17ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Νύχτες Πρεμιέρας Conn-X: O μουσικός απολογισμός
Το κινηματογραφικό δεκαπενθήμερο της Αθήνας έφτασε στο τέλος του και το Rocking.gr επέλεξε να καλύψει ένα μεγάλο μέρος του μουσικού «ρεπερτορίου» του φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας Conn-X. Μια διοργάνωση που συνεχίζει να πολεμά την καλπάζουσα μουλτιπλεξοποίηση του ελληνικού κοινού, η οποία έχει φτάσει σε ανησυχητικά υψηλά επίπεδα.
Ζεστοί χώροι, φιλικά πρόσωπα, χαλαρό πρόγραμμα και απίστευτα ποικιλόμορφο κοινό αποτέλεσαν το μενού της διοργάνωσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για το τελευταίο οι θεατές που παρακολούθησαν σε απέναντι αίθουσες σχεδόν ταυτόχρονα τα "Killing Bono" και "Fix - The Ministry Movie".
Στα μη μουσικά φιλμ θα δώσουμε το «Rocking» βραβείο στην πιο ροκ ταινία του φεστιβάλ, το "TT3D: Closer To The Edge" του Ρίτσαρντ ντε Αραγκές. Όποιος έχει καβαλήσει έστω και μια φορά μοτοσικλέτα πρέπει να τη δει και να αποδώσει δόξα και τιμή στους 251 νεκρούς του αγωνιστικού αυτού θεσμού, εξ απαρχής του.
Στις μουσικές ταινίες βραβείο ανθρωπιάς θα δώσουμε στο "Sound It Out" για τη γλυκιά αποτύπωση του φαινομένου της μουσικής ως σωσίβιο για αληθινούς ανθρώπους με πραγματικές διαστάσεις και πραγματικά προβλήματα, μακριά από τα γνωστά «δεν αντέχω άλλη δημοφιλία και ναρκωτικά» κλισέ των καλλιτεχνών.
Διαβάστε παρακάτω πώς είδαμε εννιά από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες με μουσική θεματολογία και καταθέστε τη δική σας γνώμη σας στο «κοινωνικό» κάτω μέρος της σελίδας.
Κατηγορία Μουσική & Φιλμ - Εκτός συναγωνισμού
Killing Bono
Σκηνοθεσία: Nick Hamm
Χώρα: Ηνωμένο Βασίλειο
Κείμενο: Εριφύλη Παναγούλια
Για το πρώτο sold-out του Μουσικού Διαγωνιστικού τμήματος του φεστιβάλ ίσως να χρειαζόταν απλά το όνομα του Bono στον τίτλο μίας κωμωδίας. Βασισμένο στην ομότιτλη νουβέλα του Neil McCormick, το "Killing Bono" περιέγραψε με τον πλέον κωμικό τρόπο την εμμονή των αδερφών McCormick με τη διασημότητα, τη χρονική στιγμή που δύο άλλοι παιδικοί τους φίλοι και συμμαθητές ταξίδευαν ένδοξα προς αυτήν. Η σύγκριση μοιραία, μιας και τη στιγμή που οι McCormick κυνηγούν «χορηγίες» από την τοπική μαφία, για να νοικιάσουν τρώγλες στο Λονδίνο και να κυνηγήσουν τα όνειρα τους, οι άλλοι δύο κυκλοφορούν άλμπουμ που φέρουν τίτλους όπως "Boy", "The Unforgettable Fire", "The Joshua Tree" και τελικά καταφέρνουν να γίνουν δύο από τις ηγετικές μορφές ενός εκ των πιο καταξιωμένων συγκροτημάτων της rock μουσικής σκηνής.
