Ο παραγνωρισμένος κύριος Tony Martin

Το In The Heat Of The Night τιμά ετεροχρονισμένα την επέτειο του "Headless Cross", αποδίδοντας τα δέοντα σε ένα σπουδαίο άλμπουμ

Από τον Σπύρο Κούκα, 10/05/2021 @ 11:30

Μια μόνιμη στήλη που δεν είναι μόνιμη, καλά-καλά ούτε στήλη, αλλά φαντάζει περισσότερο μια γρήγορη καταγραφή μερικών σκέψεων και απόψεων του γράφοντα για τα τρέχοντα (ίσως και παρελθοντικά) μουσικά δρώμενα. Άλλοτε με αρκετή δόση χιούμορ, άλλοτε απολύτως σοβαρά, η ουσία του άρθρου βρίσκεται στην ιδέα των όσων λέγονται τις «μεγάλες ώρες» μεταξύ μπύρας και φίλων, αποτελώντας περισσότερο τροφή για σκέψη και πεδίο ανταλλαγής απόψεων, παρά κάτι περισσότερο. Με ονομασία δανεισμένη από το ομώνυμο άσμα των Diamond Head, το In The Heat Of The Night είναι ακριβώς αυτό˙ όσα λέγονται στη ζέση μιας βραδιάς.

Γενικά δεν τα πηγαίνω καλά με τις επετείους, αλλά αντίθετα τα πηγαίνω πολύ καλά με τις αφορμές να μιλήσω για αγαπημένες μπάντες και ακούσματα, ακόμη και με μια μικρή - ή και μεγαλύτερη - καθυστέρηση. Ποιος ο λόγος, όμως, να αναφερθείς στην επέτειο ενός άλμπουμ που δεν είναι ούτε το καλύτερο, μήτε το πιο αγαπημένο από τον κατάλογο μιας τεράστιας μπάντας, την ίδια στιγμή που αναφέρεται σε μια περίοδο που δεν ήταν και η πλέον ομαλή ή επιτυχημένη στα ενδότερα εκείνης; Πόσο μάλλον όταν η κυκλοφορία εκείνου συνήθως επισκιάζεται από την επέτειο ενός θρυλικού άλμπουμ, η οποία απέχει μόλις μια μέρα και συνήθως τραβάει όλα τα φώτα προς το μέρος της;

Όταν η κουβέντα έχει να κάνει με τους Black Sabbath και το "Headless Cross" άλμπουμ τους, οι λόγοι αρχίζουν και φαίνονται παραπάνω από προφανείς - τουλάχιστον, για όσους θεωρούν πως η περίοδος του Tony Martin στη θρυλική μπάντα του Tony Iommi έχει προσφέρει ορισμένους δίσκους-μνημεία, οι οποίοι αδίκως έχουν μείνει παραγνωρισμένοι στις συνειδήσεις του ευρέος κοινού. Κι αν το "Heaven And Hell" που κυκλοφόρησε στις 25 του Απρίλη φαντάζει από πολλούς το κορυφαίο άλμπουμ των Black Sabbath, το "Headless Cross" μοιάζει ως το μικρό αδερφάκι αυτού. Ένας δίσκος που επανέφερε στο προσκήνιο πολλές από τις μανιέρες εκείνου (αλλά και του "Mob Rules") και τις παρουσίασε ξανά, έχοντας πίσω από το μικρόφωνο έναν ερμηνευτή με μια εξίσου σπουδαία φωνή, αλλά με σαφώς μικρότερη βαρύτητα παρουσίας από σχεδόν οποιονδήποτε από τους προκατόχους του.

Έτσι, η στήλη αυτή την εβδομάδα θα επιχειρήσει ένα γρήγορο flashback σε εκείνη την εποχή, έχοντας ως επίκεντρο το δέκατο τέταρτο άλμπουμ των Black Sabbath και αποδίδοντας ένα φόρο τιμής σε έναν τόσο παραγνωρισμένο δίσκο και τον εξίσου αδικημένο τραγουδιστή του.

