Alice Cooper

Killer

Warner (1971)
Από τον Κώστα Σακκαλή, 11/03/2011
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένα συγκρότημα που λεγόταν Alice Cooper. Πολύ πριν το παρατσούκλι κολλήσει στον τραγουδιστή και αδιαμφισβήτητο κέντρο της προσοχής της μπάντας, αποτέλεσαν ένα ακόμα από τα άξια τέκνα του Detroit και της μουσικής του. Πέρα από τον γνωστό Vincent Furnier στη φωνή, είχαν σταθερά, μόνιμα και ιδρυτικά μέλη τους Glen Buxton στην lead κιθάρα, Michael Bruce στη ρυθμική κιθάρα και τα πλήκτρα, τον Dennis Dunaway στο μπάσο και τον Neal Smith στα τύμπανα.

Ο πρώτος που αντιλήφθηκε την ιδιαιτερότητά τους ήταν ο ιδιοφυής Frank Zappa, που τους υπέγραψε στη δισκογραφική που είχε ιδρύσει, Straight Records. Οι δύο πρώτοι δίσκοι του συγκροτήματος υπέφεραν αρκετά από έλλειψη προσανατολισμού, προσπαθώντας να προσεγγίσουν την ψυχεδέλεια με μάλλον μέτρια αποτελέσματα, αν και καλύτερα από ό,τι αφήνουν να εννοηθεί οι εντυπώσεις που έχουν επικρατήσει. Η αλλαγή θα έρθει όταν για τον τρίτο τους δίσκο θα αναλάβει παραγωγός ο Bob Ezrin, που θα αντιληφθεί ότι στη μουσική τους υπάρχουν στοιχεία αγνού, αυθάδικου και εφηβικού rock 'n' roll, παιγμένο με το γνωστό ηλεκτρισμό που μοιράζονταν τα συγκροτήματα της Motor City. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το υπερεπιτυχημένο single "I'm Eighteen", το οποίο ουσιαστικά αποτελεί τον κορμό ενός πολύ μεγαλύτερου επίδοξου jam, που «κόπηκε» από τον Ezrin. Ως πρώτο single όρισε τη νέα φιλοσοφία του συγκροτήματος, που θα εδραιωθεί με το επιτυχημένο "Love It To Death".

Από το σημείο αυτό και μετά αναπτύσσεται όλο και περισσότερο η θεατρική shock rock αισθητική του συγκροτήματος, και του Furnier πολύ περισσότερο, που σταδιακά και πολύ γρήγορα υιοθετεί για δικό του το όνομα Alice Cooper και μία αντι-ηρωική persona σχεδόν αρχετυπικού «κακού» την οποία ενισχύει όλο και περισσότερο στη σκηνική του παρουσία. Περιττό να πούμε πόσο πρωτοποριακή και αντίθετη με την επικρατούσα «Love Peace & Poetry» προσέγγιση είναι για την εποχή της. Το αποκορύφωμα όλων αυτών των παραμέτρων θα έρθει με το "Killer" της ίδιας χρονιάς.

Το βασικό συστατικό που άλλαξε τη ροή του συγκροτήματος, ο Bob Ezrin, παραμένει στην καρέκλα του παραγωγού και για άλλη μια φορά καταφέρνει να ισορροπήσει την ενισχυμένη ενορχήστρωση με τη διατήρηση της τραχύτητας του χαρακτήρα των τραγουδιών. Λες και θέλουν εξαρχής να ξεκαθαρίσει αυτό, το πρώτο πράγμα που ακούγεται μόλις η βελόνα αγγίξει τα αυλάκια του βινυλίου είναι το δυναμικό μπάσιμο της κιθάρας, σε συνδυασμό με το γύρισμα των drums. Μπορεί στη συνέχεια το "Under My Wheels" να αλλάζει μορφή σε κάτι πιο παιχνιδιάρικο, αλλά η σφραγίδα έχει μπει. Για τις απαραίτητες δισολίες, στην κιθάρα συμμετέχει και ο Rick Derringer. Στο ίδιο κλίμα και το "Be My Lover", που σίγουρα θα αποτέλεσε έμπνευση για τη Ziggy περίοδο του David Bowie. Στο τραγούδι αυτό φανερώνεται πλέον και στιχουργικά ότι το όνομα Alice Cooper είναι οριστικά συνδεδεμένο με τον Furnier, με τη φράση «She asked me why the singer's name was Alice, I said listen baby you really wouldn't understand».

