The Strokes

Comedown Machine

RCA / Rough Trade (2013)
Από τον Παντελή Μαραγκό, 02/04/2013
«Μέσα στο κλίμα της εποχής, συνεχίζουν να τρολλάρουν εκείνους που, κάθε φορά που βγάζουν δίσκο, περιμένουν να ακούσουν το "Is This It (Part II)"»
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Δεν ακούω κουβέντα, το "Is This It" (2001) είναι στο top-5 των σπουδαιότερων και επιδραστικότερων άλμπουμ του αιώνα που διανύουμε. Ένας από τους τελευταίους κλασικούς δίσκους, σε μια εποχή που η έννοια του άλμπουμ έχει ξεφτίσει και αφορά λίγους και καλούς (ναι, σαν κι εσένα που διαβάζεις τούτες τις αράδες). Μπορεί να μη σημειώσε τεράστιες πωλήσεις, αλλά εν μια νυκτί ξεβράκωσε το nu metal και οδήγησε στη δημιουργία χιλιάδων νέων συγκροτημάτων που γαλουχήθηκαν, εκ νέου, με το «ιδεώδες» του διασκεδαστικού rock˙ του rock με το οποίο μπορείς να χορέψεις, τραγουδώντας τα riff του με το χαμόγελο στα χείλη. Προσωπικά, όταν έχω τις γκρίζες μου, πάντα εκεί επιστρέφω. Έχοντας το «σταρχιδίν» ως δραστική ουσία στο μάξιμουμ της τιμής, είναι καλύτερο κι από ασπιρίνη λέμε.

Παρ' όλα αυτά, το πρόβλημα για τους ίδιους τους Strokes, είναι ότι εκείνο το αξεπέραστο ντεμπούτο υπήρξε τόσο καθοριστικό, που μόνο στο φανταστικό σύνολο των μιγαδικών αριθμών μπορεί να εντοπιστεί κριτική σε οποιαδήποτε από τις μεταγενέστερες δουλειές τους, δίχως μια -από χέρι χαμένη- σύγκριση μαζί του.

Ο τίτλος «σωτήρες του rock» που τους αποδόθηκε στο απόρρευμά του "Is This It" τούς έπεσε βαρύς και παρότι, αναντίρρητα, υπήρξαν μια μοναδική πηγή έμπνευσης για τόσους άλλους, οι ίδιοι δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες, περνώντας κάθε φορά λιγότερο ή περισσότερο χαμηλότερα από το δυσθεώρητο ύψος στο οποίο είχαν τοποθετήσει τον πήχυ. Προσθέστε και την χαμηλή παραγωγικότητά τους και καταλαβαίνετε για ποιο λόγο ο τίτλος «man of the decade» πήγε -με συνοπτικές διαδικασίες- στον Jack White, την ώρα που ο Julian Casablancas (που δέκα χρόνια πριν φάνταζε ως ένα από τα ισχυρότερα φαβορί) σχεδόν δεν ήταν υποψήφιος.

Η αλήθεια είναι ότι ιδιαίτερα στο "Room On Fire" (2003) δεν τα πήγαν καθόλου άσχημα, αλλά -κακά τα ψέματα- τα άνισα "First Impressions Of Earth" (2006) και "Angles" (2011) δεν υπήρξαν αντάξια του ονόματος που είχαν οικοδομήσει. Σίγουρα στις κυκλοφορίες αυτές υπάρχουν αρκετές καλές στιγμές που ακυρώνουν, εν τη γενέσει της, οποιαδήποτε κουβέντα περί «κακών» άλμπουμ (π.χ. το άψογο πρώτο μέρος του "First..."), αλλά την ίδια ώρα δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε ότι μια μπάντα που ξεκίνησε με τόση φόρα, θα μπορούσε να τα είχε πάει αρκετά καλύτερα.

Αισίως (ή μάλλον, όχι και τόσο «αισίως» αν λάβουμε υπ' όψιν τις διαχρονικά τεταμένες σχέσεις μεταξύ των μελών), έφτασαν στο πέμπτο άλμπουμ και, αν μη τι άλλο, με αυτό μοιάζουν πιο αποφασισμένοι από ποτέ να τολμήσουν για κάτι συθέμελα διαφορετικό και -αναπόφευκτα- να διχάσουν τους πολυάριθμους φίλους τους. Μέσα στο κλίμα της εποχής, συνεχίζουν να τρολλάρουν όλους εκείνους που, κάθε φορά που ακούν ότι οι Strokes έβγαλαν δίσκο, πατάνε play περιμένοντας να ακούσουν το "Is This It (Part II)" ή έστω κάτι αντάξιο του πολύ καλού "Room On Fire" (2003).

