«A Buyer's Guide»: Wipers

Η μουσική των Wipers δεν έχει χώρο για διλήμματα: για να μη χρονοτριβείς, απλά αποκτάς ό,τι έχουν κυκλοφορήσει

Από τον Τάκη Κρεμμυδιώτη, 16/05/2014 @ 12:17
Πριν από λίγο καιρό κι ενώ πλησίαζαν μεσάνυχτα χτύπησε το τηλέφωνο. Σήκωσα το ακουστικό και πριν καν προλάβω να μιλήσω, άκουσα τη Billie να τραγουδά: «It's not the truth I see...». Ένα άγριο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό μου και μηχανικά απάντησα: «It's just a mockery»! Έτσι ξαφνικά γέμισα από τον χαρούμενο αέρα που μονάχα μια αληθινά καλή μουσική μπορεί να εμφυσήσει μέσα σου. Δεν μιλήσαμε πολύ. Κυρίως γελάσαμε από τη χαρά μας να μοιραστούμε το "Over The Edge" που ήταν παλιό για μένα και καινούργιο γι' αυτήν. Ξεχασμένο συναίσθημα; Σχεδόν... Όταν όμως το νιώθεις, όλα μοιάζουν σαν την πρώτη φορά.

Οι Wipers δεν είναι ένα ακόμα rock συγκρότημα και η μουσική τους δεν είναι μία ακόμα rock μουσική. Ξεκινά, βέβαια, έτσι, αλλά γρήγορα μεταλλάσσεται σε προσωπική υπόθεση. Αυτά θα μπορούσα να τα είχα πει εγώ, αλλά με πρόλαβε ο Greg Sage. Κι έτσι, απλά και φανατικά, δεν έχω να κάνω κάτι άλλο εκτός από το να τα προσυπογράψω, όπως ήδη έχουν κάνει και οι Curt Cobain, Dinosaur Jr., Melvins, Mono Men, Stephen Malkmus, Hole και Poison Idea.

Τα σχετικά με τη γέννηση και η πορεία του συγκροτήματος είναι εύκολα προσβάσιμα. Συνοπτικά να πούμε ότι η μπάντα σχηματίστηκε το 1977 στο Portland του Oregon από τον κιθαρίστα Greg Sage, το μπασίστα Dave Koupal και τον ντράμερ Sam Henry. Αν και αποτελούνταν από το βασικό σχήμα κιθάρα - μπάσο - ντραμς, ακουγόταν σαν πολυμελής ορχήστρα. Η μουσική της ξεχείλιζε από ένταση, που πήγαζε από ατόφιο πάθος. Μπροστάρης ήταν ο Greg Sage. Μια επιβλητική rock μορφή ενός καθαρόαιμου και ασυμβίβαστου ιδεολόγου, που απαρνιόταν την εσωστρέφειά του μόνο όταν βρισκόταν πάνω στη σκηνή. Τα φωνητικά του συχνά ακούγονταν σα γροθιά στο στομάχι, χωρίς να βγάζουν ποτέ παράπονο ή μαγκιά. Ο Sage υπήρξε ένας αυθεντικός rock επαναστάτης. Με την κυριολεκτική έννοια και όχι με την καπηλευμένη που έχουμε συνηθίσει από κάθε λογής «-ισμό». Αυτή που προκύπτει απευθείας από την ετυμολογία της: «επί-ανά-ίσταμαι».

Ονειρευόταν την ίδρυση ενός γκρουπ που δεν θα έπαιζε τον παραδοσιακό rock 'n' roll ήχο και θα μπορούσε να αυτοχρηματοδοτεί τους δίσκους της, μη έχοντας ανάγκη τις δισκογραφικές εταιρείες και μη υποκύπτοντας στον παραμικρό συμβιβασμό. Κι έτσι, φτάσαμε στο 1978, με το πρώτο single τους "Better Off Dead" να κυκλοφορεί από την Trap Records του ίδιου του Sage. Δεν πέρασε πολύς καιρός και οι Wipers εγκατέλειψαν την ιδέα της Trap Records, με το ντεμπούτο "Is This Real?" κυκλοφόρησε από την Park Avenue Records, εγκαινιάζοντας μια σειρά δίσκων που διατηρούν την ευρύτερη punk φιλοσοφία, αλλά, σε καμία περίπτωση, δεν εξαντλούνται σε αυτήν. Αμέσως μετά από αυτό ήρθε στο φως, χωρίς τη συγκατάθεση της μπάντας, το ΕΡ "Alien Boy", ενώ την επόμενη χρονιά ήταν η σειρά του επικού "Youth Of America", με το μπασίστα Brad Davidson και το ντράμερ Brad Naish (Styphnoids) να αποτελούν πλέον τη rhythm section. Όμως, η ώρα της καταξίωσης ήρθε με το "Over The Edge" (1983), που είχε ως αποτέλεσμα εκτενέστερες περιοδείες και το ζωντανά ηχογραφημένο "Wipers" την επόμενη χρονιά.