Τα γεγονότα που εξιστορούνται έχουν λάβει μέρος στην πραγματικότητα, αλλά δύσκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος των συμπλεγμάτων του βασικού ήρωα σε δύο περιπτώσεις: 1. Όταν στέρησε στον αδερφό του τη θέση του κιθαρίστα στους τότε The Hype και μετέπειτα U2, και 2. Με τι δύναμη ο Neil έκλεισε εκείνο το τηλέφωνο, όπου στην άλλη άκρη βρισκόταν ο Bono και τον καλούσε να παίξει μαζί του, σε μία φιλανθρωπική μουσική εκδήλωση που στους περισσότερους είναι γνωστή ως "Live Aid". Όπως και να είχε, πάντως, η ώρα φάνηκε να περνάει ευχάριστα για τους παρευρισκόμενους και ιδιαίτερα για τους fan των U2.
Talihina Sky - The Story Of Kings Of Leon
Σκηνοθεσία: Stephen C. Mitchell
Χώρα: ΗΠΑ
Κείμενο: Γιάννης Κοτζιάς
Οι Η.Π.Α. δεν είναι μόνο οι εκτυφλωτικές και προβαλλόμενες μεγαλουπόλεις του Los Angeles και της Νέας Υόρκης, που περιβάλλονται από έναν έντονο κοσμοπολίτικο και σύγχρονο μανδύα. Όσο μεγαλώνει η απόσταση από τους δύο ωκεανούς που περιβάλλουν την τεράστια χώρα, τόσο αλλάζουν και τα ήθη, τα έθιμα και τα «πιστεύω» των κατοίκων της, σε μια κατεύθυνση που τις περισσότερες φορές έχει άκρως συντηρητικό χαρακτήρα. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον μεγάλωσαν οι τέσσερις Followill των Kings Of Leon, στο Tennessee και την Oklahoma. Παιδιά ενός φτωχού αλκοολικού επαγγελματία ιεροκήρυκα που γύριζε τις νότιες πολιτείες, κηρύσσοντας το λόγο του Θεού, τα τρία αδέλφια Followill μαζί με τον ξάδερφό τους «έσπασαν» τα συντηρητικά δεσμά που τους κρατούσαν και κατέληξαν μια από τις εμπορικότερες rock μπάντες της εποχής μας.
Το "Talihina Sky: The Story Of Kings Of Leon" δεν είναι ένα ντοκιμαντέρ όπου ο θεατής θα δει πώς οι Kings Of Leon έπιασαν την κορυφή, καθώς δεν επικεντρώνεται στη μουσική τους κυρίως, αλλά στο προαναφερθέν πλαίσιο υπό το οποίο μεγάλωσαν. Στο εν λόγω ντοκιμαντέρ παρακολουθούμε πώς ο frontman Caleb Followill, που παρ' ολίγο να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του, βρήκε διέξοδο στο rock 'n' roll, φοβούμενος ότι πήρε το δρόμο του «διαβόλου», πόσο θρησκόληπτη είναι η μητέρα τους, ενώ γνωρίζουμε κι ένα μεγάλο μέρος της οικογένειας τους, που έχει ως κορυφή τον παππού Leon, ο οποίος, ναι αυτός, ενέπνευσε το όνομα της μπάντας. Φυσικά, ως ντοκιμαντέρ rock συγκροτήματος δε θα μπορούσε να παραλείψει κάποιες αντιδικίες μεταξύ των μελών των Kings Of Leon αλλά και αστείες στιγμές. Γενικά το "Talihina Sky: The Story Of Kings Of Leon" είναι προσεγμένη αποτύπωση του background του συγκροτήματος, το οποίο, αν και δεν ήταν και το καταλληλότερο για να ευδοκιμήσει μια rock μπάντα, εν τέλει έπαιξε το ρόλο του σε αυτό που είναι οι Kings Of Leon πλέον.
Sound It Out
Σκηνοθεσία: Jeanie Finlay
Χώρα: Ηνωμένο Βασίλειο
Κείμενο: Αντώνης Μουστάκας
Η πιο ανθρώπινη από τις μουσικές ταινίες που παρακολούθησα εστιάζει το φακό της σε μια μικρή πόλη της Βορειοανατολικής Αγγλίας, όπου ανάμεσα στην ανεργία, την κατανάλωση αλκοόλ και την εγκληματικότητα στέκεται περήφανο το τελευταίο ανεξάρτητο δισκάδικο - φάρος, με ιδιοκτήτη τον Τομ. Μια ωδή στη διαφορετικότητα του μουσικόφιλου, μακριά από τα γνωστά ντοκιμαντέρ για το σεξ, τα ναρκωτικά και τις υπόλοιπες δραστηριότητες των rock star. Μια ταινία που ασχολείται με ανθρώπους με όλες τους τις διαστάσεις, που η μουσική δε βοηθά απλά να ξεπεράσουν τη μίζερη πραγματικότητα, αλλά ουσιαστικά τους κρατά στη ζωή.
