Hangman's Chair

Saddiction

Nuclear Blast (2025)
Από την Ειρήνη Τάτση, 05/03/2025
Στενάχωρες μουσικές για στεναχωρημένους ανθρώπους – ή πως δυο αρνήσεις δημιουργούν μια δυνατή κατάφαση
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Η πορεία των Hangman’s Chair είναι από αυτές τις εξελικτικές, από αυτές που θαυμάζεις να ανασκαλεύεις πως σιγά σιγά ολίσθησαν τον ήχο τους από εκεί που ξεκίνησε στο σημείο που τώρα βρίσκεται. Ομολογουμένως, άργησα λίγο να μπω στο δικό τους χορό προσωπικά, μιας που η πρώτη μου επαφή μαζί τους ήταν τα εντυπωσιακά φωνητικά του Cédric Toufouti στο κομμάτι "God Says" που ολοκληρώνει έναν από τους αγαπημένους μου δίσκους για το 2021, το "Lustful Sacraments" του ήρωα και προστάτη μου Perturbator. Αναζητώντας έκτοτε μανιακά την δισκογραφία τους, βρήκα το ξεκίνημα τους στην ιδιαίτερα δραστήρια sludge/stoner σκηνή της Γαλλίας, παραξενεμένη μάλιστα που δεν τους γνώρισα πρωτύτερα ως ένθερμη οπαδός του ιδιώματος αλλά και με την νοητή σύνδεση των χαρακτηριστικών φωνητικών τους με αυτά των Acid Bath.

Οι Hangman’s Chair όμως είδαν μπροστά και δεν αυτοπεριορίστηκαν σε ένα είδος που έβλεπαν να ψυχορραγεί και να χάνει την αίγλη του. Έτσι, στις τελευταίες τους κυκλοφορίες ο ήχος τους αποκτά νέα πνοή μέσα από τη χρήση ηλεκτρονικών ήχων και αγκαλιάζοντας τη μελαγχολική, doom πλευρά του χώρου που πάλαι πότε άγγιζαν τα σκληρά του κομμάτια. Πορεύονται έτσι πρώτα με ένα "Banlieue Triste" που χαρίζει την υπερχιτάρα "Naïve", κι όχι πολύ αργότερα με το φανταστικό "A Loner" που σε πατά κάτω ήδη από την έναρξη με το "An Ode To Breakdown". Τα synthesizers κάνουν δειλά την εμφάνισή τους σε αυτές τις κυκλοφορίες, που χτίζουν τουβλάκι-τουβλάκι (από τα lego που άπαξ και τα πατήσεις ο πόνος είναι το ίδιο αβάσταχτος με τον ήχο τους) την αναγνωρίσιμη πια ταυτότητα των Hangman’s Chair.

Έμελλε όμως η στιγμή, όπου οι Hangman’s Chair θα δημιουργούσαν έναν ήχο που στο σύνολό του θα κατακερμάτιζε κάθε ψυχή αρκετά τολμηρή να το βιώσει ολόκληρο. Η πρώτη σύσταση με το single "2 A.M. Thoughts" αφήνει τις καλύτερες εντυπώσεις. Αφενός με την αιθέρια μελαγχολία του, αφ’ εταίρου με τη συμμετοχή του Raven των Dool που η χροιά του ταιριάζει αριστουργηματικά με αυτή του Toufouti. Και λίγο ακόμη με τη θεματολογία του. Οι Hangman’s Chair είναι μάστορες στο να πλαισιώνουν το υπαρξιακό βάρος της αστικής κατάθλιψης. Με πρώτη βολή το συγκεκριμένο κομμάτι, γράφουν για την πλήξη της ρουτίνας και το άγχος που σε κρατά ξύπνιο μέχρι ώρες ακατάλληλες για την επιβίωση σου σε ένα σκληρό και ανταγωνιστικό καπιταλιστικό πλαίσιο.

Δεύτερη βολή, η κυκλοφορία του κομματιού που μου διέλυσε το είναι. Το "Kowloon Lights" αποτελεί αριστουργηματική καλλιτεχνική σύλληψη τουλάχιστον ως προς τη δική μου αντιληπτική δυνατότητα, καθώς με μια απλούστατη και αξιομνημόνευτη μελωδία ως πιάτο, σερβίρει πανέξυπνα υπαρξιακό τρόμο. Ας εκκινήσουμε από την ονομασία του, που παραπέμπει στην Kowloon Walled City, όπου συνοπτικά υπήρξε ένα κομμάτι μιας πόλης στην Κίνα τόσο πυκνοκατοικημένης που κτίρια χτίζονταν το ένα πάνω στο άλλο, μέχρι να φτάσει αυτή να λειτουργεί ως αυτόνομη και ακυβέρνητη πόλη. Αν και αξίζουν λεπτομέρειες για την ιστορία της, εδώ ας μείνουμε στο ότι έχει υπάρξει ένα από τα πιο επικίνδυνα και συνάμα ασφυκτικά μέρη για να ζει κάποιος. Το video που συνοδεύει το κομμάτι, φτιαγμένο μάλιστα ιδιαίτερα σκόπιμα με τεχνολογία AI, απεικονίζει την κατά φαντασίαν πραγματικότητα της ζωής εντός της Kowloon City, εντείνοντας την απελπισία. Σαν το καλλιτεχνικό αντίκρισμα της θεωρίας του Emil Durkheim περί ανομικής αυτοκτονίας, οι Hangman’s Chair δημιουργούν ένα πλαίσιο αστικής απελπισίας στο απόγειό της, που σε κάνει από τη μια να απορείς, μα από την άλλη φωτίζεται από στιχουργικές φωτεινές χαραμάδες: "Would I let it go? Let it glow, the pain it caused is a value".

