Would you Kiss and tell? Αφιέρωμα στα 35 χρόνια ενός κτήνους

Από τον Μανώλη Γεωργακάκη, 11/05/2008 @ 06:04
Στην αρχή της δεκαετίας του ’70, κι ενώ το rock διανύει μια παράξενη εφηβεία έχοντας ήδη χάσει την «αθωότητα», που ποτέ δεν είχε, και θρηνώντας δύο αγαπημένους Τζίμηδες και μία λατρεμένη Τζάνις, ο κόσμος μπήκε σε μία γκιουλιβερική διάσταση. Ο αυξανόμενος πληθυσμός των ροκάδων ανά τη Γη και η αγάπη του κόσμου για την παθιασμένη μουσική επανάσταση που επισκίασε τα πάντα στον κόσμο της προσιτής τέχνης, έφερε το rock στο χώρο του υπερογκώδους θεάματος. Πέρασε από τα πλήθη των ιστορικών φεστιβάλ σε μία ατελείωτη σειρά γιγαντίων show και περιοδειών από δημοφιλή συγκροτήματα που περιέφεραν στον πλανήτη όχι μόνο τους ήχους τους, αλλά ολόκληρα φορτηγά με εντυπωσιακό εξοπλισμό και στρατιές απαραίτητου προσωπικού. Ένα «ροκ τσίρκο» με θιάσους που στοίχειωναν την κάθε πόλη που επισκέπτονταν.


Το φαινόμενο Kiss γεννιέται σε μια τέτοια εποχή και ξεπερνά οποιονδήποτε ανταγωνιστή στην υπερβολή. Ανάμεσα στο γιγάντιο φουσκωτό φαλλό του Mick Jagger και τις θεαματικές φωταψίες των Pink Floyd, στη μνήμη όλων μένει για πάντα το αειπρωτότυπο show των Kiss. Τέσσερις πάντα εξαιρετικοί μουσικοί που έδιναν σάρκα και οστά στην έκφραση «bigger than life», παρουσιάζοντας ίσως την πιο εντυπωσιακή rock συναυλιακή εμπειρία. Makeup σαν σήμα κατατεθέν, glam διαστημικά κουστούμια, φωτιές, καπνοί και φωταψίες, πυροτεχνήματα άνευ ορίου και κυρίως παθιασμένο rock’n’roll.

Ο «κακός Lester»

To 1970, o τραγουδιστής / κιθαρίστας Paul Stanley και ο μπασίστας Gene Simmons ιδρύσαν τη νεοϋορκέζικη ψυχεδελική μπάντα Rainbow, η οποία το 1972 μετονομάστηκε σε Wicked Lester. Κατά τη σύντομη καριέρα των Wicked Lester, χάρη σε μια αγγελία στο περιοδικό Rolling Stone, ο ντράμερ Peter Criss ανέβηκε στο «τρένο», που ετοιμαζόταν να επιταχύνει. Καθώς ο ήχος βάραινε προς την πλευρά του rock’n’roll και του glam, τα μέλη της μπάντας πρωτοφόρεσαν make-up δανεισμένο από τους πρωτεργάτες του shock rock. Τα Χριστούγεννα του 1972, ο κιθαρίστας Paul “Ace” Frehley εμφανίστηκε – σύμφωνα με το μύθο – με ένα κόκκινο κι ένα πορτοκαλί παπούτσι στην οντισιόν του και, εκθαμβώνοντας τους άλλους τρεις χάρη στη θαυμαστή σχέση του με την εξάχορδη, έγινε το τέταρτο πέλμα του εκκολαπτόμενου μαμούθ.

Είναι άγνωστο τί έδωσε έναυσμα στο «νονό» Paul Stanley και το όνομα της μπάντας άλλαξε ξανά, για να γίνει αυτό που φωνάζουν ρυθμικά εκατοντάδες χιλιάδες οπαδοί, στο διασημότερο rock show του πλανήτη, εδώ και 35 χρόνια. Οι Kiss έδωσαν την πρώτη τους συναυλία την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1974, φερόμενοι σαν το μεγαθήριο που δεν είχαν ακόμα γίνει, και ξεκίνησαν τη χρυσή καριέρα τους ως το ελπιδοφόρο χαρτί της νεοσύστατης Casablanca Records, κινούμενοι μουσικά ανάμεσα στους Beatles και τους New York Dolls.