H κάμερα ακολουθεί τους πελάτες του Sound It Out στα σπίτια τους, όπου μαθαίνουμε τη σχέση μουσικής-ζωής μέσα από τις προσωπικές τους εκμυστηρεύσεις. Άνεργοι DJs, metalheads με αυτοκτονικές τάσεις και άνθρωποι με διαφορετικότητες που πιάνονται από το σωσίβιο που λέγεται μουσική, ξεπερνώντας (προς το παρόν;) τις αντιξοότητες. Και στο κέντρο όλων ο Τομ με τις άπειρες μουσικές γνώσεις, ένας dealer μουσικής που προσφέρει σε όλους αυτό που θέλουν. Ο ίδιος πιστεύει πως οι δίσκοι κρατάνε ζωντανές τις αναμνήσεις και για αυτό είναι τόσο σημαντικοί. Οι πελάτες του όμως μάλλον προσπαθούν να αποδράσουν από τις δικές τους.
Χαρακτηριστική ατάκα: Ηλικιωμένος ψάχνει cd του Meat Loaf για τη γυναίκα του αναφωνώντας «Μα ποιοί επιτέλους είναι αυτοί οι Bon Jovi;».
ΙΝΝΙ
Σκηνοθεσία: Vincent Morisset
Χώρα: Ισλανδία / Ην. Βασίλειο / Καναδάς
Κείμενο: Σταύρος Μελένιος
Ένα μουσικό ντοκιμαντέρ-ύμνος στη Lo-Fi αισθητική, το οποίο είχαμε την τύχη να παρακολουθήσουμε παρουσία του σκηνοθέτη. Πολύ συνετός, ήπιων τόνων και μετριοπαθής ο ίδιος, ως γνήσιο indie-hipster τέκνο, μάς προλόγισε το έργο του και μας ανακοίνωσε πως πριν από αυτό θα του κάναμε την τιμή να μας προβάλλει μια μικρού μήκους ταινία του, ως εισαγωγική «τσόντα», πριν την κυρίως προβολή. Αυτή ήταν σουρεαλιστική στο έπακρο και περιείχε αρκετούς συμβολισμούς διαθέσιμους στην προσωπική ερμηνεία του καθενός. Πάνω-κάτω είχε να κάνει με το σκηνικό ενδυματολογικό κώδικα των Sigur Ros, καθώς και με την ονειρική διαδικασία της δημιουργίας της κορώνας, με την οποία είναι εστεμμένος ο Orri Pall Dyrason, ο drummer του συγκροτήματος, στην ταινία.