I'm going through changes - ή αλλιώς, τα δύσκολα late '80s

Η ιστορία θέλει τους Black Sabbath του δεύτερου μισού των '80s να περνούν σαφή ζόρια, με την μπάντα να αποτελεί, τρόπον τινά, προσωπικό project του Tony Iommi και τα υπόλοιπα μέλη να πάνε και να έρχονται. Το πρόβλημα δεν φαίνεται τόσο στο "Seventh Star", που στην ουσία είναι ο πρώτος προσωπικός δίσκος του Iommi σε όλα εκτός του ονόματος, αλλά στα όσα ακολούθησαν εκείνου και αφορούσαν τη συνέχεια των Black Sabbath. Το "Eternal Idol" θα αποδεικνυόταν ένα από τα πλέον δύσκολα στην κυκλοφορία τους άλμπουμ, αφού, πέραν των υπολοίπων γυρολόγων μουσικών, ο αρχικός τραγουδιστής του, ο αείμνηστος Ray Gillen, αποφάσισε λίγο πριν ο δίσκος προγραμματιστεί για να βγει στα ράφια των δισκοπωλείων, να αποχωρήσει από την μπάντα.

Ο λόγος; Πολλές είναι οι εκδοχές που έχουν ακουστεί κατά καιρούς, με τη μια από εκείνες να αναφέρει πως ο Gillen εκδιώχθηκε λόγω προβληματικής συμπεριφοράς και διαφόρων παραπτωμάτων που είχαν να κάνουν με τους ποικίλους εθισμούς του. Από την άλλη, το supergroup των Blue Murder έμοιαζε στα μάτια του φιλόδοξου τραγουδιστή ως ένα σχήμα με περισσότερες προοπτικές από τους τότε Sabbath. Όχι αδίκως, αφού η δημοφιλία της μπάντας είχε πέσει κατακόρυφα, παρόλο που η μουσική ποιότητα των δίσκων που κυκλοφορούσε ο Iommi ήταν αδιαπραγμάτευτη. Κάπου εδώ μπαίνει στην κουβέντα ο Antony Philip Harford, ένας Βρετανός τραγουδιστής που θα γινόταν ευρύτερα γνωστός ως Tony Martin, αναλαμβάνοντας τις φωνητικές τύχες της μπάντας δίχως κάποια πρότερη εμπειρία αντίστοιχου βεληνεκούς.

Η πραγματική έναρξη της Tony Martin περιόδου των Black Sabbath

Αφού κλήθηκε να ερμηνεύσει σχεδόν αυτούσιες τις φωνητικές γραμμές του Ray Gillen για το "Eternal Idol", κάνοντας ομολογουμένως πολύ καλή πρώτη εντύπωση παρά τον περιορισμένο χρόνο που του δόθηκε (και την ελάχιστη δική του δημιουργική συμμετοχή σε εκείνο), ο Tony Martin θα δοκιμαζόταν και συναυλιακά σε συνθήκες και αγορές (βλέπε Ελλάδα, Νότια Αφρική) που ήταν πρωτόγνωρες για το όνομα της μπάντας. Το εγχείρημα θα πετύχαινε, με το σχήμα, ωστόσο, να αποτυγχάνει εμπορικά και τον Iommi να αναδιαμορφώνει το lineup για άλλη μια φορά.

Μέσα σε όλα, οι δισκογραφικές εταιρείες Warner και Vertigo δεν θα στήριζαν άλλο το παρηκμασμένο - στα μάτια τους - συγκρότημα, με την I.R.S. Records να θεωρείται πισωγύρισμα μεν, αλλά να αφήνει ελευθερία στους Iommi και Cozy Powell, τον πυρήνα - μαζί με τον Geoff Nicholls - των νέων Sabbath. Όσο για τον Tony Martin, η παρέμβαση του Powell ώστε να παραμείνει είναι από εκείνες που άλλαξαν την ιστορία, για τον γράφοντα και μερικούς ακόμη, προς το καλύτερο...

Βλέπετε, το "Headless Cross" θα αποτελούσε ένα άλμπουμ που ο Βρετανός τραγουδιστής θα σφράγιζε με τις ερμηνείες του, δείχνοντας επιτέλους το πλήρες εύρος των δυνατοτήτων του. Με μια φωνή επιβλητική κι επική, όχι μακριά από εκείνη του Ronnie James Dio ή του David Coverdale (των δύο τραγουδιστών, δηλαδή, που ο Iommi ήθελε στην μπάντα εκείνη την περίοδο), θα κατόρθωνε να υψώσει ερμηνευτικό ανάστημα, επιτυγχάνοντας να γίνει τελικά ο δεύτερος μακροβιότερος τραγουδιστής των Black Sabbath.

