Manu Chao, ένας μουσικός του κόσμου

Από τον Κώστα Σακκαλή, 06/07/2008 @ 03:19
Στα 1882 μία αναρχική ομάδα με έδρα την ισπανική επαρχία της Ανδαλουσίας και όνομα «Το μαύρο χέρι» κατηγορείται για τρομοκρατία και εγκλήματα που περιλαμβάνουν δολοφονίες και βανδαλισμούς. Η αναρχική κοινότητα της περιοχής αρνείται κάθε σχέση και καθώς, ιδιαίτερα την εποχή εκείνη, ο αναρχισμός ήταν αρκετά μακριά από την έννοια που θα του έδινε σήμερα ο Πρετεντέρης (φτου!), βάσιμες υποψίες αλλά και μαρτυρίες της εποχής καταδεικνύουν την οργάνωση αυτή σα μία προβοκάτσια του Ισπανού προέδρου Práxedes Mateo Sagasta, προκειμένου να «ξεφορτωθεί» κάποιους ενοχλητικούς πολιτικούς ακτιβιστές (παλιά, καλή, δοκιμασμένη συνταγή). Άγνωστο είναι αν η ισπανική έκφραση «κάποιο μαύρο χέρι ήταν εδώ», που σημαίνει ότι κάτι παράνομο έχει γίνει, προηγείται ή ακολούθησε τα γεγονότα αυτά.

105 χρόνια αργότερα μία μικρότερη γκρούπα ανθρώπων θα υιοθετήσει το ίδιο όνομα, "Mano Negra", με σκοπό να ταράξει τα νερά με όπλο την κοινωνική στιχουργική και το εκρηκτικό μουσικό μίγμα που αυθόρμητα θα ονομάσουν ..."Patchanka"! Ιδρυτικά μέλη της «οργάνωσης» αυτής είναι τα αδέρφια Manu και Antoine Chao και ο ξάδελφός τους Santiago Casariego. Αν και Ισπανοί στην καταγωγή, τα δύο αδέρφια μεγάλωσαν στο Παρίσι, καθώς η ριζοσπαστική παράδοση της οικογένειάς τους (ο παππούς τους είχε καταδικαστεί σε θάνατο στα χρόνια της δικτατορίας και ο πατέρας τους ήταν ένας αριστερών πεποιθήσεων δημοσιογράφος/συγγραφέας) τους είχε οδηγήσει στην αυτοεξορία.

Τα παιδικά του χρόνια ο Manu τα πέρασε παίζοντας ποδόσφαιρο με τα παιδιά των εργατών από το γειτονικό εργοστάσιο της Renault ή ακούγοντας μουσική και κυρίως το rock n roll του Chuck Berry και τραγούδια του ισπανικού Εμφυλίου. Αργότερα στα μουσικά του ακούσματα θα προστεθούν αρχικά το αλήτικο pub rock / r'n'b των Dr. Feelgood και στη συνέχεια το μουσικό δέος που ονομαζόταν The Clash. Αυτοί οι τελευταίοι υπήρξαν και η μεγαλύτερη επιρροή του νεαρού που μετά από τη δημιουργία διαφόρων σχημάτων κατέληξε στη διατήρηση των προαναφερθέντων Mano Negra, με σκοπό να εκφράσουν το δικό τους μίγμα μουσικών ειδών και πολιτισμών, εξωτερικεύοντας πάντα τους κοινωνικοπολιτικούς προβληματισμούς τους. Ο Manu Chao εξαρχής υπήρξε η μονάδα με τη δημιουργική έμπνευση και το όραμα αλλά και ο πιο ταλαντούχος συνθέτης, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα τα φωνητικά και την κιθάρα.



Η ηχογράφηση του "Mala Vida" τους έδωσε την ευκαιρία να υπογράψουν με τη Virgin της Γαλλίας και να κυκλοφορήσουν από την ετικέτα της το άλμπουμ "Patchanka" (1988). Τα τρία-τέσσερα πρώτα τραγούδια του δίσκου είναι αρκετά για να αντιληφθεί κανείς τη φιλοσοφία που θα ακολουθήσουν οι Mano Negra μέχρι το τέλος τους. Ισπανική, γαλλική και αγγλική γλώσσα μπλέκουν με αντίστοιχα μουσικά ακούσματα, δημιουργώντας ένα πολύ-πολιτισμικό αμάλγαμα που έχει σα βάση την ελευθερία της μουσικής έκφρασης. Μουσικά ο δίσκος είναι ροκ περισσότερο στην προσέγγισή του παρά στην ουσία του, καθώς το latin στοιχείο, η ska, οι εύπεπτες pop μελωδίες αλλά και το hip-hop είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, εμφανή.