Το κυρίως μέρος που ακολούθησε, ουσιαστικά, αποτελεί προσπάθεια αποτύπωσης της βιωματικής εμπειρίας του να παρακολουθείς τη συγκεκριμένη μπάντα ζωντανά, και το υλικό προέρχεται από τις δύο συναυλίες που έδωσαν τελευταία οι Sigur Ros στο Alexandra Palace του Λονδίνου. Συγκεκριμένα, ο ήχος προέρχεται αποκλειστικά από τη δεύτερη ημέρα, ενώ το οπτικό κομμάτι αποτελεί επιλογή και από τις δύο παραστάσεις. Ποιοτικά, ο ήχος έχει καταγραφεί από τα πιο υψηλής πιστότητας μέσα, έχει επεξεργαστεί ως προς τη διακριτικά θορυβώδη παρουσία του πλήθους, και, πραγματικά, το αποτέλεσμα που έφτανε στα αυτιά μας ήταν εξαιρετικό. Όσον αφορά την εικόνα συμβαίνει το εξής παράδοξο. Ενώ η αρχική καταγραφή έχει πραγματοποιηθεί κι αυτή με τα τελειότερα ψηφιακά μέσα, στη συνέχεια έχει προβληθεί μέσα από κάθε λογής παραμορφωτικά κάτοπτρα, όπως νεροπότηρα και μπολ για σαλάτες, και επανακαταγραφεί σε παλιομοδίτικα αναλογικό και χοντρόκοκκο φιλμ των 16 mm. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια ασπρόμαυρη ταινία που παραπέμπει στον βουβό κινηματογράφο, μιας και ο ήχος σου δίνει την αίσθηση πως έχει προστεθεί ως επικουρικός της οπτικής περιγραφής αυτών που συμβαίνουν επί σκηνής, κάτι που βέβαια προκύπτει από αυτή τη διαφορά ποιότητας ως προς την πιστότητα της καταγραφής. Εικαστικά, το έργο είναι βαθιά εξπρεσιονιστικό, εξερευνά τα όρια της αντίθεσης άσπρου-μαύρου και η σκοτεινή ατμόσφαιρα που επικρατεί βιάζεται διαρκώς από καταιγίδες φωτός, ανάλογες των συναισθηματικών εκτονώσεων της μουσικής των Sigur Ros. Τα κάδρα είναι εντέχνως ασύμμετρα και ακεντράριστα και το πλήθος των μικροκαμερών που χρησιμοποιούνται παρέχουν εικόνες από τα πιο ευφάνταστα σημεία και κάτω από τις πιο παρανοϊκές γωνίες λήψης. Τέλος, ανάμεσα από τα κομμάτια της συναυλίας, προβάλλονται σκηνές από τις πρώτες συναυλίες του συγκροτήματος, δηλώσεις από παλαιότερες συνεντεύξεις τους και άλλα ευτράπελα που έχουν συμβεί κατά τη διάρκεια των περιοδειών τους.
Μετά από αυτό, περιμένουμε με ανυπομονησία το επόμενο rockumentary του Μόρισετ, το οποίο θα κυκλοφορήσει εντός των επόμενων δύο μηνών, θα έχει να κάνει με την τελευταία περιοδεία της αγαπημένης του μπάντας, τους Arcade Fire, και θα είναι πολύ «fun», όπως μας δήλωσε ο ίδιος μετά το τέλος της προβολής.
George Harrison: Living In The Material World
Σκηνοθεσία: Martin Scorsese
Χώρα: ΗΠΑ
Κείμενο: Μάνος Πατεράκης
Ένα μαραθώνιο (διάρκειας κοντά τρεισήμισι ωρών) ντοκιμαντέρ για ένα από τα σκαθάρια αν μη τι άλλο χρειάζεται κόπο και μαεστρία για να μην καταλήξει να είναι αυτό που λέμε «μόνο για σκληροπυρηνικούς οπαδούς» - όχι ότι δεν υπάρχουν εκατομμύρια τέτοιοι. Την απαιτούμενη μαεστρία παρείχε ο πολύς Martin Scorsese, ο οποίος έχοντας στα χέρια του τόνους υλικό, αρκετό από το οποίο να είναι πλάνα και κομμάτια που δεν είχαν δει το φως της δημοσιότητας μέχρι την προβολή του ντοκιμαντέρ, φωταγώγησε τα σκοτεινά σημεία όχι του ανθρώπου, αλλά του καλλιτέχνη George Harrison.
Διαχωρισμός, ούτως ή άλλως, πλασματικός, όμως ο Scorsese φαίνεται να εντόπισε εκείνη την αφανή διαχωριστική γραμμή. Δίχως κιτρινισμούς, δίχως την παραμικρή υπόνοια, είτε ωραιοποίησης, είτε απομυθοποίησης, στο "Living In The Material World" χαλυβδώνεται η πορεία του George Harrison, ο οποίος από ένας τυπικός έφηβος της εποχής κατέληξε να είναι μια ισχυρή, ιδιόρρυθμη προσωπικότητα που ταλανίζεται από δύο αντικρουόμενους κόσμους: τον υλικό, με τα υπέρμετρα πλούτη που απέκτησε, και τον πνευματικό, προσκολλημένος στον οποίο συγκρατούσε την ταυτότητά του. Ο George Harrison ήταν σε αυτόν τον κόσμο, αλλά δεν ήταν από αυτόν.
