Rock Culture #8: Ποιός είσαι, Στάθη Παναγιωτόπουλε;

Από τους Μανώλη Γεωργακάκη, Αντώνη Μουστάκα, 19/07/2012 @ 12:27
To rock δεν είναι μόνο μουσική. Στις αμέτρητες εκφράσεις του, άγγιξε άλλες μορφές τέχνης, μεταμόρφωσε επαγγέλματα, γέννησε τεχνοτροπίες, έδωσε ρυθμό στην ιστορία, εμπνεύστηκε και ενέπνευσε: δημιούργησε μια ολόκληρη κουλτούρα με ποικιλία και δυναμική. Το Rocking.gr, στη νέα στήλη του που βαφτίσαμε «Rock Culture», θα παρουσιάσει μια σειρά από άρθρα, αφιερώματα και συνεντεύξεις, με κεντρικό άξονα αυτή τη rock κουλτούρα, σαν τμήμα της πολιτιστικής δημοκρατίας της λεγόμενης «pop culture». Θέλουμε να αφηγηθούμε την μυθολογία της μουσικής που αγαπάμε, να αναζητήσουμε την αλληλεπίδρασή της με άλλες τέχνες, με την ιστορία, με την καθημερινότητα. Θέλουμε να μετρήσουμε τα πολιτιστικά της τέκνα και να μοιραστούμε τις απίστευτες εξιστορήσεις που έκαναν το rock ένα πολιτιστικό φαινόμενο.

Την επομένη της συναυλίας των Lynyrd Skynyrd στην Αθήνα, το Rocking.gr συνάντησε τον τηλεοπτικό παρουσιαστή και ραδιοφωνικό παραγωγό, μα προπάντων αθεράπευτο ροκά και διαβόητο οπαδό των Deep Purple, Στάθη Παναγιωτόπουλο, στα πέριξ της Μητρόπολης. Στον χρόνο που του κλέψαμε, ο κεφάτος «άνθρωπας» μάς εξιστόρησε την πορεία του σε σχέση με την μουσική και παραδόθηκε σε μια ατέλειωτη συζήτηση περί rock, με χιούμορ και ευθύτητα.

Μανώλης Γεωργακάκης: Κατ' αρχάς, Στάθη, πες μας πώς πέρασες εχθές, στους Lynyrd Skynyrd.
Πάρα πολύ ωραία! Είδα μια συναυλία που την ευχαριστήθηκε η ψυχή μου! Ήταν ένα συγκρότημα που έπαιζε τέλεια. Τέλεια! Ήτανε μουσικάρες όλοι! Ακόμα και οι «καινούργιοι»! Αν σκεφτείς ότι ο «καινούργιος» είναι ιδρυτικό μέλος των Black Crowes (σ.σ.: αναφέρεται στον μπασίστα Johnny Colt), τι άλλο θες; Παίξανε αυτά ακριβώς που ήθελε να ακούσει ο κόσμος, χιτάρες! Παίξανε, βέβαια, αυτά που παίζουν κάθε μέρα, αλλά δεν το έκαναν διαδικαστικά. Τι άλλο να ζητήσεις;

Μ.Γ.: Αποτελεί, κατά τη γνώμη σου, έκπληξη ότι είδαμε μια τέτοια συναυλία αυτή τη χρονική στιγμή;
Όχι. Δηλαδή, στην Ελλάδα, γενικά δεν ξέρεις τι συναυλία θα σου προκύψει. Πριν από δέκα χρόνια, όλοι ακούγανε Nirvana και τώρα θα δεις ξαφνικά τους Human League! Ήταν από τα λίγα μεγάλα ονόματα που δεν είχαν έρθει ποτέ στην Ελλάδα. Αν κάτσεις να μετρήσεις πόσα μεγάλα ονόματα δεν έχουν έρθει ποτέ στην Ελλάδα, θα δεις ότι είναι ελάχιστα. Ίσως πέντε...

Αντώνης Μουστάκας: Και, μάλιστα, αυτοί που δεν έχουν έρθει είναι κυρίως Αμερικανοί. Το έχεις παρατηρήσει αυτό;
Ναι, πολλοί Αμερικανοί δεν έρχονται στην Ευρώπη. Δηλαδή, ο Ted Nugent ήρθε μια φορά στα δέκα χρόνια. Ο λόγος ίσως είναι η έλλειψη κοινού.

Α.Μ.: Είχα παρατηρήσει ότι κατά τη δεκαετία του '90, τα ραδιόφωνα στην Ελλάδα είχανε κάπως παραμελήσει τον αμερικανικό ήχο. Αυτός είναι πιθανότατα και ο λόγος που ένα συγκρότημα όπως οι Kiss ήρθε και έπαιξε μπροστά σε τόσο λίγο κόσμο.
Έχεις δίκιο. Αυτά είναι πράγματα που δεν τα γουστάρει τόσο πολύ ο Έλληνας, ούτε γενικότερα ο Ευρωπαίος - με εξαίρεση τον Γερμανό. Αν θυμάσαι, το καλοκαίρι του 2010, έπαιζαν ταυτόχρονα οι Placebo μπροστά σε πέντε χιλιάδες κόσμο και οι Porcupine Tree μπροστά σε χίλιους. Είναι αναμενόμενο.

Στάθης ΠαναγιωτόπουλοςΑ.Μ.: Έχεις καταλάβει για ποιόν λόγο συμβαίνει αυτό; Εγώ ακόμη τον ψάχνω!
Νομίζω πως δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος. Απλώς, αυτή η μουσική μπορεί να μην ταιριάζει πολύ στους Έλληνες. Περί ορέξεως, κολοκυθόπιτα - ξέρω 'γω; Αυτό, βέβαια, σημαίνει ότι ο φανατικός οπαδός των Rush, για παράδειγμα, θα πρέπει να τραβηχτεί στην Ευρώπη, όπου παίζουν μια φορά στα δέκα χρόνια, άντε στην Αμερική λίγο συχνότερα. Έτσι είναι αυτά. Σκέψου κάποιον που είναι φανατικός οπαδός του Willie Nelson τι τραβάει ο κακομοίρης! (γέλια)

Α.Μ.: Τραβάει jet lag, υποχρεωτικά! (γέλια)
Μ.Γ.: Θα ήθελα να μας πεις ποιά είναι... Όπα! Να σημειώσω ότι απαγορεύεται οποιαδήποτε απάντηση έχει σχέση με τους Deep Purple! (γέλια) Ποιά είναι, λοιπόν, η συγκινητικότερη συναυλιακή σου ανάμνηση;
(πριν καν ολοκληρωθεί η ερώτηση) Roger Waters, "The Wall - Live"! Εύκολα. Πολύ εύκολα, όμως! Η μουσική, το μήνυμα, οι στίχοι, η ενορχήστρωση, ο ήχος, τα εφέ... Ο ήχος και τα εφέ, βέβαια, είναι δευτερεύοντα. Η ουσία είναι αυτό το έργο που παίχτηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Βέβαια, «με τον καλύτερο δυνατό τρόπο» ελλείψει Wright... (σ.σ.: αναφέρεται στον κιμπορντίστα Richard Wright, ο οποίος απεβίωσε το 2008)

Μ.Γ.: Είχες δει, όμως, και τους Pink Floyd, όταν ήρθαν στην Ελλάδα, το 1989.
Ναι, χωρίς τον Waters, τότε. Πολύ ωραία ήταν, αλλά δεν ήταν το ίδιο. Είχα δει και τον Waters το 2006, που έπαιζε το "Dark Side Of The Moon", και ήταν πάρα πολύ συγκινητικό, αλλά και πάλι δεν ήταν το ίδιο. Το "The Wall" είναι κάτι διαφορετικό. Πώς είναι ο οπαδός της όπερας να πάει να δει την "Aida" του Verdi; Ε, κάτι τέτοιο είναι για εμάς το "The Wall - Live".

Μ.Γ.: Θα ήθελα να μας περιγράψεις την πορεία σου. Πώς ξεκίνησες; Από ποιά μέσα πέρασες; Ποιοί ήταν οι σημαντικότεροι σταθμοί στην πορεία σου;
Κατ' αρχήν, γεννήθηκα πριν πολλά χρόνια... (γέλια)

Μ.Γ.: Εντάξει, χαριστικώς σου επιτρέπουμε να μην είσαι πολύ αναλυτικός σχετικά με τα πρώτα οκτώ χρόνια. (γέλια)
Τα «μέσα» εννοείς τα media, έτσι; Έγραφα σε ένα μαθητικό περιοδικό στο σχολείο περί μουσικής. Ήμασταν πολύ λίγα άτομα, τέσσερα-πέντε. Αργότερα, το '78, που βγήκε το Ποπ & Ροκ, ήθελα να γράφω στο Ποπ & Ροκ. Αυτό ήθελα να κάνω. Έκανε, λοιπόν, το Ποπ & Ροκ έναν δημοσιογραφικό διαγωνισμό τον οποίο κέρδισα και το έπαθλο ήταν συνεργασία με το περιοδικό.

