Γιατί όλος ο κόσμος ξέρει τον Ozzy;

Από τον Μανώλη Γεωργακάκη, 21/09/2010 @ 23:12

Στα μέσα της πρώτης δεκαετίας της χιλιετίας μας, καλεσμένος σε ημικουτσομπολίστικη εκπομπή με «κουτόμορφη» παρουσιάστρια, εκείνος ο πασίγνωστος και διαβόητος «κλόουν» της γαλλικής τηλεόρασης, που πάντα προκαλούσε και σόκαρε με τους παλιμπαιδισμούς του, αρνιόταν πεισματικά να βγει εκτός των ορίων του θεόμουρλου ρόλου του. Ο κωμικός Michaël Youn, «κάτι» σαν τον δικό μας Καλιβάτση, θα πλειοδοτούσε κάθε υπερβολή. Θα κορόιδευε οτιδήποτε, χωρίς την παραμικρή ντροπή. Η παρουσιάστρια με το μόνιμο τεντωμένο χαμόγελο θέλησε να περάσει στο επόμενο θέμα της εκπομπής, ξεστομίζοντας το εξωφρενικό: «Ξέρεις, Michaël, ότι ο Ozzy Osbourne ξεκίνησε την καριέρα του από κάποιο ξεχασμένο συγκρότημα της δεκαετίας του '70;».  O «κλόουν» ξέφυγε απότομα από τη γκριμάτσα του. Έγινε ψυχρά σοβαρός, γούρλωσε τα μάτια. «Επίτρεψέ μου να σε διακόψω», είπε με σταθερή φωνή, «αλλά επειδή μας παρακολουθούν εκατοντάδες χιλιάδες τηλεθεατές, δεν μπορείς να μιλάς για κάποιο ξεχασμένο συγκρότημα, όταν αναφέρεσαι στους Black Sabbath!».

Ο καθένας βλέπει τα πράγματα μέσα από το πρίσμα του δικού του μικρόκοσμου, αλλά μερικές φορές ακόμη και η πιο επουσιώδης αφορμή μπορεί να αποκαλύψει τον ελέφαντα που «κρύβεται» στο δωμάτιο. Παρά το μαθηματικό (μη) παράδοξο, ο Ozzy Osbourne είναι διασημότερος από τους Black Sabbath.



Όλος ο κόσμος έχει ακούσει για τον Ozzy, εκείνον τον αχαΐρευτο γόνο φτωχής εργατικής οικογενείας του γκρίζου Birmingham, που έγινε ένας αλλόκοτος βαθύπλουτος rock star και αλωνίζει μαυροντυμένος μέσα σε μια εξωφρενικά πολυτελή έπαυλη, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Η διασημότητά του τρέφεται, εδώ και δεκαετίες, από δεκάδες λόγους και αφορμές, όμως η αποκαρδιωτική ανάλυση του οινόφλυγος rock σνομπισμού κυμαίνεται ανάμεσα στον αποκεφαλισμό άτυχων ζώων με τα δόντια και ένα αποδιοπομπαίο reality show.

Τίποτα δεν θα μπορούσε να σβήσει το όνομα του Ozzy Osbourne από τις περγαμηνές της ιστορίας του rock. Ο κατά πολλούς «νονός του metal» ήταν ο πρώτος και δημοφιλέστερος τραγουδιστής των Black Sabbath, μιας μπάντας που άλλαξε τη ροή της μουσικής. Από τα έξι πρώτα τους άλμπουμ που κυκλοφόρησαν στο διάστημα 1970-1975, θα μπορούσαν να συγκαταλέγονται σε κάθε λίστα των καλύτερων άλμπουμ όλων των εποχών τουλάχιστον τρία - και μάλιστα μού είναι αδιάφορο ποιά τρία, τσακωθείτε πίνοντας μπύρες.

Η σύμπτωση των κομματιών του παζλ και η χημεία της σύνθεσης μιας τέτοιας μπάντας αποτελούν μυστήριο. Ο Osbourne ήταν τυχερός που βρέθηκε στο «όχημα» του τιτάνα Tony Iommi, αλλά και οι Sabbath ήταν τυχεροί που είχαν αυτόν τον τραγουδιστή για μπροστάρη. Το 1979, το κενό που άφησε πίσω του ο Ozzy αποχωρώντας έμελε να καλυφθεί από μια από τις μεγαλύτερες φωνές του metal - αν όχι τη μεγαλύτερη. Πολύ διαφορετικός, αλλά και εμφανώς ικανότερος τραγουδιστής, ο πολύς Ronnie James Dio δεν κατάφερε να σβήσει από τις μνήμες ούτε τη δισκογραφία, ούτε τις ερμηνείες του Ozzy.

