Αφιέρωμα: The Smashing Pumpkins
Από τον Λουκιανό Κοροβέση, 21/08/2007 @ 03:31
Γέννεσις: 1988 - 1991
Η ιστορία των Smashing Pumpkins αρχίζει γύρω στο 1988, όταν ο 19χρονος τότε Billy Corgan γνωρίζει στο δισκάδικο που εργαζόταν στην γεννέτηρά του, το Chicago, τον κιθαρίστα James Iha. Οι δυο τους αρχίζουν να γράφουν κομμάτια πάνω σε ρυθμούς από drum machine, τα οποία ήταν βαθύτατα επηρεασμένα από τους Cure και τους New Order, οι οποίοι και μεσουρανούσαν εκείνη την εποχή. Εκείνη την περίοδο ο Corgan γνωρίζει και σε ένα show την D’arcy Wretzky, η οποία έπαιζε μπάσο, και βλέποντας πως ταιριάζουν σαν άνθρωποι, της προσφέρει την θέση του μπάσου στο συγκρότημά του, θέση την οποία η Wretzky αποδέχεται. Εκείνη την περίοδο η Wretzky δε μπαίνει μόνο στη ζωή του συγκροτήματος, αλλά και στη ζωή του Iha, καθώς οι δυο τους ξεκινούν ένα βραχυπρόθεσμο δεσμό.
Οι Smashing Pumpkins δίνουν το πρώτο τους show στις 9 Ιουλίου του 1988 στο Polish bar του Chicago. Στη συγκεκριμένη συναυλία εμφανίστηκαν μόνο οι δύο άντρες του group και η drum machine, ενώ ένα περίπου μήνα αργότερα, στις 10 Αυγούστου του 1988, το συγκρότημα εμφανίζεται πλέον ως τρίο στο Avalon Nightclub. Mετά τη συγκεκριμένη συναυλία πείθονται από έναν manager να ψάξουν για κανονικό drummer και μετά από μια πρόταση ενός φίλου του Corgan, στη μπάντα μπαίνει ο Jimmy Chamberlin, ένας εξαιρετικός jazz drummer, ο οποίος όμως ήταν εντελώς άσχετος με τη μουσική κατεύθυνση του group. Ο Corgan αργότερα δήλωσε πως «παρότι ο Jimmy ήταν άσχετος με τη μουσική μας, το παίξιμό του μας έκανε να ροκάρουμε περισσότερο και έτσι τον βάλαμε στη μπάντα». Το κουαρτέτο πλέον δίνει το πρώτο του show στις 5 Οκτώβρη του 1988 και το ταξίδι των Smashing Pumpkins στη rock ιστορία μόλις αρχίζει...
Το ταλέντο του σχήματος όμως δεν άργησε πολύ να ανακαλυφθεί. Το 1989 οι Smashing Pumpkins ηχογράφησαν μια σειρά από demo τα οποία αργότερα κυκλοφόρησαν ως bootleg με τον τίτλο “Early 1989 Demos”. Την ίδια χρονιά το συγκρότημα έδωσε ένα τραγούδι του στη συλλογή “Light Into Dark”, στην οποία συμμετείχαν πολλά ανεξάρτητα και ανερχόμενα σχήματα του Chicago. Στη συνέχεια κυκλοφόρησε, το 1990 , το single “I Am One” από την τοπική εταιρία του Chicago Limited Potential και η επιτυχία του οδήγησε στην κυκλοφορία και ενός δεύτερου single, του “Tristessa”, από τη Sub Pop, το οποίο και οδήγησε στη συμφωνία με την Caroline Records.
H μεγάλη στιγμή είχε πλέον φτάσει. Το 1991 οι Smashing Pumpkins ηχογραφούν το ντεμπούτο τους “Gish” με τη βοήθεια του Butch Vig (έκανε και την παραγωγή στο “Nevermind” των Nirvana και είναι κιθαρίστας στους Garbage), το οποίο κόστισε τότε 20.000 δολάρια. Ο Corgan επειδή ήθελε το album να έχει «συνοχή», ηχογράφησε όλα τα όργανα μόνος του, πράγμα που προξένησε αναταραχή στις τάξεις του group. Το “Gish”, το οποίο περιέχει τις πιο ψυχεδελικές και παράτολμες στιγμές των Pumpkins, είναι ένα αρκετά ενδιαφέρον ντεμπούτο, το οποίο όμως δεν έκανε εκείνη την εποχή ιδιαίτερη επιτυχία και σαφέστατα αποτελεί ενδεχομένως την πιο μέτρια στιγμή του σχήματος. Από το album, μόνο το κομμάτι “Rhinoceros” απέκτησε κάποιο παραπάνω airplay στα ραδιόφωνα, αλλά πέρα από αυτό η απήχησή του στο κοινό ήταν περιορισμένη.
Η περιορισμένη αυτή επιτυχία συνδυάστηκε με εξαιρετικές επαγγελματικές επιλογές, αλλά κάκιστες προσωπικές, καθώς η κυκλοφορία του “Gish” βρίσκει μεν το σχήμα να περιοδεύει ως support σε σχήματα όπως οι Red Hot Chilli Peppers, οι Jane’s Addiction και οι Guns N’ Roses, αλλά παράλληλα οι Iha και Wretzky χωρίζουν άσχημα, ο Chamberlin αποκτά ένα πολύ δυνατό εθισμό στα ναρκωτικά και το ποτό και ο Corgan παθαίνει κατάθλιψη... Αυτή του η κατάθλιψη τον κάνει να γράψει κάποια από τα πιο ευαίσθητα κομμάτια του σχήματος μέσα στο garage όπου ζούσε εκείνη την περίοδο. Το επόμενο βήμα του σχήματος σίγουρα θα άλλαζε τις ζωές όλων, οι οποίες εκείνη την περίοδο ήταν σε οριακό σημείο...
Ωρίμανσις: 1992 - 1994
Το 1992 κυκλοφορεί η ταινία “Singles” στης οποίας το soundtrack οι Smashing Pumpkins δίνουν το κομμάτι τους “Drown”. Η ταινία αναφερόταν στη μουσική σκηνή του Seattle και τόσο η ίδια, όσο και το soundtrack, γνώρισαν μεγάλη επιτυχία και ετοίμασαν το έδαφος για το επόμενο «χτύπημα» της μπάντας...
Παρ’ όλο τον δημιουργικό οργασμό του σχήματος, η κατάθλιψη του Corgan είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο, που αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Για να γλυτώσει από την ασθένειά του, ο Corgan μετακομίζει και ζει στο studio, όπου δουλεύοντας συνεχώς, ηχογραφεί το 1993, το επόμενο album της μπάντας, με τίτλο “Siamese Dream”. Στην καρέκλα του παραγωγού κάθεται και πάλι ο Butch Vig και το album ηχογραφείται στην Atlanta της Georgia, τόσο για να είναι απομονωμένο το συγκρότημα από φίλους που θα μπορούσαν να του αποσπάσουν την προσοχή από τη συνθετική διαδικασία, όσο και για να απομονώσουν τον Chamberlin από «φίλους» που του πουλούσαν ναρκωτικά. Παρ’όλα αυτά ο Chamberlin βρήκε νέα βαποράκια στην περιοχή που ηχογραφούσε το σχήμα και πολλές φορές εξαφανιζόταν για μέρες, χωρίς να ξέρει κανείς από τους υπόλοιπους που ήταν.