Κατηγορία Μουσική & Φιλμ - Διαγωνιστικό
Hit So Hard
Σκηνοθεσία: P. David Ebersole
Χώρα: ΗΠΑ
Κείμενο: Εριφύλη Παναγούλια
Η εναρκτήρια ταινία του Μουσικού Διαγωνιστικού τμήματος του φεστιβάλ περιγράφει το οδοιπορικό για τη ζωή και τον παραλίγο θάνατο της drummer των Hole, Patty Schemel. Το πορτρέτο της «openly-gay» πρωταγωνίστριας σκιαγραφείται από τα εφηβικά της χρόνια στο καταθλιπτικό Seattle και συνεχίζεται με μαρτυρίες τόσο της ίδιας, όσο και λοιπών μουσικών ηρώων της εποχής. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη φιλική σχέση που διατηρούσε με τον Kurt Cobain, παρουσιάζοντας home videos που αγγίζουν τα όρια της εισβολής στην «οικογενειακή ειρήνη» της οικογένειας Cobain.
Λίτρα αλκοόλ και πολλά κιλά ναρκωτικών ουσιών περιγράφουν συνοπτικά τον περίπατο της Schemel στη σκοτεινή πλευρά, όταν τα φώτα της σκηνής έσβηναν. Η ίδια μάλιστα αποκάλυψε ότι ποτέ δεν περίμενε ότι θα βρεθεί στο εξώφυλλο του Rolling Stone και σε τέτοιο επίπεδο δημοτικότητας, κι όπως τα έφερε η ζωή, ποτέ της δεν περίμενε ότι μετά απ' όλο αυτό θα έμενε άστεγη, ζώντας μέσα σε χαρτόκουτα. Με λίγα λόγια περιγράφει την άνοδο και την πτώση μίας αυτοκαταστροφικής προσωπικότητας, αλλά τελικά μιας επιζήσασας της ματωμένης μουσικής γενιάς των '90s.
Fix - The Ministry Movie
Σκηνοθεσία: Douglas Freel
Χώρα: ΗΠΑ
Κείμενο: Αντώνης Μουστάκας
...ή αλλιώς η βελόνα. Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από αυτήν στην ταινία του Douglas Freel που προσπαθεί να αποτυπώσει την τρέλα που κυριαρχούσε στις περιοδείες των Ministry και κυρίως στο μυαλό του ηγέτη της μπάντας, Al Jourgensen.
Όλες οι φοβίες, οι ιδεολογίες, η στάση απέναντι στο κοινό («ξέρουμε τι θέλει το κοινό, γι' αυτό δεν του το δίνουμε») και τις εταιρίες δίσκων παρουσιάζονται εδώ μεγεθυμένες και διαστρεβλωμένες από κάθε λογής ουσία που κινεί το μυαλό του επονομαζόμενου "Toxic Avenger" της μουσικής βιομηχανίας. Οι απόψεις διφορούμενες, όπως πάντα, στο τι παίρνεις και τι σου παίρνουν τα ναρκωτικά. Ο ίδιος ο Jourgensen -οπαδός του Timothy Leary και των θεωριών του- πιστεύει ότι τον βοηθούν να «φτάσει κοντά στο να αποκτήσει νοημοσύνη» και ότι αυτός είναι ο λόγος που δέχεται επίθεση από διάφορες κοινωνικές ομάδες και τη μουσική βιομηχανία. Από την άλλη, σύμφωνα με τον Maynard James Keenan, «τα ναρκωτικά και το αλκοόλ θα επιστρέψουν για να εισπράξουν».
