«A Buyer's Guide»: Running Wild

Δισκογραφικός οδηγός για τους πρωτοπόρους του πειρατικού power metal

Έχοντας δημιουργηθεί στο τιμημένο Αμβούργο το 1976, αρχικά ως Granite Hearts, οι Running Wild αποτελούν ένα ιστορικό και αναπόσπαστο κομμάτι της γερμανικής heavy metal σκηνής, έτσι όπως εκείνη εδραιώθηκε και μεγαλούργησε εντός των '80s. Με τους Judas Priest να αποτελούν ξεκάθαρη επιρροή, όπως άλλωστε υποδηλώνει και η (δανεισμένη από τον ομώνυμο ύμνο των Βρετανών) ονομασία τους, η αρμάδα του Rock 'N' Rolf Kasparek έχει γράψει με χρυσά γράμματα το όνομα της στα κιτάπια της ιστορίας του ευρωπαϊκού power metal, με το σερί κορυφαίων δίσκων τους από το "Under Jolly Roger" έως και το "The Rivalry" να φαντάζει ασυναγώνιστο.

Άλλωστε, οι Running Wild υπήρξαν μια από τις πρώτες metal μπάντες που τίμησαν με την συναυλιακή παρουσία τους το ελληνικό κοινό από το σανίδι του θρυλικού «Ρόδον», έχοντας τη φήμη της σπουδαίας live μπάντας παρά τις συνεχιζόμενες αλλαγές μελών που πλαισίωναν τον Rock 'N' Rolf κατά καιρούς. Σε μια ζωντανή εμφάνιση, μάλιστα, εκείνη στο Wacken Open Air 2009, είχε μπει μια άνω τελεία στην πορεία τους, μια εμφάνιση που έμεινε χαραγμένη στο "The Final Jolly Roger" που κυκλοφόρησε δύο χρόνια αργότερα.

Με το πειρατικό να ετοιμάζεται να σαλπάρει για ακόμη ένα ταξίδι με το "Blood On Blood", βρήκαμε την ευκαιρία να θυμηθούμε και να προβούμε σε μια υποτυπώδη κατάταξη της πλούσιας δισκογραφίας του σχήματος, βλέποντας τη Jolly Roger να κυματίζει ξανά σε καθαρούς ουρανούς.

 
Running Wild - Port Royal

Port Royal
(Noise, 1988) 

Το "Under Jolly Roger" υπήρξε μονάχα η αρχή του ταξιδιού των Running Wild από την speed metal αφάνεια στην power metal εδραίωση, με τα ενδιάμεσα λάφυρα να είναι πλουσιοπάροχα. Στο πιθανόν γνωστότερο δίσκο τους, οι Γερμανοί συγκεκριμενοποιούν μαζί με τους Helloween τί εστί ευρωπαϊκό power metal, κυκλοφορώντας ταυτόχρονα έναν από τους πιο εμβληματικούς δίσκους του ιδιώματος. Μονάχα ύμνοι διαδέχονται ο ένας τον άλλο, με τα "Port Royal", Calico Jack" (προσωπικό αγαπημένο του γράφοντα) και το πολυτραγουδισμένο "Conquistadores" να ξεχωρίζουν λίγο παραπάνω και ολόκληρο το άλμπουμ να περνάει στην μεταλλική αιωνιότητα για όλους τους σωστούς λόγους. Ταυτοχρόνως, η δημοφιλία και η αποδοχή του "Port Royal" μπορούν να το ορίσουν ως υπεύθυνο για το pirate metal «τσίρκο» που έκανε την εμφάνιση του αρκετά χρόνια αργότερα, έστω κι άθελα του. Η αλήθεια, όμως, είναι μια και θέλει το "Port Royal" να στέκει «εκεί ψηλά», δίχως δεύτερες σκέψεις ή περαιτέρω συζητήσεις επ' αυτού. [Σ.Κ.]