Και ποιος θα φανταζόταν ότι η μαγεία θα ερχόταν από αυτόν εκεί τον τύπο; Το 1968, με αφορμή τη μνημειώδη αγγελία: «Ozzy Zig needs gig», ο Tony Iommi είχε βρεθεί στην εξώπορτα του Ozzy και, αναγνωρίζοντας τον παλιό του συμμαθητή, τον γελωτοποιό του σχολείου, εκνευρισμένος είπε: «His name ain' t Ozzy Zig! He's Ozzy Osbourne and he's an idiot! I'm not being in a band with that fucking moron!». Πριν τους Sabbath, η ζωή του νεαρού John Michael Osbourne ήταν ένα πικρό ανέκδοτο. Φρικτός μαθητής, χωρίς να γνωρίζει ότι πάσχει από δυσλεξία και άλλες διανοητικές διαταραχές. Δις στης φυλακής τα σίδερα και παράλληλα μια σειρά από ξεκαρδιστικές απόπειρες να εργασθεί. Τόσο φτωχός που, κυριολεκτικά (και επιτέλους με την κυριολεκτική έννοια του «κυριολεκτικά»), δεν έχαιρε καν του προνομίου του κωλοχάρτου. Η θολούρα της πραγματικότητάς του βρήκε όμως το δρόμο για την απόδραση χάρη στην μουσική των Beatles. Ξετρελάθηκε με τους τέσσερις από το Liverpool, έκανε rock όνειρα. Και όταν μια μέρα, χάρη στο τηλεοπτικό "The Osbournes", κατάφερε να συναντήσει τον Sir Paul McCartney, του χρειάστηκε όλο το χαρτί υγείας που του έλειψε στα νιάτα του, από τη χαρά.

Ίσως από όλα αυτά να πηγάζει η ιδιαιτερότητα και η επιτυχία της φωνητικής του ερμηνείας. Λιτή, ειλικρινής και αβίαστη, με μια πένθιμη μονότονη καθημερινότητα στη απόχρωσή της, είναι η φωνή του πληβείου. Δεν είναι ο τραγουδιστής της τεχνικής, των υψών και της ερμηνευτικής υπερβολής. Η φωνή του, λοιπόν, ταίριαξε άριστα στην ιδιοφυή μουντάδα της πρώτης εποχής των Sabbath, δημιούργησε «σχολή» και για αυτό το λόγο, άλλωστε, η μετέπειτα προσωπική του δισκογραφία φάνταζε απρόσμενη.

Ίσως φταίει και η (για να είμαι ευγενής) ιδιοτροπία της δεκαετίας του '80, αλλά η στροφή του Ozzy, όταν εγκατέλειψε τους Black Sabbath, τουλάχιστον εκπλήσσει. Κοντά στην τρέλα και ψυχολογικά καταρρακωμένος από την κατιούσα πορεία των Sabbath, εθισμένος σε ουσίες και οινοπνεύματα, πιο αυτοκαταστροφικός και πιο βάνδαλος από την εκάστοτε καρικατούρα του rock star, έχοντας κατασπαταλήσει παιδαριωδώς τις τεράστιες αμοιβές του, βρέθηκε άφραγκος να περιμένει το τέλος της καριέρας του. Η σωτηρία, ευτυχώς, ήρθε από την μέλλουσα σύζυγο, την εξίσου με αυτόν παλαβή, αλλά μάλλον πιο δαιμόνια Sharon, που κατάφερε να χτίσει τη νέα του καριέρα και να του φέρει νέες δόξες και συνεχείς «αναστάσεις» με τα χρόνια.

Η αλλαγή του 1980, πάντως, ήταν ογκώδης και η τελικά επιτυχής νέα πολιτική στάθηκε στον αντίποδα της συνταγής των Sabbath. Αφενός, η ανασφάλεια της μοναξιάς στην «επιγραφή του μαγαζιού» καλύφθηκε με εκλεκτούς μουσικούς συνεργάτες και κυρίως με πρωτοκλασάτους βιρτουόζους κιθαρίστες. Από τον εξαιρετικό Randy Rhoads μέχρι τον «δικό μας» Gus G, οι κιθαρίστες του Ozzy αποτελούσαν φερέγγυες και πανίσχυρες παρουσίες και πιστεύω πως ουσιαστικά το μισό βάρος έπεφτε συχνότατα στους δικούς τους ώμους. Όμως, οι δυνατές προσωπικότητές τους και η επιβλητική τους τεχνική κατάρτιση δεν παντρεύονταν με την φωνή του Ozzy τόσο κατάλληλα όσο εκείνη η κολασμένη δωρική επάρκεια του Tony Iommi. Αφετέρου και κατ' επέκταση, οι εκάστοτε νέες μουσικές κατευθύνσεις του μάλλον ακολουθούσαν το ρεύμα της εποχής ή αναμασούσαν το παρελθόν, παρά άνοιγαν μονοπάτια που θα γίνονταν λεωφόροι, όπως είχαν καταφέρει οι Black Sabbath. Φυσικά, η μισή προσωπική δισκογραφία του αποτελείται από καταπληκτικούς δίσκους: το "Blizzard Of Ozz" (1980), το "Diary Of A Madman" (1981), το ζωντανό "Tribute" (1987), το "No More Tears" (1991), το "Ozzmosis" (1995). Ποιός από αυτούς όμως θα μπορούσε να σταθεί απέναντι σε κάποιο από τα αριστουργήματα των Sabbath;