Η ταινία παίζει με το στημένο του πράγματος, μετατοπίζοντας την κάμερα μια στο τρίποδο και μια στο πάτωμα, μπερδεύοντας μας όσον αφορά το πότε γνωρίζουν οι πρωταγωνιστές ότι είναι πατημένο το rec και πότε όχι. Το σίγουρο είναι ότι στις (λιγότερο από όσο περίμενα να μου φανούν) ανατριχιαστικές σκηνές που ο Jourgensen χτυπά ενέσεις η κάμερα είναι εκατοστά μπροστά από το πρόσωπό του (συνήθως στο πούλμαν της περιοδείας). Μήπως λοιπόν ξέρει τι θέλει το κοινό και αυτό ακριβώς του δίνει, σε αντίθεση με τη μουσική του ιδεολογία;
Χαρακτηριστική ατάκα: «Οι Ministry άφησαν κενό που δυστυχώς το κάλυψαν οι μαλάκες οι Limp Bizkit». Τάδε έφη Maynard James Keenan.
Upside Down - The Creation Records Story
Σκηνοθεσία: Danny O'Connor
Χώρα: Ηνωμένο Βασίλειο
Κείμενο: Αντώνης Μουστάκας
Η γέννηση, η ακμή και η διάλυση μιας ανεξάρτητης εταιρίας δίσκων είναι το θέμα του "Upside Down". Πίσω από την εταιρία, η προσωπικότητα. Ο Alan McGee, γεννημένος στη Γλασκώβη, φίλος του Bobby Gillespie και μουσικός ο ίδιος, κατεβαίνει στο Λονδίνο και ιδρύει την Creation Records στα 1983.
Η ταινία καλύπτει, στα περίπου εκατό λεπτά της, τη γέννηση και το θάνατο του indie και του britpop, ενώ ταυτόχρονα φανερώνει σε όσους δε γνωρίζουν το ρόλο του McGee στην ανάδειξη συγκροτημάτων όπως οι Jesus And Mary Chain, οι Primal Scream και οι Oasis. Κλασικό ως στήσιμο ντοκιμαντέρ, με εναλλαγή μουσικών video clip, εξιστορήσεων και παλαιών τηλεοπτικών ρεπορτάζ, απευθύνεται καθαρά στους οπαδούς της συγκεκριμένης μουσικής και γενικά σε ανθρώπους που διψούν για την πληροφορία πίσω από τα επίσημα δελτία τύπου. Από punk rock στο acid house, από το rave στο britpop, οι μουσικές μόδες αλλάζουν και εμείς μαθαίνουμε το πώς ο McGee οσφριζόταν τις αλλαγές στα γούστα του κοινού και πώς το μουσικό του αυτί τον ειδοποιούσε όταν άκουγε κάτι καινούργιο και πρωτοποριακό. Αυτά τα δύο ήταν τελικά και τα δυνατά του ταλέντα (εκτός της απίστευτης κατανάλωσης ναρκωτικών) που τον έφτασαν στο εμπορικό αποκορύφωμα του 1996 με τις εμφανίσεις των Oasis στο Knebworth, αλλά ταυτόχρονα θανάτωσαν το indie.
Χαρακτηριστική ατάκα: «Η μουσική είναι μια από τις μικρές μαλακίες της ζωής. Αφού δεχόμαστε ότι τα μικρά πράγματα στη ζωή προσφέρουν την ευτυχία, μήπως πρέπει να δούμε πιο σοβαρά και τη μουσική;».
Michel Petrucciani
Σκηνοθεσία: Michael Radford
Χώρα: Γαλλία / Γερμανία / Ιταλία
Κείμενο: Σταύρος Μελένιος
Άλλη μια ταινία που ο σκηνοθέτης της μάς έκανε την τιμή να την παρακολουθήσουμε μαζί του. Επίσης, το ντοκιμαντέρ που αποτέλεσε μια πολύ ασφαλή επιλογή για την κατάκτηση του βραβείου «Χρυσή Αθηνά Μουσική & Φιλμ» του φετινού 17ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας.