Ο δίσκος γνωρίζει σχετική επιτυχία στο alternative κύκλωμα της Γαλλίας, πάντα με σημαία το "Mala Vida". Τους δίνεται έτσι η ευκαιρία να περιοδεύσουν στην Ευρώπη αλλά και να έχουν μεγαλύτερη άνεση στην ηχογράφηση του επόμενου άλμπουμ τους, του εξαιρετικού και, κατά τους περισσότερους, μεγαλύτερου επιτεύγματός τους, "Puta's Fever" (1989). Η άνεση αυτή αποτυπώθηκε όχι μόνο στην ποιότητα των συνθέσεων αλλά και στην αύξηση των μελών της κολεκτίβας που λεγόταν Mano Negra. Η προσθήκη παραπάνω οργάνων βοήθησε στην ανάπτυξη του ύφους του συγκροτήματος και την ethnic-punk-reggae-rock φιλοσοφία του. Η ύπαρξη στο δίσκο αυτό ακόμα και ενός παραδοσιακού αραβικού τραγουδιού, μεταμορφωμένο σε ska-rock αριστούργημα ("Sidi H' Bibi"), αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Η εκτεταμένη επιτυχία που πέτυχε ο δίσκος στους κριτικούς και το κοινό στην Ευρώπη κυρίως (η Αγγλία εξαιρείται) αλλά και τη Λατινική Αμερική τους ώθησε σε εκτεταμένες περιοδείες που πέρασαν και από τις Η.Π.Α., όπου όμως τόσο τότε όσο και μέχρι σήμερα δεν ξέφυγαν ποτέ από την underground σκηνή.

Φυσικά για αυτό η ευθύνη δεν πέφτει στην ποιότητα της μουσικής τους. Αντίθετα οι πολιτικές τους πεποιθήσεις, εμφανείς στα τραγούδια τους, και η κατ' επέκταση σύνδεσή τους, κυρίως του Manu Chao, με λαϊκά κινήματα (γνωστή είναι η φιλία που διατηρεί με τον Subcomandante Marcos, τον εκφραστή των Ζαπατίστας του Μεξικό) αλλά και η επιθυμία τους, στα όρια της καλλιτεχνικής εμμονής, να χρησιμοποιούν ελάχιστους αγγλικούς στίχους, μη συμβιβάζοντας τις αρχές τους, τους στέρησαν την ευκαιρία να διαπρέψουν και στο μεγάλο χωνευτήρι των Η.Π.Α.. Αυτό ίσχυσε μέχρι τέλους για τους Mano Negra και σε μεγάλο βαθμό και για τον Manu Chao στην προσωπική του σταδιοδρομία, με σποραδικές εξαιρέσεις επιτυχίας.



Η προσπάθεια προσέγγισης του (βόρειο-)αμερικανικού κοινού έγινε αρχικά με τη συλλογή από τους δύο πρώτους δίσκους υπό τον (αυτοσαρκαστικό;) τίτλο "Amerika Perdida" (Χαμένη Αμερική) που μάλλον ήταν καταδικασμένη και το γνώριζαν. Όπως θα δηλώσει ο Manu σε ανύποπτη φάση: «οι Αμερικανοί απλά δε μπορούν να κατανοήσουν ένα συγκρότημα που δουλεύει χωρίς μάνατζερ». Παρόλα αυτά με την ηχογράφηση του "King Of Bongo" (1991) παρατηρείται μία στροφή προς τον αγγλικό στίχο αλλά και ήχο, αφού προσεγγίζουν το punk ύφος των Clash περισσότερο από κάθε άλλη κυκλοφορία. Πάντως το τραγούδι που θα ξεχωρίσει και θα κάνει τη μεγαλύτερη επιτυχία (και μία από τις μεγαλύτερες των Mano Negra) θα είναι το, σε στυλ βρετανικής pop, "Out Of Time Man". Μία υποσημείωση κρατάμε ακόμα για το ομώνυμο "King Of Bongo" που θα εμφανιστεί ξανά στη σόλο δισκογραφία του Chao. Τελικά ο δίσκος αυτός αποτελεί μάλλον τον πιο προσιτό για τον «πιουρίστα» rock ακροατή δίσκο τους και ίσως μία καλή αρχή για τη μελέτη όλης της δισκογραφίας τους. Παράλληλα όμως αποτελεί και μία προσπάθεια ως ένα βαθμό απογυμνωμένη από την ιδιοσυγκρασία τους.

Με αφοσίωση στην πίστη της συλλογικότητας, οι Mano Negra λειτουργούσαν πάντα ως σύνολο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ότι τα δικαιώματα των τραγουδιών μοιράζονταν ίσα στα μέλη του γκρουπ, παρότι η συντριπτική πλειοψηφία τους ήταν συνθέσεις του Manu Chao. Κάποια στιγμή όμως, η διαφορά στο καλλιτεχνικό όραμα του de facto ηγέτη τους έφερε αναστάτωση και διέρρηξε τη συνοχή της ομάδας. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ενώ αρκετοί ήταν αυτοί που πίεζαν για πιο «επιθετικές» κινήσεις προς την τεράστια αγορά των Η.Π.Α., ο Manu Chao παρέσυρε όλο το γκρουπ στην προσωπική του επιδίωξη για το γύρο της Λατινικής Αμερικής με τρένο, και τις ζωντανές εμφανίσεις με τη συμμετοχή τοπικών μουσικών από τις πόλεις που επισκέπτονταν. Αν και το ταξίδι ολοκληρώθηκε με πολλές δυσκολίες (από τους χώρους τέλεσης των συναυλιών, μέχρι το πέρασμα μέσα από ανταρτοκρατούμενες περιοχές), η εμπειρία αποτυπώθηκε στο βιβλίο που κυκλοφόρησε ο πατέρας Chao με τίτλο "Un Train De Feu Et De Glace", τουτέστιν «ένα τρένο από φωτιά και πάγο».

