Ihsahn

Ihsahn

Candlelight Records (2024)
Ο Ihsahn βρίσκεται σε μία φάση ανακεφαλαίωσης των τριάντα χρόνων της μουσικής του πορείας, και ποντάρει στα πιο δυνατά χαρτιά του
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Εν έτει 2024 τι άλλο θα μπορούσαμε να πούμε για τον Νορβηγό μουσικό που να μην έχει ήδη ειπωθεί; Ας αναφερθούμε επιγραμματικά στο ότι αποτελεί κομβική περσόνα για τη metal ιστορία, κυκλοφορώντας πριν από ακριβώς 30 χρόνια το ντεμπούτο των Emperor "In The Nightside Eclipse", και διαμορφώνοντας την πορεία του black metal έκτοτε. Απ’ όταν ξεκίνησε την solo δισκογραφία του το 2006 με το "The Adversary" μέχρι και σήμερα, ο Ihsahn, κατά κόσμον Vegard Sverre Tveitan, δείχνει να ψάχνεται ανάμεσα στα είδη, δοκιμάζοντας να ντύσει τον ακραίο του ήχο με όλα τα διαθέσιμα εργαλεία που έχει να προσφέρει η metal μουσική.

H ανακοίνωση του "Ihsahn" ως διπλού δίσκου, με μία metal εκδοχή και μία συμφωνική, ήρθε απ’ τη μία ως κάτι αναμενόμενο για τον πρωτομάστορα του συμφωνικού μπλακ, κι από την άλλη ως ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο που μπορεί να έχανε τον στόχο του παρά τις προθέσεις του. Ο ίδιος, στην κουβέντα που έκανε με τον Χρήστο Καραδημήτρη, ήταν ξεκάθαρος πως δεν αποτελεί κάποιου είδους δήλωση η επιλογή να πάρει ο δίσκος το όνομά του, παρά μία απόφαση διευκόλυνσης. Παραμένει, ωστόσο, ένας δίσκος που αιχμαλωτίζει με πολύ καλό τρόπο ό,τι συγκεντρώνει ο Ihsahn στη μουσική του: το ακραίο, το συμφωνικό, το progressive. Ας ξεκαθαρίσουμε, λοιπόν, από νωρίς ότι το άλμπουμ δεν ηχεί ούτε ως Emperor –έστω του 2024– ούτε ως ο κλασικότροπος Ihsahn στην πρώιμη σόλο εποχή του.

«Θέλω να γράψω μουσική με τέτοιο τρόπο που τα ορχηστρικά μέρη θα συμπληρώνουν την metal παραγωγή αλλά επίσης να τα γράψω και να τα πλαισιώσω με τέτοιο τρόπο που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν αυτόνομα», δήλωσε ο μουσικός, και μπορούμε ως προς αυτό να του βγάλουμε το καπέλο. Θέλοντας να δω τι παίζει αποκλειστικά με την κλασική εκδοχή, αφού συμπληρώνει την κυκλοφορία και δεν ακολουθεί ως δευτερεύον εξτραδάκι, ένιωθα ότι πρόκειται για ένα ολοκληρωμένο soundtrack, με ισχυρές συμφωνικές ιδέες, θεατρικότητα, και ατμόσφαιρα. Ακούγεται απίστευτα ψυχαγωγικό, κι αν μη τι άλλο, ήταν τα metal στοιχεία αυτά που προστίθενται για περισσότερο βάρος, όγκο, και μεγαλείο, και που χωρίς αυτά η σύνθεση απλά θα μείωνε την έντασή της αλλά διόλου τον εντυπωσιασμό της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το "Taste of the Ambrosia", που χτίζει πάνω σε μία πανέμορφη συμφωνική μελωδία, και αξιοποιεί την μεταλλική βαρύτητα μόνο όταν οδηγείται στην κλιμάκωση κι έχει ανάγκη από λίγο περισσότερη ώθηση. Στην αντίστοιχη, μάλιστα, “metal version”, οι κιθάρες και η φωνή δεν κάνουν τίποτε άλλο στο υπόλοιπο κομμάτι απ’ το να πατάνε νότα προς νότα πάνω στην συμφωνική μελωδία.

Υπάρχουν κομμάτια που αποτελούν εξαιρέσεις, βέβαια, με πιο διακριτές ιδέες στα riffs, και μία metal νοοτροπία να καθοδηγεί την εξέλιξη. Τα "Hubris And Blue Devils" και το εννιάλεπτο έπος "At The Heart Of All Things Broken" είναι ίσως εγγύτερα σ’ αυτό που θα φανταζόμουν ως συμφωνικό extreme/prog metal, κι είναι και από τα highlights του δίσκου. Τυπικότερο και το "The Promethean", που κλείνει το μάτι στο πρώτο ουσιαστικά σόλο δίσκο του Ihsahn –κι ας ήταν ακόμη υπό το όνομα των Emperor–, το "Prometheus: The Discipline Of Fire & Demise". Χτισμένο πάνω σε ένα σταθερό tempo και ένα καλπάζον μπάσο, δίνει χώρο στις κιθάρες με τα αρπιστικά τους riffs και τα palm mutes να ξετυλίξουν μία κλασική Ihsahn σύνθεση, όπου τα καθαρά φωνητικά και τα prog γυρίσματα θα δώσουν χρώμα –η επανάληψη του θέματος στο επίσης ενδιαφέρον "Blood Trails To Love" θα καταδείξει κιόλας ότι πρόκειται για ένα συσκοτισμένο concept δίσκο.