Α.Μ.: Ωραία!
Ναι, ωραία φάση ήταν αυτή. Μετά ήρθανε κάτι φίλοι μου που είχανε έναν πειρατικό ραδιοφωνικό σταθμό και μου είπανε: «Θέλεις να παίζεις τρεις ώρες τη μέρα heavy metal;». (κάνει έναν μορφασμό σαν να έλεγε: «προφανώς») Έτσι πήγα και έπαιζα τρεις ώρες τη μέρα heavy metal και το ευχαριστιόμουνα πάρα πολύ. Αργότερα, έγινε οργανωμένος ο πειρατικός σταθμός και εξέπεμπε δεκαπέντε-δεκάξι ώρες την ημέρα. Ήταν πολύ ωραίο πράγμα το ραδιόφωνο. Στη συνέχεια, ήρθε ένας άνθρωπος που ήτανε διευθυντής τηλεόρασης στην ΕΤ3 που παρουσίαζε μια μουσική εκπομπή η οποία λεγότανε «Μουσική Βιντεοθήκη». Είχε διαβάσει τα κείμενά μου στο Ποπ & Ροκ και έλεγε: «αυτός ξέρει από heavy metal». Με ρώτησε αν ήθελα να παρουσιάζω μία φορά τη βδομάδα, σαν ένθετο στην εκπομπή, δυο-τρία βίντεο κλιπ από τον χώρο του heavy metal. Λέω: «Φυσικά και θέλω!». Μου λέει: «Θα σε πληρώνουμε κιόλας.». Λέω: «Αυτά είναι!». (γέλια) Ω, μα δεν ήταν ανάγκη, θα ερχόμουν ούτως ή άλλως! (γέλια) Έγινε, λοιπόν, αυτό το πράγμα και αυτός ήτανε διορατικός άνθρωπας (sic), είδε ότι αυτό το «ένθετο» είχε πέραση. Στο παρελθόν, δεν είχε παίξει ποτέ η ελληνική τηλεόραση heavy metal - παρά μόνον κατά λάθος.   

Α.Μ.: Για ποιά χρονιά μιλάμε;
Γύρω στο '87-'88. Τον Μάιο του '88, μάλλον. Έπαιζα, βρε παιδί μου, τρία βίντεο κλιπ των Saxon φερ' ειπείν, αλλά δεν έλεγα απλά: «Και τώρα θα δούμε Saxon» κλπ. Έλεγα: «οι Saxon που έγιναν τότε και βγάλανε τον τάδε δίσκο και ο αρχηγός τους...». Αυτό τότε δεν υπήρχε, οπότε βρήκε ανταπόκριση. Έτσι, οι ίδιοι άνθρωποι μού πρότειναν να το κάνω ολόκληρη εκπομπή. Δέχτηκα και έτσι έγινε το «Μεταλλουργείο».

Α.Μ.: Εκεί σε «έπιασα» εγώ, για πρώτη φορά. Θυμάμαι ότι φορούσες μεγάλα γυαλιά...
Πατομπούκαλα! (γέλια) Η μυωπία μου είναι ακόμα περισσότερη από τότε, έχω να σου πω, αλλά, ευτυχώς, έχω τους φακούς.

Α.Μ.: Έχεις κρατήσει στο αρχείο σου εκπομπές από εκείνη της εποχή;
Όχι, ούτε τις εκπομπές ούτε τα γυαλιά! Τα πούλησα στο e-bay! Σοβαρά! (γέλια)

Α.Μ.: Μέχρι τότε παρουσίαζες μόνο heavy metal, και στο ραδιόφωνο και στη τηλεόραση. Ήταν και τα γούστα σου έτσι ή αλλάζανε;
Τα γούστα μου εμπλουτίζονταν συνεχώς. Το '94, άκουγα και πολλά άλλα πράγματα, αλλά εκεί ήταν ο τομέας ευθύνης μου, ας πούμε, αυτό που ήξερα καλύτερα.

Α.Μ.: Την εποχή εκείνη, κατά πόσο απασχολούσε το κόσμο αυτή η μουσική; Υπήρχε metal μαγαζί ή το βρίσκαμε μόνο στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση;
Κοίταξε, τω καιρώ εκείνω, όπως υπήρχανε στην Αθήνα το Ombre ή το Rainbow, υπήρχανε και ένα-δυο αντίστοιχα μαγαζιά στην Θεσσαλονίκη, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του '90.

Α.Μ.: Ήταν ψιλο-underground;
Η μουσική αυτή δεν είναι underground... Αλλά είναι κιόλας! Παραδοξολογία, αλλά θα σου εξηγήσω. Δεν είναι underground, διότι δεν έχει να κρύψει τίποτα. «Underground» λες κάτι που είναι κρυμμένο. Το metal είναι φανερό. Απλώς είναι μουσική περιχαρακωμένη. Αυτός που ακούει μουσική γενικού ενδιαφέροντος δεν θα πάει σε metal συναυλία ποτέ – και τι να πάει να κάνει, ο άνθρωπος; Σε μία συναυλία των Manowar δεν θα πάει κάποιος που πάει σε όλες τις συναυλίες. Δεν θα πάει κανείς και στον Miles Davis και στους Manowar. Είναι μουσική περιχαρακωμένη από τη φύση της. Αυτό, όμως, δεν την καθιστά underground.

Α.Μ.: Με συγχωρείς που σε διακόπτω. Εμείς που υποθέτω ότι και οι τρεις θα πηγαίναμε και στους Manowar και στον Miles Davis, είμαστε περίεργοι;
Όχι. Εννοώ ότι το ευρύ κοινό, το mainstream που λέμε, δεν θα το έκανε. Το metal έχει κάτι το ιδιαίτερο. Αν θέλεις τη γνώμη μου, μάλιστα, το metal δεν έχει κάτι το διαφορετικό ή το περιθωριακό. Έχει κάτι το ανώτερο από τις άλλες μουσικές - εγώ αυτό πιστεύω. Κάτσε, να το εξηγήσω όσο καλύτερα μπορώ. Το heavy metal δεν έχει καθόλου στοιχεία εξωγενή. Δεν μιλάω τώρα για αυτόν που στα 14 ακούει Iron Maiden και στα 16 το ξεχνάει. Μιλάω για αυτόν που ξεκινάει να ακούει heavy metal και συνεχίζει να το γουστάρει αυτό το πράγμα για πολλά χρόνια. Δεν μπαίνει στην μέση κανένας άλλος παράγοντας στην μέση, πέρα από την μουσική. Δεν πάει στη συναυλία για να δει ή να τον δουν. Δεν πάει στη συναυλία για να επιδείξει τα ρουχαλάκια του - άντε ίσως να «επιδείξει» το μπλουζάκι της περιοδείας. Δεν πάει για να βγάλει γκόμενα. Εγώ τις Πέμπτες έπαιζα μουσική στο Empire του Σάββα του Κωφίδη, για χρόνια. Ερχόντουσαν, παιδία, «μέταλλα» που είχανε κάτι γκομενάρες δίπλα τους - γκομενάρες, όχι αστεία! Με το που μπαίνανε, όμως, στο Empire και ακούγανε Judas Priest και Nevermore, τις γράφανε στα παλιά τους τα παπούτσια τις γκομερνάρες και περούσανε ένα πολύ ωραίο τρίωρο, με το να πίνουνε μπύρες και να «χτυπιούνται». Η γκόμενα ήταν φυσιολογικό τελικά να πάει κάπου αλλού, βεβαίως. (γέλια) Θα πήγαινε πιθανόν με τον deejay, αλλά ο deejay φεύγει τελευταίος από το μαγαζί, οπότε χάσαμε. (γέλια) Θέλω να πω, βρε παιδί μου, ότι ο οπαδός των Iron Maiden ξέρει όλη τη δισκογραφία τους από το άλφα ως το ωμέγα. Ο οπαδός των Placebo δεν την ξέρει, ξέρει τα πέντε χιτάκια. Δεν το λέω αυτό μειωτικά... Ή μάλλον okay, μειωτικά το λέω για τους Placebo! (γέλια) Ας βρω άλλο παράδειγμα. Ας πούμε, ο οπαδός του Springsteen δεν ξέρει απαραίτητα όλη του τη δισκογραφία.