Το περιβάλλον της ηχογράφησης του δίσκου ήταν πάρα πολύ δύσκολο, καθώς η συσσωρευμένη αρνητική ενέργεια έκανε το σχήμα να βρίσκεται διαρκώς σε κατάσταση τσακωμού. Ο Τύπος της εποχής παρουσίαζε τον Corgan για άλλη μια φορά τυρρανικό, καθώς λέγεται πως ήθελε πάλι και κατάφερε (;) να ηχογραφήσει όλα τα όργανα ο ίδιος - κατηγορία την οποία δεν παραδέχεται ο ίδιος ο Corgan. Το album χρειάστηκε τέσσερις μήνες για να ολοκληρωθεί, κόστισε 250.000 δολλάρια και ντεμπουτάρισε στο νούμερο 10 του Billboard, πουλώντας πάνω από τέσσερα εκατομμύρια στις ΗΠΑ. Τα videos για τα “Today” και “Disarm” παίζονταν κατά κόρον από το Mtv εκείνη την περίοδο και οι Smashing Pumpkins εκτινάχθηκαν σε δημοτικότητα. Το “Siamese Dream” είναι το πρώτο από τα πραγματικά μεγάλα album που έβγαλε το σχήμα και περιέχει κάποιες από τις καλύτερές του στιγμές. Αν και οι ταχύτητες και η σκληρότητα του “Gish” υποχώρησαν, στο “Siamese Dream” η λυρικότητα και η απλές μελωδίες κερδίζουν τον ακροατή και κάνουν τον δίσκο πραγματικά ξεχωριστό.
Το 1994 η εταιρία τους, Virgin, κυκλοφορεί τη συλλογή με σπάνια κομμάτια και bsides “Pisces Iscariot”, η οποία έφτασε μέχρι το νούμερο 4 του Billboard και απέδειξε την ανοδική πορεία του συγκροτήματος. Επίσης την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε σε VHS το “Vieuphoria” το οποίο ήταν μια συλλογή από ζωντανές εμφανίσεις των Smashing Pumpkins και backstage υλικό.
Θέωσις: 1995- 1997
Ο Corgan δούλεψε ασταμάτητα την επόμενη χρονιά και, σύμφωνα με δηλώσεις του, έγραψε 56 κομμάτια για το επόμενο album της μπάντας. Έτσι με το υλικό αυτό στα χέρια, οι Smashing Pumpkins επέστρεψαν στο studio μαζί με τους παραγωγούς Flood και Alan Moulder για να ηχογραφήσουν τον δίσκο, ο οποίος χαρακτηρίστηκε από τον Corgan ως το “The Wall για την Generation X”.
Το αποτέλεσμα ήταν το big-hit της μπάντας “Mellon Collie And The Infinite Sadness”, ένα διπλό album που περιείχε τελικά 28 κομμάτια και διαρκούσε πάνω από δύο ώρες. Το “Mellon Collie” ακόμα και σήμερα θεωρείται από κοινό και κριτικούς ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει η μπάντα, με πολλά «μεγάλα» κομμάτια, πιο πομπώδη διάθεση απ’ότι στο παρελθόν, αλλά με το συγγραφικό οίστρο του Corgan να έχει πιάσει το ανώτατο σημείο του. Το album κυκλοφόρησε και σε τριπλό βινύλιο με 2 extra κομμάτια και διαφορετικό tracklisting. Τα κομμάτια «έδεναν» απόλυτα μεταξύ τους ως θεματολογία, καθώς ο Corgan ήθελε με αυτό να συμβολίσει τον κύκλο της ζωής και του θανάτου. Το περιοδικό Τime χαρακτήρισε το album ως «ό,τι πιο φιλόδοξο και ολοκληρωμένο έχει κάνει το σχήμα» και το “Mellon Collie” με το που κυκλοφόρησε μπήκε στο νούμερο 1 του Billboard τον Οκτώβρη του 1995. Το album έγινε 9 φορές πλατινένιο στις ΗΠΑ, ξεπέρασε τις πωλήσεις του προηγούμενου “Siamese Dream” και ακόμη και σήμερα είναι το διπλό album με τις περισσότερες πωλήσεις για τη δεκαετία των ‘90s. Επίσης το album κέρδισε εννέα υποψηφιότητες στα Grammy του 1997 (μεταξύ άλλων και αυτήν για τον «Καλύτερο Δίσκο»), αλλά κέρδισε μόνο την κατηγορία “Best Hard Rock Performance” για το κομμάτι τους (αποθέωση) “Bullet With Butterfly Wings”. To συγκεκριμένο κομμάτι και τα “1979”, “Tonight, Tonight”, “Zero” και “Thirty Three” αποτέλεσαν και τα πέντε single που βγήκαν από το συγκεκριμένο album, εκ των οποίων τα τρία πρώτα έγιναν χρυσά σε πωλήσεις και το “Zero” μπήκε στο Top 40. Πολλά από τα κομμάτια που δεν περιλήφθηκαν στην κανονική έκδοση του δίσκου μπήκαν ως bsides στα singles του σχήματος και τελικά βρέθηκαν όλα στη συλλογή “The Aeroplane Flies High”, η οποία αν και αρχικά είχε αποφασιστεί να περιοριστεί στα 200.000 αντίτυπα, εκδόθηκε σε περισσότερα λόγω του sold out της σε λίγες μόνο μέρες, λόγω της τεράστιας ζήτησης.
Το 1996 οι Pumpkins ξεκίνησαν μια εκτεταμένη παγκόσμια περιοδεία για να προωθήσουν το “Mellon Collie”. To look του Corgan εκείνη την περίοδο, με το ξυρισμένο κεφάλι, το εμβληματικό μαύρο “Zero” μπλουζάκι του και το ασημί παντελόνι, έγινε το επίκεντρο της συζήτησης όλων αυτών που ασχολούνταν με το συγκρότημα. Την εποχή εκείνη τα videos τους έπαιζαν συνέχεια στο Mtv, τα βραβεία διαδέχονταν το ένα το άλλο και το μπλουζάκι “Zero” πουλούσε σαν τρελό, κάνοντας τους Pumpkins το μεγαλύτερο όνομα της rock σκηνής εκείνη την περίοδο.
Η δημοτικότητα του συγκροτήματος το έκανε να δίνει sold-out show και το κακό δεν άργησε να συμβεί. Σε μια συναυλία του σχήματος στο Point Theatre του Δουβλίνου στην Ιρλανδία, ο χώρος ήταν κατάμεστος και το κοινό έκανε τόσο moshing που ο Corgan φοβήθηκε ότι θα πάθει κάποιος κάτι και έτσι ζήτησε από μικροφώνου σε όλους «να είναι πιο προσεκτικοί και να σταματήσουν να χτυπιούνται τόσο». Παρ’όλα αυτά κάτι τέτοιο δεν έγινε και η 17χρονη οπαδός του σχήματος Benadette O’ Brien έχασε τη ζωή της στη συναυλία εκείνη εξαιτίας του συνεχούς moshing. Το συγκρότημα διέκοψε τη συναυλία και ακύρωσε και το επόμενο show του στο Belfast εξαιτίας αυτού του γεγονότος, αλλά δε σταμάτησε να παίζει σε ανοικτές αρένες.
