτικής σχέσης του με την Nicks) η McVie ενισχύει την αισιόδοξη στάση του τραγουδιού με ένα ξεσηκωτικό boogie πιάνο, και την πρωτόγνωρα φωτεινή ερμηνεία της. Είκοσι χρόνια αργότερα, όταν το συγκρότημα επανενώθηκε για το live album "The Dance", το "Don't Stop" ήταν και το τραγούδι της καμπάνιας του τότε Προέδρου Bill Clinton, στον οποίο εξάλλου χρωστάμε και την τότε επανένωση της χρυσής πεντάδας του "Rumours".
Πρόδρομος μιας πιο χορευτικής προσέγγισης που θα ακολουθούσαν οι F.M. με το άλμπουμ "Tango In The Night" του 1987, το "You Make Loving Fun" είναι αναμφίβολα η πιο funky στιγμή του "Rumours" και το έτερο φωτεινό τραγούδι, σε αυτό το γεμάτο ένταση και ερωτικό πόνο συνόλου τραγουδιών. Γραμμένο για τον εραστή της Curry Grant, που εκείνη την περίοδο ήταν διευθυντής φωτισμού της μπάντας, η McVie αρχικά «είπε σε όλους ότι το τραγούδι αφορούσε τον σκύλο της, αντί για τον Curry, να το αποφύγει τις εντάσεις και να προστατέψει τον John», σύμφωνα με το βιβλίο των Ken Caillat και Steve Stiefel, Making Rumors.
Ίσως η πιο διάσημη σύνθεση της McVie από το "Rumors" μετά το "Don't Stop", το "Songbird" είναι μια κομψή μπαλάντα ηχογραφημένη σε ένα αμφιθέατρο, με τη φωνή της McVie, ένα πιάνο Steinway, τον Buckingham να προσθέτει ανεπαίσθητες πινελιές ακουστικής κιθάρας και τον συμπαραγωγό του άλμπουμ να χρησιμοποιεί πολλά μικρόφωνα κατά την ηχογράφηση για να πιάσει την ηχητική ατμόσφαιρα του χώρου. «Νομίζω ότι αφορούσε κανέναν και όλους», είπε η ίδια σε ένα επεισόδιο της σειράς ντοκιμαντέρ Classic Albums. «Εκ των υστέρων, μου φάνηκε περισσότερο σαν ένας μικρός ύμνος παρά οτιδήποτε άλλο. Ήταν για όλους. Σχεδόν σαν μια μικρή προσευχή».
«Αυτό είναι ίσως το αγαπημένο μου τραγούδι της Christine όλων των εποχών», εκμυστηρεύτηκε η Stevie Nicks στις σημειώσεις της επανέκδοσης του "Rumours" το 2013, «και πιθανώς ένα από τα μοναδικά σκοτεινά τραγούδια που έγραψε». Η McVie συνέθεσε το "Oh Daddy" για τον ντράμερ του συγκροτήματος, Mick Fleetwood, απαθανατίζοντας τον πατρικό του ρόλο στη ζωή της, και μαζί με το Gold Dust Woman της Nicks, είναι τα δύο μοναδικά τραγούδια του Rumours που δεν αφορούν σε κάποιον έρωτα. Ο συμπαραγωγός του άλμπουμ, Ken Caillat, το περιέγραψε ως «ένα όμορφο, αέρινο τραγούδι», σημειώνοντας ότι το να πιάσουν τον κατάλληλο ρυθμό στο στούντιο ήταν μια διαδικασία ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς ακουγόταν βιαστικό σε πιο γρήγορο ρυθμό, αλλά ληθαργικό σε πιο αργό ρυθμό. Λίγο πριν το τέλος μιας λήψης, η McVie έπαιξε τυχαίες νότες στο πληκτρολόγιό της για να τραβήξει την προσοχή των μηχανικών στο control room, και αυτό που προέκυψε άρεσε τόσο στη μπάντα που επέλεξαν να κρατήσουν αυτές τις απρογραμμάτιστες προσθήκες στην τελική έκδοση του τραγουδιού.