Η αλήθεια είναι ότι θέλει να έχει πολύ ανοιχτούς ορίζοντες κάποιος που απέκτησε μισή ντουζίνα δερμάτινα μπουφάν γαλουχημένος από τη μαφιόζικη Alitaria του "New York City Cops", ώστε να χωνέψει χωρίς μισό τελάρο σόδες τη synth pop του "One Way Trigger", που ήρθε σαν προάγγελος του άλμπουμ.

Απλή, χαριτωμένη μελωδία δομημένη στον παιχνιδιάρικο ήχο φθηνών synths, που μοιάζουν βγαλμένα από καρικατούρα του "Take On Me" των A-ha και ο Casablancas να έχει αράξει στα υψίπεδα του (ωραιότατου) falsetto του. Και δώσ' του ατελείωτο indie κουβεντολόι για το «πώς είναι δυνατόν να συρρικνώθηκε σε κάτι τόσο πεζό το μέλλον της μπάντας που θα έσωζε το rock;». Κι όμως είναι. Ύστερα από αμέτρητες ακροάσεις του δίσκου καταλήγω στο συμπέρασμα ότι -μαζί με το εξίσου ενδιαφέρον κι εξόχως groovαριστό "Welcome To Japan" με την καλύτερη ατάκα του άλμπουμ «I didn't really know this / What kind of asshole drives a Lotus»- πρόκειται για τις δυο καλύτερες στιγμές του άλμπουμ, έστω κι αν στην αρχή δεν το πήραμε και πολύ στα σοβαρά.

Το έχουν αυτό οι δίσκοι των Strokes. Μπορεί τα κομμάτια τους να ακούγονται απλά και να στηρίζονται στην αμεσότητα, ωστόσο, υπάρχει κρυμμένο κάτι δύσπεπτο σε αυτά και τελικά θέλουν το χρόνο τους για να μην τα υποτιμήσεις. Σας προκαλώ να ξανακούσετε τη δισκογραφία τους (δυόμιση ώρες είναι όλες κι όλες χωρίς το "Comedown Machine") και θα διαπιστώσετε πως όλα, ανεξαιρέτως, τα άλμπουμ τους ακούγονται σήμερα πολύ καλύτερα από ό,τι τότε που κυκλοφόρησαν. Το κρατάω στην άκρη του μυαλού μου αυτό και βάζω από τώρα +2 πόντους στο "Comedown Machine", όσο διαφορετικό κι αν ακούγεται αυτή τη στιγμή.

Θα βρείτε από όλα στο πέμπτο άλμπουμ των Strokes. Χαριτωμένες synth-pop μελωδίες ("Tap Out", "One Way Trigger", "Welcome To Japan"), βρωμοροκιές της πρώτης περιόδου ("All The Time", "50/50") και ό,τι υπάρχει ανάμεσα στα δύο ("Slow Animals", "Partners In Crime", "Happy Ending"), με τη ζυγαριά να γέρνει ξεκάθαρα προς την πρώτη κατηγορία, λες και πρόκειται για τη συνέχεια του "Phrases For The Young" που κυκλοφόρησε ο Casablancas solo το 2009. Εδώ που τα λέμε πάντως, καλούπι για τα κομμάτια του άλμπουμ θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και το πολύ όμορφο "Life Is Simple In The Moonlight" που κλείνει το "Angles", δίχως το περίτεχνο γύρισμα που διαταράσσει τη ροή του αμέσως μετά το ρεφρέν. Life is simpler in "Comedown Machine", με λίγα λόγια.

Παρ' όλο που τα καλύτερα κομμάτια του δίσκου είναι υποδεέστερα σε σχέση με τα highlights των δύο προηγούμενων άλμπουμ τους, συνολικά το "Comedown Machine" έχει σαφώς καλύτερη συνοχή και υπερτερεί στα σημεία. Από το άλμπουμ δεν λείπουν τα τρίλεπτα κιθαριστικά tracks, αλλά η αλήθεια είναι ότι οι Strokes πετυχαίνουν πολύ περισσότερα όταν βγαίνουν από την ασφαλή τους ζώνη (πλησιάζοντας τον ήχο των εξαιρετικών Γάλλων Phoenix).

