Non Serviam

Le Coeur Bat

Code666 (2021)
Από τον Αποστόλη Ζαμπάρα, 02/04/2021
Ενάντια στη μέθοδο, ο δεύτερος δίσκος της γαλλικής κολεκτίβας ανασυνθέτει το θρυμματισμένο όραμα της ρηξικέλευθης καλλιτεχνικής καινοτομίας
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Υπάρχουν στιγμές που αναρωτιέμαι τι ανυψώνει την τέχνη σε αγαθό. Καταλήγω, πως είναι η ικανότητα του ανθρώπου να δημιουργεί, εκ του μηδενός, συναισθήματα, αξιοποιώντας τις προσλαμβάνουσες των αισθήσεων, καθώς και τις ψυχολογικές μεταπτώσεις που αυτές επιφέρουν. Άλλες φορές, «αναζητώ» τι είναι αυτό που μένει, αν απογυμνωθεί ένα έργο τέχνης από τεχνικές και υλικές προεκτάσεις, από το χρονικό του πλαίσιο, από τη διαλεκτική του με την ίδια την ανθρώπινη ιστορία. Καταλήγω, πως αυτό είναι ένας καρδιακός παλμός. Η δόνηση που συνταράσσει τα σωθικά, που παγώνει όσα εξελίσσονται τριγύρω. Το χτυποκάρδι, το οποίο δεν έχει προλάβει να ερμηνευθεί.

Υπό αυτό το πρίσμα, είμαι πεπεισμένος πως η, εκ φύσεως, υποκειμενικότητα της τέχνης, είναι αυτή που της δίνει οικουμενικό χαρακτήρα. Κατά μήκος της ιστορικής μας εξέλιξης, συχνά-πυκνά ο άνθρωπος επιχείρησε να δομήσει την ύπαρξη του πάνω σε αναλλοίωτες και «αντικειμενικές» επιβολές. Η αναζήτηση ενός σημείου αναφοράς, ενός στηρίγματος μέσα στο χάος, θα μπορούσε να αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για την ανέλιξη μιας τάξης από το χάος. Κάθε τέτοια επιχείρηση, όμως, θα έβρισκε τον θάνατο της από την, έμφυτη και συχνά ιστορικά παραμελημένη, τάση του ατόμου για αμφισβήτηση, για ρήξη.

Από όλες τις σχετικές «στάσεις», μεταφέρομαι στη Ζυρίχη του 1916. Στο Καμπαρέ Βολταίρος, μια ομάδα καλλιτεχνών, συνασπίζεται, πυροδοτώντας τη σπίθα ενός κινήματος, το οποίο, βραχύβιο αλλά παγκόσμιο, πρόλαβε, τόσο με τη διοχέτευση του στον σουρεαλισμό, όσο και με το σαφές πολιτικό του στίγμα, να αποτελέσει μια χρωματιστή μουτζούρα στο γραμμικό κάδρο της καθεστηκυίας αστικής αντίληψης περί τέχνης. Ο Ντανταϊσμός, δεν ήταν συνεκτικό κίνημα με ευδιάκριτα περιθώρια. Υπό ένα αιρετικό πρίσμα, οι ρίζες του, ίσως και να χάνονται στο βάθος των χρόνων, όπως και τα «απόνερα» του, και ας μην ερμηνεύονται ως τέτοια από μεταγενέστερους. Πόσο απέχουν, αισθητικά, η πυρπόληση του ναού της Αρτέμιδος στην Έφεσο από τον Ηρόστρατο, από τις πράξεις κάτι εφήβων Νορβηγών στις αρχές του ’90; Πόσο απέχει ένα κολλάζ μιας μπάντας της Crass Records στις αρχές του ’80 από τα φωτομοντάζ του Grosz στα ‘20s; Τι είναι το sampling παρά ένα αδιάστατο, ηχητικό μοντάζ;

Όσον αφορά το ηχητικό σκέλος, επιλέγω ως σημείο εκκίνησης σε αυτόν τον άτυπο προσδιορισμό, τους Throbbing Gristle. Πριν από αυτούς, υπήρχαν οι Tangerine Dream, το kraut, αλλά και οι Velvet Underground με τον Zappa. Ακόμη πιο πίσω, οι John Cage και ίσως στην εκκίνηση, οι Avraamov και Wyschnegradsky. Το μέλλον όμως, θα συναντούσε το “Red Mecca” των Cabaret Voltaire, καθώς και αρκετούς άλλους. Παράλληλα, ένας Ελβετός, κυκλοφορεί μέσα σε Πανδαιμόνιο το "One In Their Pride", ανοίγοντας, προφητικά, τις πύλες του (extreme) metal για αξιοποίηση κάθε μέσου στην ατέρμονη δίψα για ηχητική ακρότητα και ρήξη με τις υπάρχουσες δομές.

