Dream Theater

Dream Theater

Roadrunner (2013)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 24/09/2013
Το "Dream Theater" μπορεί να μην αποτελεί κάτι ξεχωριστό για την δισκογραφία της μπάντας, αλλά είναι ένα άλμπουμ του οποίου τα θετικά στοιχεία υπερισχύουν των ανασταλτικών
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Πέρασαν δυο γεμάτα χρόνια από το κομβικό και συζητημένο σε εξαντλητικό βαθμό "A Dramatic Turn Of Events". Δυο χρόνια γεμάτα αναλύσεις, αποθεώσεις, απαξιώσεις και κάθε λογής ανάλογες καταστάσεις που συνοδεύουν σχεδόν όλες τις νέες κυκλοφορίες των Dream Theater. Δυο χρόνια μετά, οι Κασσάνδρες σιώπησαν αλλά και η επιβεβλημένη περίοδος χάριτος από τους οπαδούς θα πρέπει να αποτελεί παρελθόν, κάτι που συνεπάγεται πως το νέο άλμπουμ τους δεν θα κριθεί με τα ίδια κριτήρια που κρίθηκε ο προκάτοχός του.

Τότε το ζητούμενο ήταν η σταθερότητα σε μια μεταβατική περίοδο και ήρθε με την ανακούφιση πως το πλοίο βγήκε από την καταιγίδα, έχοντας την πυξίδα στραμμένη προς μια πιο σωστή κατεύθυνση, εστιάζοντας στην ουσία και τα βασικά δομικά στοιχεία της μπάντας. Ο Mike Mangini δεν θα μπορούσε να κριθεί ουσιαστικά, καθώς δε συμμετείχε στην διαδικασία δημιουργίας του και οι υπερβάσεις δεν ήταν προαπαιτούμενες, ανεξάρτητα αν προέκυψαν εν τέλει σε  εμπορικό επίπεδο, προσδίνοντας μια ηρεμία και μια ακόμα μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στα μέλη της μπάντας. Τώρα, όλοι οφείλουν να ζητήσουν το κάτι παραπάνω, ειδικά από τη στιγμή που το άλμπουμ αποφασίστηκε να φέρει το όνομα της μπάντας, υποδεικνύοντας τη σιγουριά των δημιουργών του για αυτό.

Στο δωδέκατο στούντιο άλμπουμ κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι οι Dream Theater προσπαθούν να πατήσουν πάνω στην πετυχημένη συνταγή του προηγούμενου, αλλά από την άλλη ούτε κινούνται προς κάποια καινοτόμα κατεύθυνση, μιας και το άλμπουμ αποτελείται από στοιχεία ήδη ξέρουμε και αγαπάμε (άλλοι λιγότερο κάποια, άλλοι περισσότερο κάποια άλλα) σε αυτούς. Ο βασικός στόχος τους ήταν ξεκάθαρα να γράψουν τραγούδια εστιασμένα στις βασικές τους μελωδίες, ανεξάρτητα του πόσο χώρο θα έβρισκαν μέσα σε αυτά για να αναπτύξουν τις αδιαμφισβήτητες μουσικές τους αρετές. Υπό αυτό το πρίσμα, θεωρώ ότι οι δημιουργοί του "Dream Theater" πέτυχαν στο σκοπό τους, προσφέροντας πραγματικά αξιόλογα και αξιομνημόνευτα τραγούδια. Όμως, όπως με κάθε τι που αφορά σε αυτή τη μπάντα, το εν λόγω συμπέρασμα χρήζει μεγαλύτερης εμβάθυνσης για να μπορεί να αποφανθεί κάποιος πόσο αρκετό είναι.