Μία επιστροφή στις πιο πειραματικές τους ημέρες εμφανίζεται με τη μορφή του οκτάλεπτου "Halo Of Flies", που κατά ομολογία του ίδιου του Cooper ήταν μία προσπάθεια για να παίξουν κάτι progressive στο ύφος των King Crimson. Δεν καταφέρνουν ακριβώς αυτό, βεβαίως, αλλά παρ' όλα αυτά δημιουργούν ένα τραγούδι που βρίσκεται πολύ ψηλά στη λίστα αγαπημένων των «ψαγμένων» οπαδών του και ίσως αποτέλεσε πατέρα του μουσικού ύφους των Blue Oyster Cult, με το σκληρό αλλά και με πολλές ρυθμικές αλλαγές ήχο του. Το "Desperado", που κλείνει την πρώτη πλευρά του βινυλίου, ήταν ο μουσικός φόρος τιμής στον φίλο του Jim Morrison που «την έκανε» λίγους μήνες πριν την κυκλοφορία του άλμπουμ. Πέρα από τις σαφείς ανφορές, με στίχους όπως «I wear lace and I wear black leather», είναι έντονη και η προσαρμογή της φωνής του Cooper στα δεδομένα της φωνής του Morrison.

Η δεύτερη πλευρά διατηρεί το επίπεδο με τα "You Drive Me Nervous" και "Yeah Yeah Yeah", που αποτελούν μία επιστροφή στο μοτίβο των "Under My Wheels" και "Be My Lover". Κάπου εδώ θα πρέπει να τονιστεί και η σημασία της εκφραστικότητας του Alice Cooper, ο οποίος μπορεί άλλοτε με ειρωνικό, άλλοτε με μοχθηρό και συχνότερα από όλα με μισότρελο ύφος να χρωματίζει διαφορετικά την κάθε σύνθεση.

Το επόμενο highlight του δίσκου είναι το περιβόητο "Dead Babies", που έδωσε την αφορμή για την επί σκηνής κατακρεούργηση μωρών - κούκλων, προς χαρά των απανταχού ηθικολάγνων που βρήκαν ευκαιρία να ξεσαλώσουν εναντίον του. Μουσικά, όμως, αποτελεί μία πρώτη προσέγγιση με θεατρικό τρόπο των τραγουδιών του, στυλ που θα τελειοποιηθεί αργότερα στο "Welcome To My Nightmare". Το εφιαλτικό "Killer", που κλείνει το δίσκο, είναι μία αποθέωση των τόσο αδικημένων μουσικών που πλαισίωναν τότε των Cooper και ξεχάστηκαν στην πορεία του χρόνου. Αναλαμβάνουν τη σύνθεση μόνοι τους και την οδηγούν εν μέσω παράξενων background φωνητικών, groovy ρυθμών, καθηλωτικών κιθαριστικών solo και μποέμ ψυχεδέλειας σε ένα ταιριαστό θορυβώδες φινάλε.

Φυσικά το, ούτως ή άλλως, προβοκατόρικο περιεχόμενο του "Killer" υποστηρίχθηκε ανάλογα και στα live τους, με αποτέλεσμα να καθιερωθεούν ως κάτι παραπάνω από συναυλίες και το σημείο τομής ανάμεσα σε θρίλερ και μουσική. Αργότερα ο Alice Cooper θα φτάσει και σε μεγαλύτερα εμπορικά ύψη, ενώ και ποιοτικά θα γνωρίσει και άλλες κορυφές, ακόμα κι αν χρειάστηκε να «γυαλίσει» λίγο ("Welcome To My Nightmare") ή πολύ ("Trash") το αποτέλεσμά του. Η πρώτη και καλύτερη περίοδός του, όμως, με τους συνοδοιπόρους που όλοι μαζί θα διαβούν φέτος τις πύλες του Rock 'n' Roll Hall Of Fame, θα έχει ως πρώτο μεταξύ ίσων αυτό το αριστούργημα, το οποίο φέτος συμπληρώνει 40 ακριβώς χρόνια από την κυκλοφορία του και ακούγεται ακόμα τόσο εφηβικό όσο και τότε.
  • SHARE
  • TWEET