Ο δίσκος φτάνει στην πληρότητά του, και κυκλοφορεί ειρωνικά την ημέρα των ερωτευμένων, με τον αποκρουστικά έξυπνο τίτλο "Saddiction". Στεναχώρια και εθισμός. Ένας φαύλος κύκλος όταν αντιμετωπίζεις την αποκρουστική μοναξιά του αστικού τοπίου που έχει πια όλα του τα χαρακτηριστικά απάνθρωπα. Η προσέγγισή τους, κρατάει κάτι από το sludge παρελθόν τους αλλά με το doom να βασιλεύει, και αυτή η αστική μαυρίλα θυμίζει λίγο μουσικές στιγμές σαν το "Vertikal" των Cult Of Luna" σε συναισθηματική απόδοση. Κατά τα άλλα όμως, οι Hangman’s Chair φτάνουν ένα μουσικό κράμα που θα χαρακτήριζα ως: αν ο Perturbator έπαιζε στους Katatonia. Τιμώντας τον ημερολογιακό χαρακτήρα της στιχουργίας τους, τα πρώτα τρία κομμάτια του "Saddiction" – "To Know The Night", "The Worst Is Yet To Come" και "In Disguise", θυμούνται νοσταλγικά ένα παρελθόν περίσσιας χαράς που ίσως και να μην υπήρξε ποτέ και να αποτελεί απλά προβολή. Μεταθέτουν την νοηματική ουσία όμως σε κάτι πρωτόγνωρο. Τον εθισμό όχι ως προσωπική ήττα και κατάντια, αλλά την τελευταία προσπάθεια να κρατηθείς στη ζωή παλεύοντας με αυτόν την στεναχώρια. Τον προσεγγίζουν ως μια προσωρινή σανίδα σωτηρίας, ενώ ταυτόχρονα δεν τον εξιδανικεύουν πασπαλίζοντας τον με ζάχαρη – την κανονική. Οι κιθάρες του Julien Chanut παρασύρουν λίγο περισσότερο τη ροή του "Saddiction" στο ζόφο.

Η μέση του δίσκου, φτάνει σε μια χαρακτηριστική κορύφωση με τα δύο singles. Η υπόλοιπη πορεία του ωστόσο, σημειώνει μια πολύ έξυπνη επιβράδυνση. Τα κομμάτια σταδιακά, γίνονται όλο και πιο μακροσκελή, λεπτό το λεπτό – έξυπνα μελετημένα όμως ούτως ώστε η συνολική διάρκεια να μην καταλήγει κουραστική. Ο ρόλος των κρουστών, που εξ αρχής είναι εντυπωσιακά μπροστά δίνοντας έναν εμβατηριακό ρυθμό – σχεδόν σαν λυγμός ή σαν ταχυπαλμία μετά από έντονο κλάμα, λειτουργούν εξαιρετικά όσο η υπόλοιπη μουσική φυσιολογία των κομματιών επιβραδύνει. Το "Canvas" πληγώνει – εμείς θα επιλέγουμε τι μας συμβαίνει και η μοίρα είναι ένα χαρωπό παραμύθι, τελικά:

"The skies are silent, choices will create the light
You found your throne, I've built my own".

Η πανέμορφη σύνθεση του "Neglect" παραδίδει νωχελικά τα σκήπτρα στο ονειρικό "44 Yod" που για πρώτη φορά, αρχίζει να βλέπει το φως στον ορίζοντα. Εκεί που τα κτήρια είναι τόσο ψηλά ώστε να μη βλέπεις ποτέ κανένα φως, η σκληρή πραγματικότητα του "Saddiction", αντί να καταλήγει στην απόλυτη κακομοιριά, επιλέγει τελικά τη λύτρωση, περνώντας μέσα από τις λάσπες της προηγούμενης. Δεν αναμένει κανένα φυσικό φως να έρθει από μια εξωτερική δύναμη που το υποκείμενο αδυνατεί έμπρακτα να αναπροσαρμόσει. Ανοίγει τη λάμπα της γκαρσονιέρας δώδεκα τετραγωνικών στο ημιυπόγειο με νοίκι ένα τετρακοσάρι, και βρίσκει το δικό του φως, που δεν σβήνει ποτέ. Το "Healed?" στέκει ως επίλογος. Δεν είναι σίγουρο αν τα κατάφερε, αναρωτιέται κι αναγνωρίζει πως η γιατρειά της ψυχής, δεν είναι τέλος αλλά συνεχής πορεία κι αγώνας:

"Made in pain, this is a reminder
Forget everything, forget everything and run
Memories, these are not reminders
Face everything, face everything and rise
‘Til you’re healed
"

Το "Saddiction" πέρα από όλα όσα γράφτηκαν, είναι και κάτι τελευταίο: αυτοπεριγραφικό. Ασυναγώνιστα στενάχωρο και ικανό να σε επηρεάσει για ολόκληρες μέρες, παράλληλα όμως τόσο καλογραμμένο που σε εθίζει ύπουλα. Χωρίς ωστόσο, να υπερπροσπαθεί με φανφάρες και υπερβολές. Μια αγνή μετουσίωση των σκέψεων των Hangman’s Chair στη μουσική που έχουν εν πολλοίς ορίσει ως δική τους ξεχωριστή κι αναγνωρίσιμη ταυτότητα, στην πιο ώριμη δουλειά τους μέχρι σήμερα.

Bandcamp | Spotify

  • SHARE
  • TWEET