Με το εναρκτήριο "False Awakening Suite", το συγκρότημα επιχειρεί να γράψει το δικό του soundtrackικό εισαγωγικό θέμα για τις συναυλίες του, αντικαθιστώντας το θέμα του "Inception" που χρησιμοποιούσε στην τελευταία περιοδεία του. Πιστεύω πως αν το προχωρούσαν ένα βήμα παραπέρα, σε μια ολοκληρωμένη instrumental σύνθεση, το τελικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι πολύ πιο ενδιαφέρον κι εντυπωσιακό από το μάλλον επιφανειακό για τα μέτρα τους και πιθανότατα λιγότερο καλό instrumental τραγούδι που έχει γράψει ποτέ η μπάντα, το "Enigma Machine". Το δε "Enemy Inside" είναι το καθιερωμένο «Roadrunner metal single», ανήκοντας σε μια κατηγορία τραγουδιών που προκαλεί πλήθος αντιδράσεων και συζητήσεων μεταξύ των οπαδών. Εννοείται πως δεν είναι αυτά τα τραγούδια που καθορίζουν την μπάντα, αλλά προσωπικά δεν είχα ποτέ κάποια ιδιαίτερη ένσταση απέναντι τους, ειδικά όταν είναι τόσο καλά όσο το εν λόγω τραγούδι, που για κάποιο λόγο μου αρέσει όλο και περισσότερο, ενώ αξίζει να αναφερθεί πως περιέχει μια από τις πιο μεστές ερμηνείες του James Labrie.

Την «ραχοκοκαλιά» του δίσκου αποτελούν τέσσερα τραγούδια, ενδεικτικά του που βρίσκονται συνθετικά οι σημερινοί Dream Theater. Πρόκειται για τα "The Looking Glass", "The Bigger Picture", "Behind The Veil" και "Surrender To Reason", τα οποία με διαφορετικές προσεγγίσεις και περιλαμβάνοντας πολλά από τα συνθετικά στοιχεία στα οποία πάντα υπερείχαν ως συγκρότημα, δεν θα δυσκολευτούν να κερδίσουν την πλειονότητα των ακροατών. Από την απροκάλυπτα Rush εισαγωγή και του ανάλογου feeling που περικλείει το "The Looking Glass" στην πάντα ζητούμενη, σπουδαία λυρικότητα του εξαίρετου "The Bigger Picture" κι από την εναλλαγές στην ένταση του "Behind The Veil" στο συναισθηματικό "Surrender To Reason", με το πολύ ενδιαφέρον χορωδιακό σημείο, στις εν λόγω συνθέσεις οι οπαδοί του συγκροτήματος θα βρουν πολλά στοιχεία που αναζητούν. Επιπρόσθετα σε αυτά έρχεται να κολλήσει το σχετικά κατώτερο "Along For The Ride" που ξεκινάει ως μπαλάντα, παίρνει μια ενδιαφέρουσα τροπή, αλλά δεν παύει να αποτελεί «εύκολο» τραγούδι για το επίπεδο των Theater, υστερώντας έναντι των υπολοίπων.

Το αποκορύφωμα του άλμπουμ, όπως αναμενόταν, έρχεται στο 22-λεπτο "Illumination Theory", παρόλο που σε σχέση με τα παλιότερα έπη ανάλογης διάρκειας δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται περισσότερο συρραφή επιμέρους διαφορετικών μερών, παρά για μια σύνθεση που το ένα μέρος απορρέει ως φυσική συνέχεια του προηγούμενου. Παραδείγματος χάριν, τόσο το σημείο με την ορχήστρα (υπό τη καθοδήγηση του Eran Basbug), όσο και το πανέμορφο πιανιστικό κλείσιμο του Rudess δείχνουν κάπως παράταιρα τοποθετημένα στη ροή του. Όμως, και πάλι, τα 22 λεπτά περνάνε εξαιρετικά εύκολα και όμορφα, με εκπληκτικά επιμέρους σημεία να καθηλώνουν, τον LaBrie δίνει την καλύτερη ερμηνεία του στο άλμπουμ και τα shredding μέρη των Petrucci / Rudess να είναι αρκούντως εμπνευσμένα. Βέβαια, το μικρό δάνειο από τον Τσαϊκόφσκι δεν προσθέτει πόντους είναι η αλήθεια.