Η σκανδαλώδης σκηνική παρουσία του Ozzy και οι αμέτρητες σπαρταριστές για τον Τύπο αταξίες του, έδωσαν άλλη μια ακόμα διάσταση στον μύθο και στο σόου. Από το να «ξεριζώνει» την περούκα του, έως ότου ψεύτικο αίμα να κυλήσει στο πρόσωπό του, μέχρι το διάσημο ατυχές περιστατικό κατά το οποίο δάγκωσε το κεφάλι μιας πραγματικής νυχτερίδας, οι εμφανίσεις του προκαλούσαν λιποθυμίες. Πόθεν νομίζετε ότι προήλθε η τόσο «καλόγουστη έμπνευση» των ακραίων metal συγκροτημάτων να πετούν κομμάτια κρέατος στο κοινό; Το αξιοπερίεργο είναι ότι, πολύ συχνά, όλα αυτά δεν ήταν κάποιο άριστα εκτελεσμένο προμελετημένο σχέδιο.

Εν πάση περιπτώσει, το σοκ, ηθελημένο ή μη, ήταν το νέο όπλο. Την εποχή του «Blizzard Of Ozz", μέσα σε μια λιμουζίνα που τους οδηγούσε στα κεντρικά της δισκογραφικής CBS στο Los Angeles, η Sharon έδωσε στον μεθυσμένο Ozzy δύο λευκά περιστέρια παροτρύνοντάς τον να τα αφήσει να πετάξουν μέσα στα γραφεία και να φωνάξει «rock 'n' roll», σηκώνοντας τα χέρια και σχηματίζοντας το «ν» με τα δάχτυλά του, ώστε να εντυπωσιάσει. Ο Ozzy αστειεύτηκε ότι θα ήταν καλύτερα να έτρωγε τα κεφάλια τους, για να εντυπωσιάσει ακόμη περισσότερο. Η συνάντηση εκείνη ήταν εξαιρετικά σημαντική, γιατί από αυτήν θα μπορούσε να εξαρτηθεί όλη η νέα καριέρα του στην Αμερική. Λίγη ώρα αργότερα και μετά από μια ξύλινη συζήτηση με ανθρώπους που εμφανώς δεν είχαν την παραμικρή ιδέα περί τίνος πρόκειται, ένα αποκεφαλισμένο περιστέρι σπαρταρούσε μπροστά στα πανικόβλητα μάτια μιας άτυχης δημοσιοσχεσήτισσας, ενώ δίπλα ένα κουστουμαρισμένο στέλεχος ξερνοβολούσε στην παλάμη του, από τη σιχαμάρα.

Τα βιώματα και τα καμώματα του Ozzy Osbourne αρκούν για να πλάσουν έναν τετραπέρατο μύθο, χωρίς καν να μεγαλοποιηθούν. Θυμάμαι ότι, μικρός, διαβάζοντας για αυτόν, για τον μυστήριο και θεότρελο «Prince of Darkness», φυσικά το ενδιαφέρον μου χτυπούσε κόκκινο. Σκεπτόμουν ότι έναν τέτοιο τύπο θα έπρεπε να τον ακολουθεί μια κάμερα εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Έτσι και έγινε, λοιπόν, και δεν είμαι σίγουρος αν νοιώθω μεταμέλεια για την επιθυμία μου. Πάντως, το τζίνι συχνά σε ξεγελάει.

Κατά τη δεκαετία του '90, ο Ozzy είχε ήδη αποσυρθεί και επιστρέψει δυο-τρεις φορές και η εικόνα του είχε ήδη αποβάλει ένα μέρος από τη «splatter» διάστασή της, όταν επιχειρώντας μια νέα επιστροφή στο προσκήνιο ήρθε αντιμέτωπος με μια θεαματική χυλόπιτα από το φεστιβάλ του Lollapalooza, για λόγους «δεινοσαυρισμού» (sic). Έτσι, το 1996, δημιουργήθηκε από τα μέλη της οικογενείας Osbourne ο θεσμός του Ozzfest, ένα γιγάντιο μουσικό φεστιβάλ που περιόδευε και συγκέντρωνε αρχικά όλους τους «ανεπιθύμητους» καλλιτέχνες, τους απορριφθέντες από τα άλλα φεστιβάλ και τα νέα ταλέντα που ήθελαν να στηρίξουν.

