Cirith Ungol

Forever Black

Metal Blade (2020)
Από τον Θοδωρή Ξουρίδα, 14/04/2020
100% Cirith Ungol. Να τ' αφήσω;
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Εάν αναρωτηθεί κανείς ποιό ήταν το status των Cirith Ungol πριν από πέντε χρόνια, το σίγουρο είναι πως δεν έχει καμία σχέση με την αποδοχή που απολαμβάνουν σήμερα οι Καλιφορνέζοι. Ας πούμε ότι στην καλύτερη ήταν ένα από τα γνωστά, undergound ονόματα του αμερικάνικου metal των '80s κατέχοντας ένα cult status, με μοναδικό ξέφωτο στο ευρύτερο κοινό τις επανεκδόσεις κλασικών τους δίσκων από μια εταιρεία όπως η Metal Blade, με το κύρος που διαθέτει.

Πλέον το συγκρότημα, αναγεννημένο από τις στάχτες του, αναγνωρίζεται από ολοένα και μεγαλύτερη μερίδα της rock και metal κοινότητας, λόγω του πολύ ιδιαίτερου, obscure ύφους του, με αυξημένη συναυλιακή δραστηριότητα και συμμετοχή σε αρκετά γνωστά φεστιβάλ. Ο κύκλος της δραστηριότητας αυτής και η πρώτη φάση της αναγέννησης έκλεισαν με την κυκλοφορία του live album και DVD "I'm Alive", ενώ ένα νέο κεφάλαιο αναμένεται να ανοίξει με την κυκλοφορία νέου studio δίσκου μετά από σχεδόν τρεις δεκαετίες.

Εκτός από την ώθηση που μπορεί να δώσει ένα αναγνωρίσιμο label, καταλυτικός φαίνεται πως είναι ο ρόλος του Jarvis Leatherby. O frontman των Night Demon και μπασίστας στα χρόνια της επανασύνδεσης, δεν είναι μόνο ο άνθρωπος που συνωμότησε για να μεταπειστούν οι παλιοί Tim Baker και Robert Garven. Ενασχολούμενος για πολλά χρόνια με τη μουσική βιομηχανία γενικότερα και γνωρίζοντας πως λειτουργεί το σύστημα τη σήμερον ημέρα, προφανώς συνέβαλλε στο να ληφθούν σωστές αποφάσεις και να βρεθούν οι κατάλληλες διέξοδοι.

Η επιστροφή στην κανονική δισκογραφία είχε ως αφετηρία την one off κυκλοφορία του τραγουδιού "Witch's Game" πριν από ενάμισι χρόνο. Με αυτό οι Cirith Ungol προσπάθησαν να βρουν τα πατήματά τους, πριν επιχειρήσουν το μεγάλο βήμα της δημιουργίας ενός ολοκληρωμένου δίσκου, που θα σταθεί δίπλα σε άλμπουμ όπως το "King Οf Τhe Dead" (1984), το "Paradise Lost" (1991), αλλά και το "One Foot Ιn Hell" (1986). Ας δούμε λοιπόν τι κατάφεραν και τι δεν κατάφεραν.

Όποιος γνωρίζει, δεν χρειάζεται πολλές ακροάσεις για να καταλάβει πως το "Forever Black" είναι ένας 100% δίσκος των Cirith Ungol που αξίζει να φέρει το λογότυπο του συγκροτήματος. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι σε σχέση με τα τέσσερα προηγούμενα άλμπουμ, είναι εκείνο που συμβαδίζει λιγότερο με την εποχή του. Αυτό βέβαια, αφενός δεν προοικονομεί την ποιότητά του, και αφετέρου, δεδομένων των συνθηκών, το αναμενόμενο και ίσως το ζητούμενο είναι να αναβιώσουν στιγμές ανάλογες με εκείνες του παρελθόντος, πιστοποιώντας τη συνθετική και εκτελεστική στόφα των δημιουργών.

Το άλμπουμ χαρακτηρίζεται εν μέρει από την προσομοίωση του στις φόρμες του "Frost And Fire", ειδικά στις πιο rock στιγμές του, με υπεύθυνο λογικά τον πολύ παλιό Greg Lindstrom, ενώ διαθέτει τη στρυφνότητα και την αύρα του "One Foot Ιn Hell" και του "Paradise Lost". Θυμίζοντας όμως συγκριτικά λιγότερο το κορυφαίο "King Οf Τhe Dead" και παρά την αξιόλογη προσπάθεια σε όλες τις φάσεις της δημιουργίας του, υπολείπεται σε εκείνα στα συστατικά που θα συνεπάρουν και θα ξεσηκώσουν, ειδικά τους παλιούς ακροατές.

Χωρίς να είναι λίγα τα μέρη με πιο ανεβασμένους ρυθμούς, το proto doom στοιχείο είναι κυρίαρχο και οι επικές στιγμές ουκ ολίγες, με διάχυτη τη χαρακτηριστική '70s obcurε-ίλα. Το πρώτο single "Legions Arise" μετά το εισαγωγικό "The Call" είναι μάλλον με διαφορά το τραγούδι που θα ενθουσιάσει περισσότερο, ενώ στην κατηγορία των αξιομνημόνευτων συγκαταλέγονται με μεγαλύτερη ή λιγότερη άνεση το "Stormbringer", το "Before Tomorrow" και το ομώνυμο.