Running Wild - Death Or Glory

Death Or Glory
(EMI Noise, 1989)

Υπέροχοι δίσκοι υπάρχουν πολλοί, "Death Or Glory" μόνο ένας. Έχουν χτίσει επί δύο δίσκους τον άλλο τους εαυτό με φοβερές συνθέσεις και συνέπεια. Το "Conquistadores" εξακολουθεί να δονεί τον metal κόσμο, πάει μόλις ένας χρόνος απ' όταν κυκλοφόρησε. Ο αρχηγός εντοπίζει την αδυναμία των πρότερων κυκλοφοριών, είναι η παραγωγή. Το παίρνει πάνω του και καλά κάνει, καθώς μιλάμε για το καλύτερο αποτέλεσμα σε αυτόν τον τομέα έως τότε. Ίσως και έως τώρα. Επιλέγει να ανοίξει τον δίσκο με έναν πραγματικό δυναμίτη και να τον κλείσει με ένα απαράμιλλο έπος. Στα ενδιάμεσα δε δουλεύει μονάχος πάντως, η υπόλοιπη μπάντα συνεισφέρει τα μέγιστα. Η ομώνυμη σύνθεση δε φέρει την υπογραφή του, με ένα ρεφρέν που γίνεται αιώνιο. Ένας 15χρονος κάνει το απειροελάχιστο zapping εκείνης της εποχής στην ελληνική τηλεόραση και τους πετυχαίνει στον ANT1 στην εκπομπή Monitor. Τους υποδέχεται ο Αλέξανδρος Ριχάρδος, παίζουν το εμβληματικό "Bad To The Bone" και οι στολές τους αστράφτουν. Ομοίως και το χαμόγελό του πιτσιρικά. Λίγο αργότερα το Ρόδον θα σειστεί συθέμελα. Αγαπημένη στιγμή, τα τελευταία δευτερόλεπτα του "Tortuga Bay". [Π.Ζ.]

 

Running Wild - Under Jolly Roger

Under Jolly Roger
(Noise, 1987)

Εάν είστε από εκείνους που δουλεύουν με ανοιχτή την τηλεόραση, να ξέρετε ότι κάποια μέρα η τύχη μπορεί να σας χαμογελάσει, όπως χαμογέλασε και στον Rock 'n' Rolf όταν το "Under Jolly Roger" βρισκόταν στα σπάργανα. Κάπως έτσι γεννήθηκε το πειρατικό heavy metal, θέτοντας την καριέρα των Running Wild σε νέα τροχιά, με προορισμό την καλλιτεχνική και εμπορική καταξίωση. Επειδή βέβαια το image από μόνο του δεν είναι αρκετό, το σχήμα επιβεβαιώνει ότι βρίσκεται σε συνεχή πρόοδο και ανοδική πορεία, με τρομερά τραγούδια όπως τα "Beggar's Night", "Diamonds Οf Τhe Black Chest", και βεβαίως το άψογο ομότιτλο του δίσκου και τον ύμνο "Raise Your Fist". Είναι από εκείνες τις στιγμές που θαρρείς πως τέτοιες συγκινήσεις μπορεί μόνο το heavy metal να προσφέρει. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσο καιρό κι αν έχεις να τα ακούσεις, υπάρχουν συγκεκριμένα άλμπουμ και τραγούδια, ικανά να επιβεβαιώσουν άμεσα τον κλασικό και διαχρονικό τους χαρακτήρα. [Θ.Ξ.]