Στάθης ΠαναγιωτόπουλοςΑ.Μ.: Ακριβώς! Και δεν ξέρει με τι χορδές ηχογραφεί, ούτε με τι τύμπανα παίζει ο ντράμερ... (γέλια)
Έτσι! Αυτό είναι λίγο «αυτιστικό», αλλά εμένα μου αρέσει. Την λέω την αμαρτία μου.

Α.Μ.: Πράγματι. Και αυτό ίσως κολλάει και με την «προβληματική» περίπτωση του συλλέκτη, που θέλει και το τελευταίο επτάιντσο και το τελευταίο picture κλπ.
Δεν ξέρω... (γέλια)

Μ.Γ.: Όχι και «δεν ξέρεις»! Πες μας τώρα πόσους δίσκους έχεις! (γέλια)
Δίσκους εννοείς των Deep Purple;

Μ.Γ.: Γιατί τα άλλα δεν λογίζονται ως δίσκοι; (γέλια)
Όχι, λογίζονται. (γέλια) Αλλά, αυτά που είναι μετρημένα, καταμετρημένα, με αριθμούς καταλόγου είναι των «Purple» τα βινύλια, τα CD, σινγκλάκια, κολοκύθια, καθώς και της «οικογένειας», δηλαδή Gillan, Whitesnake, Rainbow, Paice, Ashton & Lord κλπ. είναι χίλια οχτακόσια κομμάτια περίπου. Είναι όλα διαφορετικά μεταξύ τους. Δεν μετράω κανένα δύο φορές – προς Θεού! (γέλια) Αν και έχω μερικά διπλά αντίτυπα μερικών πραγμάτων για ανταλλαγές. Αν έχεις, φερ' ειπείν, εσύ το γιαπωνέζικο "Come Taste The Band" και εγώ δεν το έχω, θα σου δώσω κολομβιανό "Last Concert In Japan", για να κάνουμε τράμπα. Αυτά δεν τα μετράω όμως. Είναι, λοιπόν, περίπου χίλια οχτακόσια και πρόκειται για μια από τις δέκα μεγαλύτερες συλλογές του κόσμου. Αλλά οι συλλέκτες είναι άρρωστοι και τους καταδικάζω! (γέλια)

Α.Μ.: Έχεις νιώσει ποτέ ότι τους έχεις βαρεθεί, έστω για μια περίοδο στη ζωή σου; Εννοώ, για ένα διάστημα, να μην βάζεις μουσική τους να την ακούς.
Τους «Purple» και της οικογένειά τους; Όχι. Αντιθέτως, μάλιστα, έχω περάσει μεγάλες περιόδους στη ζωή μου κατά τις οποίες δεν άκουγα τίποτε άλλο, παρά μόνο αυτά. Τίποτα άλλο όμως! Εποχές, ας πούμε, που θα έβγαζαν δίσκο οι «Purple» και πάνω στο εξάμηνο θα έβγαζαν και οι Blackmore’s Night και θα έβγαζε και ένα solo ο Gillan ή θα γινόταν μια επανέκδοση, μπορεί να πέρναγα ένα τρίμηνο να ακούω μόνο αυτά.

Μ.Γ.: Εγώ θα τολμήσω μια «επιθετική» ερώτηση για τον «Purpleολόγο». Θέλω να σου θέσω το προσωπικό μου πρόβλημα και ως ειδικός να με ψυχαναλύσεις...
Τώρα, θα με ρωτήσεις γιατί συνεργάστηκε ο κύριος (σ.σ.: ο Ian Gillan) με τον Ρακιντζή!

Μ.Γ.: Όχι, αυτά είναι εύκολα. (γέλια) Η απορία μου είναι πώς είναι δυνατόν οι πιστοί των Deep Purple να παραμένουν πιστοί όταν έχει έρθει στο συγκρότημα ο κιθαρίστας Steve Morse, ο οποίος έχει έναν τόσο χαρακτηριστικά διαφορετικό ήχο από τον Richie Blackmore που φέρνει μια πραγματικά σημαντική αλλαγή στην ταυτότητα των Deep Purple. Ας το θέσω σε άλλο επίπεδο. Ο Don Airey, ας πούμε, σεβάστηκε πολύ περισσότερο τον ήχο του Jon Lord, παρότι το στιλ του στα πλήκτρα, στην υπόλοιπη καριέρα του, ήταν επίσης πολύ διαφορετικό. Αντιθέτως, ο Morse ηχεί τόσο Αμερικανός και τόσο «σαφής», που θεωρώ ότι μας χαλάει κάτι από αυτό που αγαπήσαμε στους Deep Purple.
Πράγματι ο Don Airy πατάει πάνω στα βήματα του Lord, ενώ ο Morse παίζει μόνο τα riff ίδια με τον Blackmore, όλα τα άλλα τα παίζει διαφορετικά. Είναι άλλος κιθαρίστας τελείως. Είναι πολύς ο κόσμος που έχει την ίδια άποψη με εσένα. Ξέρω πολλούς που δεν ακούνε «Purple», γιατί δεν είναι ο Blackmore. Είναι εκατό τοις εκατό σεβαστό αυτό.

Μ.Γ.: Είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο, ας πούμε, αυτό που ακούμε στο "Made In Japan" και το οποίο συγκινεί με πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Αυτό, σε όσες συναυλίες έχουμε δει με τον Morse, δεν υπάρχει.
Θα πάω ένα βήμα παραπέρα από εσένα και θα πω: πώς είναι δυνατόν να ακούς «Purple», από τη στιγμή που λείπουν οι δύο βασικοί σολίστες του συγκροτήματος, ο Blackmore κι ο Lord; Είναι θέμα γούστου. Πολύς κόσμος έχει φύγει. Βρεθήκαμε τις προάλλες με τον Doogie White και το συζητούσαμε – είναι το αγαπημένο μας θέμα. Μου έλεγε ότι δεν πάει πια στις συναυλίες, γιατί δεν του αρέσει ο Steve Morse, ότι τον σέβεται και τον εκτιμά, αλλά δεν γουστάρει. Άλλοι συνεχίζουν να πηγαίνουν και, μάλιστα, ήρθαν και πολλοί καινούριοι. Υπάρχουν πάρα πολλοί δεκαοκτάχρονοι που γνώρισαν τους Deep Purple με τον Steve Morse και αυτό ξέρουν, οπότε ακούγοντας τώρα το "Made In Japan" δεν ακούνε και μεγάλη διαφορά - μην νομίζεις. Οι δεκαοκτάχρονοι -ή και οι τριανταπεντάρηδες ακόμα- ακούνε τα τραγούδια και ακούνε το παίξιμο, που είναι τρομερό, κακά τα ψέματα.

Α.Μ.: Μα πρόκειται για μεγάλο κιθαρίστα! Πώς εξηγείται όμως ότι κάποιους νεότερους τούς πιάνει πιο πολύ ο ήχος του Morse;
Ναι, γιατί «μεταλίζει» περισσότερο. Δεν μπορούμε να μπούμε στο μυαλό των υπολοίπων. Μόνο στο δικό μας μυαλό προσπαθούμε να δούμε τι γίνεται και μάλιστα δεν τα καταφέρνουμε πάντα. (γέλια) Πάντως, για να μιλήσουμε με μετρήσιμα πράγματα, τα εισιτήρια που κόβανε στις συναυλίες επί Blackmore ήτανε λιγότερα από τα εισιτήρια που κόβουνε τώρα.  

Α.Μ.: Εννοείς την τελευταία περίοδο με τον Blackmore.
Ναι, χονδρικά από το '85 ως το '95. Και ειδικά την εποχή με το φιάσκο του Joe Lynn Turner! Πολύς κόσμος «τα έχει» με τον Joe Lynn Turner. Εδώ, εγώ κόντεψα να φύγω! (γέλια) Πήγα, τότε, να δω πέντε-έξι συναυλίες με τον Joe Lynn Turner και σε μια-δυο ήταν πολύ καλά, αλλά σε άλλες πικράθηκα πάρα πολύ. Έλεγα: «Τι είναι αυτά τα πράγματα!».