Οι τραγωδίες για τη μπάντα όμως δε σταμάτησαν εδώ. Στις 11 Ιουλίου του 1996, και ενώ βρίσκονταν σε περιοδεία, ο session πληκτράς τους Jonathan Melvoin και ο Chamberlin πήραν υπερβολική δόση ναρκωτικών σε ένα ξενοδοχείο στη Νέα Υόρκη. Το αποτέλεσμα; Ο Melvoin πέθανε και ο Chamberlin συνελήφθη για κατοχή ναρκωτικών. Μετά από λίγες μέρες, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, ο ταλαντούχος drummer απολύεται από το συγκρότημα και οι Pumpkins συνεχίζουν την περιοδεία με άλλο drummer και πληκτρά, απόφαση που έπληξε στο έπακρο τη φήμη των Pumpkins και τη μουσική τους, όπως παραδέχτηκε μετά από χρόνια ο Corgan. Στις συνεντεύξεις που έδινε το σχήμα για το εν λόγω album, δήλωνε πως το «rock έχει μουχλιάσει» και πως «αυτός είναι ο τελευταίος μας κανονικός δίσκος», ενώ ο Iha δήλωνε πως «βαριέται πλέον να παίζει rock μουσική» και πως «το μέλλον βρίσκεται στην ηλεκτρονική μουσική».
Έρεβος: 1998 - 2000
Μετά την κυκλοφορία του “Mellon Collie” οι Pumpkins έδωσαν πολλά από τα κομμάτια τους σε διάφορες συλλογές. Το κομμάτι τους “Eye”, το οποίο κυκλοφόρησε στις αρχές του 1997, ήταν σχεδόν εξολοκλήρου ηλεκτρονικό και με αυτό η μπάντα έδειχνε να ακολουθεί την κεντρική ιδέα του Corgan, η οποία ήταν «να απομακρυνθούμε από τον παραδοσιακό rock ήχο και να επαναδιαμορφώσουμε τη μουσική μας». Την ίδια χρονιά οι Pumpkins έγραψαν το κομμάτι “The End Is The Begging Is The End” για το soundtrack του “Batman And Robin” και με αυτό κέρδισαν το Grammy του 1998 για την καλύτερη “hard rock performance”. Το κομμάτι (στο οποίο έπαιξε drums ο Matt Walker) θύμιζε πολύ σε ύφος το κλασικό hit του συγκροτήματος “Bullet With Butterfly Wings” και έκανε καλή αίσθηση. Αν και ο Corgan δήλωνε τότε ότι ο ήχος του σχήματος στο μέλλον θα ήταν περίπου αυτός, το 1998 το σχήμα κυκλοφορεί το τέταρτο album του με τίτλο “Adore”, στο οποίο οι Pumpkins αφήνουν πολύ πίσω τον παραδοσιακό rock ήχο και χώνονται πολύ στην ηλεκτρονική μουσική. Ο δίσκος είναι ο πιο πειραματικος και σκοτεινός που έχουν κυκλοφορήσει και είναι σαφέστατα επηρεασμένος από το διαζύγιο του Corgan και το θάνατο της μητέρας του την ίδια χρονιά. Στο “Adore” συναντάμε ως επί το πλείστον κομμάτια με drum machine, για τη χρήση της οποίας ο Corgan συμβουλεύτηκε φίλους του drummers. Η αλλαγή του ύφους έφερε και αλλαγή στο look της μπάντας, με μαύρα ρούχα, μακιγιάζ και attitude να έρχονται σε πρώτο πλάνο.
Παρ' ότι το “Adore” πήρε αρκετά καλές κριτικές και ήταν υποψήφιο για την “καλύτερη alternative performance” εκείνης της χρονιάς, το album, που πούλησε μόνο (!) 830.000 αντίτυπα στις ΗΠΑ και τα τριπλάσια στον υπόλοιπο κόσμο, θεωρήθηκε ως «αποτυχία» (!) από τους ειδικούς της μουσικής βιομηχανίας. Στις 30 Ιουνίου του 1998 οι Pumpkins άρχισαν μια περιοδεία η οποία περιείχε δεκαεπτά ημερομηνίες και δεκαπέντε πόλεις, τα έσοδα της οποίας (γύρω στα 2,8 εκατομμύρια δολάρια) πήγαν εξολοκλήρου σε δωρεές και φιλανθρωπίες, αφήνοντας τη μπάντα να πληρώσει από την τσέπη της όλα τα λειτουργικά έξοδα.
Το 1999 το συγκρότημα ξάφνιασε τους πάντες, όταν ξαναενώθηκε με τον αποτοξινωμένο πλέον Chamberlin για μια μικρή περιοδεία μετίτλο “The Arising”, στην οποία έπαιζαν τόσο κλασικά, όσο και νέα κομμάτια. Το νέο «παλιό» lineup ήταν και πάλι βραχύβιο, αλλά κατάφερε να ηχογραφήσει το επόμενο album της μπάντας με τίτλο “Machina / The Machines Of God” και το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ανακοινώνεται τόσο η αποχώρηση της μπασίστριας Wretzky όσο και η πρόσληψη της μπασίστριας των Hole, Melissa Auf Der Maur (σημ: κόλλημα και αυτός ο Corgan με τις γυναίκες μπασίστριες!). Η Melissa συνόδευσε το συγκρότημα τόσο στην περιοδεία για το album με τίτλο “Sacred And Profane” όσο και στα videos της εποχής. Το “Machina” κυκλοφόρησε τελικά το 2000 και ήταν μια στροφή των Pumpkins προς τον πιο κλασικό ήχο, με τα κομμάτια του να είναι πιο κιθαριστικά και λιγότερο πειραματικά σε σχέση με τον σκοτεινό πρωκάτοχό του. Το album ντεμπουτάρισε στο νούμερο 3 του Billboard, αλλά έφυγε γρήγορα από τη σχετική λίστα και έγινε χρυσό τελικά το 2007!
Στις 23 Μαΐου του 2000, σε μια ζωντανή ραδιοφωνική εκπομπή του Los Angeles, ο Corgan ανακοινώνει πως μετά από την επόμενη κυκλοφορία και περιοδεία το συγκρότημα θα διαλυόταν. Έτσι και έγινε. Το τελευταίο album του σχήματος πριν τη διάλυση ονομάστηκε “MachinaII / The Friends & Enemies Of Modern Music” και κυκλοφόρησε το Σεπτέμβριο του 2000 σε 25 αντίτυπα βινυλίου και με εντολή για δωρεάν διανομή του στο internet. Το album, το οποίο εκδόθηκε από την εταιρία Constantinople Records, ιδιοκτησίας Corgan, αποτελούταν από ένα διπλό LP και 3 δεκάιντσα EPs. Η αλήθεια είναι ότι λόγω του ιδιότροπου της κυκλοφορίας του, είναι το λιγότερο διαδεδομένο album και από τα λιγότερο γνωστά τους. Ακόμη και σήμερα είναι κάπως δύσκολο να βρεθεί στο internet και ηχητικά μοιάζει πολύ στο πρώτο μέρος, όντας όμως υποδεέστερο.
Στις 2 Δεκεμβρίου του 2000 οι Smashing Pumpkins έδωσαν το τελευταίο τους show, πριν τη διάλυση, στο Metro του Chicago, μέρος που είχαν δώσει και το πρώτο τους show δώδεκα χρόνια πριν. Η συναυλία που κράτησε τέσσερις (!) ώρες και στην οποία ακούστηκαν 35 κομμάτια από όλη τη δισκογραφία του συγκροτήματος ήταν ιδιαίτερα φορτισμένη συναισθηματικά και συνοδεύτηκε από την έκδοση του single “Untitled”.