Τα βήματα προς τη γιγάντωση

Κατά τη διάρκεια των επόμενων πέντε ετών, οι Kiss αντιμετώπισαν αμέτρητες δυσκολίες με θράσος, αποφασιστικότητα και ασταμάτητη δουλειά και κατέλαβαν την κορυφή του μουσικού show business. Έξι αξεπέραστα studio άλμπουμ (“Kiss” - 1974, “Hotter Than Hell” - 1974, “Dressed To Kill” - 1975, “Destroyer” - 1976, “Rock And Roll Over” - 1976 και “Love Gun” - 1977) τους εδραίωσαν, προσφέροντας μία αξιοζήλευτη λίστα επιτυχιών, ενώ το ζωντανό “Alive!” (1975) αποτύπωσε στο βινύλιο, για πρώτη φορά, τη συναυλιακή ενέργεια του υπερσυγκροτήματος και έμεινε στα charts για 110 εβδομάδες!

Μετά το εφάμιλλο sequel “Alive II” (1977), οι Kiss παραδόθηκαν σε ένα αναπάντεχο και ανεπανάληπτο δισκογραφικό παιχνίδι. Το Σεπτέμβρη του 1978 κυκλοφόρησαν ταυτόχρονα τέσσερα solo άλμπουμ, ένα από κάθε μέλος του γκρουπ. Ενώ στο καθένα από αυτά συμμετείχε μόνο ένα μέλος των Kiss, και τα τέσσερα έφεραν το αναγνωρίσιμο λογότυπο και παρόμοιο εξώφυλλο – ένα πορτρέτο του αντίστοιχου μέλους σε μαύρο φόντο και φορώντας πάντα το διάσημο makeup. Το άνευ προηγουμένου τόλμημα ικανοποίησε εμπορικά τους τολμόντες, ήταν όμως εμφανής η ανισορροπία της ποιότητας των τεσσάρων προσωπικών προτάσεων.



Επί χρήμασι ειδωλολατρία

Το δριμύτερο «κατηγορώ» που αντηχεί στα αυτιά των μασκοφόρων ρόκερ εδώ και δεκαετίες, αφορά στην εμπορική εκμετάλλευση του ονόματός τους. «Ναι, οργανώνουμε κάθε τόσο συναντήσεις για το merchandising. Είμαι ένας σωστός εβραίος από το Brooklyn και ανήκουμε και οι τέσσερις στο διοικητικό συμβούλιο. Δε νοιώθω καμία συμπόνια για τα γκρουπ που γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από άλλους. Η χριστιανοσύνη και ο Disney δεν είναι καλύτεροι σε σχέση μας, από εμπορικής άποψης.» έχει δηλώσει περήφανα ο Gene Simmons και ο νοών νοείτω.

Οι φανατικοί οπαδοί των Kiss ήταν (και είναι) έτοιμοι να αγοράσουν οποιοδήποτε αντικείμενο θα έφερε τη στάμπα του αγαπημένου τους γκρουπ. Το επίσημο αμερικανικό φαν κλαμπ, το οποίο με καμία διάθεση ευφημισμού ονομάζεται “Kiss Army”, έχει ξεπεράσει τα εκατό χιλιάδες μέλη. Στις λαοθάλασσες των συναυλιών συναντιούνται πλέον τέσσερις γενιές οπαδών, βαμμένων στα χρώματα της μπάντας, και η λατρεία τους στα rock είδωλα δεν βρίσκει όμοιά της.

Το λογότυπο των Kiss αποτυπώθηκε πάνω σε ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς, από παιχνίδια και ρούχα, μέχρι μπουκάλια κρασί και... φέρετρα. Οι ίδιοι οι Kiss έκαναν τα πάντα. Μεταξύ άλλων, γύρισαν ταινίες, έγραψαν βιβλία, έγιναν ήρωες κόμικς, ακόμα και κριτές τηλεοπτικών διαγωνισμών. Οι εκατομμυριούχοι Kiss παραδόθηκαν στη δόξα χωρίς τύψεις και δεύτερες σκέψεις, και αντί να αντικρούσουν τις αναμενόμενες κριτικές, αναζωπύρωναν συνεχώς τη φλόγα των πολεμίων με όλο και πιο προκλητικές δηλώσεις και αστείρευτο χιούμορ. Όμως η βαριά βιομηχανία Kiss έμελε να συναντήσει δυσκολίες κατά τη δεκαετία του ‘80.