Α.Μ.: Είχε γίνει και μια συναυλία εδώ, με τον Joe Lynn Turner, έτσι; Πώς ήταν αυτή η συναυλία;
Ωραία ήτανε. Δεν ήταν από αυτές που με απογοήτευσαν. Είχε σπάσει και κιθάρα τότε ο Blackmore - πράμα που κάνει πολύ σπάνια. Ήταν 26 Σεπτεμβρίου το ’91, στο Απόστολος Νικολαΐδης του Παναθηναϊκού. (σ.σ.: ακριβώς!)

Μ.Γ.: Πιστεύεις ότι θα επιστρέψει ποτέ ο Blackmore;
Όχι, δεν πιστεύω ότι θα γυρίσει. Αλλά δεν μπορώ να ξέρω. Το μέλλον μπορεί να το προβλέψει κανείς; Τους είχαν προτείνει ένα reunion για μία συναυλία, πριν από έξι-επτά χρόνια, αλλά δεν θέλει.

Α.Μ.: Είναι θέμα προσωπικών σχέσεων;
Όχι, απλώς δεν του αρέσει πια αυτή η μουσική. Άνθρωποι είναι, άνθρωποι που μεγάλωσαν μαζί. Μην το ξεχνάτε αυτό. Τα χρόνια που σχηματίζονταν οι χαρακτήρες τους τα πέρασαν μαζί. Βγήκανε μαχαίρια, είπανε πράγματα, κάνανε, ράνανε, αλλά αν υποθετικά μαζεύονταν γύρω από ένα τραπέζι και έλεγαν να το κάνουν για τους σωστούς λόγους -για το Rock And Roll Hall Of Fame ή για κάποιο φιλανθρωπικό σκοπό- μπορεί και να «καθότανε». Αλλά, αυτός είναι ευτυχισμένος εκεί που είναι και οι υπόλοιποι είναι ευτυχισμένοι εκεί που είναι, οπότε δεν υπάρχει κανένας λόγος. Ποιός όμως μπορεί να προβλέψει το μέλλον;  

Α.Μ.: Γνωρίζεις τον λόγο για τον οποίο επέλεξαν τον Steve Morse; Υπήρχε δηλαδή συγκεκριμένος λόγος, όπως να βρουν έναν νέο ήχο ή να γίνουν πιο μοντέρνοι;
Όταν έφτασε η ώρα να βρουν έναν μόνιμο αντικαταστάτη του Blackmore -γιατί ο Joe Satriani ήτανε προσωρινή λύση- το όνομα του Steve Morse ήταν αυτό στο οποίο κατέληξαν όλοι ανεξαρτήτως. Τον πρότεινε ο Roger (σ.σ.: Roger Glover, ο μπασίστας) και είπαν όλοι: «αμάν, κι εγώ αυτόν θα έλεγα». Είναι ωραίος κιθαρίστας και παίζει πολλές μουσικές. Ξέρεις, οι «Purple» ξεκίνησαν από διαφορετικά μουσικά background, τα οποία ένωσαν και για αυτό προέκυψε αυτό το αποτέλεσμα στο τέλος. Κι αυτός έτσι έκανε. Έπαιζε και country και jazz rock και fusion. Έπαιζε αμερικανιές, βέβαια, αλλά εντάξει... έπαιζε! (γέλια) Σκέψου, τώρα, να παίρνανε τον Malmsteen και να έπαιζε τον κλώνο του Blackmore! Τι να πω! Όταν του είπανε να έρθει να παίξει μαζί τους, για να τον δοκιμάσουνε, τηλεφώνησε ο μάνατζέρ τους στον μάνατζέρ του και η ερώτηση του Steve Morse ήτανε: «Χρειάζεται να φορέσω τίποτα ιδιαίτερο;». (γέλια) Του είπανε να έρθει όπως είναι, τον ρώτησαν αν ξέρει τα τραγούδια, είπε ότι τα ήξερε και του είπανε: «παίξε». Ε, έπαιξε και αυτό ήταν. Ταίριαζαν τα χνώτα τους. Ξέρω 'γω, τώρα; Δεν νομίζω να σκέφτηκαν: «α, να πάρουμε εκείνο τον κιθαρίστα ο οποίος...». Ο σκοπός ήτανε να συνεχίσουν να υπάρχουν και ίσως πιο απελευθερωμένοι. Να ξεπεράσουν το βάσανο του '93 (σ.σ.: ήταν εποχή έντονων τριβών και έφερε την τελική αποχώρηση του Richie Blackmore), το οποίο ως ένα σημείο το έζησα και ξέρω. Ήταν μεγάλο βάσανο! Εγώ, όταν υπερασπίζομαι τον Steve Morse, δεν το κάνω γιατί τον θεωρώ μεγαλύτερο κιθαρίστα από τον Blackmore - προς Θεού, σε καμία περίπτωση! Τον Blackmore αγάπησα, με αυτόν μεγάλωσα. Το κάνω μόνο και μόνο γιατί έζησα τις μέρες του '93, οι οποίες ήτανε χειρότερες από τις μέρες του Joe Lynn Turner. Η περιοδεία του "The Battle Rages On" ήτανε φρίκη.

Στάθης ΠαναγιωτόπουλοςΑ.Μ.: Έχει αποτυπωθεί αυτό...
Ναι, στο βίντεο, στο "Come Hell Or High Water". Φρίκη. Φρίκη! Πήγα και είδα πολλές συναυλίες από εκείνη την περιοδεία και δεν υπήρχε αυτό το «camaraderie» που έχουν τα μέλη των συγκροτημάτων μεταξύ τους.

Μ.Γ.: Πόσες συναυλίες τους έχεις δει;
Εκατό, στρόγγυλες!

Α.Μ.: Το είχανε πει στην «Αρβύλα», όταν έλειπε. Δεν το είδες;
Μ.Γ.: Δεν τον εμπιστεύομαι ότι θα το κρατήσει. Μπορεί να πάει και να δει κι άλλες πριν δημοσιεύσουμε την συνέντευξη, για να μας «τη σπάσει». (γέλια)
Όχι, γιατί στις 28 Ιουνίου μπαίνουν στο στούντιο για να βγάλουν καινούριο δίσκο - τον οποίο έχω ακούσει! Δηλαδή έχω ακούσει τα instrumental demo του καινούριου δίσκου και είναι πολλά υποσχόμενα. Τέλος πάντων. Θα κάνει παραγωγή ο Bob Ezrin. Θα βγούνε να ξαναπαίξουνε Νοέμβριο μήνα, οπότε προλαβαίνετε.

Μ.Γ.: Ας ξαναπιάσουμε την ιστορία της πορείας σου. Είχαμε σταματήσει γύρω στο '94-'95.
Μετά, ήρθε το «Jammin» με τον Σωτήρη τον Βακάρο. Ήταν μια τηλεοπτική μουσική εκπομπή με χαβαλέ, νεανική δήθεν.

Μ.Γ.: Γιατί «δήθεν»;
Όχι, δεν το λέω με την κακή έννοια. Δηλαδή, άμα μου πούνε κάνε μια εκπομπή ενημερωτική, δεν ξέρω τι είναι. Ή άμα μου πούνε κάνε μια εκπομπή νεανική, δεν ξέρω τι είναι. Δεν έχω ιδέα. Μου είπαν κάνε και έκανα. Το «Jammin» λειτούργησε ως διάδοχη κατάσταση στο «Comfuzio», το οποίο έφυγε και πήγε στο Star Channel. Οπότε, η ΕΤ3 κάλεσε το «next best thing», που ήτανε ο Σωτήρης κι εγώ, και ζήτησε κάτι που να «πιάσει» το νεανικό κοινό. Σημειωτέον, ότι στο «Comfuzio» δεν είχα πάει ποτέ. Ήμασταν φίλοι με τον Αντώνη (σ.σ.: Αντώνη Κανάκη) από τότε, ήμουνα σε όλες τις συναντήσεις του σχεδιασμού της εκπομπής και τελευταία στιγμή είπα ότι δεν μπορώ να έρθω γιατί έκανα κάτι άλλο εκείνες τις ώρες. Αλλά μετά σταμάτησα να κάνω το κάτι άλλο και το γύρισα στο «Jammin».

Μ.Γ.: Θεωρώ πολύ εντυπωσιακή την μουσική ποικιλία που είχε το «Jammin».
Είχε, όντως. Από τους Slayer μέχρι την Άντζελα Δημητρίου!

Μ.Γ.: Την Άντζελα Δημητρίου;
Αμέ! Την είχαμε καλεσμένη δύο φορές. Να σου πω μετά παραλειπόμενα από την Άντζελα, να πάθεις πλάκα!