Ακολούθησε η συνεργασία με την εξαιρετική Enigma Records (θυγατρική της Restless Records), ο προσωπικός δίσκος του Sage με τίτλο "Straight Ahead" και τα "Land Of The Lost" (1986), το "Follow Blind" (1987) και το "The Circle" (1988) με τον Travis McNabb να αναλαμβάνει τα ντραμς. Μετά από μια νεκρή περίοδο, οι Wipers επαναδραστηριοποιήθηκαν το 1993 με το "Silver Sail", για να ακολουθήσει το "The Herd" (1996) και να γραφτεί ο μέχρι στιγμής επίλογος με το "Power In One" (1999).

Η μουσική έχει χρέος να δημιουργείται «ανεξάρτητη». Κι εκείνη την εποχή για την οποία μιλάμε, έγιναν οι σοβαρότερες προσπάθειες για να φτιαχτεί έτσι, με μπροστάρηδες και τους Wipers. Μόνο που δεν κράτησε για πολύ ο συλλογικός χαρακτήρας της προσπάθειας αυτής. Τέτοια μουσική αντέχει στο χρόνο. Στο αρκετά περιορισμένο κοινό της περυσινής συναυλίας του Bevis Frond υπήρχαν τρία άτομα με μπλουζάκι Wipers κι αυτό κάτι λέει. Γνωρίζω επίσης ότι διοργανωτής συναυλιών έχει στείλει απανωτά μηνύματα για να πείσει τον Greg να έρθει και πάλι στην Αθήνα, αλλά εισπράττει την απάντηση ότι δε θέλει να κάνει υπερατλαντικό ταξίδι. Βέβαια, και να το αποφάσιζε, δεν ήταν δυνατό να γίνει κάτι ανάλογο με τη συναυλία του '87, αφού ούτε καν η εμφάνισή τους στη Θεσσαλονίκη ήταν ξεχωριστή (μάλιστα, τότε οι Villa 21 μου είχαν αρέσει περισσότερο).

Το ιστορικό live στο Club 22

Λοιπόν, δεν έχω σκοπό να πω πολλά. Άλλωστε, δε θα μπορούσα καν να περιγράψω την καλύτερη rock συναυλία που έγινε ποτέ στη χώρα μας. Ό,τι και να έλεγα, δεν θα έβρισκα τρόπο να μεταφέρω όσα έγιναν το βράδυ της 29ης Μαΐου του 1987. Απλά να πω ότι η επέτειος αυτής της συναυλίας θα έπρεπε να εορτάζεται ως ημέρα μουσικής μνήμης και επίσημη ελληνική rock αργία, με απαγόρευση αλλότριων ακουσμάτων και μάζωξη στον περιβάλλοντα χώρο του club με μπλουζάκια που έχουν το σήμα της μπάντας!

Κι αν νομίζετε πως τα περί καλύτερης rock συναυλίας είναι δική μου υπερβολική άποψη, γελιέστε! Κάνετε τον κόπο και ρωτήστε γύρω σας για να βρείτε κάποιον που ήταν μέσα και ζητήστε τη γνώμη του. Θα εκπλαγείτε! Ποιο άλλο live θα μπορούσε να «σβήσει» τόσο εύκολα τη σχετικά πρόσφατη εμφάνιση των Cure και των Clash στο Καλλιμάρμαρο; Εδώ κάποιος (ποιος άραγε;) στην επετειακή έντυπη έκδοση διοργανώτριας συναυλιών εταιρείας για τα καλύτερα live που έγιναν στο «Ρόδον» ψήφισε τιμής ένεκεν -και με τις ευλογίες του «αρχισυντάκτη»- και αυτή τη συναυλία! Αυτό, από μόνο του, δεν σας λέει κάτι...