Όταν έπεφταν οι μάσκες

Ένα βήμα πίσω. Το 1979, κυκλοφόρησε το άλμπουμ “Dynasty”, το οποίο σημείωσε την αναμενόμενη πλατινένια αποδοχή. Το περιεχόμενό του όμως ήταν ελαφρώς χαμηλότερης ποιότητας από τη θαυματουργή δισκογραφία της περιόδου 1974 - 1977. Το disco εγχείρημα “I Was Made For Loving You” αποτελούσε την έκπληξη του δίσκου. Παραδόξως, αντί να θεωρηθεί άλλο ένα ατόπημα της προ των πυλών παράξενης δεκαετίας, όπως άλλωστε τα αναρίθμητα ξεχασμένα disco αμαρτήματα τόσων άλλων, το “I Was Made For Loving You” παρέμεινε το πιο λαοφιλές τραγούδι των Kiss. Ο Gene Simmons, που ποτέ δεν συμπάθησε το συγκεκριμένο κομμάτι, έχει δηλώσει πως όταν ο Paul Stanley του παρουσίασε την τότε τιτλοφορούμενη “Tonight” σύνθεση του, σκέφτηκε: «Αυτό δεν ηχεί σαν Kiss και για αυτόν ακριβώς το λόγο πρέπει να το ηχογραφήσουμε».

Την εποχή του “Dynasty”, ο ντράμερ Peter Criss ήρθε σε ρήξη με τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας, και παρά το γεγονός ότι το πρόσωπό του κοσμεί το εξώφυλλο, ο ίδιος συμμετείχε μόνο σε ένα κομμάτι του άλμπουμ, το δικό του “Dirty Living”. Η προβληματική του απόδοση σε συναυλίες οδήγησε στην απομάκρυνσή του το 1980, λίγο καιρό αφότου κυκλοφόρησε το ελαφρύ “Unmasked”. Η επιτυχία του ήταν σύντομη, κάτι που αποδεικνύει ότι επρόκειτο για τον πρώτο απογοητευτικό δίσκο των Kiss. Η συνέχεια με το φέρελπι “Music From The Elder” (1981), που περιείχε στίχους του Lou Reed, τοποθέτησε τον Eric Carr πίσω από το drum kit. Ο δίσκος αποτελούσε μια προσπάθεια προς πιο «κουλτουριάρικους» progressive δρόμους, αλλά γνώρισε ακόμα χειρότερη αντιμετώπιση και οδήγησε στην αποχώρηση του Ace Frehley. Σύμφωνα με τον Gene Simmons, ο Eddie Van Halen, εξαιτίας διαφωνιών στα πλαίσια της δικής του μπάντας, αυτοπροτάθηκε ως υποψήφιος για την κενή θέση.

Κατά τη δύσκολη αυτή περίοδο, οι Kiss συνέχισαν να τρέφουν το μύθο τους χάρη σε sold out περιοδείες και μνημειώδη κερδοφόρα show που συνέχισαν να τους προσφέρουν νέους φανατικούς οπαδούς. Η δυναμική επιστροφή με το μεταλλικό “Creatures Of The Night” (1982) έφερε τον βαρύτερο ήχο που παρήγαγαν ποτέ οι Kiss. Για άλλη μια φορά, παρά το γεγονός ότι ο Frehley δεν ήταν πλέον μέλος των Kiss, το πρόσωπό του εμφανίζεται στο εξώφυλλο, μόνο και μόνο για τα μάτια της δισκογραφικής. Σε αυτό το δίσκο εμφανίζεται για πρώτη φορά ο αντικαταστάτης του, Vinnie Vincent, ο οποίος δεν πρόλαβε να απολαύσει το makeup για πολύ...