Οι occult στίχοι, το κυνήγι του hit και η αύρα του Heaven And Hell καθορίζουν τον δίσκο

Αναλαμβάνοντας, μάλιστα, το στιχουργικό περιεχόμενο του άλμπουμ, θα γινόταν διακριτή η άγουρη μεν, αλλά ευφάνταστη του πένα, καθώς η «παρανόηση» του πως οι Black Sabbath σημαίνουν κάτι «σκοτεινό» και «μοχθηρό», θα οδηγούσε σε κάποιους από τους πιο occult και αισθητικά ‘80s στίχους της μπάντας. Σίγουρα, πάντως, τους πλέον ταιριαστούς για το μουσικό υπόβαθρο των συνθέσεων του Iommi (και του Powell), οι οποίες έφερναν στα μέτρα των τελών των '80s την επικότητα και το βαρυσήμαντο του "Heaven And Hell" με τρόπο ιδανικό.

Το εναρκτήριο ομότιτλο κομμάτι (με τα χαρακτηριστικά τύμπανα του Powell) θα αποτελούσε μονάχα την αρχή, στεκόμενο, ωστόσο, ως το πλέον γνωστό τραγούδι μέσα από το άλμπουμ. Τα πραγματικά μεγαλεία, όμως, υπήρξαν στα "When Death Calls" (με τον Brian May να συνεισφέρει στο solo section του) και "Nightwing", δύο τραγούδια σαφώς πιο ατμοσφαιρικά και ιδιαίτερα, το ύφος των οποίων ταίριαζε άψογα με τον τρόπο ερμηνείας και τις δυνατότητες του εντυπωσιακού Tony Martin. Έχοντας, όμως, μια φαρέτρα γεμάτη πιο up tempo στιγμές, θα ήταν άδικο να μην αναφερθούν τα "Devil And Daughter" (μια, κατά τα άλλα, σαφής προσπάθεια για hit της εποχής), "Call Of The Wild" και "Kill In The Spirit World", συνθέσεις που αυτοτελώς αποτελούν μοναδικές εκλάμψεις δημιουργικότητας.

Ουσιαστικά, πέραν των χαρακτηριστικών κιθάρων του Iommi, η Tony Martin περίοδος των Sabbath διακρίνεται για την ατμοσφαιρικότητα της - με υπεύθυνα για αυτό τα πλήκτρα του Geoff Nicholls - και, δευτερευόντως για τα τόσο διακριτά drums του Cozy Powell. Τα στοιχεία που προσέθεσαν οι δύο μουσικοί στο συνθετικό όραμα του Tony Iommi οδήγησαν σε ένα υλικό πολυεπίπεδο, στο οποίο η φωνή του Tony Martin έμοιαζε η πλέον ταιριαστή για να εκφράσει τα όσα εκείνο έκρυβε. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει, όμως, και στον Laurence Cottle, με τον jazz μπασίστα να αποδίδει άμεσα τα μέρη του και να παίρνει πολύ λιγότερα credits για εκείνα (βλέπε εισαγωγή "When Death Calls"), λόγω της κατοπινής παρουσίας του Neil Murray αλλά και του γεγονότος ότι στην ουσία αποτελούσε session μέλος. Η Αμερική, όμως, αγνόησε αυτό το νέο ξεκίνημα, αφήνοντας το συγκρότημα χωρίς αμερικανική περιοδεία μετά από χρόνια, αλλά και την προοπτική της ευρωπαϊκής - αλλά και ρωσικής - αγοράς να αφήνει ελπίδες για κάτι καλύτερο στη συνέχεια του.

Τελικά, η ιστορία απέδειξε πως αυτό το δημιουργικό πάντρεμα των δύο Tony ποτέ δεν έγινε πλήρως αποδεκτό από τη μεγάλη μερίδα του κοινού τους, αποκτώντας, όμως, ένα δικό του, πιστό following. Ανήκοντας στην τελευταία κατηγορία, θεωρώ πως άλμπουμ σαν το εν λόγω ή το "Tyr" είναι εγκληματικά παραγνωρισμένα, μην έχοντας να ζηλέψουν τίποτα από κλασικά άλμπουμ του χώρου ή της ίδιας της μπάντας. Τα γεγονότα, όμως, δεν αλλάζουν. Με το "Headless Cross" να έχει κλείσει πια 32 χρόνια από τη στιγμή που κυκλοφόρησε κι εν αναμονή των μελλοντικών επανεκδόσεων του Tony Martin era καταλόγου των Black Sabbath, το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να βάλουμε να παίξει - για πολλοστή ή για πρώτη φορά - αυτό το εμβληματικό άλμπουμ.

  • SHARE
  • TWEET