Το "The Fire Divine" είναι το περισσότερο "Frost And Fire" τραγούδι του δίσκου, το "Fractus Promissum" πιθανότατα το πιο σύγχρονης αισθητικής, ενώ το "The Frost Monstreme" γεφυρώνει το χάσμα με το παρελθόν, φέροντας σχεδόν αυτούσια πολλά στοιχεία από τις πρώτες μέρες των Cirith Ungol και των πρωτομαστόρων Black Sabbath. Το "Nightmare" τέλος, θα μπορούσα να πω ότι αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα, τόσο για το ύφος, όσο και για την ποιότητα του συνόλου.

Εάν ο Baker χαρακτηρίζεται διαχρονικά κλασική περίπτωση love it or hate it περίπτωση, είναι μάλλον ευτύχημα το γεγονός ότι με την απόδοσή του επιβεβαιώνει με άνεση τον χαρακτηρισμό, ξεπερνώντας έναν σκόπελο που πολλοί τραγουδιστές αντιμετωπίζουν στην ηλικία του. Επίσης, εάν υπάρχει ένας μουσικός που ξεχωρίζει με την απόδοσή του, αυτός είναι σίγουρα ο Jim Barazza, συνεισφέροντας αξιολογότατα solo, σε αντίθεση με τα riff που σε γενικές γραμμές ακολουθούν την πεπατημένη.

Θεωρητικά, η vintage και κάπως θολή παραγωγή είναι ταιριάστη, προσωπικά όμως θα την ήθελα κάπως πιο καθαρή και συμπαγή, ας πούμε γιατί όχι σαν του "Paradise Lost". Λαμβάνοντας βέβαια υπόψιν ότι ο Garven θα πρέπει να είναι ακόμη εκνευρισμένος με τη διαδικασία ηχογράφησης του εν λόγω άλμπουμ, αλλά και ότι δεν τα καταφέρνει άσχημα χωρίς να βγαίνει από τη ζώνη άνεσης του, θα δω το ποτήρι μισογεμάτο.

Το εξώφυλλο, δημιουργία του Michael Whelan για μία ακόμη φορά, δεν θα μπορούσε να είναι πιο ταιριαστό, ενώ στο στιχουργικό τομέα κυριαρχούν οι συνήθεις αναζητήσεις, με πεδίο εφαρμογής κατά βάση τον φανταστικό, αρχαίο κόσμο, αλλά και τη σημερινή, ζοφερή πραγματικότητα. Εξαίρεση στον κανόνα το θυελλώδες "Legions Arise" που αξίζει δεύτερης αναφοράς. Απευθυνόμενο προσωπικά στους οπαδούς, περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο την πολυπόθητη επιστροφή του συγκροτήματος τα τελευταία χρόνια και προεξοφλείται ως συναυλιακό highlight.

Οι Cirith Ungol αναγνωρίζονται για το ιδιαίτερα προσωπικό τους ύφος, σε βαθμό που θαρρείς πως έχουν κερδίσει το δικαίωμα να χαρακτηρίζονται εσαεί πρωτοπόροι. Με άλλα λόγια, είναι πολύ δύσκολο κάποια άλλη μπάντα να αναπαράγει τον ήχο τους και την ατμόσφαιρα που βγάζουν. Σε αυτή τη λογική, αξίζουν τα εύσημα για την προσπάθεια να κυνηγήσουν τα υψηλά στάνταρ που οι ίδιοι έθεσαν στο παρελθόν με συνέπεια, και κανείς δεν μπορεί να τους κατηγορήσει για το τελικό αποτέλεσμα, ακόμη και αν θεωρηθεί σαφώς υποδεέστερο των τριών προηγούμενων άλμπουμ.

Όπως συμβαίνει σε πολλές αντίστοιχες περιπτώσεις, θα βρεθούν νέοι οπαδοί που θα γοητευθούν από το μοναδικό κράμα heavy, doom και epic metal που σμήλεψαν με περίσσεια τέχνη οι Καλιφορνέζοι πριν από κάμποσες δεκαετίες, και υπό προϋποθέσεις, τα καινούρια τραγούδια, όταν παιχτούν ζωντανά δίπλα στα παλιά, είναι ικανά να αρπάξουν, όπως ένα κούτσουρο που μπαίνει σε μια φωτιά που συνεχίζει να σιγοκαίει. Το "Forever Black" αξίζει σαφώς περισσότερες από μία ακροάσεις και έχει την ικανότητα να ασκήσει γοητεία σε ευήκοα ώτα. Κύριοι των Cirith Ungol, τόσα χρόνια σας περιμέναμε, είστε παραπάνω από ευπρόσδεκτοι.

  • SHARE
  • TWEET