Όταν το έσβησε το makeup

Την πρωτομαγιά του 1976, στη δεξίωση του γάμου του Ace Frehley, οι Kiss είχαν παίξει ζωντανά, χωρίς makeup, για πρώτη φορά στην ιστορία τους. Το μυθικό γεγονός φαινόταν μοναδικό και ανεπανάληπτο, αλλά επτά χρόνια μετά, με την κυκλοφορία του αισίου “Lick It Up” (1983), οι Kiss παίρνουν την αναπάντεχη απόφαση να δείξουν τα πρόσωπά τους. Απελευθερωμένοι από μια «βαμμένη» δεκαετία, απαντούσαν στην πιο προφανή – και ανούσια – των ερωτήσεων: «γιατί μας φάνηκε καλή ιδέα».

Το γεγονός ότι ο Gene Simmons και ο Paul Stanley υπήρξαν ανέκαθεν οι φύλακες της φλόγας των Kiss είναι αδιαμφισβήτητο. Με τον καιρό αποκαλύφθηκε πως τα προβλήματα εθισμού στα ναρκωτικά ήταν τα αίτια της απομάκρυνσης των Peter Criss και Ace Frehley. Εν συνεχεία, το δίδυμο Simmons / Stanley ήρθε σε νέα ρήξη με τον ισχυρό χαρακτήρα του Vinnie Vincent, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να αντικατασταθεί από τον Mark St. John, ο οποίος με τη σειρά του έχαιρε του δικαιώματος τσακωμών με τους Simmons και Stanley. Τελικώς, αντικαταστάθηκε για λόγους υγείας (χωρίς εισαγωγικά), από τον Bruce Kulick.

Το 1984, το άλμπουμ “Animalize” (με το προσωπικό μου αγαπημένο “Heaven’s On Fire”, ομολογώ) γνώρισε μεγάλη επιτυχία, κυρίως στην Αμερική, σήμανε όμως την αρχή μιας πενταετίας μετρίων άλμπουμ, τα οποία παρά ταύτα κατάφεραν να κρατήσουν ζωντανό τον θρύλο των Kiss και να σημειώσουν σταθερή εμπορική φερεγγυότητα. Τα “Asylum” (1985), “Crazy Nights” (1987) και “Hot In The Shade” (1989) βρίσκουν την μπάντα να «διοικείται» από τον Paul Stanley, καθώς ο Gene Simmons έκανε ένα βήμα πίσω, ξεκινώντας την ενασχόλησή του με τον κινηματογράφο.

Τα στιλέτα των εχθρών

Όσο έντονα αγαπήθηκαν οι Kiss, τόσο έντονες ήταν και οι επιθέσεις που δέχτηκαν. Η ιδιαιτερότητα της μπάντας και των εκκεντρικών show της υπήρξαν πάντα εύκολος στόχος. Ήδη, στην πρώτη τηλεοπτική συνέντευξη που έδωσε ποτέ ο τότε άπειρος Gene Simmons, τον Απρίλιο του 1974, δέχτηκε τον εμπαιγμό της κωμικού Tottie Fields: «Είμαι σίγουρη πως κάτω από όλο αυτό το makeup, είσαι απλά ένα καλό εβραιόπουλο».

Τα πράγματα δεν ήταν όμως πάντα τόσο «αθώα». Όπως πολλοί πρωταγωνιστές της rock σκηνής, ο Kiss κατηγορήθηκαν για τη διαφθορά της νεολαίας. Μεταξύ άλλων, οι «ξαναγεννημένοι» ευαγγελιστές αδελφοί Peters, από τη Μιννεάπολη, έστησαν εξαγνιστικές πυρές για χιλιάδες «διαβολικούς δίσκους» και εξαπέλυσαν ξαναμμένα κηρύγματα περί κρυφών μηνυμάτων, επικαλούμενοι ψεύδη και οδηγούμενοι σε σουρεαλιστικά συμπεράσματα, όπως το «επιχείρημα» ότι το όνομα των Kiss αποτελείται από αρχικά που σημαίνουν «Kids In The Service of Satan». Τον Νοέμβριο του 1978, το ατύχημα που υπέστη ένας οπαδός των Kiss, προσπαθώντας να μιμηθεί το νούμερο κατά το οποίο ο Gene Simmons έβγαζε φλόγες από το στόμα, έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους ηθικολόγους «προστάτες» των νέων.