Για μια ακόμα φορά ο John Petrucci είναι ο ηγέτης και ο πρωταγωνιστής. Ανεξάρτητα αν δεν πρόκειται για την καλύτερη δουλειά του ούτε σε συνθετικό, ούτε σε παικτικό επίπεδο, δεν παύει να συνεχίζει να είναι ο καλύτερος της γενιάς του, κάτι που υποστηρίζει εκ νέου σε κάθε καινούργια δουλειά. Ο LaBrie συνεχίζει να ακούγεται μεστός και σίγουρος στις ερμηνείες του, ενώ τον John Myung θα πρέπει μάλλον να τον ξεχάσουμε ως τον μπασίστα που μπορούσε να αλλάξει όλο το τραγούδι μόνος του, προτιμώντας να διατηρεί πλέον πιο πολύ υποστηρικτικό ρόλο. Ο Rudess σε γενικές γραμμές είναι αρκετά πιο ουσιώδης, ειδικά όταν χρησιμοποιεί περισσότερο πιάνο, αλλά δεν αποφεύγει κάποιους παράταιρους και κουραστικούς ήχους, με αποτέλεσμα σε κάποια σημεία που παίζει σόλο να ψάχνω να δω αν χτυπάει το κινητό μου. Για τον Mike Mangini, πέραν των γνωστών ικανοτήτων του, θα ομολογήσω πως δεν με εντυπωσίασε, σίγουρα όχι με τον ήχο του, αλλά ούτε και με τις ιδέες του. Σε ελάχιστα σημεία μου έκαναν εντύπωση κάποια θέματά του και ειλικρινά μου είναι παντελώς αδιάφορο αν αυτό που κάνει τεχνικά μπορεί να ενθουσιάσει κάποιον σπουδαγμένο μουσικό, όταν δεν καταφέρνει να εντυπωσιάσει πρωτίστως έναν ακροατή / οπαδό της μπάντας. Γενικά, η παραγωγή του Petrucci, με την υποστήριξη του Richard Chycki ως μηχανικού ήχου, δείχνει σε αρκετά σημεία πως η μπάντα θα μπορούσε να πάρει αρκετά περισσότερα στοιχεία από έναν παραγωγό εγνωσμένης αξίας, ανεξάρτητα αν οι ίδιοι έχουν πολύ καλή αντίληψη του που θέλουν να κινούνται και πώς να το επιτυγχάνουν. Επίσης, στα θετικά συγκαταλέγονται οι προσεγμένοι στίχοι που δείχνουν να αποφεύγουν ατοπήματα του πρόσφατου παρελθόντος.

Οι περισσότερες επισημάνσεις γίνονται πάντα με το δεδομένο ότι από τους Dream Theater έχουμε μάθει να απαιτούμε το κάτι διαφορετικό και το κάτι παραπάνω, όμως κι αυτή η προσέγγιση οφείλει να έχει ένα όριο, καθώς είναι μάλλον άδικο για το ομώνυμο άλμπουμ τους να περιοριστεί κάποιος στο πόσο διαφορετικά θα ήθελε να είναι κάποια επιμέρους στοιχεία, αδυνατώντας να δει την θετική πλευρά του. Το "Dream Theater" μπορεί να μην αποτελεί κάτι ξεχωριστό για την δισκογραφία της μπάντας, αλλά είναι ένα άλμπουμ του οποίου τα θετικά στοιχεία υπερισχύουν των ανασταλτικών. Ελπίζοντας όλο και λιγότερο ότι οι μέρες του δημιουργικού μεγαλείου δεν έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, συνεχίζω να απολαμβάνω κάθε νέα δουλειά των ηγετών του progressive metal, άλλοτε περισσότερο, άλλοτε λιγότερο, χωρίς να αλλάζω το τι πιστεύω για αυτούς. Έτσι κι αλλιώς, είναι οι κορυφές που καθορίζουν ιστορικά την πορεία ενός καλλιτέχνη κι αυτές των Dream Theater παραμένουν απλησίαστες. Η νέα τους δουλειά, σαφέστατα, δεν μπορεί να τοποθετηθεί δίπλα σε αυτές, αλλά στέκεται αξιοπρεπώς στο σύνολο της δισκογραφίας τους και εν έτει 2013 για μένα αυτό είναι μάλλον αρκετό.

  • SHARE
  • TWEET