Διάλυσις: 2001 - 2004
Το 2001 κυκλοφορεί η συλλογή “Rotten Apples” με τα καλύτερα κομμάτια του σχήματος. Η συλλογή κυκλοφόρησε και σε περιορισμένη έκδοση με δύο δίσκους, στην οποία ο δεύτερος περιείχε bsides και σπάνια κομμάτια υπό τον τίτλο “Judas O”. Την ίδια εποχή κυκλοφορεί και το dvd “Greatest Hits Video Collection” με όλα τα videos του σχήματος και κάποια ακυκλοφόρητα κομμάτια. Το “Vieuphoria” κυκλοφόρησε σε dvd το 2002, όπως και το soundtrack του “Earphoria”, το οποίο είχε κυκλοφορήσει μόνο μέσω κάποιων ραδιοφωνικών σταθμών το 1994.
Οι Corgan / Chamberlin ξαναενώθηκαν το 2001 υπό το όνομα των Zwan και κυκλοφόρησαν τον δίσκο “Mary Star Of The Sea”. Το album πήρε κάποιες καλές κριτικές, αλλά το group μετά από λίγες live εμφανίσεις διαλύθηκε το 2003 υπό μυστηριώδεις συνθήκες. Τον Οκτώβρη του 2004 ο Corgan κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο “Blinking With Fists”, το οποίο ήταν μια ποιητική συλλογή του ίδιου. Τον Ιούνιο του 2005 ο Corgan κυκλοφόρησε το πρώτο του solo album με τίτλο “TheFutureEmbrace”, το οποίο και πήρε ανάμεικτες κριτικές και ήταν άλλη μια απόδειξη ότι ο πάλαι πότε εγκέφαλος του group δε μπορούσε να λειτουργήσει μακριά από το όνομα των Smashing Pumpkins. To album έβγαλε μόνο το single “Walking Shade”.
H συνέχεια είχε για τους υπόλοιπους: ένα solo rock / jazz project για τον Chamberlin με τίτλο The Jimmy Chamberlin Complex, οι οποίοι κυκλοφόρησαν μόνο ένα album το 2005 με τίτλο “Life Begins Again”, για τον Iha τη συνεργασία του με τους A Perfect Circle στο “eMOTIVe” album (διαβάστε την κριτική εδώ) και σε κάποιες περιοδείες τους και για την D’arcy μια σύλληψη για κατοχή κοκαΐνης και τελικά απαλλαγή. Αν και ο Corgan δήλωνε όπου μπορούσε ότι «η καρδία του ανήκει ακόμα στους Smashing Pumpkins», αυτό δεν τον εμπόδιζε να αποκλείει κάθε περίπτωση επανασύνδεσης. Επίσης μέσω του blog του και κάποιων δηλώσεων του, καταφερόταν τόσο εναντίον της D’arcy, την οποία χαρακτήριζε ως «κακιά ναρκομανή», όσο και του Iha, τον οποίο κατηγόρησε για τη διάλυση του group. Ο Iha απάντησε ότι «μόνο ο Billy θα μπορούσε να διαλύσει τους Pumpkins, όπως και έκανε» και τελικά η αλήθεια για το ποιος πραγματικά ευθύνεται για τη διάλυση του σχήματος παραμένει ακόμα και σήμερα άγνωστη.
Αναγέννησις: 2005 - present
Η πρώτη ανακοίνωση της επαναδραστηριοποίησης των Smashing Pumpkins έγινε στις 21 Ιουνίου του 2005, μέρα κυκλοφορίας του προσωπικού δίσκου του Corgan, από τον ίδιο τον Corgan, σε μια ολοσέλιδη καταχώρησή του στην Chicago Tribune. Την είδηση επιβεβαίωσε λίγο καιρό μετά τόσο ο Chamberlin, όσο και η Melissa Auf der Maur, και όταν τελικά το MTV.com το ανακοίνωσε και αυτό με τη σειρά του το Φεβρουάριο του 2006, μιλώντας για νέο album και νέα περιοδεία, όλοι το θεώρησαν σχεδόν σίγουρο. Το επίσημο site του συγκροτήματος ανακοινώνει και επισημοποιεί το reunion των Pumpkins την 20στη Απριλίου του 2006 και παράλληλα αναφέρει πως το group θα μπει στο studio με τον παραγωγό Roy Thomas Baker, ο οποίος είχε κάτσει πίσω από την κονσόλα και για τους Queen. Επίσης στην ηχογράφηση του album βοήθησε και ο παραγωγός Terry Date, ο οποίος είχε κάνει παραγωγές για τους Pantera, τους Deftones και τους Soundgarden.
Στη νέα σύνθεση των Pumpkins συμμετέχουν τόσο ο Corgan, όσο και o Chamberlin, αλλά μετά τις δηλώσεις της Auf Der Maur ότι δε θα έπαιζε στο σχήμα, όλοι αναρωτιόνταν για το ποιοι μουσικοί θα πλαισίωναν τους δύο άντρες. Στην πρώτη συναυλία των Pumpkins μετά το 2000, στις 22 Μαΐου του 2007 στο Παρίσι, ο κύριος Jeff Schroeder στην κιθάρα και η κυρία Ginger Reyes στο μπάσο αποκαλύφθηκαν ως τα νέα μέλη των Smashing Pumpkins. Μαζί τους έπαιξε πλήκτρα και η Lisa Harriton. Στη συνέχεια οι Pumpkins κυκλοφόρησαν το single “Tarantula” από το επόμενο πολυαναμενόμενο album τους, single το οποίο έκανε πολύ καλή αίσθηση. Τελικά ο νέος δίσκος κυκλοφόρησε τον Ιούλιο από τη Reprise Records, φέροντας τον τίτλο “Zeitgeist”, και ντεμπουτάρισε στο νούμερο 2 του Billboard. Ο δίσκος είναι φρέσκος και ανανεωτικός και, αν και πήρε ανάμεικτες κριτικές, απέδειξε το μεγαλείο του σχήματος για άλλη μια φορά. Τη γνώμη του rocking.gr μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Αυτή τη στιγμή οι Smashing Pumpkins περιοδεύουν και στα τέλη του μήνα ξαναπερνάνε από την Ελλάδα μετά από πολλά χρόνια. Ας δούμε αν η μεγαλοφυία του Corgan έχει συγκρατήσει τον live δυναμισμό του παρελθόντος σε μια συναυλία που θα κλείσει ιδανικά το φετινό συναυλιακό καλοκαίρι.
Ξέρετε ότι:
Στα πρώτα βήματα του συγκροτήματος ο Corgan έβγαινε με την Courtney Love, τραγουδίστρια των Hole και μετέπειτα γυναίκα του Kurt Cobain;
To 1996 το συγκρότημα έπαιξε σε ένα επεισόδιο των Simpsons με τίτλο “Homerpalooza”;
Tα (25) επίσημα αντίτυπα του δίσκου “Machina II” πήγαν στα μέλη του συγκροτήματος και σε εκλεκτούς φίλους του και σήμερα θεωρούνται υπερπολύτιμα και υπερσπάνια;
Καθένας από το κοινό της τελευταίας συναυλίας των Pumpkins πριν τη διάλυσή τους πήρε ένα υπερσπάνιο δισκάκι το οποίο περιείχε ηχογραφημένη την πρώτη τους συναυλία στον ίδιο χώρο, με τίτλο “Live At Cabaret Metro 10-5-88”;
Κατά τη διάρκεια του 2001 ο Corgan περιόδευσε ως μέλος των New Order και τραγούδησε κάποια μέρη στο comeback album τους “Get Ready”;
Ο παραγωγός του “Zeitgeist” Roy Thomas Baker έκανε την παραγωγή σε πολλά albums των Queen, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και το κλασικό “A Night At The Opera”;
Στις 7 Ιουλίου του 2007 το συγκρότημα έπαιξε στο New Jersey υπό τη σκέπη του κινήματος Live Earth;
Η ιστορία των Smashing Pumpkins αρχίζει γύρω στο 1988, όταν ο 19χρονος τότε Billy Corgan γνωρίζει στο δισκάδικο που εργαζόταν στην γεννέτηρά του, το Chicago, τον κιθαρίστα James Iha. Οι δυο τους αρχίζουν να γράφουν κομμάτια πάνω σε ρυθμούς από drum machine, τα οποία ήταν βαθύτατα επηρεασμένα από τους Cure και τους New Order, οι οποίοι και μεσουρανούσαν εκείνη την εποχή. Εκείνη την περίοδο ο Corgan γνωρίζει και σε ένα show την D’arcy Wretzky, η οποία έπαιζε μπάσο, και βλέποντας πως ταιριάζουν σαν άνθρωποι, της προσφέρει την θέση του μπάσου στο συγκρότημά του, θέση την οποία η Wretzky αποδέχεται. Εκείνη την περίοδο η Wretzky δε μπαίνει μόνο στη ζωή του συγκροτήματος, αλλά και στη ζωή του Iha, καθώς οι δυο τους ξεκινούν ένα βραχυπρόθεσμο δεσμό.