Μετά την επιτυχία του "Rumours", ο Buckingham, που πλέον αναλάμβανε ρόλο συμπαραγωγού, ήταν ανένδοτος στο να μην επαναλάβουν την πολυπλατινένια φόρμουλα του προηγούμενου άλμπουμ. Επηρεασμένος από μπάντες όπως οι Talking Heads, ο κιθαρίστας προσπάθησε να μπολιάσει το ηχόχρωμα της μπάντας με post-punk επιρροές. Το άλμπουμ Tusk ξένισε κοινό και κριτικούς, και σε αρκετές περιπτώσεις έμοιαζε άνισο και αμήχανο, ιδίως στις συνθέσεις της Stevie και της Christine. Το "Think About Me" αποτελεί μία από τις λιγοστές εξαιρέσεις που το πείραμα πέτυχε, χάρη στην εξαιρετική τραγουδιστική χημεία της McVie και του Buckingham (μια δυναμική που θα εξερευνούσαν κατά τη διάρκεια ενός ολόκληρου άλμπουμ το 2017). Ένα σχεδόν σκληρό ηλεκτρικό πιάνο από την πλευρά της McVie, τα φλογερά κιθαριστικά riffs του Buckingham, και το αθάνατο rhythm section του Fleetwood και του McVie, δημιουργούν μια πρωτότυπη, μελωδική πληθωρικότητα.
Κι αν το "Think About Me" ήταν αυτό που κατάφερε να εγκολπώσει τους πειραματισμούς, η έτερη συνεισφορα της McVie από το Tusk που βρίσκει θέση σε αυτή τη λίστα, μοιάζει ανέγγιχτη από κάθε είδους παρέμβαση. Ένα τρυφερό, αιθέριο, οριακά a capella τραγούδι, με τις πιο αχνές νότες κιθάρας και πλήκτρων που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, αναδεικνύουν το αβίαστο ταλέντο της Christine για τη μελωδία. Χωμένο στην τρίτη πλευρά αυτού του διπλού -και όπως προείπαμε άνισου- άλμπουμ, το "Never Make Me Cry" συνήθως, αδίκως, διαφεύγει της προσοχής κοινού και κριτικών.
Εμπνευσμένο από το πρόσφατο τέλος της σχέσης της με τον Dennis Wilson των Beach Boys, η McVie συνεργάστηκε με τον Άγγλο τραγουδιστή και τραγουδοποιό Robbie Patton για να γράψει το "Hold Me", το τραγούδι που θα επανέφερε τη μπάντα στα pop charts, και παράλληλα το πρώτο που γυρίστηκε σε video clip. Το άλμπουμ "Mirage" σήμανε την επιστροφή των F.M. σε πιο ανάλαφρα, εμπορικά μονοπάτια, με μια ανανεωμένη παραγωγή που από τη μία αναγνώριζε την τάση της δεκαετίας για έμφαση στα πλήκτρα, και από την άλλη έκλεινε το μάτι στη νεοαποκτηθείσα εμμονή του Buckingham με τις φόρμες των 50s και ειδικά το doo-wop. Πέρα από την επιτυχία του, το "Hold Me", μετατράπηκε σε ένα από τα πιο εμβληματικά ντουέτα της με τον Lindsey Buckingham, με τις φωνητικές αρμονίες τους εδώ, να είναι πραγματικά μοναδικές.
Η Christine κυκλοφόρησε μόνο τρία σόλο άλμπουμ με πρωτότυπο υλικό: το bluesy "Christine Perfect" (1970), το χαμηλών τόνων "In the Meantime" (2004) και το ομότιτλο "Christine McVie" του 1984, το τελευταίο σε μία εποχή που και οι άλλοι δύο τραγουδιστές-τραγουδοποιοί της μπάντας εστίαζαν στις σόλο καριέρες τους. Όπως είχε πει η ίδια, αυτή η αποσπασματική σόλο δισκογραφία της εξηγείται από το γεγονός ότι ποτέ δεν ένιωθε άνετα ως solo καλλιτέχνης, και προτιμούσε να εντάσσεται στο ομαδικό δημιουργικό πλαίσιο ενός γκρουπ. Το "Got a Hold On Me", είναι η μεγαλύτερη σόλο επιτυχία της, με guest μουσικούς τον Steve Winwood στο συνθεσάιζερ και τον Buckingham στην κιθάρα. Μία συμπαγής σύνθεση, ένα εθιστικό pop κομμάτι, που θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται σε κάποιο άλμπουμ της μπάντας, το rhythm section όμως, και η αισθητική της παραγωγής του, καθιστούν σαφές πώς πρόκειται για κάτι έξω από αυτή.