Αξιοποιούν ένα μεγάλο εύρος μουσικών στυλ εξερευνώντας αχαρτογράφητες περιοχές που βρίσκονται πολύ μακριά από τον ήχο που τους καθιέρωσε και πειραματίζονται με προσεγγίσεις που ξαφνιάζουν (χωρίς να αστοχούν). Στην κατηγορία αυτή ξεχωρίζουν τα πολύ όμορφα "Chances" (όπου θυμίζουν έντονα τους Killers) και "80s Comedown Machine", αλλά και το εσωστρεφές και «στοιχειωμένο» "Call It Fate, Call It Karma" που κλείνει τον δίσκο και μπορεί να συγκριθεί μόνο με το "Ask Me Anything" από το τρίτο άλμπουμ τους.

Το κύριο επίτευγμα των Strokes (και του παραγωγού Gus Oberg) στο "Comedown Machine" είναι ότι, παρά την αλλαγή ρότας, καταφέρνουν να δώσουν ένα άλμπουμ που δεν έχει track που να είναι για πέταμα, σε αντίθεση με τα δύο προηγούμενα άλμπουμ τους, όπου -κακά τα ψέματα- υπήρχαν ορισμένες (λίγες ευτυχώς) ξεκάθαρες αστοχίες. Είναι αλήθεια, επίσης, ότι στις πρώτες ακροάσεις τα πράγματα φαντάζουν κάπως τεμπέλικα και διεκπεραιωτικά, καθώς από τα κομμάτια μοιάζει να λείπει η σπίθα και η αμεσότητα του παρελθόντος. Τελικά, όμως, τα πράγματα «ξεκλειδώνουν» και αποκαλύπτουν ένα αρκούντως διασκεδαστικό σύνολο που αποζημιώνει.

Βέβαια, όλα αυτά δεν αναιρούν την αβίαστη διαπίστωση ότι έχουμε να κάνουμε με ένα -εκ πρώτης όψεως, τουλάχιστον- περίεργο φρούτο. Προκειμένου να το κατανοήσουμε καλύτερα, είναι χρήσιμο να ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά σε ορισμένες απαραίτητες πληροφορίες που συνθέτουν το σκηνικό γύρω από το "Comedown Machine". Πάμε λοιπόν.

Στοιχείο πρώτο: Η μπάντα δεν θα περιοδεύσει, δεν φωτογραφήθηκε, ούτε και συνεντεύξεις δίνει για να προωθήσει το άλμπουμ και οι αποφάσεις αυτές εγείρουν προβληματισμό, λαμβάνοντας υπ' όψιν τις (διαχρονικά) κακές σχέσεις μεταξύ των μελών.

Στοιχείο δεύτερο: Πρόκειται για το άλμπουμ με το οποίο οι Strokes εκπληρώνουν τη συμβατική υποχρέωσή τους έναντι της RCA Records, με την οποία είχαν συμβόλαιο για πέντε δίσκους. Πιθανότατα αυτό υποδηλώνει η ρετρό αισθητική του λιτού εξωφύλλου, όπου το logo της εταιρείας -μάλλον ως ένδειξη ειρωνίας- καταλαμβάνει παραπάνω από δύο φορές το χώρο που πιάνουν το όνομα του γκρουπ και ο τίτλος του άλμπουμ. Μοιάζει, όμως, και λίγο με εκείνα τα εξώφυλλα που χρησιμοποιούν οι εταιρείες όταν βγάζουν δίσκους με ακυκλοφόρητα tracks συγκροτημάτων που έχουν διαλυθεί.

Στοιχείο τρίτο: Σημαντική διαφορά σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν είναι ότι αυτή τη φορά το κλίμα κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων (ακούγεται) ότι ήταν αισθητά καλύτερο και τα μέλη της μπάντας, αν μή τι άλλο, συνυπήρχαν στις ηχογραφήσεις (έγιναν στα ιστορικά Electric Lady στούντιο στο Greenwich Village της Νέας Υόρκης). Το κατά πόσο αυτή η συνύπαρξη ήταν αρμονική ή όχι δεν έχει γίνει γνωστό επί του παρόντος, αλλά σε κάθε περίπτωση αποτελεί σημαντική βελτίωση σε σχέση με τις ηχογραφήσεις του "Angles", οι οποίες -σύμφωνα με τις κακές γλώσσες- έγιναν μέσω e-mail, καθώς ο Casablancas απέφευγε να βρεθεί στο studio μαζί με τους υπόλοιπους (όχι, βέβαια, ότι κι αυτοί ήταν δεμένοι σαν μια γροθιά). Σχετικά με το κλίμα δεν μπορούμε να μην συνεκτιμήσουμε ότι πέρασαν «μόλις» δύο χρόνια από το προηγούμενο άλμπουμ τους˙ ψίχουλα δηλαδή, σε σχέση με την πενταετία σιωπής που προηγήθηκε του "Angles", κατά την οποία είχαμε μισή ντουζίνα solo άλμπουμ από τα μέλη.