Η επιτυχία θα αποδειχθεί πύρρειος, καθώς πολλά μέλη θα εγκαταλείψουν στη μέση του ταξιδιού, ενώ θα οξυνθούν και οι μουσικές διαφορές του Manu Chao με τους υπόλοιπους, με αποτέλεσμα ο επόμενος και τελευταίος δίσκος που θα κυκλοφορήσει υπό το όνομα των Mano Negra, "Casa Babylon" (1994) να αποτελεί ουσιαστικά μία σόλο δουλειά του Manu Chao μαζί με το μοναδικό μέλος των Mano Negra που τον ακολούθησε και στις προσωπικές τους δουλειές, τον Thomas Darnal στα πλήκτρα, παρέα με μουσικούς που γνώρισε και εκτίμησε στο ταξίδι του. Τα σημάδια της περιπλάνησης στη Νότια Αμερική είναι εμφανή, καθώς οι latin επιρροές εδώ πρωταγωνιστούν. Οι αντιρρήσεις όμως από τα υπόλοιπα μέλη για τη συνέχιση των κυκλοφοριών ως Mano Negra, χωρίς τη συμμετοχή τους, οδηγεί τελικά στο αναπόφευκτο: το ξεκίνημα της σόλο καριέρας του Manu Chao.

Αναζητώντας ένα όνομα για το νέο του συγκρότημα ο Manu θα καταλήξει στο Radio Bemba Sound System που προέρχεται από το σύστημα τηλεπικοινωνιών που χρησιμοποίησαν οι αντάρτες του Castro και του Guevara κατά την κουβανέζικη επανάσταση. Τα μέλη του προέρχονταν από διαφορετικές χώρες της Λατινικής Αμερικής και η σχέση τους με το ροκ ήταν μάλλον προαιρετική. Ο βασικός στόχος ήταν η δημιουργία μίας μοντέρνας folk μουσικής που θα στηρίζεται στο «αλήτικο» παίξιμο των μουσικών του δρόμου. Το πρώτο πόνημα της προσπάθειας αυτή θα έχει τον τίτλο "Clandestino" (1998) και θα αποδειχθεί μία μεγάλη επιτυχία, παρά το διστακτικό ξεκίνημα. Πέρα από το ομώνυμο μεγάλο hit που καταπιανόταν με το πρόβλημα της μετανάστευσης, εδώ επανεμφανίζεται και το "King Of Bongo" των Mano Negra, διασκευασμένο με τον τίτλο "Bongo Bong". Η επιτυχία έφτασε αυτή τη φορά και στις αγγλόφωνες χώρες, με αποτέλεσμα πριν λίγο καιρό το "Bongo Bong" να διασκευαστεί από τον Robbie Williams!

Θα περάσουν 3 χρόνια για να κυκλοφορήσει νέος δίσκος και αυτός θα συνοδευτεί από δύο γεγονότα που αποδεικνύεται ότι μπορούν (και) να μην είναι αντικρουόμενα. Την τεράστια επιτυχία του δίσκου "Próxima Estación: Esperanza" που κουβάλησε στις πλάτες του το υπερεκτιμημένο και, ειδικά στην Ελλάδα, χιλιοακουσμένο "Me Gustas Tu", αλλά και την ταύτισή του με το επερχόμενο (τότε) κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης. Η συμμετοχή του στις εκδηλώσεις στη Γένοβα το 2001 στο πλευρό των διαδηλωτών κατά της συνόδου των G8 θα τον εντάξει σε ένα είδος «εναλλακτικού star system». Την ίδια εποχή η Ελλάδα τον τιμάει σε δύο sold out (και κάτι παραπάνω) συναυλίες.

Θα περάσουν αρκετά χρόνια μέχρι να επανεμφανιστεί στη δισκογραφία και αυτό είναι σίγουρα προς τιμή του, αφού δεν επέλεξε την εξαργύρωση της προηγούμενης επιτυχίας του. Αντίθετα, το 2005 θα κυκλοφορήσει ένα cd στα γαλλικά αποκλειστικά για τη γαλλική αγορά, ενώ η επόμενη «κανονική» κυκλοφορία του θα είναι μόλις πέρυσι με το μάλλον αδύναμο "La Radiolina", το οποίο μάλιστα περιέχει μερικές από τις πιο κιθαριστικές στιγμές του.



Στα πλαίσια αυτής της περιοδείας η μοίρα θα τον ξαναφέρει από την Ελλάδα, όπου οι πράξεις αποδεικνύουν ότι υπεραγαπιέται. Κι επειδή κάθε συναυλία με τον Manu Chao μοιάζει με ένα παγκόσμιο πανηγύρι, οι προσδοκίες μας είναι ήδη στο κατακόρυφο.

Κώστας Σακκαλής
  • SHARE
  • TWEET