Απλά, ως αυτόπτης μάρτυρας, θέλω -με δυο λόγια- να μεταφέρω το κλίμα έξω από το Club 22. Θυμηθείτε ότι μιλάμε για μια εποχή που το διαδίκτυο στην Ελλάδα ήταν αγέννητο, σχεδόν κανείς δεν είχε υπολογιστή (και, κατά συνέπεια, το ενδεχόμενο εξωτικό άκουσμα της φράσης You-Tube πιθανότατα θα έφερνε στο νου κάποια σωλήνα), ο αλλοδαπός μουσικός τύπος προνόμιο ελαχίστων και το δόγμα «word of mouth» στη μουσική κυριαρχούσε. Λοιπόν, για να επιστρέψουμε στα γεγονότα, το βράδυ εκείνο υπήρχε πραγματικός ηλεκτρισμός στην ατμόσφαιρα! Πριν καν ανοίξουν οι πόρτες, πάρα πολύς κόσμος είχε συγκεντρωθεί στη νησίδα έξω από το club και συζητούσε για το επερχόμενο live. Άλλοι έπιναν μπύρες και άλλοι έβγαιναν στη Βουλιαγμένης κόβοντας την κίνηση, για να φωνάξουν στους μποτιλιαρισμένους οδηγούς το όνομα των Wipers! Ειλικρινά, ήταν κάτι το «μαγικό» να βλέπεις πως τόσος πολύς κόσμος, σε μια τόσο μακρινή από την Αμερική χώρα, είχε το συγκρότημα αυτό μέσα στην καρδιά του. Αλήθεια, πώς είχε δημιουργηθεί στη χώρα μας ένα τέτοιο ρεύμα για το γκρουπ; Παντού έβλεπες μάτια γεμάτα προσμονή και ένιωθες πως στην ίδια πόλη με σένα υπάρχουν κι άλλοι -τόσοι πολλοί, που δεν τους φανταζόσουν-, που νιώθουν ότι το "Youth Of America" δεν αναφέρεται μόνο στους Americans.

Δεν θυμάμαι από ποια ώρα ακριβώς ήμουν εκεί. Θυμάμαι τον Τόλη να κάθεται δίπλα μου στο πεζούλι της νησίδας με το γνωστό μειδίαμα και το μοναδικό «δεν βαριέσαι» ύφος του (άλλωστε, ο Greg όχι μόνο δεν ήταν mod, αλλά ούτε καν λεγόταν στο επίθετο Weller), το Χρήστο (the 'Wolf') να καταφθάνει φορώντας λεπτή δερμάτινη γραβάτα (γιατί έτσι έκανε κι ο Cave) και τον Σπύρο να εμφανίζεται με θριαμβευτικό ύφος, αφού μόλις την είχε «κοπανήσει» από το αναρρωτήριο Στρατιωτικής Σχολής, διότι δεν τον άφηναν να βγει επειδή είχε 39 πυρετό. Η έλευσή του συνοδεύτηκε από ενθουσιασμό και τη φλεγματική ρήση! «Σιγά μην το έχανα...»

Κι ύστερα μπήκαμε όλοι μέσα, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι θα παρευρεθούμε σε κάτι μοναδικό. Δεν πέσαμε καθόλου έξω. Η άποψη ότι το live εκείνο ήταν ξεχωριστό, δεν είναι μόνο δική μας. Πιστεύω ακράδαντα πως ακόμα δεν έχουν σβήσει οι εντυπώσεις, για όλους όσους ήταν εκεί. Πρόσφατα, στη συναυλία των Sad Lovers And Giants συζητούσα με τον Γιώργο και μιλώντας για κορυφαίες συναυλιακές εμπειρίες, διαπίστωσα με μεγάλη χαρά πως κι εκείνος είχε δώσει το παρών και είχε «δει» όσα κι εμείς. Το τι ακριβώς ζήσαμε τότε, δεν αξίζει να μειωθεί με οποιανδήποτε περιγραφή. Ακούγοντας τη μουσική τους, μπορείτε, ίσως, να φανταστείτε κάτι από αυτό.