Στοιχείο τέταρτο: Όσο μπάχαλο κι αν ήταν τα πράγματα στην περίοδο του "Angles", τελικά είχαμε να κάνουμε με τον πρώτο «δημοκρατικό» δίσκο τους, καθώς τα κομμάτια, για πρώτη φορά, συνυπογράφονται από την μπάντα ως σύνολο, σε αντίθεση ό,τι συνέβαινε στα τρία πρώτα άλμπουμ, όπου οι συνθέσεις έφεραν την αποκλειστική υπογραφή του Casablancas (με την εξαίρεση τριών κομματιών του "First Impressions Of Earth", όπου εμφανίζονται τα ονόματα του σπουδαίου κιθαρίστα Nick Valensi, του μπασίστα Nikolai Fraiture και του drummer Fabrizio Moretti). Το ίδιο συμβαίνει και με τα credits του "Comedown Machine" και αυτό αποτελεί ξεκάθαρο δείκτη για την ενότητα μέσα στο συγκρότημα, όπως και το video του πρώτου single "All The Time", όπου βλέπουμε ένα κολάζ από τις παλιές, καλές ημέρες του γκρουπ.

Συμπέρασμα: Πλέον, οι συσχετισμοί μέσα στην μπάντα μοιάζουν να έχουν μετατοπιστεί οριστικά σε κάποιο νέο σημείο ισορροπίας και στο "Comedown Machine" η τραμπάλα δείχνει να έχει κάτσει σε ένα σχετικά ευσταθές σημείο που ακούει στο όνομα «ανοχή». Στο πρόσφατο παρελθόν οι υπόλοιποι πολύ ευχαρίστως θα υπέβαλλαν τον Casablancas σε απανωτά ηλεκτροσόκ προκειμένου να ξεριζωθεί από την γκλάβα του αυτό το κόλλημα που έχει φάει με τη synth pop των αρχών των 80s. Τώρα, όμως, δείχνουν να ανέχονται και να βρίσκουν χώρο για να συνυπάρξουν με τα καπρίτσια του, υπό τον όρο ότι οι Strokes δεν θα ακούγονται (εντελώς) σαν το προσωπικό new wave άλμπουμ του ("50/50"). Σε αντάλλαγμα ο Julian επιτρέπει στον καθένα να προσθέσει ελεύθερα τις πινελιές του και -το κυριότερο- μοιράζεται τα credits.

Βέβαια, δεν έγιναν όλα ρόδινα ξαφνικά. Γκρίζα σύννεφα εξακολουθούν να ρίχνουν τη σκιά τους πάνω από την μπάντα. Μια προσεκτική ματιά στους στίχους αποκαλύπτει ότι τουλάχιστον ο Casablancas (που έχει το προνόμιο να εκφράζεται) καταπιέζεται. Στο "One Way Trigger" τον ακούμε να λέει «You ask me to stay, but there's a million reasons to leave», στο "Chances" «I'll take my chances alone / I won't wait up for you anymore», ενώ ακόμη και στο πιο «κατηφορικό» κομμάτι του άλμπουμ, το γκαζιάρικο "50/50", όταν γρυλλίζει «Don't judge me» ακούγεται περισσότερο σαν να απολογείται και λιγότερο σαν να τρίβει την χαρακτηριστική αδιαφορία του στη μούρη εκείνων που τον καταδιώκουν. Γενικά η χαρακτηριστική του ανεμελιά μοιάζει να έχει ατονήσει.

Παρ' όλα αυτά, δεν χωράει αμφιβολία ότι οι Strokes εξακολουθούν να σημαίνουν πάρα πολλά για τη μουσική του σήμερα. Βέβαια, πρέπει να ομολογήσω ότι δεν είμαι κι ο πλέον αντικειμενικός κριτής τους, καθώς τους αγαπώ όσο ελάχιστες μπάντες. Τους έμαθα από ένα γαμάτο CD που είχε δώσει το Q το Δεκέμβρη του 2001 με τα «καλύτερα κομμάτια από τα καλύτερα άλμπουμ» της χρονιάς εκείνης. Είχε μέσα το "The Golden Age" το οποίο ενεργοποίησε μέσα μου τον αυτόματο πιλότο, στέλνοντάς με στο δισκάδικο για τη συγκλονιστική συνάντηση με το "Is This It".

