Porcupine Tree

Closure/Continuation

Music For Nations (2022)
Από τον Κώστα Σακκαλή, 27/06/2022
Μία επιτυχημένη επιστροφή που αντλεί όχι μόνο από την ιστορία τους αλλά και από το τι μεσολάβησε κατά την απουσία τους
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Ο τρόπος που ξεκινάει το "Closure/Continuation" είναι υπό μία έννοια ειρωνικός, αν δεν είναι εσκεμμένος. Το funky μπάσο που μας υποδέχεται μόνο του, μέχρι να μπουν τα υπόλοιπα όργανα, λες και βρίσκεται εκεί να μας υπενθυμίσει με τον πιο εμφατικό τρόπο τη μοναδική απώλεια των Porcupine Tree όπως τους ξέραμε. Και όσο κι αν υπάρχουν δικαιολογημένες αιτίες για αυτό, η απουσία του Colin Edwin σίγουρα αφαιρεί κάτι από την αυθεντικότητα της επιστροφής, τουλάχιστον σε συναισθηματικό επίπεδο. Σε μουσικό πάλι, ίσως λιγότερο. Κι αυτό όχι απαραίτητα με αυστηρά μουσικολογικά κριτήρια όσο με τον χαρακτήρα που τελικά αποκτά ο δίσκος. Γιατί ναι, απαντώντας στην ερώτηση που ποτέ δεν τέθηκε, το "Closure/Continuation" είναι αναμφισβήτητα ένας δίσκος στο στυλ των Porcupine Tree, γέννημα θρέμμα της ιστορίας και της δισκογραφίας τους. Είναι όμως και μία συνέχεια από το σημείο που σταμάτησαν; Όχι ακριβώς.

Πριν φτάσουμε σε αυτό, ας επαναλάβουμε κάποια γεγονότα που οδήγησαν στη δημιουργία του δίσκου. Από την de facto διάλυσή τους στην αρχή της προηγούμενης δεκαετίας και μέχρι το σήμερα υπήρχαν κάποια προσχέδια κομματιών που είχαν μείνει στο ράφι ή δημιουργήθηκαν από τη σποραδική επαφή του Wilson με τον Gavin Harrison. Καθώς στα τζαμαρίσματα των δύο τους υπήρχε πρόσφορο μόνο ένα μπάσο, η βάση των τραγουδιών κατέληξε να χτιστεί γύρω από αυτά και με τον Wilson να καταλήγει να αναλαμβάνει ρόλο μπασίστα. Το γεγονός αυτό καθώς και η έλλειψη οποιασδήποτε κοινωνικής επαφής με τον Edwin έφεραν τον τελευταίο εκτός συγκροτήματος. Οι αρχικές αυτές βάσεις δουλεύτηκαν στη συνέχεια μαζί με τον Barbieri για να καταλήξουν στη μορφή που έχουν σήμερα. Και είναι μία μορφή που τους φέρνει αρκετά κοντά στον ήχο που έχτισαν με την τριλογία των "In Absentia", "Deadwing" και "Fear Of A Blank Planet" αλλά με μία σημαντική διαφορά. Είναι φανερή η επιρροή της προσωπικής δισκογραφίας του Wilson στον τελικό ήχο. Θα λέγαμε δηλαδή ότι όχι μόνο χρονικά, όπως είναι προφανές, αλλά και ηχητικά, αυτοί εδώ είναι οι post-solo-Wilson Porcupine Tree.

