Hangman's Chair

Banlieue Triste

Musicfearsatan (2018)
Από τον Μάρκο Σκυριανό, 30/10/2018
Η παρουσίαση της σκοτεινής πλευράς της ανθρώπινης ψυχολογίας στον δίσκο λειτουργεί σαν κάτι μεταξύ έκθεσης, ημερολογίου και ψυχολογικής εκτόνωσης
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Οι Hangman's Chair ιδρύθηκαν το 2005 στη Γαλλία. Συγκεκριμένα, σε ένα προάστιο του Παρισιού, το Crosne, σε απόσταση περίπου 23 χιλιομέτρων από το κέντρο της Γαλλικής πρωτεύουσας. Σε ένα προάστιο της Γαλλίας όπου, όπως προκύπτει από τους στίχους στη δισκογραφία των Hangman’s Chair, τίποτα δεν είναι εύκολο. Δείτε τους τίτλους της προηγούμενης δισκογραφίας τους: "(A Lament For...) The Addicts" (2007), "Leaving Paris" (2010), "Hope//Dope//Rope" (2012), και "This Is Not Supposed To Be Positive" (2015). Μία δισκογραφία βασισμένη σε προσωπικά βιώματα των μελών του. Με τα βιωματικά στοιχεία να κορυφώνονται στο φετινό "Banlieue Triste".

Ο δίσκος ανοίγει με μία ομότιτλη εισαγωγική σύνθεση. Μία απλούστατη μελωδία στην κιθάρα (βασικά, τρεις νότες), που στηρίζονται πάνω σε πλάτες από πλήκτρα και τις ίδιες τις αντηχήσεις κιθάρας και μπάσου. Πριν μπούμε στο πρώτο κανονικό τραγούδι του δίσκου, το "Naïve". Μόλις τελειώσει η εισαγωγή και ξεκινήσει το πρώτο κουπλέ, ακούγεται η φωνή του Cedric Toufouti να θρηνεί. Μη φανταστείτε όμως τίποτα υπερβολές ή θεατρικότητες. Απλά, έτσι είναι η χροιά του. Και με τη σωστή παραγωγή, που υπάρχει σε όλο το δίσκο, ο θρήνος μοιάζει να απλώνεται παντού.

Αν ακούσετε το συγκεκριμένο τραγούδι προσεκτικά, θα νομίζετε για λίγο ότι ακούτε μία πιο «μαζεμένη» εκδοχή των Paradise Lost. Βέβαια, ο ήχος των Hangman's Chair είναι αρκετά διαφορετικός. Όμως, έχουν πολλά κοινά στοιχεία με τους Paradise Lost. Κυρίως, σε θέματα μουσικής και φωνητικές αισθητικής. Υπάρχουν όμως στιγμές μέσα στο δίσκο, όπως το "04-09-16" που το μόνο που λείπει είναι ένα solo του Mackintosh. Και κάλλιστα θα μπορούσε να ήταν σε κάποιο δίσκο των Paradise Lost, της περιόδου 1997-2002.

Και, κάπως έτσι μπορεί να περιγραφεί η μουσική των Hangman's Chair. Η βάση τους είναι το doom. Είναι όμως στη διακριτική ευχέρεια του κάθε ακροατή αν θα κολλήσει δίπλα τη λέξη rock ή metal. Προσωπικά, επιλέγω το metal λόγω επιπέδου «αγριάδας» στις κιθάρες. Όμως, ο ήχος τους δεν είναι μονοδιάστατος. Το doom σκέτο δεν με καλύπτει. Είναι πολύ γενικός και ασαφές. Οπότε, stoner; Νομίζω ότι οι ίδιοι θα διαφωνούσαν με τη λέξη. Δημιουργεί και αρκετά περίεργους συνειρμούς μιας και στα τραγούδια τους μιλάνε για ναρκωτικά μεν, για σκληρά ναρκωτικά δε, και τις συνέπειες αυτών. Gothic; Πιο εύστοχο μου ακούγεται από το stoner. Αλλά, δεν έχουν την αναμενόμενη αισθητική. Και η συγκεκριμένη αισθητική είναι πολύ έντονη για να την παραλείψεις.

Θα μπορούσα να κολλήσω κάποια λέξη τύπου "suburban". Αλλά προσωπικά διαφωνώ με τις κατηγοριοποιήσεις βάσει στιχουργικού περιεχομένου (βλ. war metal, pirate metal, Viking metal κλπ). Μου μένει μόνο το psychedelic, που όμως δεν ανταποκρίνεται στο απόλυτο με την πραγματικότητα, μιας και ούτε μακρόσυρτες συνθέσεις έχουμε, ούτε συνεχιζόμενους αυτοσχεδιασμούς. Ίσως κάποιος να έβαζε progressive. Για εμένα όμως είναι βαριά κουβέντα για να την χρησιμοποιήσω έτσι εύκολα.

Πέραν των τεσσάρων μελών του συγκροτήματος (Cédric Toufouti - κιθάρες και φωνή, Clément Hanvic - μπάσο, Mehdi Birouk Thépegnier - drums, Julien Roun Chanut - κιθάρες) στον δίσκο υπάρχουν και κάποια guests. Η πρώτη είναι στο "Tara" όπου συμμετέχει στα πλήκτρα ο Cyril Van Lierde, για τον οποίο δεν έχουμε καμία άλλη λεπτομέρεια. Επόμενη συμμετοχή είναι στο "Tired Eyes" όπου συμμετέχει ο Perturbator (a.k.a. James Kent). Και τέλος, ο Marc De Becker (Wolvennest) όπου έχει αναλάβει όλες τις lead κιθάρες. Από αυτές τις τρεις συμμετοχές κρατάω μόνο την τελευταία. Γιατί είναι η μόνη η οποία ξεχωρίζει ηχητικά, χωρίς να φαίνεται παράταιρη. Δεν ξέρω όμως πώς να αξιολογήσω τη συμμετοχή του Kent. Είναι τόσο ενσωματωμένη που δεν καταλαβαίνεις τι ακριβώς έχει κάνει (ή δεν έχει κάνει) μέσα στο τραγούδι.

Το δυνατό όπλο όμως των Hangman's Chair, είναι οι στίχοι τους. Όπως έχουν πει και οι ίδιοι σε πολλές συνεντεύξεις τους, πρόκειται για τον πιο προσωπικό δίσκο που έχουν γράψει μέχρι τώρα. Κάτι που είναι προφανές από τους τίτλους και μόνο ("Sleep Juice", "Touch The Razor" καθώς και όσοι έχουν ήδη αναφερθεί). Αναφέρονται και στο "broken French dream" που έχουν ζήσει ξανά και ξανά. Όλες τις φορές που τελειώνει η βόλτα τους στο κέντρο του Παρισιού, και παίρνουν το τρένο της επιστροφής, στο θλιμμένο προάστιο. To "Banlieue Triste".

Η παρουσίαση της σκοτεινής πλευράς της ανθρώπινης ψυχολογίας σε αυτόν το δίσκο, δεν έχει σκοπό ούτε να τρομάξει, ούτε να δελεάσει. Λειτουργεί σαν κάτι μεταξύ έκθεσης, ημερολογίου και ψυχολογικής εκτόνωσης. Αν δεν είσαι ψυλλιασμένος για το τι θα ακούσεις, ο δίσκος θα σε «ρίξει». Θα σε στενοχωρήσει. Θα σε κάνει να θυμηθείς όλα τα στραβά και ανάποδα που έχεις ζήσει και σου έχουν τύχει.

  • SHARE
  • TWEET