Αντιλαμβάνεται τη μουσική άλλοτε ως μια εναλλακτική γέφυρα επικοινωνίας, άλλοτε ως ένα θέαμα βγαλμένο από το θέατρο των ονείρων κι άλλοτε ως έναν πόνο που οφείλει να βιώσει αναζητώντας μια κάποια λύτρωση....
Steven Wilson
The Future Bites
Ο Steven Wilson ξέρει να συνθέτει ωραίες μουσικές ανεξαρτήτου είδους και πάντα έχει κάτι ενδιαφέρον να πει μέσα από αυτές
Φαντάζομαι οι περισσότεροι - αν όχι όλοι - έχουμε βρεθεί να κάνουμε διαδικτυακά ψώνια και να βάζουμε προϊόντα στο καλάθι, τα οποία τελικά ποτέ δεν αγοράσαμε. Η τυχαία συζήτηση του Steven Wilson με έναν υπάλληλο της Amazon που δουλεύει στο τμήμα το οποίο προσπαθεί να αναλύσει αυτές τις μη ολοκληρωμένες συναλλαγές, ώστε την επόμενη φορά ο καταναλωτής να προχωρήσει στο επόμενο και τελευταίο βήμα, του έδωσε το έναυσμα για το θέμα με το οποίο καταπιάνεται στο νέο του άλμπουμ. Ένα θέμα που τελικά το χαρακτηρίζει σχεδόν όσο και η ολοκληρωτική ηχητική μεταστροφή που επιχειρεί σε αυτό.
Η ιστορία έχει ως επίκεντρο τη λειτουργία της εταιρείας The Future Bites, της οποίας ο επιχειρηματικός σκοπός είναι να ανάγει τα πάντα σε καταναλωτικό, branded προϊόν: από χαρτιά υγείας και λογισμικό ως συσκευασμένο αέρα. Δημιουργεί τεχνητές ανάγκες και τις καλύπτει προσφέροντας προϊόντα που δεν χρειαζόμαστε πραγματικά ή που έχουμε ήδη, προσδίδοντας άυλη υπεραξία, η οποία μεταφράζεται σε κέρδος. Ο ολοένα αυξανόμενος καταναλωτισμός, η ολοένα και περισσότερο online πραγματικότητα και η επιρροή των social media είναι σημεία των καιρών που ευνοούν την άνθισή της.
Ο Wilson βρήκε ξαφνικά τον εαυτό του να είναι μέρος αυτού του «παιχνιδιού». Ο ίδιος είναι ένας περιζήτητος παραγωγός που αναλαμβάνει το remix και remaster παλιών, κλασσικών δίσκων, ώστε να επανεκδοθούν σε επετειακά, deluxe (και πανάκριβα) κουτιά, τα οποία θα αγοράσουν κατά βάση αυτοί που έχουν ήδη τα άλμπουμ. Υπό αυτή την προσέγγιση, δεν μοιάζει να κουνάει το δάκτυλο, αλλά να τοποθετεί τον εαυτό του ως μέρος του προβλήματος, καταγράφοντας με αφορμή την εν λόγω ιστορία, σκέψεις και συναισθήματα. Κάτι που -μεταξύ μας - κάνει καλύτερα από σχεδόν όλους τους υπόλοιπους μουσικούς εδώ και 20 χρόνια.
Ακόμα πιο σημαντικό, όμως, είναι το κομμάτι της μουσικής προσέγγισης. Υπήρχαν σαφή σημάδια μιας ριζικής αλλαγής, είτε αυτά προέκυπταν από τα λεγόμενα του Wilson, είτε από την κατεύθυνση κάποιων συνθέσεων του τελευταίου του άλμπουμ. Σε κάθε ευκαιρία που του δινόταν, ο Wilson ανέφερε πως ο prog κύκλος έκλεισε για αυτόν, τονίζοντας πως θέλει να αφήσει ένα καλλιτεχνικό αποτύπωμα αντίστοιχο με αυτό του David Bowie και πως η επιθυμία του ήταν να κινηθεί περισσότερο σε έναν ήχο που να παραπέμπει σε αυτόν, στον Prince, στον Peter Gabriel και στην Kate Bush. Κι αυτό ακριβώς επιχειρεί.
Στην πραγματικότητα, όμως, ήταν η απόφασή του να συνεργαστεί με τον David Kosten που καθόρισε το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα. Ο Kosten, γνωστός για τις παραγωγές του σε δουλειές των Bat For Lashes, των Everything Everything και των Enter Shikari μεταξύ άλλων, διαθέτει εξειδίκευση σε πιο ηλεκτρονικά και pop πεδία και αναλαμβάνοντας χρέη συμπαραγωγού οδήγησε προς αυτή την κατεύθυνση το άλμπουμ. Ο Wilson πείστηκε επί αυτού αφού του έδωσε το τραγούδι "King Ghost" ως πείραμα και ενθουσιάστηκε με το αποτέλεσμα. Κάπως έτσι βρισκόμαστε μπροστά σε μια electro, pop-rock, new-wave δουλειά που καμία σχέση δεν έχει με οτιδήποτε έχει κυκλοφορήσει στην ως τώρα πορεία του ο Wilson.
Εδώ αρχίζουν τα (ψευτό)διλήμματα. Είναι ο Wilson ένας πραγματικά προοδευτικός καλλιτέχνης που δεν περιορίζει τον εαυτό του ή αποδεικνύεται ένας ακόμα υπερφίαλος μουσικός που πετάει στην άκρη όσα έχει πετύχει (υποτιμώντας ταυτόχρονα τους οπαδούς που τον στήριξαν στην ως τώρα πορεία του) κυνηγώντας τη ματαιότητα του mainstream; Είναι η νέα του δουλειά ορθότερο να αξιολογηθεί από αυτούς που τον ακολουθούν και γνωρίζουν καλά τα ως τώρα πεπραγμένα του ή μήπως θα πρέπει να κριθεί από ένα κοινό εξοικειωμένο με τα νέα μουσικά ιδιώματα στα οποία εισέρχεται; Πιθανότατα θα ακουστούν πολλές διαφορετικές απόψεις για το "The Future Bites", καθώς είναι μάλλον δύσκολο να καλυφθούν όλες οι πλευρές ταυτόχρονα.