Στο έργο του αυτό, ο Radford, 30 χρόνια μετά το "Van Morrison Ιn Ireland", επιχειρεί να φανερώσει γνωστές και άγνωστες πτυχές της ζωής του Γαλλοϊταλού πιανίστα, βιρτουόζου της jazz, Michel Petrucciani, με το γνωστό του παλιομοδίτικο, γλυκόπικρο, αστείο και συγκινητικό τρόπο. Ο Petrucciani γεννήθηκε στις 26/12/1962 και πέθανε στις 06/01/1999 από κάποιο είδος πνευμονοπάθειας. Έχει ταφεί τιμητικά δίπλα στον Σοπέν, στο Παρίσι. Σε αυτά τα 36 χρόνια της ζωής του υπέφερε από ατελή οστεογένεση, μια γενετική ανωμαλία, η οποία του προκάλεσε νανισμό, επιτρέποντάς του να φτάσει σε ύψος τα 90 cm, και στην οποία όφειλε την υπερβολική ευθραυστότητα των οστών του. Η πάθησή του αυτή, όμως, δεν τον εμπόδισε να γίνει ο πρώτος ξένος, μη Αμερικανός, πιανίστας που υπέγραψε συμβόλαιο στη Blue Note και να τιμηθεί με το Μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής για την προσφορά του στη μουσική το 1994.
Αντίθετα, αυτό του το πρόβλημα τον οδήγησε να επικεντρωθεί από πολύ μικρός στο πιάνο, μιας και δεν ήταν δυνατόν να συμμετέχει στις συνήθεις παιδικές δραστηριότητες. Εξάλλου, υπήρξε μέλος μιας πολύ μουσικά προσανατολισμένης οικογένειας. Ο πατέρας του έπαιζε κιθάρα και οι δύο αδελφοί του μπάσο και κιθάρα επίσης. Πιανιστικό πρότυπό του υπήρξε ο Duke Ellington, έδωσε την πρώτη επαγγελματική του συναυλία στην ηλικία των δεκατριών ετών και κατάφερε να παίξει με σημαντικότατες προσωπικότητες της jazz, όπως ο Dizzy Gillespie.
Εκτός από τους παραπάνω εγκυκλοπαιδισμούς, το φιλμ εμβαθύνει και σε πιο εσώτερες πτυχές της ζωής του Petrucciani. Σε αυτό συμβάλλουν οι συνεντεύξεις των κοντινών του φίλων και συναδέλφων μουσικών, των συζύγων του και λοιπών γνωστών, οι οποίοι αποκαλύπτουν διάφορους μύθους και πραγματικά γεγονότα γύρω από αυτόν. Αξιοσημείωτη η φήμη ότι μπορούσε να καταλάβει την ποιότητα ενός πιάνου, είτε διά της όρασης, είτε διά της όσφρησης. Τα πάντα, βέβαια, προσφέρονται για έλεγχο στον εκάστοτε θεατή, κατόπιν παροτρύνσεως από τον ίδιο το σκηνοθέτη. Γενικά, πάντως, προκύπτει πως ο Petrucciani υπήρξε γνήσιος μεσόγειος στις υπερβολές του, γυναικάς, διέθετε καταπληκτική αίσθηση του χιούμορ, αυτοσαρκαζόταν διαρκώς και είχε μια, επίσης, πολύ δύσκολη και βασανιστικά σκοτεινή πλευρά.
Τέλος, δυνατές στιγμές της ταινίας αποτελούν οι σκηνές όπου μιλάει ο γιος του, Alexander. Είναι κι αυτός ένας πολύ καλός μουσικός, και συμπαραγωγός της ταινίας, αλλά όχι χαρισματικός σαν τον πατέρα του. Το συγκινητικό είναι πως ενώ δεν έχει έντονες αναμνήσεις από τον πατέρα του, ήταν μόλις τεσσάρων ετών όταν τον έχασε, η ατελής οστεογένεση που τού κληρονόμησε τού επιτρέπει να βιώνει τη ζωή όμοια με αυτόν, παίζοντας το ρόλο κάποιου είδους γενετικού διαύλου επικοινωνίας.
Επιμέλεια: Αντώνης Μουστάκας