Buy Or Die
Youth Of America
Park Avenue (1981)

Αριστούργημα. Κερδίζει το επίσης επικό "Land Of The Lost" στα σημεία, λόγω του ειδικού βάρους του. Από την πρώτη κιόλας ακρόασή του, νιώθεις πως στα αυλάκια αυτού του βινυλίου κρύβεται κάποιος αληθινός θησαυρός. Ηχογραφήθηκε με παραγωγό τον Sage και με διαφορετικό στυλ και τεχνικές ηχογράφησης από το "Is This Real?". Οι Wipers όντες απογοητευμένοι από τους περιορισμούς που επέβαλλε η ηχογράφηση σε επαγγελματικό στούντιο, αποφάσισαν να ηχογραφούν και επεξεργάζονται οι ίδιοι τις μελλοντικές τους κυκλοφορίες. Το ευεργετικό αποτέλεσμα της απόφασης αυτής έγινε άμεσα αισθητό. Το φερώνυμο τραγούδι έγινε εθνικός ύμνος για τους fans, παρά τη μεγάλη διάρκειά του, κόντρα στην κρατούσα τάση των ολιγόλεπτων τραγουδιών του punk. Το άλμπουμ, που κυκλοφόρησε με διαφορετικό εξώφυλλο σε κάθε επανέκδοσή του, έτυχε καλύτερης υποδοχής στην Ευρώπη. Εδώ το punk αναμειγνύεται με την ψυχεδέλεια με έναν εφιαλτικά αριστοτεχνικό τρόπο, για να εκφράσει όσο πιο παθιασμένα γίνεται τη σωρευμένη αγανάκτηση με νότες.
Over The Edge
Trap (1983)

Υπάρχουν πολύ λίγοι rock δίσκοι τέτοιου επιπέδου. Η συγκλονιστική αυτή ηχογραφημένη σε εξακάναλο μαγνητόφωνο ωδή στο distortion, έγινε σε νοικιασμένο χώρο και με νοικιασμένο εξοπλισμό! Το σκοπούμενο «ακατέργαστο» ηχητικό αποτέλεσμα βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με το επαναστατικό περιεχόμενο των στίχων. Ο Sage δανείζεται μέρος της έκφρασης του punk, αλλά όχι τις μηδενιστικές του τάσεις. Φωνάζει για το σκοτάδι γύρω του, επειδή αναζητεί την αλήθεια. Με μυθικές συνθέσεις όπως οι "Over The Edge", "Romeo", "Doom Town", "Messenger" και "Now Is The Time", ο δίσκος δεν μπορούσε παρά να τύχει άμεσα ενθουσιώδους υποδοχής. Μην νομίσετε, όμως, πως τα υπόλοιπα τραγούδια υστερούν σε κάτι. Το άλμπουμ βρίσκεται κοντά στο ύφος του "Youth Of America", μόνο που λοξοκοιτά πανέξυπνα στο "Is This Real?". Με αυτό οι Wipers εδραίωσαν τη φήμη κορυφαίου rock συγκροτήματος και ο Sage του προικισμένου τραγουδοποιού. «Now is the time, where is the truth?».
 
Must Have
Is This Real?
Park Avenue (1980)

Ό,τι πιο κοντά στο punk έκαναν οι Wipers. Θα το χαρακτήριζα ως καθαρόαιμο punk, χωρίς να παραγνωρίζω ότι η raw power που αποπνέει έδειχνε από τότε με σαφήνεια πως κάτι το διαφορετικό επρόκειτο να ακολουθήσει. Είναι το ντεμπούτο άλμπουμ τους, που ηχογραφήθηκε αρχικά το 1980 σε τετρακάναλο, ενώ το γκρουπ έκανε πρόβες στα τραγούδια, και στη συνέχεια πήρε την τελική του μορφή σε στούντιο με ηχογράφηση σε δεκαεξακάναλο. Η αρχική «ζωντανή» και πιο «ακατέργαστη» ηχογράφηση, μέρος της οποίας μπορεί κανείς να βρει στις bonus εκδόσεις σε μορφή CD, στερείται μεν παντελώς από over-dubs, αλλά θεωρείται από τους μυημένους ως πιο επιτυχημένη. Η κιθαριστική δεινότητα του Sage ξεδιπλωνόταν με ευεργετική κατάχρηση από distortion και feedback. Τα τραγούδια "Return Of The Rat" και "D-7" διασκευάστηκαν από τους  Nirvana, ενώ ο John Peel το 1993 σε συνέντευξή του στο BBC Radio 1 δήλωσε πως το άλμπουμ αυτό συμπεριλαμβάνεται στα είκοσι καλύτερά του.
Land Of The Lost
Restless (1986)