Running Wild - Black Hand Inn

Black Hand Inn
(Noise, 1994)

Οι Γερμανοί έχουν γράψει έπη ως επιλόγους δίσκων. Έχουν γράψει και μερικές από τις πιο συγκλονιστικές εισαγωγές στο metal. Αν ανατριχιάζεις ακόμα με τα τρία λεπτά του "The Curse", την αρχή της ιστορίας του John, μη διστάσεις να το πεις. Είμαστε πολλοί. Τη λες και υπερομάδα τη συντροφιά που μαζεύτηκε για τη δημιουργία ενός ακόμα απολαυστικού δίσκου: Andreas Marschall (εξώφυλλο), το δίδυμο Bauerfeind – Paeth (mastering/engineering), με τον Rock' n'Rolf μοναδικό συνθέτη και παραγωγό. Και με έναν Jörg Michael να θέλει να μας κάνει όλους μικρούς τυμπανιστές. Εμπλουτίζουν τη θεματική τους καθώς δεν είναι αμιγώς πειρατική, εμπλουτίζουν και τους ήχους τους. Τα κλασικά τους άσματα στέκουν δίπλα με τις πιο hard rock στιγμές τους, και δεν ανοίγει ρουθούνι. Μάλλον κλείνουν στόματα περί επανάληψης και στασιμότητας. Τευτονικά μεγαλεία. Τα πρώτα πενήντα λεπτά κυλούν ομαλά, με χαμόγελα ικανοποίησης, καθώς η μπάντα συνεχίζει ένα μεγάλο σερί φοβερών δίσκων. Τα τελευταία δεκαπέντε πάντως, είναι μια κατηγορία μόνα τους. Ανήκουν στην κατηγορία «τί έγραψε ο άνθρωπος». Τότε που η επιφοίτηση δεν έρχεται με κάποιο άσπρο πουλί, αλλά με τον Alalu, με τον Anu, τον Enki και τ' άλλα παιδιά. [Π.Ζ.]

 
Running Wild - Blazon Stone

Blazon Stone
(Noise, 1991)

Σκεπτόμενοι με ελαφρώς αντίστροφη πορεία, μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε το μεγαλείο και τη σπουδαιότητα του έκτου άλμπουμ της μπάντας για τους απανταχού ακροατές και οπαδούς της, ενθυμούμενοι την ύπαρξη των… Blazon Stone, της καλύτερης «σχεδόν tribute» μπάντας στους Running Wild. Άλλωστε, το ίδιο το άλμπουμ αποτέλεσε ένα ακόμη μαργαριτάρι στη δισκογραφία του σχήματος, με κάθε λεπτομέρεια να βρίσκεται στη σωστή θέση. Βλέπεις το εμβληματικό εξώφυλλο με το εντυπωσιακό «οικόσημο» της μπάντας και τον Adrian σε περίοπτη θέση, παραβλέπεις το συνεχές «πήγαινε-έλα» μελών που πλαισιώνουν τον καπετάνιο Rock 'N' Rolf αφού μιλάμε για μπαρουτοκαπνισμένες – όπως αποδείχτηκαν – επιλογές (βλέπε Jens Becker, μεταξύ άλλων, ο οποίος συνέβαλε και στο συνθετικό τομέα), διατηρείς τον «πολύ» Karl-Ulrich Walterbach (παραγωγός των Celtic Frost, Coroner, Kreator, Gamma Ray κ.ά.) πίσω από την κονσόλα (και σε συνεργασία με τον Jan Nemec), και ιδού. Ακόμη ένα σπουδαίο άλμπουμ που πλέον θεωρείται δικαίως κλασικό. [Σ.Κ.]

Running Wild - Pile Of Skulls

Pile Of Skulls
(EMI, 1992)