Πολλή κουβέντα για την αναλογία διαφόρων στοιχείων, και από μία άποψη είναι και αναμενόμενο να γίνεται. Ως επιστέγασμα μίας μακράς και πλούσιας διαδρομής, και με την προσήλωση να πέφτει πάνω σε μία μεθοδολογία σύνθεσης που έχει λειτουργήσει ως κοινός παρονομαστής σε όλες του τις δουλειές, περισσότερο απ’ ότι στο απρόβλεπτο του πειραματισμού, το "Ihsahn" είχε το δύσκολο καθήκον να παίζει σε δύο επίπεδα ταυτόχρονα, ακόμη και με το ρίσκο να θυσιάσει ένα προσωπικό αποτύπωμα. Από τη μία, λοιπόν, πρόκειται για ένα καθαρά επιτυχημένο εγχείρημα, καθώς όλα ακούγονται όπως θα έπρεπε και συνδέονται με διάφορες στιγμές της δισκογραφίας του, ενώ τα ίδια τα τραγούδια προσφέρονται για πολλές ακροάσεις. Τίποτα λιγότερο δεν θα μπορούσαμε να περιμένουμε από έναν μουσικό του βεληνεκούς του.

Από την άλλη, όμως, θα μπορούσαμε να περιμένουμε και λίγα περισσότερα: κομμάτια που θα ξεχώριζαν στο σύνολό τους, κι όχι για επιμέρους σημεία τους, και έναν δίσκο που θα ξεπρόβαλε μεγαλύτερος από το άθροισμα των μερών του. Παρ’ όλο που με τις πολλές ακροάσεις έχω μάθει πια να εκτιμώ αυτό που στην αρχή με απογοήτευε, υπάρχει μία απουσία από στιγμές πραγματικά καθηλωτικές, στιγμές που σε πιάνουν απροετοίμαστο και σου μένουν από το πόσο ορμητικά σε παρασέρνουν, metal ή μη. Κι ενώ στην αρχή είχα την εντύπωση ότι το πρόβλημα ήταν στις ίδιες τις συνθέσεις, εν τέλει επιστρέφω και πάλι στην αναλογία των στοιχείων, στη μεθοδολογία του συνυφασμού τους, και στην βάση της συζήτησης: παραδόξως, για νιτσεϊκός, ο Ihsahn δεν έγραψε ένα δίσκο που το συμφωνικό και το ακραίο στοιχείο θα συγχέονται και θα αλληλεπικαλύπτονται, θα δανείζονται στοιχεία και θα μοιράζονται χαρακτηριστικά, σε έναν ριζικό επαναπροσδιορισμό του διπόλου και των κατασκευασμένων διχοτομήσεών του –όπως ίσως έκανε πάντα–, αλλά βλέπουμε να εμμένει σε αυτή τη διάκριση, και κάπου η πλάστιγγα αναπόφευκτα γέρνει.

Τα riffs, τόσο τα prog όσο και τα πιο τυπικά black με το tremolo picking, παρ’ όλο που βγάζουν νόημα εντός της σύνθεσης –όπως ιδανικά πρέπει να γίνεται–, δεν πρόσθεταν τίποτα, ούτε αυτόνομα άφηναν κάποια βαθιά εντύπωση. Δεν μπορούσα να διώξω από το μυαλό μου την εντύπωση πως υπάρχει κάτι το αποστειρωμένο, σαν η πολλή προσοχή που απαιτούσε από τον Ihsahn η κοπιώδης δημιουργία του άλμπουμ, να τον οδήγησε σε μία πιο χειρουργική προσέγγιση, ψυχρή, ελεγκτική, και με το χαλινάρι σταθερά τραβηγμένο, που συγκρατεί τα τραγούδια απ’ το να γίνουν πραγματικά συναρπαστικά. Γι’ αυτό και στο σύνολό του, το "Ihsahn" πότε σε απορροφά και πότε σε πετάει εκτός της εμπειρίας του, επιστρέφει σε μία ισορροπία που δεν πρέπει να σπάσει ποτέ, και μέσα από αυτήν την ευθραυστότητα προκύπτει ένας δίσκος που ναι μεν χορταίνει, αλλά θα ζητούσε μία πρέζα αλάτι παραπάνω για να ξυπνήσει τις αισθήσεις.

  • SHARE
  • TWEET