Μ.Γ.: Α, όχι! Να τα πεις τώρα τα παραλειπόμενα, τώρα που γράφει! (γέλια)
Δεν κάνει! Αυτά είναι μεταξύ ημών και του φαν κλαμπ της Άντζελας Δημητρίου. (γέλια) Τέλος πάντων, περί ποικιλίας.... Είχε. Ξέρω ‘γώ; Ευχαριστώ που το λες, αλλά...

Μ.Γ.: Και ο ένας και ο άλλος, προφανώς, αντιμετωπίζατε συγκροτήματα που πιθανότατα ποτέ δεν θα ακούγατε. Πώς λειτουργεί αυτό; Από ‘κει που έκανες αυτό ακριβώς που γούσταρες, βρέθηκες μπροστά σε μια νέα πρόκληση.
Σκέψου ένα συγκρότημα που έχεις ακουστά μόνο εξ ονόματος. Κάποια στιγμή, πέφτει στα χέρια τους ο δίσκος του. Δεν θα τον ακούσεις;

Μ.Γ.: Ναι.
Έτσι! Αυτό είναι. Έχεις μια περιέργεια να δεις τι είναι.

Μ.Γ.: Είναι η ιδιοσυγκρασία του μουσικόφιλου.
Νομίζω πως όλοι το έχουνε αυτό, όχι μόνο εμείς, ας πούμε. Σου λέει ο άλλος: «Τι είναι αυτό; Α, κάτσε να το ακούσουμε να δούμε τι είναι.». Αν σου αρέσει το αγκαλιάζεις.

Α.Μ.: Ναι, αλλά μπορεί να είναι μαύρα χάλια και να πρέπει να έχω μπροστά μου κανέναν τραγικό και πρέπει να του μιλάω για την μουσική του. (γέλια)
Δεν θυμάμαι να καλέσαμε ποτέ κανέναν τραγικό. Καλέσαμε, βέβαια, ανθρώπους με τους οποίους κανονικά δεν είχαμε κανένα πάρε-δώσε. Καλέσαμε, ας πούμε, τον Βασίλη Παϊτέρη - λέω ένα όνομα στην τύχη. Είναι συμπαθέστατος ο άνθρωπος! Τον καλέσαμε, γιατί μας ώθησε σε αυτό η δορυφορική μετάδοση. Έβλεπε η ομογένεια, η οποία ομογένεια έλεγε: «Καλοί αυτοί οι Led Zeppelin, αλλά... Άντζελα!». Έτσι γνωρίστηκα εγώ με τον Βασίλη Καρρά, τον οποίο εκτιμώ πολύ, είναι φοβερός τύπος. Λέγαμε: «Μαλάκα! Τον Βασίλη Καρρά; Θα μας κράξουνε! Οι άλλοι θέλουνε όμως. Ε, ας τον φωνάξουμε.». Ε, τελικά είναι ωραίος τύπος και μας κράξανε. (γέλια) Τι να κάνουμε!

Στάθης ΠαναγιωτόπουλοςΑ.Μ.: Δηλαδή λειτουργεί έτσι και η δημόσια τηλεόραση; Είχατε αιτήματα;
Όλη η τηλεόραση λειτουργεί έτσι, αλίμονο!

Α.Μ.: Δηλαδή βλέπατε τα νούμερα και...
Όχι, δεν κοιτούσαμε τα νούμερα, κοιτούσαμε τι μας ζήταγε ο κόσμος.

Α.Μ.: Αλήθεια, επειδή στη δική μας γενιά το «Jammin» το βλέπανε όλοι, τι νούμερα είχε;
Δεν έχω την παραμικρή ιδέα, σου μιλάω ειλικρινά. Νομίζω πως τότε δεν υπήρχαν τέτοιες μετρήσεις. Το πόσο αρέσουν οι εκπομπές το καταλαβαίνω στο δρόμο.

Μ.Γ.: Το «Jammin» γιατί σταμάτησε;
Γιατί το κάναμε για πέντε χρόνια, έκανε τον κύκλο του, σταμάτησε. Δεν μας έκοψε κανένας, αν εκεί το πας. Το συζητήσαμε οι δυο μας και αποφασίσαμε ότι, αν είναι να φθαρεί η κατάσταση, άσε, να μην το συνεχίσουμε.

Μ.Γ.: Δεν το πήγαινα εκεί. Το ρώταγα σχετικά με το κενό που δημιουργήθηκε. Σε όλες τις «πολιτισμένες χώρες της Δύσης», υπάρχουν στην τηλεόραση εκπομπές που προβάλλονται απόγευμα ή βράδυ και κάνουν αυτή τη δουλειά, παρουσιάζοντας συγκροτήματα. Ακόμα και στα talk show τα αμερικάνικα, αφιερώνεται χώρος στην ζωντανή μουσική όλων των ειδών. Αυτό το έκανε τότε το Jammin και το κάνει τώρα το «Ράδιο Αρβύλα»...
...Πολύ λιγότερο. Αυτό κάνουν και τα talk show τα αμερικάνικα και καλά κάνουν. Το μυαλό μου πάει στην Μπήλιω Τσουκαλά, η οποία κάνει πλέον αυτή τη δουλειά συνεπέστατα, επί τόσα χρόνια. Το κάνει και ο Λάκης Λαζόπουλος, το έκανε και η εκπομπή «Escape». Υπάρχει αυτό το πράγμα. Απλά δεν υπάρχει η ίδια εκπομπή, επί δεκατόσα χρόνια - εγώ επιμένω. Και θέλω να καταλήξω κάπου, για αυτό επιμένω: φρίκη με πιάνει και μόνο στη ιδέα να κάνω το ίδιο πράγμα επί δεκαπέντε συναπτά έτη! (γέλια)

Μ.Γ.: Χαιρόμαστε, πάντως, που σε ξαναβλέπουμε να παρουσιάζεις μπάντες...
Όχι μπάντες! Μην λες «μπάντες»! Την άλλη φορά, χώρισα γιατί έλεγε «μπάντες»! (γέλια)

Μ.Γ.: Τι να λέω;
«Συγκροτήματα». Είναι λάθος, βρε παιδία! Άμα ανοίξεις ένα λεξικό, θα το δεις. Η λέξη «μπάντα» είναι ατυχής μετάφραση της αγγελικής λέξης «band». Μπάντα, στα ελληνικά, σημαίνει μουσικό σχήμα που αποτελείται από πνευστά και κρουστά. Όλα τα υπόλοιπα είναι συγκροτήματα. Μα δεν με καταλαβαίνει κανείς! (γέλια) Έλεγες, λοιπόν, ότι χαίρεσαι να με βλέπεις να παρουσιάζω μπάντες... (γέλια)

Μ.Γ.: Εντάξει, συγκροτήματα, συγκροτήματα! Εδώ θα τα χαλάσουμε;
Τέλος πάντων, είναι ωραίο πράγμα! Υπάρχει υλικό.

Μ.Γ.: Απολαμβάνω να ξαναβλέπω την χαρακτηριστική σου πρακτική να παίρνεις συνέντευξη στα αγγλικά και να σου λένε πεντακόσια πράγματα και, στο τέλος, λόγω της πίεσης του χρόνου, να μεταφράζεις τα μισά. (γέλια)
Έτσι είναι! Στην ΕΡΤ3, είχε γίνει ένα πολύ τραγικό! Είχαν έρθει στην Θεσσαλονίκη οι Saxon και μίλησα με τον Biff Byford, τον τραγουδιστή τους. Του παίρνω συνέντευξη το μεσημέρι και φεύγω σφαίρα από τον Μύλο, με την κασέτα ανά χείρας για να παίξει στο «Jammin». Είναι, τώρα, δέκα λεπτά μπλαμπλά στα αγγλικά – γιατί πού χρόνος να μεταφράζεις! Λέω: «Τώρα θα δούμε τη συνέντευξη του Biff Byford, αμοντάριστη, και μετά θα σας πω τι συνέβη». Το βάζουνε να παίζει και το έχω βουλώσει εγώ και χαζεύω τη συνέντευξη όλο χαρά. Από μέσα, να μου λέει ο σκηνοθέτης: «Μίλα, βρε μαλάκα!», «Πες κάτι, βρε μαλάκα!». Του λέω: «Καλά, περίμενε.». Τελειώνουν τα δέκα λεπτά και λέω: «Είδαμε τον Biff Byford των Saxon, ο οποίος μας είπε πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα.». (γέλια) Πω, πω, τώρα ντρέπομαι, τότε δεν ντρεπόμουν! (γέλια) Το τι άκουσα!