Αποτελεί αξίωμα πως οποιοδήποτε άλμπουμ και να πιάσεις από την «χρυσή» εποχή της μπάντας, η οποία ξεκινούσε από το "Under Jolly Roger" και έφτασε μέχρι και το "The Rivalry", θα διαπιστώσεις πως αποτελεί ένα διαχρονικό power metal διαμαντάκι με θεσπέσιες συνθέσεις πειρατικής - ως επί το πλείστον - θεματολογίας. Υπό αυτό το πρίσμα, το "Pile Of Skulls" φαντάζει «αυτό» το άλμπουμ, καθώς μοιάζει σαφώς πιο παραγνωρισμένο από τα άλμπουμ που προηγήθηκαν (βλέπε "Death Or Glory", "Blazon Stone") και το ακολούθησαν (βλέπε "Black Hand Inn"), δίχως ουσιαστικό λόγο. Άλλωστε, οι ιδέες και πάλι υπάρχουν σε περίσσεια και ακολουθούν την τελειοποιημένη συνθετική λογική που σμιλεύθηκε από δίσκο σε δίσκο, το μοτίβο αλληλουχίας τραγουδιών διατηρείται αναλλοίωτο κι εδώ, με αποκορύφωμα το καταληκτικό κι επικότροπο "Treasure Island", ενώ και το layout με το χαρακτηριστικό εξώφυλλο του Andreas Marschall μονάχα αδιάφορο δεν περνούσε. [Σ.Κ.]

Running Wild - The Rivalry

The Rivalry
(GUN, 1998)

Κατά πάσα πιθανότητα, μιλάμε για το κύκνειο άσμα της «χρυσής εποχής» της μπάντας. Ρίξτε μια ματιά τί προηγήθηκε και τί ακολούθησε τον εν λόγω δίσκο. Μερικώς αναπόφευκτο, κάποια στιγμή επέρχεται ο κορεσμός, η έλλειψη ιδεών και η επανάληψη. Την οποία θα βρούμε και εδώ, όχι σε ενοχλητικό βαθμό πάντως. Αποτελεί επίσης και την τελευταία εμφάνιση του σπουδαίου Jörg Michael στα ντραμς, ο οποίος θα παραδώσει τις μπαγκέτες των ζωντανών εμφανίσεων στον Χρήστο Ευθυμιάδη (πρώην Rage). Συνθετικά πιάνουν κορυφές για άλλη μια φορά, ενώ παράλληλα κάποιες μετριάτζες σε κάνουν να χασμουριέσαι και να σφυρίζεις αδιάφορα. Ή μάλλον εκείνη την ώρα να ξανασφυρίζεις τον ρυθμό της μπαλάντας του William Kidd. Αν κάτι παραμένει σταθερό και εντυπωσιακό είναι η κιθαριστική δουλειά του ιθύνοντα νου και μεγάλης μορφής συνολικά στο metal, του Rolf Kasparek. Έχοντας πέσει από μικρός στη χύτρα της μελωδίας και του ρυθμού, κάνει το ρίγος στο σβέρκο και κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης, να φαντάζει παιχνιδάκι. Δίσκος κατηγορίας «άλμπουμ που ξέθαψα μετά από καιρό» και στο πέρας του θα έχω συγκινηθεί και λιγάκι. [Π.Ζ.]

 
Running Wild - Gates To Purgatory

Gates To Purgatory
(Noise, 1984)

Μετά από αρκετά χρόνια αναζητήσεων και κάθε λογής κυκλοφορία, το ολοκληρωμένο ντεμπούτο έρχεται επιτέλους στο φως το 1984 μέσω της Γερμανίδας μεταλομάνας Noise Records. Κινούμενοι στο φάσμα που ορίζεται από το heavy και το speed metal με στιχουργική που καταφέρνει να συνδυάσει τον αποκρυφισμό με την κοινωνιολογική κριτική, οι Running Wild φαίνεται πως έχουν να διανύσουν ακόμη αρκετό δρόμο μέχρι να αφήσουν πίσω ανταγωνιστές και να βρεθούν στα καλύτερά τους. Εντούτοις, καταδεικνύεται σαφέστατα η δυνατότητα να σκαρώνουν αγέρωχες και θαυμαστές φωνητικές μελωδίες που εδράζονται σε μια υποδειγματική ρυθμική βάση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το κλείσιμο του ματιού στους πνευματικούς πατέρες Judas Priest, στο κλείσιμο του δίσκου μετά από οκτώ τραγούδια και σκάρτα 34 λεπτά: We are prisoners of our time, but we are still alive - fight for the freedom, fight for the right, we are Running Wild. [Θ.Ξ.]