Οι Smashing Pumpkins δίνουν το πρώτο τους show στις 9 Ιουλίου του 1988 στο Polish bar του Chicago. Στη συγκεκριμένη συναυλία εμφανίστηκαν μόνο οι δύο άντρες του group και η drum machine, ενώ ένα περίπου μήνα αργότερα, στις 10 Αυγούστου του 1988, το συγκρότημα εμφανίζεται πλέον ως τρίο στο Avalon Nightclub. Mετά τη συγκεκριμένη συναυλία πείθονται από έναν manager να ψάξουν για κανονικό drummer και μετά από μια πρόταση ενός φίλου του Corgan, στη μπάντα μπαίνει ο Jimmy Chamberlin, ένας εξαιρετικός jazz drummer, ο οποίος όμως ήταν εντελώς άσχετος με τη μουσική κατεύθυνση του group. Ο Corgan αργότερα δήλωσε πως «παρότι ο Jimmy ήταν άσχετος με τη μουσική μας, το παίξιμό του μας έκανε να ροκάρουμε περισσότερο και έτσι τον βάλαμε στη μπάντα». Το κουαρτέτο πλέον δίνει το πρώτο του show στις 5 Οκτώβρη του 1988 και το ταξίδι των Smashing Pumpkins στη rock ιστορία μόλις αρχίζει...
Το ταλέντο του σχήματος όμως δεν άργησε πολύ να ανακαλυφθεί. Το 1989 οι Smashing Pumpkins ηχογράφησαν μια σειρά από demo τα οποία αργότερα κυκλοφόρησαν ως bootleg με τον τίτλο “Early 1989 Demos”. Την ίδια χρονιά το συγκρότημα έδωσε ένα τραγούδι του στη συλλογή “Light Into Dark”, στην οποία συμμετείχαν πολλά ανεξάρτητα και ανερχόμενα σχήματα του Chicago. Στη συνέχεια κυκλοφόρησε, το 1990 , το single “I Am One” από την τοπική εταιρία του Chicago Limited Potential και η επιτυχία του οδήγησε στην κυκλοφορία και ενός δεύτερου single, του “Tristessa”, από τη Sub Pop, το οποίο και οδήγησε στη συμφωνία με την Caroline Records.
H μεγάλη στιγμή είχε πλέον φτάσει. Το 1991 οι Smashing Pumpkins ηχογραφούν το ντεμπούτο τους “Gish” με τη βοήθεια του Butch Vig (έκανε και την παραγωγή στο “Nevermind” των Nirvana και είναι κιθαρίστας στους Garbage), το οποίο κόστισε τότε 20.000 δολάρια. Ο Corgan επειδή ήθελε το album να έχει «συνοχή», ηχογράφησε όλα τα όργανα μόνος του, πράγμα που προξένησε αναταραχή στις τάξεις του group. Το “Gish”, το οποίο περιέχει τις πιο ψυχεδελικές και παράτολμες στιγμές των Pumpkins, είναι ένα αρκετά ενδιαφέρον ντεμπούτο, το οποίο όμως δεν έκανε εκείνη την εποχή ιδιαίτερη επιτυχία και σαφέστατα αποτελεί ενδεχομένως την πιο μέτρια στιγμή του σχήματος. Από το album, μόνο το κομμάτι “Rhinoceros” απέκτησε κάποιο παραπάνω airplay στα ραδιόφωνα, αλλά πέρα από αυτό η απήχησή του στο κοινό ήταν περιορισμένη.
Η περιορισμένη αυτή επιτυχία συνδυάστηκε με εξαιρετικές επαγγελματικές επιλογές, αλλά κάκιστες προσωπικές, καθώς η κυκλοφορία του “Gish” βρίσκει μεν το σχήμα να περιοδεύει ως support σε σχήματα όπως οι Red Hot Chilli Peppers, οι Jane’s Addiction και οι Guns N’ Roses, αλλά παράλληλα οι Iha και Wretzky χωρίζουν άσχημα, ο Chamberlin αποκτά ένα πολύ δυνατό εθισμό στα ναρκωτικά και το ποτό και ο Corgan παθαίνει κατάθλιψη... Αυτή του η κατάθλιψη τον κάνει να γράψει κάποια από τα πιο ευαίσθητα κομμάτια του σχήματος μέσα στο garage όπου ζούσε εκείνη την περίοδο. Το επόμενο βήμα του σχήματος σίγουρα θα άλλαζε τις ζωές όλων, οι οποίες εκείνη την περίοδο ήταν σε οριακό σημείο...
Ωρίμανσις: 1992 - 1994
Το 1992 κυκλοφορεί η ταινία “Singles” στης οποίας το soundtrack οι Smashing Pumpkins δίνουν το κομμάτι τους “Drown”. Η ταινία αναφερόταν στη μουσική σκηνή του Seattle και τόσο η ίδια, όσο και το soundtrack, γνώρισαν μεγάλη επιτυχία και ετοίμασαν το έδαφος για το επόμενο «χτύπημα» της μπάντας...
Παρ’ όλο τον δημιουργικό οργασμό του σχήματος, η κατάθλιψη του Corgan είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο, που αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Για να γλυτώσει από την ασθένειά του, ο Corgan μετακομίζει και ζει στο studio, όπου δουλεύοντας συνεχώς, ηχογραφεί το 1993, το επόμενο album της μπάντας, με τίτλο “Siamese Dream”. Στην καρέκλα του παραγωγού κάθεται και πάλι ο Butch Vig και το album ηχογραφείται στην Atlanta της Georgia, τόσο για να είναι απομονωμένο το συγκρότημα από φίλους που θα μπορούσαν να του αποσπάσουν την προσοχή από τη συνθετική διαδικασία, όσο και για να απομονώσουν τον Chamberlin από «φίλους» που του πουλούσαν ναρκωτικά. Παρ’όλα αυτά ο Chamberlin βρήκε νέα βαποράκια στην περιοχή που ηχογραφούσε το σχήμα και πολλές φορές εξαφανιζόταν για μέρες, χωρίς να ξέρει κανείς από τους υπόλοιπους που ήταν.