Με το μνημειώδες "Land Of The Lost" αποδεικνύεται το πώς είναι δυνατό να χωρέσουν στον ίδιο δίσκο τόσες πολλές κορυφαίες συνθέσεις. Αν και δεν υπάρχουν μέτρια τραγούδια, ακούγοντας τα "Fair Weather Friends", "Nothing Left To Lose", "Just Say" και "Different Ways" νιώθεις μια μοναδική πληρότητα, που δε φθίνει καθόλου με το πέρασμα του χρόνου. Με το άλμπουμ αυτό οι Wipers δεν έβαλαν χρώμα μόνο στο εξώφυλλο (που συγγενεύει με το «αταίριαστο» καρτουνίστικο του "Youth Of America"), αλλά και τη μουσική τους, χωρίς όμως να της αφαιρέσουν την δημιουργική της σκοτεινιά. Μη ξεχνάτε όμως κάτι: η σκοτεινιά αυτή δε γνωρίζει τι θα πει μιζέρια. Αν κάποιος ακούσει «αποστειρωμένα» το δίσκο, θα αναρωτηθεί ποιο στοιχείο τον κάνει τόσο ξεχωριστό, αφού όλα είναι βασισμένα σε απλές και ήδη γνωστές rock φόρμες. Την απάντηση θα βρείτε στο πρόσωπο του Sage και στα αγαπημένα του riff, που λίγοι όσο εκείνος μπορούν να παίξουν τόσο ξεχωριστά. Εμπειρία ακρόασης.
 
Other Essentials
Follow Blind
Restless (1987)

Το "Follow Blind" σηματοδότησε άτυπα το πέρασμα στη «νέα φάση» του ήχου των Wipers, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι διαπιστώνονται αξιοσημείωτες διαφορές. Σαφώς, ο ήχος του είναι άμεσα αναγνωρίσιμος ως τέτοιος της μπάντας, αλλά είναι προσανατολισμένος σε πιο ήπια μονοπάτια, με την ευεργετική «οργή» να αρχίζει να αχνοφαίνεται μέσα από ομιχλώδη νωχελικά τοπία. Η συνταγή είναι παρεμφερής με εκείνη των πιο αργών τραγουδιών του "Land Of The Lost", με αρκετές συνθέσεις να μην ξεπερνούν το τρίλεπτο. Κι αυτό δεν ήταν πισωγύρισμα. Άλλωστε, δεν ήταν δυνατό να επιστρέψουν, ούτε καν σταδιακά, στην εποχή του "Is This Real?", αφού απλά ποτέ δεν υπήρξαν συνειδητά μία punk μπάντα. Ακόμα και down tempo το κοινό τους, αναμφίβολα, θα τους ακολουθούσε. Κι έτσι έγινε.
Silver Sail
Tim/Kerr (1993)

Το έβδομο στούντιο άλμπουμ ισορροπεί ανάμεσα στις δυνατές και στις ήπιες συνθέσεις. Κυκλοφόρησε μετά την επανασύνδεσή τους, αλλά, αναπόφευκτα ακουγόταν και αυτό ως μουσική συνέχεια των προσωπικών δίσκων του Sage και ιδίως του "Sacrifice (For Love)". Πλέον, ήταν αποδεδειγμένο ότι οι βίοι των Wipers και του Sage δεν ήταν απλώς παράλληλοι, αλλά μία ολότητα. Ο δίσκος γράφτηκε και ηχογραφήθηκε στα Zeno Studios του Sage, στο Phoenix της Arizona. Ξεχωρίζουν τα τραγούδια "Prisoner" και "Sign Of The Times", που εκπροσωπούν επάξια το ένδοξο παρελθόν, προλειαίνοντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον δρόμο για την έλευση του "The Herd".
The Herd
Tim/Kerr (1996)

Το "The Herd" σηματοδότησε την απόπειρα του Sage και του Steve Plouf να ξαναφτιάξουν δυνατή μουσική, που παραπέμπει στο ύφος των πρώτων κυκλοφοριών. Ως ένα σημείο το πέτυχαν, δεδομένου του ότι, για ευνόητους λόγους, ήταν φύσει αδύνατο να επαναληφθεί αυτούσιο το ύφος του μουσικού παρελθόντος. Τραγούδια σαν το "Last Chance", "Defiant" και το "Psychic Vampire" μπορούν να μεταφέρουν τη φλόγα των αρχικών εμπνεύσεων, όντας εκτελεσμένα με τον οικείο παθιασμένο τρόπο. Φέρνει συχνά στον νου το "Over The Edge", αλλά ορθότερα μπορεί να πει κανείς ότι είναι κύημα της κληρονομιάς του "Land Of The Lost".
 