 
Running Wild - Shadowmaker

Shadowmaker
(Steamhammer, 2012)

Απ' ό,τι φάνηκε στην πράξη, η περιβόητη διάλυση των Running Wild, έτσι όπως φάνηκε να επισφραγίζεται με τη ζωντανή τους εμφάνιση στο Wacken το 2009, διήρκησε ελάχιστα. Γεγονός είναι, όμως, πως η δισκογραφική «νεκρανάσταση» του brand name της μπάντας την βρήκε να βουλιάζει στα βαθιά νερά των δισκογραφικών προσδοκιών. Το "Shadowmaker" αποτελεί στην πραγματικότητα έναν μετριότατο δίσκο, ικανό να προσελκύσει μερικές ακροάσεις συμπάθειας αν κυκλοφορούσε ως side project του καπετάνιου Rock 'N' Rolf υπό διαφορετική ονομασία. Στην προκειμένη, όμως, η μαρκίζα γράφει Running Wild, από τα ηχεία ακούμε ένα νερόβραστο hard rock συνονθύλευμα με λιγοστές καλές ιδέες, την ίδια στιγμή που ο Γερμανός mainman της μπάντας δήλωνε εκείνη την εποχή πως έχει γράψει μερικά από τα καλύτερα τραγούδια της καριέρας του. Τρικυμία εν κρανίω κοινώς, με την τάξη να αρχίζει - ευτυχώς - να αποκαθίσταται από το επόμενο άλμπουμ κι έπειτα. [Σ.Κ.] 

 
Running Wild - Ready For Boarding

Ready For Boarding
(Noise, 1988)

Λίγους μήνες πριν την κυκλοφορία του απόλυτου "Port Royal", οι Running Wild βγάζουν στην αγορά ένα ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ, σηματοδοτώντας ιδανικά την μετάβαση στην επόμενη και καλύτερη περίοδό τους. Η νέα ρυθμική βάση των Jens Becker και Stefan Schwarzmann συστήνεται στο κοινό του Μονάχου με δύο νέα κομμάτια, το ελάχιστης διάρκειας εισαγωγικό instrumental "Hymn Of Long John Silver" και το αφιερωμένο στην λατρεμένη PMRC "Purgatory", και μαζί με τους παλιούς Rock 'n Rolf Kasparek και Michael "Majk Moti" Kupper κλείνουν ιδανικά το κύκλο των τριών πρώτων άλμπουμ. Μπορεί το "Ready For Boarding" να μην είναι αντιπροσωπευτικό του συνόλου της δισκογραφίας, βασιζόμενο στο "Under Jolly Roger" και το ντεμπούτο "Gates To Purgatory", είναι όμως ενδεικτικό της ικανότητας που έχει η τετράδα από το Αμβούργο να βγάζει γούστα και από σκηνής. [Θ.Ξ.]

A Compilation

Spotify Playlist

1. Prisoner Of Our Time (Gates To Purgatory)
2. Mordor (Branded Αnd Exiled)
3. Under Jolly Roger (Under Jolly Roger)
4. Raise Your Fist (Under Jolly Roger)
5. Port Royal (Port Royal)
6. Calico Jack (Port Royal)
7. Conquistadores (Port Royal)
8. The Battle Of Waterloo (Death Or Glory) 
9. Tortuga Bay (Death Or Glory)
10. Return Of The Dragon (The Rivalry)
11. Ballad Of William Kidd (The Rivalry)
12. Fight The Fire Of Hate (Black Hand Inn)
13. Genesis (The Making And The Fall Of Man) (Black Hand Inn)
14. Lions Of The Sea (Masquerade)
15. Tsar (Victory)
16. Treasure Island (Pile Of Skulls) 
17. Last Of The Mohicans (Rapid Foray)

  • SHARE
  • TWEET