Το περιβάλλον της ηχογράφησης του δίσκου ήταν πάρα πολύ δύσκολο, καθώς η συσσωρευμένη αρνητική ενέργεια έκανε το σχήμα να βρίσκεται διαρκώς σε κατάσταση τσακωμού. Ο Τύπος της εποχής παρουσίαζε τον Corgan για άλλη μια φορά τυρρανικό, καθώς λέγεται πως ήθελε πάλι και κατάφερε (;) να ηχογραφήσει όλα τα όργανα ο ίδιος - κατηγορία την οποία δεν παραδέχεται ο ίδιος ο Corgan. Το album χρειάστηκε τέσσερις μήνες για να ολοκληρωθεί, κόστισε 250.000 δολλάρια και ντεμπουτάρισε στο νούμερο 10 του Billboard, πουλώντας πάνω από τέσσερα εκατομμύρια στις ΗΠΑ. Τα videos για τα “Today” και “Disarm” παίζονταν κατά κόρον από το Mtv εκείνη την περίοδο και οι Smashing Pumpkins εκτινάχθηκαν σε δημοτικότητα. Το “Siamese Dream” είναι το πρώτο από τα πραγματικά μεγάλα album που έβγαλε το σχήμα και περιέχει κάποιες από τις καλύτερές του στιγμές. Αν και οι ταχύτητες και η σκληρότητα του “Gish” υποχώρησαν, στο “Siamese Dream” η λυρικότητα και η απλές μελωδίες κερδίζουν τον ακροατή και κάνουν τον δίσκο πραγματικά ξεχωριστό.
Το 1994 η εταιρία τους, Virgin, κυκλοφορεί τη συλλογή με σπάνια κομμάτια και bsides “Pisces Iscariot”, η οποία έφτασε μέχρι το νούμερο 4 του Billboard και απέδειξε την ανοδική πορεία του συγκροτήματος. Επίσης την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε σε VHS το “Vieuphoria” το οποίο ήταν μια συλλογή από ζωντανές εμφανίσεις των Smashing Pumpkins και backstage υλικό.
Θέωσις: 1995- 1997
Ο Corgan δούλεψε ασταμάτητα την επόμενη χρονιά και, σύμφωνα με δηλώσεις του, έγραψε 56 κομμάτια για το επόμενο album της μπάντας. Έτσι με το υλικό αυτό στα χέρια, οι Smashing Pumpkins επέστρεψαν στο studio μαζί με τους παραγωγούς Flood και Alan Moulder για να ηχογραφήσουν τον δίσκο, ο οποίος χαρακτηρίστηκε από τον Corgan ως το “The Wall για την Generation X”.
Το αποτέλεσμα ήταν το big-hit της μπάντας “Mellon Collie And The Infinite Sadness”, ένα διπλό album που περιείχε τελικά 28 κομμάτια και διαρκούσε πάνω από δύο ώρες. Το “Mellon Collie” ακόμα και σήμερα θεωρείται από κοινό και κριτικούς ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει η μπάντα, με πολλά «μεγάλα» κομμάτια, πιο πομπώδη διάθεση απ’ότι στο παρελθόν, αλλά με το συγγραφικό οίστρο του Corgan να έχει πιάσει το ανώτατο σημείο του. Το album κυκλοφόρησε και σε τριπλό βινύλιο με 2 extra κομμάτια και διαφορετικό tracklisting. Τα κομμάτια «έδεναν» απόλυτα μεταξύ τους ως θεματολογία, καθώς ο Corgan ήθελε με αυτό να συμβολίσει τον κύκλο της ζωής και του θανάτου. Το περιοδικό Τime χαρακτήρισε το album ως «ό,τι πιο φιλόδοξο και ολοκληρωμένο έχει κάνει το σχήμα» και το “Mellon Collie” με το που κυκλοφόρησε μπήκε στο νούμερο 1 του Billboard τον Οκτώβρη του 1995. Το album έγινε 9 φορές πλατινένιο στις ΗΠΑ, ξεπέρασε τις πωλήσεις του προηγούμενου “Siamese Dream” και ακόμη και σήμερα είναι το διπλό album με τις περισσότερες πωλήσεις για τη δεκαετία των ‘90s. Επίσης το album κέρδισε εννέα υποψηφιότητες στα Grammy του 1997 (μεταξύ άλλων και αυτήν για τον «Καλύτερο Δίσκο»), αλλά κέρδισε μόνο την κατηγορία “Best Hard Rock Performance” για το κομμάτι τους (αποθέωση) “Bullet With Butterfly Wings”. To συγκεκριμένο κομμάτι και τα “1979”, “Tonight, Tonight”, “Zero” και “Thirty Three” αποτέλεσαν και τα πέντε single που βγήκαν από το συγκεκριμένο album, εκ των οποίων τα τρία πρώτα έγιναν χρυσά σε πωλήσεις και το “Zero” μπήκε στο Top 40. Πολλά από τα κομμάτια που δεν περιλήφθηκαν στην κανονική έκδοση του δίσκου μπήκαν ως bsides στα singles του σχήματος και τελικά βρέθηκαν όλα στη συλλογή “The Aeroplane Flies High”, η οποία αν και αρχικά είχε αποφασιστεί να περιοριστεί στα 200.000 αντίτυπα, εκδόθηκε σε περισσότερα λόγω του sold out της σε λίγες μόνο μέρες, λόγω της τεράστιας ζήτησης.
Το 1996 οι Pumpkins ξεκίνησαν μια εκτεταμένη παγκόσμια περιοδεία για να προωθήσουν το “Mellon Collie”. To look του Corgan εκείνη την περίοδο, με το ξυρισμένο κεφάλι, το εμβληματικό μαύρο “Zero” μπλουζάκι του και το ασημί παντελόνι, έγινε το επίκεντρο της συζήτησης όλων αυτών που ασχολούνταν με το συγκρότημα. Την εποχή εκείνη τα videos τους έπαιζαν συνέχεια στο Mtv, τα βραβεία διαδέχονταν το ένα το άλλο και το μπλουζάκι “Zero” πουλούσε σαν τρελό, κάνοντας τους Pumpkins το μεγαλύτερο όνομα της rock σκηνής εκείνη την περίοδο.
Η δημοτικότητα του συγκροτήματος το έκανε να δίνει sold-out show και το κακό δεν άργησε να συμβεί. Σε μια συναυλία του σχήματος στο Point Theatre του Δουβλίνου στην Ιρλανδία, ο χώρος ήταν κατάμεστος και το κοινό έκανε τόσο moshing που ο Corgan φοβήθηκε ότι θα πάθει κάποιος κάτι και έτσι ζήτησε από μικροφώνου σε όλους «να είναι πιο προσεκτικοί και να σταματήσουν να χτυπιούνται τόσο». Παρ’όλα αυτά κάτι τέτοιο δεν έγινε και η 17χρονη οπαδός του σχήματος Benadette O’ Brien έχασε τη ζωή της στη συναυλία εκείνη εξαιτίας του συνεχούς moshing. Το συγκρότημα διέκοψε τη συναυλία και ακύρωσε και το επόμενο show του στο Belfast εξαιτίας αυτού του γεγονότος, αλλά δε σταμάτησε να παίζει σε ανοικτές αρένες.