Μ.Γ.: Έτσι! Εμένα μου αρέσει η κλασσική σου τακτική με τον εκάστοτε δίλεπτο διάλογο που καταλήγει στην μετάφραση: «μας λέει ότι είναι πολύ χαρούμενος που ήρθε στην Ελλάδα»! (γέλια)
Μα είναι μια τέχνη να βγάζεις το ζουμί. Ο αποχυμωτής πώς νομίζεις ότι έγινε;

Μ.Γ.: To «Jammin» σταμάτησε με καλό κλίμα;
Ναι, τα συμφωνήσαμε με τον Σωτήρη και αποφασίσαμε να σταματήσουμε τη στιγμή που είναι ωραίο και στα ψηλά του. Απλώς, είπαμε ότι, εντάξει, καλή και αυτή η λούμπα να φέρνουμε τον Λευτέρη Πανταζή και τους Slayer, αλλά, ε, είναι λίγο μαλακία. Έτσι, τον τελευταίο χρόνο, φέρναμε μόνο τα πράγματα που άρεσαν σε εμάς, κάναμε αφιερώματα κλπ. Θέλαμε να το αφήσουμε να φύγει με καλές εντυπώσεις. Τελείωσε ομαλά και ωραία.

Μ.Γ.: Το επόμενο βήμα ποιό ήταν;
Μετά έκανα μια εκπομπή που λεγότανε «Tarazza», ποικίλης ύλης, που μου άρεσε πάρα πολύ. Κράτησε ένα χρόνο και μια καλοκαιρινή σεζόν – μετονομάστηκε σε «Θαλασσοθεραπεία». Ήτανε σε στιλ μαγκαζίνο, αλλά δεν είχε καλεσμένο τον Νίκο Κουρκούλη, ας πούμε. Είχε καλεσμένους hip-hop και graffiti και λίγο μόδα και λίγο κινηματογράφο. Ήταν ωραία, πολύ ωραία. Έμαθα πράγματα. Έμαθα τι είναι οι εσπαντρίγιες, ας πούμε. (γέλια)

Μ.Γ.: Τι είναι οι εσπαντρίγιες;
Είναι κάτι υφασμάτινα γυναικεία παπούτσια, από σχοινί και καραβόπανο. Είχε μόδα, σου λέω! Σοβαρά! Η Ντέμη Παπαδοπούλου ήταν η συμπαρουσιάστριά μου, η οποία ξέρει από μόδα, αλλά δεν ξέρει από μουσική. Οπότε είπαμε να τα χωρίσουμε, αλλά εγώ δεν μπορώ, πετάγομαι σαν την τσουτσού, δεν γίνεται διαφορετικά. (γέλια) Είχε έρθει ένας μουσικός, ο οποίος ήτανε φλαουτίστας, και τον ρώτησε η Ντέμη: «Εσείς τι παίζετε;». Απαντάει εκείνος: «εγώ παίζω φλάουτο ντόλτσε». Την βλέπω να απορεί και της λέω: «Υπάρχει το φλάουτο το ντόλτσε και το φλάουτο το γκαμπάνα, και είναι δύο αυτά, ε, και ο κύριος παίζει το ντόλτσε.». Τουλάχιστον, κατάλαβε για τι μιλούσαμε. (γέλια) Στη συνέχεια, έκανα το «Νηστικό Αρκούδι», το οποίο κράτησε τέσσερα χρόνια και άλλον ένα χρόνο χωρίς εμένα.

Μ.Γ.: Δεν εξεπλάγην με το «Νηστικό Αρκούδι», γιατί μέσω μιας παβλοφικής μεθόδου με είχατε κάνει να πεινάω με το που τέλειωνε το Jammin.
Με το «Μαμά, βάλε τα μακαρόνια στην κατσαρόλα», ναι! Πολύς κόσμος το είχε αυτό το πρόβλημα. Αυτή την ατάκα την έλεγε ο Σωτήρης στο ραδιόφωνο, από μικρό παιδί. Την λέει ακόμα. Δεν ξέρω γιατί, να ρωτήσεις τον ίδιο. (γέλια)

Μ.Γ.: Φτάνουμε, λοιπόν, στο «Ράδιο Αρβύλα». Πώς προέκυψε η συνεργασία;
Ήμασταν φίλοι με όλους από την «Αρβύλα» και δουλεύαμε στον ίδιο σταθμό, στον Imagine, που είναι ιδιοκτησίας του Αντώνη (σ.σ.: Κανάκη) και του Γιάννη (σ.σ.: Σερβετά). Όταν ξεκίνησε ο σταθμός, πήγα εκεί, μεταγραφή. Μετά είχε την ιδέα ο Αντώνης να κάνουμε μια τηλεοπτική εκπομπή, ζωντανή, που θα είχε σκοπό «να αποδομήσει τα τηλεοπτικά δρώμενα». Τώρα, ακούγεται «κάπως», έτσι όπως σου το λέω. Ας πούμε να κοροϊδέψει την τηλεόραση – γιατί η τηλεόραση είναι ένας κήπος με μαργαριτάρια. Είπαμε να βγούμε και να το κάνουμε, ε, και βγήκαμε και το κάναμε. Εννιά στα δέκα από αυτά που γίνονται στο «Ράδιο Αρβύλα» προκύπτουν από ιδέες τύπου «δεν θα είχε πλάκα εάν...».

Μ.Γ.: Παρότι, με τον καιρό, δεν βλέπουμε να έχει πέσει η ποιότητα του “Ράδιο Αρβύλα”, αναρωτιόμαστε αν σας δημιουργεί κόπωση ο ρυθμός του. Ήδη, έχετε περιορίσει τον αριθμό των ημερών που προβάλλεται η εκπομπή. Είναι δύσκολο να παράγεις κάτι τόσο «φρέσκο» κάθε μέρα;
Είναι πολύ κουραστικό, ναι. Και δεν είμαστε μόνο εμείς οι τέσσερεις ή έξι ή επτά. Εργάζεται πολύς κόσμος για αυτή την εκπομπή. Τα αγόρια και τα κορίτσια αυτά ήταν λίγο «ετοιμοθάνατα» με τους ρυθμούς των πέντε εκπομπών την εβδομάδα.

Στάθης ΠαναγιωτόπουλοςΜ.Γ.: Η συνέχεια τι θα φέρει;
Δεν ξέρω. Το φθινόπωρο, θα σου πω. Θα πάμε διακοπές, θα διασκεδάσουμε, θα συζητήσουμε και θα δούμε.

Α.Μ.: Στο ραδιόφωνο, τι παίζεις;
Παίζω ό,τι μου κατέβει. Είναι καλό να παίζεις σε ένα ραδιόφωνο που δεν είναι χαρακτηρισμένο ως «rock», γιατί μπορείς ξαφνικά να παίξεις jazz ή country. Παίζω και rock και ό,τι μου ζητάνε. Και Miles Kane και Madonna παίζω – και με χαρά μάλιστα!

Μ.Γ.: Είχες πάει στη συναυλία της Madonna;
Όχι, δεν είχα πάει. Επίτηδες! Μου αρέσει πολύ, αλλά δεν ήθελα όλη αυτή την φάση με το Ολυμπιακό Στάδιο και την «κοσμικουριά». Δηλαδή, πήγα στους Bon Jovi και μετάνιωσα την ώρα και τη στιγμή.

Μ.Γ.: Ο χρόνος που αφιερώνεται στο rock από τα μέσα αντικατοπτρίζει πράγματι το ποσοστό των ροκάδων αναφορικά με τον πληθυσμό; Είμαστε τόσο λίγοι;
Πέραν απογραφής, υπάρχει άλλος τρόπος να το διαπιστώσεις αυτό;

Μ.Γ.: Μα το βλέπεις, από αυτούς που σε ακούνε, που επικοινωνούν μαζί σου, που σε συναντούν στον δρόμο.
Ναι, πιθανόν να είμαστε λίγοι. Αλλά ίσως να υπάρχει και ένα ενδιαφέρον των διαφημιζομένων. Τι να σου πω;

Α.Μ.: Βλέπω ότι συνήθως το mainstream ασχολείται με το rock, μόνο όταν μερικά συγκροτήματα καταφέρνουν να περάσουν κάποιο όριο. Αυτό συνέβη με πολλούς, από τους Muse μέχρι τους U2...
Τους Red Hot Chili Peppers...