Υπάρχουν στιγμές ή και ολόκληρα τραγούδια, που έχουν αναφορές στον ήχο ή την ατμόσφαιρα προσωπικών δουλειών του ηγέτη τους, κυρίως των "The Raven That Refused To Sing"και "Hand.Cannot.Erase" χωρίς όμως να βγάζουμε από την εξίσωση και τους πιο ηλεκτρονικούς ήχους των πρόσφατων κυκλοφοριών του. Υπάρχει όμως και τουλάχιστον ένα που είναι όσο πιο Porcupine Tree γίνεται και αυτό μας φέρνει πίσω στο "Harridan" που ανοίγει το δίσκο. Πρόκειται για ένα τραγούδι που φαίνεται να διατρέχει σχεδόν όλη την πορεία τους και να έχει ξαδελφάκια σε διάφορους δίσκους τους. Ως τέτοιο είναι δύσκολο, πολύ δύσκολο να μην το αγαπήσεις. Αντίστοιχα το πλούσιο συναισθηματικά "Of The New Day" θα μπορούσε να τοποθετηθεί σχεδόν σε οποιονδήποτε δίσκο έχει βγάλει ποτέ ο Wilson, με το συγκρότημα ή solo. Έχει αυτήν τη χαρακτηριστική μαστοριά στον μελαγχολικό λυρισμό που τον διακρίνει σε όλη του την καριέρα και συνεπώς είναι ένα τραγούδι στο οποίο διαρκώς θα επιστρέφεις. Κάτι παρόμοιο υπόσχεται και το "Walk The Plank" αλλά, παρότι η προσθήκη ηλεκτρονικών στοιχείων έχει ενδιαφέρον, δυστυχώς ούτε τόσο τολμηρό είναι ηχητικά ούτε τόσο συναισθηματικά επιβλητικό, με αποτέλεσμα να μην εκπληρώνει τις υποσχέσεις του και να είναι η με διαφορά πιο αδύναμη στιγμή του δίσκου.

Από εκεί και πέρα ηχητικά έχουμε μία μίξη διάφορων πραγμάτων. Τα "Rats Return" και "Herd Culling" είναι ευπρόσδεκτα δώρα για τους πιο εστιασμένους στο prog ακροατές και ο καθένας, ανάλογα με τα ακούσματά του, μπορεί να διακρίνει στοιχεία από τους King Crimson, τους Tool ή τις solo δουλειές του Wilson πού προαναφέραμε. Τα "Dignity" και "Chimera’s Wreck" είναι τα δύο μεγαλύτερα τραγούδια του δίσκου και τελικά αυτά που θα κρίνουν την εντύπωση που θα αφήσει. Και εξηγούμαι. Δεν έχουν τίποτα το κακό, δεν κάνουν τίποτα ιδιαίτερα λάθος, αλλά επαναλαμβάνουν μοτίβα και στυλ που ο Wilson έχει κάνει (καλύτερα;) στο παρελθόν και νιώθουμε ότι μπορεί να γράφει και στον ύπνο του ακόμα, παρότι τόσο ο Barbieri όσο και ο Harrison και στα δύο βάζουν ξεκάθαρα τη σφραγίδα τους. Είναι απολαυστικά; Ναι. Εντυπωσιάζουν, τουλάχιστον στις πρώτες ακροάσεις, στο ίδιο επίπεδο με κάποια από τα προαναφερθέντα; Όχι. Αν η ακρόαση ενός δίσκου ήταν αυστηρά μαθηματικά θα λέγαμε ότι σε συνδυασμό με τη διάρκειά τους χαμηλώνουν τον μέσο όρο ποιότητας της μουσικής και κατά συνέπεια την αξιολόγηση του δίσκου. Ναι, αλλά...

... αλλά η μουσική δεν είναι μαθηματικά. Με τον ίδιο τρόπο που δεν θα απολαύσεις λιγότερο ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα επειδή το έχεις δει ξανά, είναι δύσκολο να μείνεις ασυγκίνητος από τραγούδια που είναι καλά εκτελεσμένα, σε ένα ύφος και έναν ήχο που αγαπάς και που αν τους δώσεις χρόνο αποκλείεται να μην μπουν στην καρδιά σου. Είναι φυσικά σημαντικό και με ποιον τρόπο ο ακροατής προσεγγίζει τον δίσκο συνολικά. Το "Closure/Continuation" έχει το άδικο βάρος μίας κυκλοφορίας που περιμέναμε, σχεδόν ανέλπιστα, πολλά χρόνια. Αυτό είναι ένα βάρος που πιθανότατα δυσκολεύεται να σηκώσει. Sub specie aeternitatis όμως, αυτή η οπτική έχει πολύ μικρή αξία.

  • SHARE
  • TWEET