«Μου αρέσει ο παραδοσιακός ήχος», είχε πει η Christine στο Rolling Stone το 1984. «Τριμερείς αρμονίες, κιθάρα και πιάνο. Θέλω να πω, μια καλοπαιγμένη κιθάρα είναι η παντοτινή ευτυχία». Όμως ο Lindsey Buckingham, που στη διάρκεια των 80s είχε πάρει πάνω του τη δημιουργική κατεύθυνση της μπάντας, είχε ένα νέο παιχνίδι: το συνθεσάιζερ Fairlight CMI. Ο αστραφτερός ήχος που ανοίγει το "Everywhere" της McVie, και είναι πανταχού παρόν σε ολόκληρο το Tango in the Night του 1987, είναι αποτέλεσμα αυτού του μουσικού οργάνου.
Στην πραγματικότητα όμως, πέρα από την εισαγωγή του "Everywhere" που σε γραπώνει από τα πρώτα δευτερόλεπτα, είναι η ιδιοφυής τραγουδοποιία της McVie που για άλλη μια φορά κάνει τη διαφορά, ο συνδυασμός αιθέριου και γήινου στη φωνή της, ο εθιστικός κατά την επανάληψή του, αν και κατά τα άλλα απλός στίχος "I wanna be with you everywhere", καθώς και η κομψή, αστραφτερή παραγωγή που ντύνει το τραγούδι.
Τριάντα πέντε χρόνια μετά την κυκλοφορία του και την τότε θριαμβευτική πορεία του στα charts, το "Everywhere" έκανε μια δεύτερη εντυπωσιακή διαδρομή στις λίστες του Billboard ντύνοντας μουσικά την πρόσφατη διαφήμιση για τη σειρά ηλεκτρικών οχημάτων της Chevrolet, ενώ είναι σήμερα ένα από τα «ιερά δισκοπότηρα» της pop, έχοντας διασκευαστεί από τους Paramore, μέχρι τους Vampire Weekend.
Η ικανότητα της McVie να δημιουργεί ορισμένες από τις πλέον διαχρονικές μελωδίες στην ιστορία της pop ήταν απαράμιλλη κατά τη διάρκεια των 80s, κι αυτό το αστραφτερό synth-pop κομμάτι που γράφτηκε από κοινού από την ίδια και τον τότε σύζυγο και καλλιτεχνικό συνεργάτη της, Eddy Quintela, είναι ίσως η πιο πασιφανής απόδειξη του ως άνω. Παρότι ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας του οφείλεται στις synth δημιουργικές εμμονές του Buckingham εκείνης της περιόδου, ή τις πολυεπίπεδες αρμονίες, την ηχώ και τις παρεμβολές της Stevie και του Lindsey στο κουπλέ και το ρεφρέν (απόδειξη ότι παρά τον pop προσανατολισμό τους στα 80s, οι F.M. εξακολουθούσαν να δουλεύουν τις αρμονίες του με μια old school ομαδική προσέγγιση), το ονειρικό "Little Lies", που παράλληλα αποτελεί και το τελευταίο τραγούδι τους που μπήκε στα charts, παραμένει ένας συνθετικός θρίαμβος για τη McVie, που εξαργυρώθηκε τόσο εμπορικά, όσο και σε επίπεδο αποδοχής από τους δισκοκριτικούς και τοποθέτησής του ανάμεσα στα σημαντικότερα pop τραγούδια που έγιναν ποτέ.
Με την αποχώρηση του Buckingham από την μπάντα McVie και Nicks βρέθηκαν για πρώτη φορά αντιμέτωπες με την πρόκληση να συνεργαστούν με δύο νέους κιθαρίστες (Burnette και Vitto), και μια νέα ομάδα παραγωγής. Οι νεοφερμένοι πήγαν αναμφίβολα την μπάντα σε λιγότερο περιπετειώδη μονοπάτια, δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν ότι ένα από τα λιγοστά τραγούδια που ξεχωρίζουν για την πρωτοτυπία τους είναι το ομότιτλο του άλμπουμ "Behind The Mask", το οποίο κατά έναν ειρωνικό τρόπο είναι το μόνο στο οποίο συμμετέχει ως guest ο Buckingham με τo finger-picked κιθαριστικό παίξιμό του. Εδώ η McVie προσαρμόζει το στυλ της σε ένα ασυνήθιστα σκοτεινό, οριακά εφιαλτικό περιβάλλον, τον τόνο του οποίου δίνει μια πραγματικά εμπνευσμένη εισαγωγή, και ίσως η πιο επιτυχημένη αρμονική τριφωνία του άλμπουμ.