Οι τραγωδίες για τη μπάντα όμως δε σταμάτησαν εδώ. Στις 11 Ιουλίου του 1996, και ενώ βρίσκονταν σε περιοδεία, ο session πληκτράς τους Jonathan Melvoin και ο Chamberlin πήραν υπερβολική δόση ναρκωτικών σε ένα ξενοδοχείο στη Νέα Υόρκη. Το αποτέλεσμα; Ο Melvoin πέθανε και ο Chamberlin συνελήφθη για κατοχή ναρκωτικών. Μετά από λίγες μέρες, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, ο ταλαντούχος drummer απολύεται από το συγκρότημα και οι Pumpkins συνεχίζουν την περιοδεία με άλλο drummer και πληκτρά, απόφαση που έπληξε στο έπακρο τη φήμη των Pumpkins και τη μουσική τους, όπως παραδέχτηκε μετά από χρόνια ο Corgan. Στις συνεντεύξεις που έδινε το σχήμα για το εν λόγω album, δήλωνε πως το «rock έχει μουχλιάσει» και πως «αυτός είναι ο τελευταίος μας κανονικός δίσκος», ενώ ο Iha δήλωνε πως «βαριέται πλέον να παίζει rock μουσική» και πως «το μέλλον βρίσκεται στην ηλεκτρονική μουσική».
Έρεβος: 1998 - 2000
Μετά την κυκλοφορία του “Mellon Collie” οι Pumpkins έδωσαν πολλά από τα κομμάτια τους σε διάφορες συλλογές. Το κομμάτι τους “Eye”, το οποίο κυκλοφόρησε στις αρχές του 1997, ήταν σχεδόν εξολοκλήρου ηλεκτρονικό και με αυτό η μπάντα έδειχνε να ακολουθεί την κεντρική ιδέα του Corgan, η οποία ήταν «να απομακρυνθούμε από τον παραδοσιακό rock ήχο και να επαναδιαμορφώσουμε τη μουσική μας». Την ίδια χρονιά οι Pumpkins έγραψαν το κομμάτι “The End Is The Begging Is The End” για το soundtrack του “Batman And Robin” και με αυτό κέρδισαν το Grammy του 1998 για την καλύτερη “hard rock performance”. Το κομμάτι (στο οποίο έπαιξε drums ο Matt Walker) θύμιζε πολύ σε ύφος το κλασικό hit του συγκροτήματος “Bullet With Butterfly Wings” και έκανε καλή αίσθηση. Αν και ο Corgan δήλωνε τότε ότι ο ήχος του σχήματος στο μέλλον θα ήταν περίπου αυτός, το 1998 το σχήμα κυκλοφορεί το τέταρτο album του με τίτλο “Adore”, στο οποίο οι Pumpkins αφήνουν πολύ πίσω τον παραδοσιακό rock ήχο και χώνονται πολύ στην ηλεκτρονική μουσική. Ο δίσκος είναι ο πιο πειραματικος και σκοτεινός που έχουν κυκλοφορήσει και είναι σαφέστατα επηρεασμένος από το διαζύγιο του Corgan και το θάνατο της μητέρας του την ίδια χρονιά. Στο “Adore” συναντάμε ως επί το πλείστον κομμάτια με drum machine, για τη χρήση της οποίας ο Corgan συμβουλεύτηκε φίλους του drummers. Η αλλαγή του ύφους έφερε και αλλαγή στο look της μπάντας, με μαύρα ρούχα, μακιγιάζ και attitude να έρχονται σε πρώτο πλάνο.
Παρ' ότι το “Adore” πήρε αρκετά καλές κριτικές και ήταν υποψήφιο για την “καλύτερη alternative performance” εκείνης της χρονιάς, το album, που πούλησε μόνο (!) 830.000 αντίτυπα στις ΗΠΑ και τα τριπλάσια στον υπόλοιπο κόσμο, θεωρήθηκε ως «αποτυχία» (!) από τους ειδικούς της μουσικής βιομηχανίας. Στις 30 Ιουνίου του 1998 οι Pumpkins άρχισαν μια περιοδεία η οποία περιείχε δεκαεπτά ημερομηνίες και δεκαπέντε πόλεις, τα έσοδα της οποίας (γύρω στα 2,8 εκατομμύρια δολάρια) πήγαν εξολοκλήρου σε δωρεές και φιλανθρωπίες, αφήνοντας τη μπάντα να πληρώσει από την τσέπη της όλα τα λειτουργικά έξοδα.
Το 1999 το συγκρότημα ξάφνιασε τους πάντες, όταν ξαναενώθηκε με τον αποτοξινωμένο πλέον Chamberlin για μια μικρή περιοδεία μετίτλο “The Arising”, στην οποία έπαιζαν τόσο κλασικά, όσο και νέα κομμάτια. Το νέο «παλιό» lineup ήταν και πάλι βραχύβιο, αλλά κατάφερε να ηχογραφήσει το επόμενο album της μπάντας με τίτλο “Machina / The Machines Of God” και το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ανακοινώνεται τόσο η αποχώρηση της μπασίστριας Wretzky όσο και η πρόσληψη της μπασίστριας των Hole, Melissa Auf Der Maur (σημ: κόλλημα και αυτός ο Corgan με τις γυναίκες μπασίστριες!). Η Melissa συνόδευσε το συγκρότημα τόσο στην περιοδεία για το album με τίτλο “Sacred And Profane” όσο και στα videos της εποχής. Το “Machina” κυκλοφόρησε τελικά το 2000 και ήταν μια στροφή των Pumpkins προς τον πιο κλασικό ήχο, με τα κομμάτια του να είναι πιο κιθαριστικά και λιγότερο πειραματικά σε σχέση με τον σκοτεινό πρωκάτοχό του. Το album ντεμπουτάρισε στο νούμερο 3 του Billboard, αλλά έφυγε γρήγορα από τη σχετική λίστα και έγινε χρυσό τελικά το 2007!
Στις 23 Μαΐου του 2000, σε μια ζωντανή ραδιοφωνική εκπομπή του Los Angeles, ο Corgan ανακοινώνει πως μετά από την επόμενη κυκλοφορία και περιοδεία το συγκρότημα θα διαλυόταν. Έτσι και έγινε. Το τελευταίο album του σχήματος πριν τη διάλυση ονομάστηκε “MachinaII / The Friends & Enemies Of Modern Music” και κυκλοφόρησε το Σεπτέμβριο του 2000 σε 25 αντίτυπα βινυλίου και με εντολή για δωρεάν διανομή του στο internet. Το album, το οποίο εκδόθηκε από την εταιρία Constantinople Records, ιδιοκτησίας Corgan, αποτελούταν από ένα διπλό LP και 3 δεκάιντσα EPs. Η αλήθεια είναι ότι λόγω του ιδιότροπου της κυκλοφορίας του, είναι το λιγότερο διαδεδομένο album και από τα λιγότερο γνωστά τους. Ακόμη και σήμερα είναι κάπως δύσκολο να βρεθεί στο internet και ηχητικά μοιάζει πολύ στο πρώτο μέρος, όντας όμως υποδεέστερο.
Στις 2 Δεκεμβρίου του 2000 οι Smashing Pumpkins έδωσαν το τελευταίο τους show, πριν τη διάλυση, στο Metro του Chicago, μέρος που είχαν δώσει και το πρώτο τους show δώδεκα χρόνια πριν. Η συναυλία που κράτησε τέσσερις (!) ώρες και στην οποία ακούστηκαν 35 κομμάτια από όλη τη δισκογραφία του συγκροτήματος ήταν ιδιαίτερα φορτισμένη συναισθηματικά και συνοδεύτηκε από την έκδοση του single “Untitled”.