Έκτοτε δεν υπήρξε γυρισμός, παρά τα σκαμπανεβάσματά τους στα χρόνια που ακολούθησαν (μήπως κι εγώ δεν είχα τα δικά μου;). Σε μια στιγμή μολύνθηκα ανεπανόρθωτα από αυτούς τους μάστορες των τρίλεπτων garage- ο-γκαζιάρικών διαμαντιών που σου φοριούνται στους γοφούς σαν προωστήρια turbojet και σε παρασέρνουν σε ατσούμπαλο πιθηκολίκνισμα. Καταλαβαίνετε πως ένοιωσα όταν -επιτέλους- είχα την ευκαιρία να τους απολαύσω στο Benicassim προ διετίας...

Δεκαπέντε χρόνια νεώτερος και λίγα λέω. Μέσα σε ένα ανεπανάληπτα ευλογημένο τσουβάλιασμα δεν θυμάμαι να πάτησα στο έδαφος επί μιάμιση ώρα. Ούτε εγώ, ούτε και κανένας άλλος σε ακτίνα απροσδιόριστη. Τη μια στιγμή εδώ και την άλλη 10 μέτρα μακριά και εννοείται ότι ήμουν άρρωστος για έναμιση μήνα μετά μέσα στο κατακαλόκαιρο (το ίδιο κι η παρέα μου). Σόρρυ που περιαυτολογώ, αλλά τόσο τους γουστάρω τους Strokes˙ ακόμη κι οι κλανιές τους (με το συμπάθειο) μου ακούγονται σημαντικότερες από το 98% της σύγχρονης μουσικής.

Από ό,τι φαίνεται πάντως, το "Comedown Machine" -που είχε δοθεί ελεύθερο για streaming μέσω του Pitchfork- δεν πολυάρεσε στους φίλους τους, οι οποίοι του επιφύλαξαν μια «χλιαρή» υποδοχή. Οι ανάμικτες απόψεις αντικατοπτρίστηκαν και στο χαμηλό πλασάρισμα στα charts, όπου το άλμπουμ έφτασε «μόλις» μέχρι το #10 του βρετανικού άλμπουμ chart κατά την πρώτη εβδομάδα από την κυκλοφορία του (είχαν πάει #1 με τo "First Impressions Of Earth", #2 με τα "Is This It" και "Room On Fire" και #3 με το "Angles").

Το ίδιο συνέβη και με τις κριτικές που έλαβαν από το διεθνή μουσικό Τύπο, οι οποίες είναι από τις πιο διχαστικές που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια. Προσωπικά, πάντως, επιλέγω να αντιστρέψω το μεγεθυντικό φακό, να αλλάξω την οπτική γωνία και να θέσω το απλούστατο ερώτημα: πώς θα κρίναμε αυτόν το δίσκο αν ερχόταν από μια πρωτοεμφανιζόμενη μπάντα εν έτει 2013; Κι ελάτε να μου πείτε τώρα ότι δε θα θεωρούσατε εξαιρετικά ελπιδοφόρα οποιαδήποτε μπάντα κυκλοφορούσε κάτι σαν το "Comedown Machine" ως ντεμπούτο...

Οk, όμως, δεν είναι ντεμπούτο και αυτό δεν αλλάζει. Πρόκειται για το πέμπτο άλμπουμ των Strokes που έπρεπε να γίνουν (πιο) μεγάλοι και (πιο) τρανοί, αλλά εκείνοι έκαναν ό,τι τους κάπνιζε, όταν τους κάπνιζε και τώρα αποφάσισαν να αλλάξουν και μάρκα καπνού από πάνω. Με το "Comedown Machine" μας δίνουν ένα τολμηρό και ανομοιογενές σύνολο, που παραδόξως καταφέρνει να ακούγεται σαν το πιο συνεκτικό τους άλμπουμ εδώ και πολλά χρόνια, έστω κι αν κινούνται σε επικίνδυνα εδάφη (πολύ pop για τους ροκάδες, πολύ rock για εκείνους που ακούνε pop). Όλα τους τα άλμπουμ απαιτούσαν χρόνο και η αλήθεια είναι ότι αυτό χρειάζεται ακόμη παραπάνω από ό,τι συνήθως, αλλά τελικά σε ανταμείβει περισσότερο από τα δύο που προηγήθηκαν.
VIDEO
  • SHARE
  • TWEET