Α.Μ.: Έτσι. Γιατί, όμως, βλέπω κάποια στοιχεία της rock κουλτούρας μέσα σε πολλά πράγματα, τα οποία δεν είναι rock. Τα χρησιμοποιούν για να πουλήσουν; Βλέπω τα βίντεο κλιπ και τα εξώφυλλα των pop τραγουδιστριών και είναι όλοι ντυμένοι ροκάδες με χαϊμαλιά...
Γιατί είναι πολύ ωραία εικόνα. Είναι πιο ωραίο να βγεις και να φοράς «denim and leather», παρά να φοράς μια σατέν τουαλέτα - με φαντάζεσαι εμένα με σατέν τουαλέτα; (γέλια) Δεν νομίζω ότι το κάνουν για να πουλήσουν, γιατί δεν θα πουλήσουν έτσι στους ροκάδες. Οι ροκάδες την «ψωνίζουν» πολύ με αυτά, εγώ καθόλου. Δηλαδή, οι ακραιφνείς ροκάδες γυρνάνε και λένε: «Πώς τόλμησε η Stefanie Heinzmann και διασκεύασε το "The Unforgiven" των Metallica;». Ε, και τι έγινε, ρε παιδιά; Σιγά, τώρα! Μουσική είναι. Αυτές οι στενόμυαλες απόψεις περιχαρακώνουν το rock, σαν την Αλέκα Παπαρήγα ένα πράγμα! (γέλια)

Μ.Γ.: Έχεις παρακολουθήσει την πορεία του rock στην Ελλάδα και θα ήθελα την γνώμη σου για ένα εντυπωσιακό γεγονός. Είδαμε τόσο πολύ ελληνόφωνο rock στη δεκαετία του '90...
...Και τώρα σχεδόν καθόλου! Δεν ξέρω. Καλή η ερώτηση. Πέρασε η μόδα τους φαίνεται. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι βγήκανε πολλά συγκροτήματα πάρα πολύ άξια, τα οποία τραγουδάνε στα αγγλικά. Κακά τα ψέματα, η rock μουσική ταιριάζει πιο πολύ με τα αγγλικά. Έτσι νομίζω.

Μ.Γ.: Υπάρχει, λοιπόν, μια αγγλόφωνη ελληνική rock σκηνή...
Και πολύ ωραία κιόλας!

Μ.Γ.: Πολύ ωραία, όντως. Κι αυτή, όμως, έχω την αίσθηση ότι ψωμοζεί, ειδικά την εποχή του διαδικτύου και της δισκογραφικής πενίας.
Ναι, απευθύνεται σε ένα πάρα πολύ μικρό κοινό και κάνουν και δεύτερες δουλειές τα παιδία. Το ξέρω. Είναι πολύ μικρό το κοινό, είναι πολύ μικρή η αγορά. Αυτοί, όμως, θα κάνουν αυτό που κάνουνε, είτε πουλήσουν έναν δίσκο είτε πουλήσουν δέκα χιλιάδες. Το θέλουν και το κάνουν και θα δουλέψουν για να το κάνουν, βρέξει-χιονίσει. Αν τους κάτσει, αν είναι πάρα πολύ τυχεροί και πάνε στο εξωτερικό, θα ανταμειφτούν και οικονομικά - μία στο δισεκατομμύριο, βέβαια. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, δεν θα σταματήσουν να το κάνουν.

Α.Μ.: Τα φτασμένα διεθνή συγκροτήματα, οι Deep Purple, ας πούμε...
Τυχαίο παράδειγμα! (γέλια)

Α.Μ.: Εντελώς! Όλοι αυτοί επηρεάζονται από την μείωση των πόρων εξαιτίας της διαδικτυακής πειρατείας και της πτώσης των πωλήσεων δίσκων;
Θα έλεγα ότι δεν επηρεάζονται πολύ. Επηρεάζεται η παραγωγή τους, όμως! Δεν βάζουν πλέον δίσκους, δεν βρίσκουν τον λόγο να το κάνουνε. Και οι Deep Purple και οι Cult το έπαθαν αυτό. Επηρεάζεται η παραγωγικότητά τους, δεν βάζουν τόσο εύκολα πλέον άλμπουμ. Δεν είναι υποχρεωτικά κακό. Παλιά, βγάζανε single, ας πούμε.

Α.Μ.: Μήπως ο δίσκος γίνεται απλά η αφορμή για να κάνεις περιοδεία;
Ναι. Αυτό είναι τραγικό! Οι Lynyrd Skynyrd βγάλανε δίσκο πέρσι και παίζουν μόνο ένα τραγούδι από αυτό. Είναι απλά η αφορμή για να βγούνε σε περιοδεία και να πούνε τα παλιά hit, γιατί αυτά μόνο θέλει να ακούει ο κόσμος. Είναι λίγο παράλογο το όλο θέμα, άμα το σκεφτείς.

Α.Μ.: Αυτό εμένα με ενοχλεί, ειδικά όταν μου αρέσει ο καινούριος δίσκος. Καταλαβαίνω τον δεκατετράχρονο που δεν τους έχει ξαναδεί, αλλά...
Παρατηρώ, όμως, ότι και στο εξωτερικό, που τα συγκροτήματα τα βλέπουν ακόμα πιο συχνά, απαιτούν πάλι τα ίδια τραγούδια. Λένε: «Εντάξει, έβγαλες καινούριο δίσκο και στα τέτοια μας. Παίξε τώρα το "Highway Star" και τελείωνε!».

Α.Μ.: Καλό ήταν αυτό που έκαναν οι Iron Maiden, που αφιέρωναν την περιοδεία σε κάποια περίοδο της καριέρας τους.
Έτσι, έχεις και τα hit και ικανοποιείς και τους οπαδούς. Εμένα μου αρέσει αυτό που κάνουν κάποια συγκροτήματα που παίζουν το κλασικό τους άλμπουμ από την αρχή μέχρι το τέλος. Είναι ωραίο! Καλή κίνηση.

Α.Μ.: Για όποιους προτιμάνε τα jam συγκροτήματα, τα αμερικάνικα, είναι πολύ ωραίο και αυτό που κάνουν να μας εκπλήσσουν και να μην ξέρουμε ποτέ τι θα παίξουν.
Εδώ δεν ξέρουν οι ίδιοι! Είναι πολύ ωραία αυτά, άμα είναι προβαρισμένοι. Οι Rolling Stones το κάνανε αυτό παλιά, προβάρανε εβδομήντα-ογδόντα τραγούδια και αποφασίζανε τελευταία στιγμή. Είναι και φοβεροί μουσικοί, όμως.

Α.Μ.: Υπάρχει και η «άλλη σχολή», του Bob Dylan ας πούμε, που επιλέγει το τάδε κουφό setlist για την περιοδεία, με την τάδε ενορχήστρωση. Λέει: «Είμαι σε αυτή τη φάση τώρα και αυτό θέλω να προτείνω. Τέλος!».
Κινδυνεύοντας να χάσει μεγάλο μέρος του το mainstream κοινού! Δεν ξέρω για τους James τι γνώμη έχεις, αλλά τον περασμένο Οκτώβριο τους είδα στο Ιβανώφειο που έπαιξαν πάρα πολύ «ψαγμένα» τραγούδια και μόνο δυο-τρία hit. Λέω μπράβο, θαρραλέα κίνηση. Πλην όμως, ο κόσμος έλεγε: «Τι είναι αυτό τώρα, ας πούμε». Καμία λύση δεν είναι ιδανική. Ευτυχώς, όμως, υπάρχουν καλλιτέχνες που το σκέφτονται.

Α.Μ.: Το θεωρώ καλλιτεχνικά πιο τίμιο να αλλάζουν το setlist και να μην ακούμε τα ίδια και τα ίδια.
Ναι, αλλά άμα δεν βγάζεις λεφτά από τους δίσκους και σταματήσει ο κόσμος να έρχεται στις συναυλίες επειδή του παίζεις το b-side από το 1981, τι θα κάνεις; (γέλια)

Μ.Γ.: Να σε ρωτήσω: Θεωρείς ότι τα μέσα μπορούν να επηρεάσουν αυτό που ακούει ο Έλληνας; Το λέω γιατί από την άλλη, ο κόσμος ακούει ότι έρχονται ξανά και ξανά συγκροτήματα -που μπορεί να μην είναι και τόσο «μεγάλα» στο εξωτερικό- και βρίζει και οδύρεται, αλλά βλέπουμε πως η συναυλία κάθε φορά γεμάτη θα είναι.
Να σε ρωτήσω κι εγώ: Με τους Archive τι πρόβλημα έχεις; (γέλια)

Στάθης ΠαναγιωτόπουλοςΑ.Μ.: Α, το πιάσαμε αλφαβητικά; (γέλια)
Είχα ανακαλύψει πριν λίγα χρόνια ένα συγκρότημα αμερικανικό, τους Last Train Home, country βλαχιά του θανάτου! Τους είχα πιστέψει τόσο πολύ που τους έπαιζα συνεχώς - ειδικά για ένα τραγούδι, έλεγα αυτό θα γίνει hit. Τους έπαιζα τρεις φορές την ημέρα και το μόνο αποτέλεσμα ήτανε να ακούω τα τριπλάσια βρισίδια! (γέλια) Τι θέλω να πω; Αν είναι κάτι να πάει, θα πάει. Το "Shine" των Cyanna θα πήγαινε, ούτως ή άλλως. Μπορεί και να το βοηθήσει το ραδιόφωνο ή η τηλεόραση, αλλά...