Διάλυσις: 2001 - 2004
Το 2001 κυκλοφορεί η συλλογή “Rotten Apples” με τα καλύτερα κομμάτια του σχήματος. Η συλλογή κυκλοφόρησε και σε περιορισμένη έκδοση με δύο δίσκους, στην οποία ο δεύτερος περιείχε bsides και σπάνια κομμάτια υπό τον τίτλο “Judas O”. Την ίδια εποχή κυκλοφορεί και το dvd “Greatest Hits Video Collection” με όλα τα videos του σχήματος και κάποια ακυκλοφόρητα κομμάτια. Το “Vieuphoria” κυκλοφόρησε σε dvd το 2002, όπως και το soundtrack του “Earphoria”, το οποίο είχε κυκλοφορήσει μόνο μέσω κάποιων ραδιοφωνικών σταθμών το 1994.
Οι Corgan / Chamberlin ξαναενώθηκαν το 2001 υπό το όνομα των Zwan και κυκλοφόρησαν τον δίσκο “Mary Star Of The Sea”. Το album πήρε κάποιες καλές κριτικές, αλλά το group μετά από λίγες live εμφανίσεις διαλύθηκε το 2003 υπό μυστηριώδεις συνθήκες. Τον Οκτώβρη του 2004 ο Corgan κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο “Blinking With Fists”, το οποίο ήταν μια ποιητική συλλογή του ίδιου. Τον Ιούνιο του 2005 ο Corgan κυκλοφόρησε το πρώτο του solo album με τίτλο “TheFutureEmbrace”, το οποίο και πήρε ανάμεικτες κριτικές και ήταν άλλη μια απόδειξη ότι ο πάλαι πότε εγκέφαλος του group δε μπορούσε να λειτουργήσει μακριά από το όνομα των Smashing Pumpkins. To album έβγαλε μόνο το single “Walking Shade”.
H συνέχεια είχε για τους υπόλοιπους: ένα solo rock / jazz project για τον Chamberlin με τίτλο The Jimmy Chamberlin Complex, οι οποίοι κυκλοφόρησαν μόνο ένα album το 2005 με τίτλο “Life Begins Again”, για τον Iha τη συνεργασία του με τους A Perfect Circle στο “eMOTIVe” album (διαβάστε την κριτική εδώ) και σε κάποιες περιοδείες τους και για την D’arcy μια σύλληψη για κατοχή κοκαΐνης και τελικά απαλλαγή. Αν και ο Corgan δήλωνε όπου μπορούσε ότι «η καρδία του ανήκει ακόμα στους Smashing Pumpkins», αυτό δεν τον εμπόδιζε να αποκλείει κάθε περίπτωση επανασύνδεσης. Επίσης μέσω του blog του και κάποιων δηλώσεων του, καταφερόταν τόσο εναντίον της D’arcy, την οποία χαρακτήριζε ως «κακιά ναρκομανή», όσο και του Iha, τον οποίο κατηγόρησε για τη διάλυση του group. Ο Iha απάντησε ότι «μόνο ο Billy θα μπορούσε να διαλύσει τους Pumpkins, όπως και έκανε» και τελικά η αλήθεια για το ποιος πραγματικά ευθύνεται για τη διάλυση του σχήματος παραμένει ακόμα και σήμερα άγνωστη.
Αναγέννησις: 2005 - present
Η πρώτη ανακοίνωση της επαναδραστηριοποίησης των Smashing Pumpkins έγινε στις 21 Ιουνίου του 2005, μέρα κυκλοφορίας του προσωπικού δίσκου του Corgan, από τον ίδιο τον Corgan, σε μια ολοσέλιδη καταχώρησή του στην Chicago Tribune. Την είδηση επιβεβαίωσε λίγο καιρό μετά τόσο ο Chamberlin, όσο και η Melissa Auf der Maur, και όταν τελικά το MTV.com το ανακοίνωσε και αυτό με τη σειρά του το Φεβρουάριο του 2006, μιλώντας για νέο album και νέα περιοδεία, όλοι το θεώρησαν σχεδόν σίγουρο. Το επίσημο site του συγκροτήματος ανακοινώνει και επισημοποιεί το reunion των Pumpkins την 20στη Απριλίου του 2006 και παράλληλα αναφέρει πως το group θα μπει στο studio με τον παραγωγό Roy Thomas Baker, ο οποίος είχε κάτσει πίσω από την κονσόλα και για τους Queen. Επίσης στην ηχογράφηση του album βοήθησε και ο παραγωγός Terry Date, ο οποίος είχε κάνει παραγωγές για τους Pantera, τους Deftones και τους Soundgarden.
Στη νέα σύνθεση των Pumpkins συμμετέχουν τόσο ο Corgan, όσο και o Chamberlin, αλλά μετά τις δηλώσεις της Auf Der Maur ότι δε θα έπαιζε στο σχήμα, όλοι αναρωτιόνταν για το ποιοι μουσικοί θα πλαισίωναν τους δύο άντρες. Στην πρώτη συναυλία των Pumpkins μετά το 2000, στις 22 Μαΐου του 2007 στο Παρίσι, ο κύριος Jeff Schroeder στην κιθάρα και η κυρία Ginger Reyes στο μπάσο αποκαλύφθηκαν ως τα νέα μέλη των Smashing Pumpkins. Μαζί τους έπαιξε πλήκτρα και η Lisa Harriton. Στη συνέχεια οι Pumpkins κυκλοφόρησαν το single “Tarantula” από το επόμενο πολυαναμενόμενο album τους, single το οποίο έκανε πολύ καλή αίσθηση. Τελικά ο νέος δίσκος κυκλοφόρησε τον Ιούλιο από τη Reprise Records, φέροντας τον τίτλο “Zeitgeist”, και ντεμπουτάρισε στο νούμερο 2 του Billboard. Ο δίσκος είναι φρέσκος και ανανεωτικός και, αν και πήρε ανάμεικτες κριτικές, απέδειξε το μεγαλείο του σχήματος για άλλη μια φορά. Τη γνώμη του rocking.gr μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Αυτή τη στιγμή οι Smashing Pumpkins περιοδεύουν και στα τέλη του μήνα ξαναπερνάνε από την Ελλάδα μετά από πολλά χρόνια. Ας δούμε αν η μεγαλοφυία του Corgan έχει συγκρατήσει τον live δυναμισμό του παρελθόντος σε μια συναυλία που θα κλείσει ιδανικά το φετινό συναυλιακό καλοκαίρι.
Ξέρετε ότι:
Στα πρώτα βήματα του συγκροτήματος ο Corgan έβγαινε με την Courtney Love, τραγουδίστρια των Hole και μετέπειτα γυναίκα του Kurt Cobain;
To 1996 το συγκρότημα έπαιξε σε ένα επεισόδιο των Simpsons με τίτλο “Homerpalooza”;
Tα (25) επίσημα αντίτυπα του δίσκου “Machina II” πήγαν στα μέλη του συγκροτήματος και σε εκλεκτούς φίλους του και σήμερα θεωρούνται υπερπολύτιμα και υπερσπάνια;
Καθένας από το κοινό της τελευταίας συναυλίας των Pumpkins πριν τη διάλυσή τους πήρε ένα υπερσπάνιο δισκάκι το οποίο περιείχε ηχογραφημένη την πρώτη τους συναυλία στον ίδιο χώρο, με τίτλο “Live At Cabaret Metro 10-5-88”;
Κατά τη διάρκεια του 2001 ο Corgan περιόδευσε ως μέλος των New Order και τραγούδησε κάποια μέρη στο comeback album τους “Get Ready”;
Ο παραγωγός του “Zeitgeist” Roy Thomas Baker έκανε την παραγωγή σε πολλά albums των Queen, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και το κλασικό “A Night At The Opera”;
Στις 7 Ιουλίου του 2007 το συγκρότημα έπαιξε στο New Jersey υπό τη σκέπη του κινήματος Live Earth;