Η «επιχείρηση» είχε, λοιπόν, ήδη μια λαμπρή πορεία όταν ήλθε το αδιανόητο. Από το 2002 μέχρι το 2005, το reality show "The Osbournes" κατέλαβε το MTV και αποτέλεσε την πιο δημοφιλή σειρά του καναλιού. Μακριά από οποιαδήποτε αίσθηση του μέτρου και του καθωσπρεπισμού, η απίθανη καθημερινότητα της οικογένειας του Ozzy παραδόθηκε στο θεαθήναι. Λιγότερο «σκηνοθετημένο» από το αντίστοιχο μεταγενέστερο reality του Gene Simmons των Kiss, το "The Osbournes" δεν δίστασε να κατατροπώσει κάθε όριο «τηλεοπτικής πραγματικότητας», καθώς, ξεπερνώντας τον αρχικά αμιγώς διασκεδαστικό χαρακτήρα της σειράς, δεν σταμάτησε να προβάλλεται ακόμη κι όταν η οικογένεια γνώρισε σημαντικές πληγές, όπως ο καρκίνος της Sharon ή το βαρύ αυτοκινητιστικό ατύχημα του Ozzy. Παρά ταύτα, σίγουρα το reality show ενόχλησε μεγάλη μερίδα των οπαδών, που είδαν το είδωλο να απομυθοποιείται και κατά πολλούς να γελοιοποιείται. Ο «Πρίγκιπας του Σκότους» συχνά θύμιζε περισσότερο τον Goofy, παρά στον Nosferatu. Είχε πραγματικά προβλήματα, είχε κακομαθημένα παιδιά και δεν κοιμόταν σε φέρετρο.

Από «φόβος και τρόμος» των φανατικών Χριστιανών, από δήθεν απολογητής της αυτοκτονίας και διαφθορέας της νεολαίας, ο Ozzy πέρασε ξανά στον παντοτινό του ρόλο. Λαμβάνοντας μια νέα μερίδα δημοσιότητας, την αντιμετώπισε όπως πάντα, ως αθεράπευτος γκαφατζής και ατρόμητος αφελής. Προσκεκλημένος σε μια εκδήλωση του Προέδρου της Αμερικής, ο Ozzy ξεπέρασε τον εαυτό του. Δέχτηκε την πρόσκληση του George W. Bush, παρέστη και τού τα έκανε μαντάρα, χοροπηδώντας μεθυσμένος πάνω στο τραπέζι του δείπνου και ουρλιάζοντας. Ίσως ο πάλαι ποτέ Κυβερνήτης του Τέξας δεν θα έπρεπε να είχε ξεχάσει το λόγο για τον οποίο ο καλεσμένος του ήταν persona non grata στο πρώην φέουδό του: το 1982, ο Ozzy, ντυμένος με γυναικείο φόρεμα,  είχε συλληφθεί να ουρεί πάνω στο μνημείο των πεσόντων της μάχης του Alamo.

Είναι αξιοθαύμαστο πόσο τυχερός υπήρξε ένας άνθρωπος που δεν έπαψε ποτέ να παίζει με τη φωτιά. Μια ατελείωτη σειρά γεγονότων οργιάζουσας και ειρωνικής τύχης όρισε την καριέρα του και τού επέτρεψε να επιβιώσει μέσα από αμέτρητα τραγικά περιστατικά που συχνά απείλησαν τη ζωή του. Αυτή λοιπόν η σειρά συνεχών εξωφρενικών ή ξεκαρδιστικών γεγονότων, αυτή η απίστευτη ιστορία της ζωής του, είναι ο λόγος που όλοι ξέρουν τον Ozzy. Έναν καλλιτέχνη που πίνουμε στην υγειά του, διηγούμενοι τις ασύλληπτες ιστορίες του και ακούγοντας τα λατρεμένα τραγούδια του. Έναν άνθρωπο τόσο διάσημο που, όση κι αν ήταν η πίκρα, απέφυγε να παρευρεθεί στην κηδεία της ίδιας της μητέρας του, για να μην τη μετατρέψει σε δημοσιογραφικό τσίρκο. Έναν αυθεντικό κοινωνικά τρελό, από αυτούς που αποφάσισαν να τοποθετήσουν οι ίδιοι τα όρια της αξιοπρέπειάς τους, ταρακουνώντας τα δικά μας.
 

Μανώλης Γεωργακάκης
  • SHARE
  • TWEET