Κάπως έτσι, φτάνουμε στις αρχές του 2000 και τη Γαλλία. Τότε, η εν λόγω extreme metal σκηνή, παραλάμβανε τη σκυτάλη από τη νορβηγική, επιστρέφοντας την πρωτοπορία σε μια από τις χώρες όπου γεννήθηκε. Εκείνη την εποχή, ένα άτομο, αποκομμένο από τις metal και hardcore σκηνές της χώρας, δημιουργεί το project των Non Serviam. Εκκινώντας από την ηλεκτρονική μουσική, άρχισε να συνθέτει χωρία, διοχετεύοντας μέσω αυτών την αναρχική του κοσμοθεωρία και την αγανάκτησή του για την αντιδραστική φύση της σκηνής. Στην πορεία, η επιθυμία να συνθέσουν οι Non Serviam πιο «ορθολογικά» μουσική, τον ώθησε στο να συνεργαστεί με επιπλέον άτομα. Αυτό το αποτέλεσμα, οδήγησε στο ντεμπούτο τους, καθαρά ηλεκτρονικής/industrial/πειραματικής φύσης.

Το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, η ανώνυμη κολεκτίβα επεκτάθηκε τόσο ηχητικά, όσο και σε μέλη. Μπαρόκ ηχητική προσέγγιση(σε πολυφωνίες, μουσικά όργανα και θρησκευτικά χωρία), γενναίες δόσεις extreme metal, grind, και crust, τονώνουν τον ηχητικό της πυρήνα. Ο δεύτερος δίσκος, “Le Cœur Bat”, είναι πλέον γεγονός. Οι ίδιοι, όπως θα διαβάσετε και στη συνέντευξή μας, βαπτίζουν το αποτέλεσμα ως «Industrial/ Experimental/ Black Μetal/ Grindcore/ Trip-Hop/ Baroque/ Electro/ Doom/ Crust για να απελευθερώσουμε οργή και ελευθερία στον κόσμο». Πράγματι, στα 68 λεπτά που διαρκεί ο δίσκος, όλα αυτά τα στοιχεία, συνυπάρχουν, ταυτόχρονα. Οι οκτώ συνθέσεις, είναι μια πολυσυλλεκτική, ριζοσπαστική πυρκαγιά, η οποία πυρπολεί μαινόμενη, μια αχαρτογράφητη, σκοτεινή περιοχή του ηχητικού φάσματος.

Η εξάπλωσή της όμως, δεν καθοδηγείται από κάποια τυχαιότητα. Σε κάθε σημείο καμπής, η ριζική φαντασία, τιμώντας τους προαναφερθέντες άξονες αισθητικής και ηχητικής γενεαλογίας, καθορίζει με αυθάδεια την εξέλιξη των συνθέσεων. Οι Non Serviam, δεν εργαλειοποιούν την ηχητική, ιδεολογική και αισθητική παράδοση του ριζοσπαστικού πειραματισμού. Επιτρέπουν στις δαιδαλώδεις «ηλεκτρονιχιλιστικές» τους επιθέσεις να εσωκλείσουν φαινομενικά ετερόκλητες επιρροές, κινούμενες σε συγκρουσιακή, και όχι συμπληρωματική τροχιά. Πίσω από τις συχνότητες, τα πολυεπίπεδα φωνητικά samples, τις κιθαριστικές δυσαρμονίες, τις εναλλαγές ambient/trip-hop σημείων με electro-grind ισοπεδώσεις, τα διαφορετικά κανάλια ήχου και ιδιωμάτων, τη διασκευή σε ιταλικό folk αναρχικό κομμάτι και τη μελοποίηση λογοτεχνικών έργων του Μισώ, γεννιέται ένα καλλιτεχνικό big bang, μια τομή.