Nerd Alert
The Power In One
Jackpot (1999)

Για την κατηγορία αυτή επιλέξαμε το κύκνειο άσμα των Wipers, όχι τόσο επειδή υστερεί σημαντικά από τις υπόλοιπες κυκλοφορίες, αλλά επειδή βαρύνεται περισσότερο με την κληρονομιά τους. Με άλλα λόγια, μη περιέχοντας καινοτομίες, αλλά επαναλαμβάνοντας την εδραιωμένη μετά από τόσους δίσκους συνταγή, καταλήγει να ακούγεται πιο «επίπεδο» και λιγότερο δελεαστικό ακόμα για έναν ορκισμένο οπαδό τους. Αυτή, όμως, τη διαπίστωση θεωρήστε τη όσο πιο σχετική γίνεται, αφού ο δίσκος αυτός συγκρινόμενος με πάρα πολλούς άλλους, θα χαρακτηριζόταν ως συναρπαστικός. Ο Greg στον γνωστό του ρόλο του ανθρώπου - ορχήστρα, χτίζει πάνω στα τύμπανα του Plouf μερικές από τα πιο εσωστρεφείς συνθέσεις που θα μπορούσε να φτιάξει, εμφανώς επηρεασμένος από το τέλος που ήταν προ των πυλών.
 
Only On Discount
The Circle
Restless (1988)

Ο Sage έδωσε στο άλμπουμ αυτό το συγκεκριμένο τίτλο, προφανώς διότι είχε σκοπό να κλείσει τον «κύκλο» των Wipers. Μάζεψε, λοιπόν, όσα τραγούδια είχε και έφτιαξε τον έκτο στούντιο δίσκο της μπάντας, ο οποίος είχε αρκετές ομοιότητες με την προσωπική του κυκλοφορία "Straight Ahead", χωρίς όμως να τη φτάνει. Οι τόνοι γίνονται χαλαρότεροι από ποτέ και η κιθάρα του σαφώς και σχεδόν αποκλειστικά προσανατολισμένη σε ατμοσφαιρικά τοπία. Μαζί του παίζουν ανάλογα οι Brad Davidson (μπάσο) και Steve Plouf (ντραμς), γράφοντας όχι τον οριστικό δισκογραφικό επίλογο, αλλά εκείνον της πρώτης φάσης, αφού ακολούθησε μια πενταετία μέχρι το "Silver Sail".
 
Live
Wipers
Enigma (1985)

Το ζωντανά ηχογραφημένο από συναυλίες που έγιναν το Φεβρουάριο και το Μάρτιο του 1984 αυτό άλμπουμ θα μπορούσε να είναι ένα best of της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Ρίξτε μια ματιά στα τραγούδια που περιέχει και θα καταλάβετε. Ανάμεσά του θα βρείτε τα "Pushing The Extreme", "Messenger", "Doom Town", "Potential Suicide", "D-7", "Now Is The Time" και φυσικά το "Youth Of America". Μερικά από αυτά έχουν ελαφρώς μεγαλύτερη διάρκεια από εκείνη που είχαν στις στούντιο ηχογραφήσεις, με ειδοποιό διαφορά τα εκτελεσμένα με περισσότερο πάθος κιθαριστικά σόλο του Sage. Επίσης, θα ακούσετε και διαφορετικές (συνήθως πιο υπνωτιστικές) εισαγωγές, τσιτωμένα φωνητικά και υπέροχη rhythm section. Όλα είναι καμωμένα τέλεια, με αιχμή του δόρατος το ανεπανάληπτο εμβληματικό εξώφυλλο.


A Compilation
«You got me all messed up», που τραγουδά κι ο Greg. Ό,τι κι αν συμπεριλάβω, παρά τα διαθέσιμα ογδόντα λεπτά, μόλις διαβάσω τη λίστα, θα νιώθω πως άφησα κάποια πολύ καλά έξω. Μακριά, λοιπόν, οι τύψεις και... πάμε!
 
1. Youth Of America
2. When It's Over
3. Over The Edge
4. Fair Weather Friends
5. Nothing Left To Lose
6. Just Say
7. Pushing The Extreme
8. Doom Town
9. Romeo
10. Messenger
11. No One Wants An Alien
12. D-7
13. Potential Suicide
14. Now Is The Time
15. No Generation Gap
16. This Time
17. Mistaken I.D.
18. Return Of The Rat
19. The Lonely One
20. Different Ways
  • SHARE
  • TWEET