Pearl Jam
Dark Matter
Χαρακτηριστικός δίσκος της ύστερης περιόδου των Αμερικανών
Δωδέκατη δουλειά από τη μοναδική μεγάλη μπάντα του Seattle που έχει συνεχή παρουσία από τις απαρχές του grunge μέχρι και τις μέρες μας. Κουραστικό ίσως, αλλά οφείλουμε να ξεκινήσουμε με το ότι η ζωή των Pearl Jam χωρίζεται στο κομμάτι πριν και στο κομμάτι μετά το Roskilde και το ίδιο κάνει και η δισκογραφία τους. Οι Αμερικανοί εδώ και κάποια χρόνια έχουν βρει τον τρόπο τους να πορεύονται και το “Dark Matter” είναι ένα ακόμα βήμα σε αυτή τους την πορεία. Ένα βήμα χαρακτηριστικό, που στέκεται μουσικά και ποιοτικά κοντά στα δύο προηγούμενα “Lightning Bolt” και “Gigaton”.
Αυτή τη φορά είναι ο Andrew Watt (ή σκέτο Watt) που ανέλαβε την παραγωγή, μετά τον Josh Evans που έκανε το “Gigaton”. Ο Watt ξεκίνησε από τη μπάντα του Jared Evan, έκανε παραγωγές σε Justin Bieber, Post Malone, Lana Del Rey και Miley Cyrus, για να καταλήξει στον Ozzy, στον Iggy και στους Rolling Stones. Προφανώς η συνεργασία του με τον Vedder στον “Earthling” ήταν που άνοιξε την πόρτα για τους Pearl Jam, αλλά αυτό το γεγονός φαίνεται ότι έδωσε τις απαραίτητες δόσεις φρεσκάδας που τόσο ευπρόσδεκτη είναι στη studio δουλειά κάθε μπάντας με τόσα χρόνια στην πλάτη.
Ο δίσκος ξεκινάει τυπικά ωραία, με το opener “Scared Of Fear” να έχει ένα περίεργο ακόρντο που εξάπτει. Ένα ροκ τραγούδι από τα καλά της δεύτερης περιόδου, το έχουμε ξανακούσει, μας έχει ξαναρέσει. Το “React, Respond” έχει πιο δυνατές παραμορφώσεις και νομίζω ότι θα είναι από τα τραγούδια που θα μας μείνουν και στο μέλλον. Ειδικά λόγω της σολάρας του McCready. Το “Wreckage” στην αρχή παραθυμίζει Tom Petty, αλλά όσο περνάνε τα ακούσματα γίνεται όλο και συμπαθέστερο – έχει και κάποιες πολυφωνίες που το ανεβάζουν, σε κάνουν να θέλεις να τραγουδήσεις κι εσύ. Κεφάτο κομμάτι.
Τα καλύτερα τραγούδια του δίσκου βρίσκονται στη μέση. Το ομότιτλο “Dark Matter” το είχαμε ακούσει όταν είχε βγει πριν δυο μήνες, με πολύ καλές εντυπώσεις, οι οποίες παραμένουν και τώρα. Θυμίζει λίγο το “Dance Of The Clairvoyants” από την άποψη ότι είναι κάτι διαφορετικό. Το “Won’t Tell” στριμώχνεται ανάμεσα σε σκληρό ανταγωνισμό αλλά ξεχωρίζει κι αυτό με το νοσταλγικό του ρεφραίν. Το “Upper Hand” θέλει να είναι κάτι μεταξύ “Nothing As It Seems” (δε γίνονται αυτά) και Pink Floyd. Είναι από τα ωραία τραγούδια στο “Dark Matter” και σε αυτό βοηθάνε και οι πολύ όμορφοι στίχοι. Το “Waiting For Stevie” είναι το αγαπημένο μου. Μπασάρα, σολάρα, φοβερό drum track, καταπληκτικοί στίχοι, ένας δυναμίτης συναισθημάτων από την αρχή μέχρι το τέλος.
Από εκεί και πέρα, η δυάδα “Running” και “Something Special” είναι μάλλον τα πιο αδύναμα. Αντί για το πρώτο θα μπορούσαν να είχαν επιλέξει σχεδόν οποιοδήποτε άλλο για single, ενώ το δεύτερο είναι περισσότερο nothing special – ένα τραγούδι μάλλον πιο κατάλληλο για προσωπικό δίσκο του Vedder. Κλείνοντας, οι κιθαριές του “Got To Give” φέρνουν στο μυαλό ένα ίνδαλμα των Pearl Jam, τον Pete Townshend. Το “Setting Sun” είναι ένα closer με ταξιδιάρικες κιθάρες που σουμάρει εύστοχα τη φετινή τους προσπάθεια.
Οι ίδιοι οι Pearl Jam δηλώνουν ενθουσιασμένοι με το αποτέλεσμα της δουλειάς τους και λένε ότι πιστεύουν ότι έβγαλαν τον καλύτερο δίσκο της καριέρας τους. Εμείς θα κόψουμε κάτι και θα δηλώσουμε πρωτίστως και κυρίως χαρούμενοι με τη χαρά τους. Η αλήθεια είναι ότι το “Dark Matter” έχει φρέσκα στοιχεία και δεν ακούγεται παρωχημένο ή μπαρμπαδίστικο. Αυτό το κατάφερναν πάντοτε στις δουλειές τους και το καταφέρνουν και τώρα στα εξήντα τους – πιθανό φέτος να τους βοήθησε και το νεαρό του Andrew Watt πίσω από την κονσόλα. Το “Dark Matter” δεν είναι ένας safe δίσκος με την έννοια ότι οι Pearl Jam παίζουν, και πάλι, αυτό που θέλουν οι ίδιοι και όχι αυτό που θέλουμε εμείς να ακούσουμε από αυτούς. Όσοι πιστοί, προσέλθετε. Εμείς βρίσκουμε λόγους να παραμένουμε ακόμα πιστοί.