Είτε παρατηρηθεί το εναρκτήριο 25λεπτο ομότιτλο, είτε το δίλεπτο ιντερλούδιο του “Nights In Black Masses”, ο ήχος που ξεπροβάλλει φέρνει μονίμως έναν αέρα ανατροπής. Οι στιχουργικές θεματικές δεν αποσκοπούν σε ευρεία αποδοχή. Δεν λειτουργούν ως σενάριο μιας avant-garde ηχητικής σκηνοθεσίας. Τον πρώτο λόγο, τον έχει ο ήχος. Τον οποίο οι Γάλλοι αντιλαμβάνονται ως κατάσταση, ως ένα μέσο εύπλαστο, ικανό να μεγαλουργεί στο περιθώριο. Οι συνθέσεις είναι οριακές, επειδή εξωθούν στα άκρα τις αντοχές τόσο των ακροάσεων, όσο και των ιδιωμάτων από τα οποία εκπορεύονται.

Αυτή η τομή, σε κάθε χιλιοστό της, εμπεριέχει φαντασιακά ετερόκλητων καλλιτεχνικών ρευμάτων, που επανέρχονται υπό ένα σαφές ιδεολογικό πρίσμα. Η μπάντα, δήλωσε χαρακτηριστικά πως «δεν επιδιώκουμε να παράγουμε τα μέσα επίθεσης σε ιδρύματα και θεσμούς, αλλά ένα soundtrack της επίθεσης σε αυτά». Σκοπός του δίσκου δεν είναι να συσπειρώσει, ούτε να πρωτοστατήσει. Ακολουθεί έναν δρόμο μοναχικό, όπου η γαλήνια οργή του "Infanticide" συνυπάρχει με το κολασμένα ισοπεδωτικό "Salem", όπου η πιο βατή στιγμή του δίσκου είναι το «ευθύ» "I Watch You From Afar".

Σε αυτό το επαναστατικό μονοπάτι, ο ενστικτώδης βηματισμός δεν ενδιαφέρεται για τις στάχτες που αφήνει στο διάβα του. Επιτίθεται. Έχει σύμμαχό το νέο, το απροσδόκητο, το ακατόρθωτο, το ουτοπικό. Στοχεύει το τεκμηριωμένο του θράσος στις τάσεις και πτυχές της ανθρώπινης κοινωνικότητας, των οποίων η εκπυρσοκρότηση δεν θα φέρει την ολική καταστροφή. Θα φέρει όμως μια σιωπή. Και τότε, στο απόλυτο τίποτα, αυτό που προέκυψε από τη μετατροπή της προοδευτικής δημιουργίας σε εμπορικό υποπροϊόν της πολιτιστικής βιομηχανίας, θα ακουστεί ένας χτύπος. Ο οποίος, θα φέρει τον επόμενο. Οι καρδιές θα πάλλουν. Οι ψίθυροι θα γίνουν ωστικό κύμα. Τα μάτια θα βουρκώσουν. Τα βλέμματα θα αφήσουν την απορία και την παραίτηση στο παρελθόν ενώ αγναντεύουν τον ορίζοντα να ξεπροβάλλει. Η υπομονή, σύμμαχος στις ακροάσεις και στη μάχη με τα υπαρξιακά βάρη που επανέρχονται ωσάν νυχτερινοί δαίμονες, θα μετατραπεί σε προσμονή. Η δημιουργία θα εκδυθεί της οργής και θα φορέσει ελπιδοφόρα, απαστράπτουσα πανοπλία.

Ίσως κάτι τέτοιο να είναι όνειρο θερινής νυκτός, διότι η ιστορία δεν γράφεται πάντα από τις μειοψηφίες. Η υποκειμενικότητα, αιώνιος ισορροπιστής, πιθανώς να επανέλθει και να ζητήσει το τίμημα, οι προσωπικές αντιλήψεις και προτιμήσεις θα συνεχίσουν να πορεύονται στη δική τους πραγματικότητα. Όπως και να εκληφθεί ο δεύτερος δίσκος των Non Serviam, από όσους/όσες επιχειρήσουν να εισέλθουν στον μαζικό νέο κόσμο που χαρτογραφεί, ένα είναι σίγουρο. Πως, αν και ατελής μες την πληρότητά του, κάθε του δευτερόλεπτο, θα σε κοιτάει και θα σου υπενθυμίζει πως, αυτή η τέχνη έχει διανύσει πολύ δρόμο. Όμως, όπως η Ιστορία δεν τελείωσε, έτσι και αυτός ο δρόμος δεν έφτασε σε τέλμα. Και όποτε αυτό θα επιχειρείται να ορθωθεί, θα ανατρέπεται από ένα χτυποκάρδι.

Αντέχεις;

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET