Running Wild

Blood On Blood

Steamhammer (2021)
Από τον Σπύρο Κούκα, 26/10/2021
Η Jolly Roger κυματίζει ξανά αγέρωχη στο κατάρτι του γερμανικού πειρατικού, σε αυτήν του την επιστροφή στις θάλασσες της δισκογραφίας
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Είναι γεγονός πως το προπέρσινο "Crossing The Blades" EP μας είχε προϊδεάσει για μια συντομότερη δισκογραφική επιστροφή από αυτήν που τελικά συνέβη, με τη γνωστή κατάσταση που επέβαλε η πανδημία να αλλάζει τον προγραμματισμό για την ολοκλήρωση και την κυκλοφορία της νέας δουλειάς των θρυλικών Running Wild. Ακόμη κι έτσι, το μπαρουτοκαπνισμένο πειρατικό του καπετάνιου Rock ‘N’ Rolf ξαναβγήκε στις θάλασσες της δισκογραφίας, με αρκετές προσδοκίες να υπάρχουν για τη νέα του δουλειά, έπειτα από το πολύ καλό "Rapid Foray" που είχε προηγηθεί. Το "Blood On Blood", περί ου ο λόγος, αποτελεί τη 17η κατά σειρά ολοκληρωμένη κυκλοφορία του σχήματος, το οποίο, με εξαίρεση τη σοβαρή «κοιλιά» των "Shadowmaker" (κατά κύριο λόγο), "Resilient" και "Rogues En Vogue" (σε μικρότερο ποσοστό), δεν έχει απογοητεύσει στο σύνολο της δισκογραφίας του.

Έτσι, το άλμπουμ πλέει σε γνωστά και ασφαλή νερά της Running Wild δισκογραφίας, με τον Rolf Kasparek να βασίζεται συνθετικά στις γνωστές μανιέρες που καθιέρωσαν τον ήχο της μπάντας στο παρελθόν χωρίς την παραμικρή απόκλιση. Προφανώς, το παραπάνω διόλου μας ενοχλεί, αφού ο Γερμανός μουσικός αποτελεί έναν από τους καλύτερους συνθέτες στο ευρωπαϊκό power metal στερέωμα, μπορώντας να γράψει μνημειώδεις συνθέσεις ακόμη και στον «αυτόματο πιλότο» της προσωπικής του έμπνευσης. Μια τέτοια είναι και το επικό "The Iron Times (1618 - 1648)" που κλείνει το δίσκο, ένα εντεκάλεπτο κομμάτι που εμπνέεται θεματικά από τον αιματηρό Τριακονταετή Πόλεμο στα εδάφη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατά την περίοδο 1618 - 1648 και το οποίο συνεχίζει την παράδοση των εξαιρετικών μακροσκελών συνθέσεων με τις οποίες ολοκληρώνονται τα εκάστοτε άλμπουμ της μπάντας.

Η έναρξη του δίσκου φαντάζει πραγματικά δυνατή, με το εναρκτήριο ομότιτλο και το "Wings Of Fire" του στακάτου, Priest-ικού ρυθμού και του κολλητικού refrain να χαρίζουν ένα ιδανικό ξεκίνημα. Μάλιστα, με τον ήχο να παραπέμπει στα ‘90s και τη θεματολογία να παραμένει αυστηρά πειρατική - ιστορική, το μοναδικό υπαρκτό «παράπονο» θα μπορούσε να αφορά την υπόσταση και την απόδοση των drum parts, καθώς η προσέγγιση και ο ήχος τους ανά στιγμές δεν παραπέμπουν σε φυσικό παίξιμο, αλλά σε ψηφιακό προγραμματισμό εκείνων.

Ακόμη καλύτερα στέκονται τα "The Shellback" και "Crossing The Blades", με το πρώτο να διατηρεί έναν ταιριαστό εμβατηριακό ρυθμό και να κορυφώνεται στην πληθώρα των ποιοτικών του leads και στο refrain - παραπομπή στο ιστορικό "Black Hand Inn", τη στιγμή που το δεύτερο εμφανίζεται ανανεωμένο και σπάει το σερί των αδιάφορων fillers που πηγαίνει να δημιουργηθεί στο ενδιάμεσο του άλμπουμ. Άλλωστε, το ουσιαστικό πρόβλημα του δίσκου φαντάζει ακριβώς αυτό, καθώς η παρουσία αναλογικά αρκετών αδιάφορων συνθέσεων επί του συνόλου (κοινώς, τουλάχιστον τρεις στις δέκα) μετριάζει τον ενθουσιασμό και ρίχνει ελαφρώς τον ποιοτικό πήχη.

Εν τέλει, το νέο άλμπουμ των Running Wild προσφέρει ακριβώς αυτό που περιμένει να ακούσει κανείς από την μπάντα σήμερα, χαρίζοντας μερικές ακόμη σπουδαίες συνθετικές στιγμές στην πλούσια δισκογραφία της και υπενθυμίζοντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο πως μπορείς να χαρακτηρίζεις τη μουσική σου ως pirate metal (έναν όρο που οι ίδιοι πρωτοεφηύραν) χωρίς να καταντάς ενίοτε γελοίος και κουραστικός. Έτσι, με την Jolly Roger να κυματίζει ξανά αγέρωχη στο κατάρτι του γερμανικού πειρατικού, η φετινή σοδειά για το power metal φαίνεται και πάλι - μετά από χρόνια «ξηρασίας» - άκρως ενθαρρυντική.

  • SHARE
  • TWEET