Α.Μ.: Γιατί, το "I'd Love To Change The World" των Ten Years After, μετά από τόσα χρόνια;
Ναι, έχετε δίκιο. Σε γενικές γραμμές, όμως, δεν νομίζω ότι με το ζόρι μπορείς να ταΐσεις κάτι. Θα πάρει ο κόσμος αυτό που θέλει.

Μ.Γ.: Επειδή έχουμε μια φοβία, οι ροκάδες και μεταλάδες και όλοι αυτοί, ότι μας καταδιώκουν...
Μανία καταδίωξης λέγεται! Είναι ψυχολογικό σύνδρομο. (γέλια)

Μ.Γ.: Σου έχει συμβεί, σε οποιοδήποτε μέσο έχεις εργαστεί, να σου απαγορεύσουν κάτι, να σου περιορίσουν το χώρο σου, να σου επιβάλουν playlist;
Μέχρι στιγμής, ευτυχώς όχι. Η χειρότερη παρέμβαση που είχα ποτέ ήτανε μια φορά που λίγο τσακώθηκα με έναν υπεύθυνο σταθμού γιατί είπα στον αέρα ότι δεν υπάρχει rock bar της προκοπής στην Θεσσαλονίκη. Ήταν η γνώμη μου και όντως δεν υπήρχε, ήτανε λίγο τρύπες όλα. Ε, το είπα, γιατί ήταν η γνώμη μου. Μου είπε: «Μην λες τώρα τέτοια, ρε μαλάκα, γιατί διαφημίζονται στο ραδιόφωνο και έτσι βγάζουμε λεφτά». Δεν το θεωρώ και κακό αυτό που συνέβη, αλλά δεν είναι και ιδανικό. Γενικά, δεν είχα παρεμβάσεις. Ούτως ή άλλως, την μουσική την έχω παραμελήσει στο ραδιόφωνο, εδώ και μερικά χρόνια. Μακάρι να είχα κάποιον να μου λέει «παίξε αυτά τα τραγούδια», να ησυχάσω με αυτόν τον καημό και να μπορώ να λέω όσες σαχλαμάρες θέλω.  

Μ.Γ.: Ποιά είναι η πιο «κουφή» ανάμνηση από συνέντευξη που έχεις κάνει;
Δηλαδή;

Μ.Γ.: Θέλω κουτσομπολιό, καυτό! (γέλια)
Δεν μου έρχεται κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό. Να σου πω κάτι άλλο. Η πρώτη φορά που μπήκα σε καμαρίνι μεγάλου συγκροτήματος ήτανε το 1990, στο Ειρήνης και Φιλίας, στους Scorpions. Είχα μια σχέση με την εταιρία που διοργάνωνε και μου είπαν να πάω να βοηθήσω. Ευχαρίστως! Επειδή ήξερα καλά αγγλικά, θα αναλάμβανα τους Winger που έπαιζαν support, να τους πηγαινοφέρνω κλπ. Μου δώσανε ένα πάσο «all access» και λέω: «Πω, πω! Θα μπω στα καμαρίνια που γίνονται όργια, θα έχει παρθένες, ουίσκια, ναρκωτικά, ελέφαντες!». (γέλια) Μπαίνω και βλέπω κάτι κυριούληδες Γερμανούς, ο ένας διάβαζε βιβλίο, δίπλα είχανε ένα δοχείο με πάρα πολλούς φυσικούς χυμούς, σόδες, μεταλλικά νερά και... ένα μπουκάλι κρασί. Λέω: «Ωραία, αλλά η κοκαΐνη πού είναι;»! (γέλια) Μετά, κατάλαβα ότι όντως σε αυτό το επίπεδο δεν γίνονται αυτά. Αυτά τα κάνανε όταν ήτανε μικροί. Είδα τους Doors, το 2004, στο Βέλγιο. Αν και οι Doors δεν μου αρέσανε ποτέ ιδιαίτερα ως συγκρότημα, έπαθα το σοκ της ζωής μου βλέποντας μια τέτοια συναυλιάρα με τον Ian Astbury στα φωνητικά! Τρελάθηκα! Βρήκα ένα κονέ και πήγα και συνάντησα τον Ray Manzarek, μετά τη συναυλία. Του είπα ότι ήρθα να σας συγχαρώ και να σας ευχαριστήσω και ότι ήρθα από την Ελλάδα, μπλαμπλά. Με ρώτησε: «Πώς σου φάνηκε;». Του είπα: «Θα είμαι ειλικρινής μαζί σου. Όταν άκουγα Doors παλιά, δεν μου άρεσαν. Αλλά αυτό που είδα σήμερα ήταν εκπληκτικό!». Μου απάντησε: «We were fucked up, back then. We were fucked up all the time.»! Δηλαδή, ότι παλιά ήτανε συνεχώς «κομμάτια» παλιά, ενώ τώρα δεν είναι. Δίπλα βρισκόταν ο Robby Kieger, ο οποίος έτρωγε ένα φιλέτο με λαχανικά, ξέρω ‘γω! Αυτό ήταν μια προσγείωση – ομαλή όμως.

Μ.Γ.: Το «sex, drugs and rock 'n' roll» πάει περίπατο, δηλαδή.
Αυτά τα ιερά τέρατα δεν τα πρόλαβα στα νιάτα τους. Στα νιάτα τους, φαντάζομαι πως κάνανε διάφορα. Έχω δει και κάτι άλλους όμως, που ήτανε νεαροί και τα κάνανε, αλλά ήτανε χάλια και παραμείνανε χάλια. Ήτανε κατεστραμμένοι και παρέμειναν κατεστραμμένοι. Τα μεγάλα ονόματα, οι «πρωταθλητές» δεν κάνουν τέτοια πράγματα. Αυτό ήτανε μια αποκάλυψη για μένα.

Μ.Γ.: Θέλω να κλείσουμε με ανέκδοτο.
Μου άρεσε ένα που είπε ο Πανούσης, τις προάλλες. Είναι η Κιβωτός του Νώε στην προβλήτα και περιμένουνε τα ζώα για να μπουν μέσα. Κρατάει ένα χαρτί ο Νώε και δίπλα κοιτάει η γυναίκα του τα ζώα που περνούν και λέει, ας πούμε: «-Ζέβρες;». «-Τσεκ.», λέει ο Νώε. «-Πάνθηρες;», «-Τσεκ.», «-Λεοπαρδάλεις;», «-Τσεκ.», «-Τίγρεις και μυρμήγκια;», «-Τσεκ, τσεκ.». Βλέπει ξαφνικά η γυναίκα τα σύννεφα του Κατακλυσμού να έρχονται και λέει: «-Πω,πω! Κωλόκαιρος!» και της λέει ο Νώε: «-Όχι, αγάπη μου, ο ρινόκερος είναι, απλά τον βλέπεις από πίσω!». (γέλια) Είναι σιχαμένο, αλλά είναι καλό.

Μ.Γ.: Σε ευχαριστούμε.
Α.Μ.: Σε ευχαριστούμε πολύ.
Να 'στε καλά, παιδιά.

*Σημειώνουμε ότι η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε σχεδόν έναν μήνα πριν από την είδηση του θανάτου του μεγάλου Jon Lord και αυτός είναι ο λόγος που δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στο θλιβερό αυτό γεγονός. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σκεπάζει τον αγαπημένο μας «Μαέστρο».

Συνέντευξη: Μανώλης Γεωργακάκης, Αντώνης Μουστάκας
Φωτογραφίες: Χρήστος Κισατζεκιάν
  • SHARE
  • TWEET