Μετά την αποχώρηση και της Stevie Nicks, και την απροθυμία της McVie να συμμετάσχει στην προώθησή του, το άλμπουμ "Time" μοιάζει περισσότερο ως πείσμα του Mick Fleetwood να κρατήσει ζωντανή την μπάντα. Ήταν όμως καταδικασμένο να βυθιστεί στην κοινοτοπία εξαιτίας των τραγουδιών που συνεισέφεραν οι υπόλοιποι, τόσο ο Burnette, όσο και τα δύο νέα μέλη, η Bekka Bramlett και ο Dave Mason (ναι, ο γνωστός κιθαρίστας των Traffic). Δεν αποτελεί καμία έκπληξη ότι από αυτό το δημιουργικό ναυάγιο διασώζονται μόνο το τραγούδια της McVie, και ιδιαίτερα το "Nights in Estoril", ένα ακόμη κομμάτι το οποίο η Christine συνέγραψε με τον δεύτερο σύζυγό της Eddy Quintela. Το αδιαπραγμάτευτο highlight του άλμπουμ, σε γραπώνει αμέσως με τη φιλόδοξη εξωτική εισαγωγή του, ανασύρει μνήμες από τη συνθετική λάμψη του "Everywhere" και παρότι δεν καταφέρνει να γίνει το επόμενο "Little Lies", είναι ένα κρυμμένο pop διαμάντι που σε άλλες εποχές θα σάρωνε τουλάχιστον σε επίπεδο airplay.
Αν η Stevie Nicks είχε επιλέξει να συνεισφέρει νέα τραγούδια αντί να ασχοληθεί με τη solo καριέρα της, το χρυσό κουιντέτο θα είχε κυκλοφορήσει το τελευταίο άλμπουμ του το 2017. Και κατά μία έννοια το κυκλοφόρησε, καθώς το άλμπουμ Lindsey Buckingham/Christine McVie, μόνο κατ' όνομα δεν πιστώνεται στους F.M., αφού κατά τα άλλα και ο Fleetwood και ο McVie δίνουν το παρόν με το εμβληματικό rhythm sections τους, στα ντραμς και το μπάσο αντίστοιχα.
Παρότι η Christine και ο Lindsey συνυπογράφουν, το Feel About You είναι ξεκάθαρα μια σύνθεση με την υπογραφή της McVie, με τον συνεργάτη της να ευθύνεται, πιθανότατα, για τον τροπικό τόνο της ενορχήστρωσης και τα παιχνιδιάρικα doo-wop φωνητικά που παραπέμπουν στην εποχή του Mirage. Τόσο το τραγούδι, όσο και το άλμπουμ συνολικά δεν προσθέτουν κάτι καινούριο στη μυθολογία ούτε των τραγουδοποιών, ούτε της μπάντας, το γεγονός όμως ότι επιστρέφουν σε γνώριμους μουσικούς τόπους, με παιγνιώδη και δημιουργική διάθεση έχει τη δική του, ιδιαίτερη βαρύτητα.
Σαν φόρος τιμής στο παρελθόν, σαν επιστροφή στην εποχή του "Tango In The Night", αν εκείνο το εμβληματικό άλμπουμ είχε Vol.2… Κάπως έτσι ακούγεται το "Carnival Begin", το δεύτερο και τελευταίο τραγούδι του άλμπουμ που πιστώνεται συγγραφικά αποκλειστικά στην Christine. Στοιχειωμένο και ατμοσφαιρικό, με ένα riff που δημιουργεί μια διαρκή ένταση, και την αίσθηση απελευθέρωσης που προσφέρει στη συνέχεια το ρεφρέν στον ακροατή, το "Carnival Begin" είναι η απόδειξη ότι η McVie παρέμεινε δημιουργική μέχρι το τέλος, διατηρώντας άσβεστη την ικανότητά της να δημιουργεί ευφυείς και καλαίσθητες συνθέσεις.
Αυτό που έμελλε να είναι το τελευταίο άλμπουμ της (μην υπολογίζοντας το Songbird που κυκλοφόρησε φέτος και ήταν εναλλακτικές εκδοχές τραγουδιών της solo καριέρα της) ήταν μια γιορτή της μαγείας και της χημείας που πάντα είχαν αυτή και ο Buckingham, δίχως τις οποίες, οι Fleetwood Mac θα ήταν μια διαφορετική μπάντα, και η Christine θα είχε σίγουρα μια διαφορετική εξέλιξη ως τραγουδοποιός.