Προσωπικά, στέκομαι πολύ μακριά από τη βάση της μουσικής πρότασης του "The Future Bites", ήτοι την electro, την pop, το new wave και τους καλλιτέχνες που κυριάρχησαν στο alternative rock των '80s, οι οποίοι φαίνεται να αποτελούν κύρια πηγή έμπνευσης του Steven Wilson. Παρόλα αυτά, το σοκ της ακρόασης του άλμπουμ ήταν πολύ μικρότερο του αναμενόμενου και οφείλω να ομολογήσω πως καθόλου δεν απογοητεύτηκα από αυτό. Αντιθέτως, το βρίσκω ιδιαίτερα ενδιαφέρον ως συνολικό άκουσμα, παρά το ότι διαφοροποιείται σημαντικά σε σχέση με τη συνηθισμένη παλέτα ακουσμάτων μου.
Αυτό ενδεχομένως να οφείλεται σε μια σειρά από παράγοντες, με κυριότερο το ότι το μουσικό DNA του Wilson, αν και βρίσκεται κρυμμένο κάτω από έναν τελείως νέο μανδύα, είναι σχετικά εύκολα εντοπίσιμο, σε αρκετά τραγούδια. Ειδικά, το πανέμορφο "12 Things I Forgot" είναι στο κοντά στο ύφος τραγουδιών όπως το "Nowhere Now" (ή ακόμα και των καλών στιγμών των Blackfield), αποτελώντας μια κάποια γέφυρα με το παρελθόν, ενώ το ambient κλείσιμο του "Count Of Unease" αποτελεί σίγουρα πιο οικείο άκουσμα για τους οπαδούς του Βρετανού μουσικού.
Όμως, η μουσική ταυτότητα του άλμπουμ ορίζεται από τις πιο electro/pop στιγμές του, όπως είναι το groovy και πιασάρικο "Self", το υπέροχο "King Ghost" με τα φαλσέτο φωνητικά στο ρεφρέν και την εξαιρετική ατμόσφαιρα και φυσικά στο σχεδόν 10λεπτο "Personal Shopper" που περιλαμβάνει όλα όσα ήθελε να πρεσβεύσει - ηχητικά και στιχουργικά - ο Wilson, αποτελώντας τη ραχοκοκαλιά (αλλά και σχεδόν το ¼ σε διάρκεια) του άλμπουμ. Η δε συμμετοχή του Elton John σε αυτό, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από σημειολογική ως αυτασαρκαστική.
Στεκούμενα κάπου ενδιάμεσα, το "Eminent Sleaze" με το slap μπάσο, τα παλαμάκια και τα βιολιά, είναι μια πιο οργανική και λιγότερο electro στιγμή, έχοντας κάτι από το funk του Prince, ενώ το πιάνο και ο πεσιμισμός του "Man Of The People" το καθιστούν πολύ πιο κοντά στον πυρήνα της μουσικής προσωπικότητας του Wilson, με τις δυο συνθέσεις να είναι αρκετά συμπαθητικές. Το δε "Follower" αν και πιο κιθαριστικό, «rockάδικο» και ευθυτενή σε χαρακτήρα, έχει ένα up tempo στυλ που σπάνια ξεχωρίζει στις δουλειές του Wilson.
Κάπως έτσι, και δεδομένων του μικρού καλαθιού έφερε μαζί της η τόσο ριζική ηχητική αλλαγή, το σύνολο "The Future Bites" αφήνει ένα θετικό πρόσημο, κάτι που έχει ακόμα πιο μεγάλη αξία αναλογιζόμενου του ρίσκου που πήρε ο Wilson. Διαθέτει πολύ καλή ροή, η οποία ευνοείται από τα μόλις 40 λεπτά της διάρκειάς του, και το μόνο που θα ήθελα θα ήταν ένα πιο προσεγμένο φινάλε, καθώς τα δυο τραγούδια που κλείνουν το άλμπουμ είναι μάλλον και τα πιο αδιάφορα.
Πάντως, παρά το θετικό πρόσημο, θεωρώ σχεδόν αυτονόητο το ότι δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε σε ποιότητα, ούτε σε συναισθηματικό φορτίο με τις (πολλές) σπουδαίες δουλειές που έχει προσφέρει στο παρελθόν ο Steven Wilson. Αυτό ίσως οφείλεται και στο ότι ο electro-pop χαρακτήρας του δεν ήταν ποτέ μέρος των ακουσμάτων μου, οπότε εκ των πραγμάτων δεν θα μπορούσε να με συγκινήσει τόσο, αλλά για να είμαι ειλικρινής αμφιβάλλω και για το αν και πόσο θα εκτιμηθεί από το alternative κοινό στο οποίο στοχεύει.
Όπως και να έχει τίποτα εξ αυτών δεν επηρεάζει την αξία του "The Future Bites" που παραμένει ένα καλό άλμπουμ για αυτό που είναι. Και κυρίως δεν αναιρεί ότι το ο Steven Wilson ξέρει να συνθέτει ωραίες μουσικές ανεξαρτήτου είδους και ότι πάντα έχει κάτι ενδιαφέρον να πει μέσα από αυτές. Κι αυτό είναι ένα ακόμα δείγμα της σπουδαιότητάς του.