Απανταχού μουσικοκριτικοί αγνοούσαν τον όγκο της αγάπης του κόσμου και δηλητηρίαζαν τη γραφίδα τους, βασιζόμενοι σε κριτήρια ξένα προς τη μουσική των Kiss. Ενώ οι πωλήσεις παρέμεναν σε υψηλό επίπεδο και οι συναυλίες αποτελούσαν τα πιο πολυσυζητημένα γεγονότα, ο μουσικός τύπος σνόμπαρε την hard rock «ευκολία» της μουσικής πρότασης. Το ίδιο το γεγονός ότι οι Kiss υπήρξαν ανέκαθεν δημοφιλείς γινόταν φτυάρι για ελιτίστικο «θάψιμο». Ο Gene Simmons σχολίαζε: «Δε με μοιάζει τι γράφουν. Αυτοί τις προσκλήσεις τους τις παίρνουν και δε διαμαρτύρονται. Αρκεί να τυπώνουν τη φωτογραφία μου».

Ένα αντίο και μια εκδίκηση

Το δυστυχές 1991 έφερε τη δραματική σφραγίδα του θανάτου του Eric Carr, μετά από πολύμηνη και εξουθενωτική μάχη με τον καρκίνο. Η μπάντα εκδικήθηκε τη μοίρα με το εκπληκτικό άλμπουμ “Revenge” (1992), όπου η φωνή του Carr κοσμεί τα δεύτερα φωνητικά του “God Gave Rock’n’Roll To You II”, ενώ το άλμπουμ κλείνει με το “Carr Jam 1981”, ένα από τα σπάνια drum solo που ηχογράφησε με τους Kiss. Στο “Revenge”, οι Kiss συνεργάζονται ξανά με τον παραγωγό του αξεπέραστου “Destroyer” (αλλά και του ξεχασμένου “Music For The Elder”), Bob Erzin, και, καταπίνοντας την περηφάνια τους, με τον απολυμένο κιθαρίστα Bruce Kulick. Στα ντραμς, ο Eric Singer, είχε θητεύσει στους Black Sabbath, στον Gary Moore, στη Lita Ford και στον Alice Cooper και είχε συνεργαστεί με τον Paul Stanley, στη σόλο καριέρα του.



Η περιοδεία που ακολούθησε αποτυπώθηκε στο “Alive III” (1993), το οποίο διαδέχτηκαν διάφορες εορταστικές κινήσεις. Κυκλοφόρησε η συλλογή “Kiss My Ass” (1994), όπου φίλοι μουσικοί, παρέα με τους Kiss, διασκεύαζαν τις γνωστές τους επιτυχίες, κυκλοφόρησε η «βίβλος του οπαδού» “Kissology”, οργάνωσαν μια παράξενη περιοδεία συνοδευόμενη από ολοήμερες γιορτές και συναντήσεις με τους οπαδούς (“Kiss Convention Tour”), έπαιξαν το δικό τους MTV Unplugged (1995) με προσκεκλημένους τους Criss και Frehley, και επέστρεψαν στο στούντιο με τους Kulick και Singer για το “Carnival of Souls: The Final Sessions” (που τελικά κυκλοφόρησε το 1997).

Εκείνη η επανένωση

Στην τελετή των 38ων βραβείων Grammy, ο ράπερ Tupac Shakur συμπαρουσίασε ένα βραβείο μαζί με τους Gene, Paul, Ace και Peter, βγαλμένους κατευθείαν από το εξώφυλλο του “Love Gun”. Ενάμισι μήνα μετά, στις 16 Απριλίου του 1996, οι Kiss ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να περιοδεύσουν με την αρχική τους σύνθεση και εκ νέου με το διάσημο makeup. Η θριαμβευτική περιοδεία είχε 192 σταθμούς και τα 40.000 εισιτήρια για την πρώτη ημερομηνία της περιοδείας πουλήθηκαν σε 47 λεπτά.



Το 1998, οι «επανενωμένοι» Kiss ηχογράφησαν και κυκλοφόρησαν το “Psycho Circus”, το οποίο κατέλαβε τα charts όσο κανένας άλλος δίσκος τους. Παρά το γεγονός ότι η επιστροφή των Peter και Ace ήταν ένας από τους κύριους παράγοντες που προκάλεσαν σάλο, για μια ακόμη φορά οι δύο μουσικοί παραμερίστηκαν. Η συμμετοχή τους στο άλμπουμ υπήρξε μάλλον αμελητέα, καθώς οι Simmons και Stanley ανέλαβαν τα ηνία και συνεργάστηκαν με άλλους μουσικούς, μεταξύ των οποίων ο σημερινός κιθαρίστας τους, Tommy Thayer.

Η περιοδεία που ακολούθησε υπήρξε – ως συνήθως – υπερκερδοφόρος, ενώ ήταν η πρώτη φορά που μια μπάντα χρησιμοποιούσε τριδιάστατα εφέ σε συναυλία. Ήταν σαφές ότι το millenium «ήθελε» τους Kiss και η επιστροφή του makeup κατά κάποιο τρόπο ξαναζωντάνευε τον μύθο.

Όσο καίει η φλόγα

Το 2000, οι Kiss ξεκίνησαν μια νέα ατελείωτη ψευδοαποχαιρετιστήριο περιοδεία, η οποία ονομάστηκε «Farewell Tour». Στα μέσα της περιοδείας, ο Peter Criss εγκατέλειψε το πόστο του εξαιτίας διαφωνιών, και αντικαταστάθηκε από τον Eric Singer, o οποίος «βλάσφημα», στα μάτια των οπαδών, ιδιοποιήθηκε το makeup του Criss. Μετά τη συναυλία στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς του Salt Lake City, το 2002, ο Ace Frehley εγκατέλειψε τους Kiss και το makeup του βρέθηκε στο πρόσωπο του Tommy Thayer. Ο Criss επέστρεψε στιγμιαία για να ηχογραφήσει το πομπώδες “Kiss Symphony: Alive IV” (2003) με τη συμφωνική ορχήστρα της Μελβούρνης, και για να συμμετάσχει στην ακόλουθη περιοδεία με τους Aerosmith. Ο Eric Singer ξαναπήρε τη θέση του το 2004, για το Rock The Nation Tour, κατά το οποίο οι Poison άνοιγαν τις συναυλίες των Kiss. Έκτοτε, η σταθερή πλέον σύνθεση Simmons / Stanley / Singer / Thayer δίνει σποραδικές συναυλίες, μέχρι...



Τον Ιανουάριο του 2008, ο Paul Stanley ανακοινώνει την περιοδεία «Kiss Alive 35 World Tour», η οποία ξεκίνησε στις 16 Μαρτίου από την Αυστραλία, φτάνει στην Ευρώπη στις 9 Μαΐου και προβλέπει μια στάση στην Ελλάδα, στο Terra Vibe, στις 18 Μαΐου. Για πρώτη φορά στην ιστορία τους, οι Kiss φέρνουν το τεράστιο rock show τους στην Ελλάδα, με εμφάνιση εμπνευσμένη από το “Destroyer” και σκηνικά που γιορτάζουν τα 35 χρόνια της μπάντας.

Στο άκουσμα των νέων, ο ενθουσιασμός παλιών και νέων οπαδών ανεβάζει τη θερμοκρασία. Το κλίμα της ταινίας “Detroit Rock City” μας καταλαμβάνει για τα καλά. Έτοιμοι για ένα γιγάντιο πάρτι, ανάμεσα στο doo wop και στο heavy metal, με μάτια πεινασμένα και πρόσωπα βαμμένα (γιατί και στην Ελλάδα υπάρχουν συμπτώματα αρρωστημένης kissομανίας), θα αντικρίσουμε τον δαίμονα Gene Simmons, με αίμα να ρέει από τα χείλη του, και θα μας τσαλαπατήσει με τους γιγάντιους κοθόρνους του. Επιτέλους θα γίνουμε μέρος της kissτορίας. Κι όσοι δεν βρεθούν εκεί να ξέρουν πως εμείς... We ‘re gonna “Rock And Roll All Nite”!


* Διαβάστε τη συνέντευξη που παραχώρησε ο Eric Singer στο Rocking.gr εδώ: www.rocking.gr/article4567.php.
  • SHARE
  • TWEET