Bruce Springsteen

The Promise

Columbia (2010)
Από τον Παντελή Μαραγκό, 16/11/2010
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Στο υπέροχο σύμπαν της δισκογραφίας του Bruce Springsteen υπάρχουν αδικημένοι δίσκοι που είχαν την ατυχία να κυκλοφορήσουν ανάμεσα σε δύο «κορυφές», κριτικής και εμπορικής αποδοχής.  Το "Darkness On The Edge Of Town" (1978) κυκλοφόρησε ανάμεσα στα αριστουργήματα -κι εδώ η λέξη «αριστούργημα» χρησιμοποιείται χωρίς ίχνος υπερβολής- "Born To Run" (1975) και "The River" (1979).

Η ιστορία είναι λίγο-πολύ γνωστή. Εκεί, στο πρώτο μισό των '70s, οι δύο πρώτοι δίσκοι του «νέου Dylan» έγιναν αποδέκτες διθυραμβικών κριτικών, αλλά δεν πούλησαν, τουλάχιστον όχι στην αρχή, καθώς με τα χρόνια αποκαταστάθηκαν κι εμπορικά. Έτσι, η τρίτη κυκλοφορία απέκτησε έναν αγωνιώδη make or brake χαρακτήρα. «Πάρε μπόλικα λεφτά για την παραγωγή, αλλά ή τα καταφέρνεις ή τράβας σπίτι σου» ήταν σε γενικές γραμμές το μήνυμα που του απηύθυνε η Columbia κι ο Springsteen ανταποκρίθηκε δείχνοντας στον κόσμο ποιος είναι το «αφεντικό». Το "Born To Run" προωθήθηκε με έναν άκρως αποδοτικό τρόπο (αποκορύφωμα ήταν τα ταυτόχρονα εξώφυλλα του Bruce τόσο στο Time, όσο και στο Newsweek, στις 27 Οκτωβρίου 1975) και υπήρξε ένας εμπορικός και καλλιτεχνικός θρίαμβος. Πλέον τίποτε δεν έδειχνε ικανό να τον σταματήσει. Κι όμως, μια ανόητη δικαστική διαμάχη με τον παραγωγό και manager των τριών πρώτων δίσκων, Mike Appel, ανέκοψε την πορεία του και δεν του επέτρεψε να κυκλοφορήσει τίποτε για τρία χρόνια. Αφορμή ήταν η έλευση και η σταδιακή ανάληψη των δύο αυτών ρόλων από το μουσικοκριτικό Jon Landau, η οποία είχε ήδη ξεκινήσει κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων του "Born To Run", που διήρκησαν κοντά ενάμιση χρόνο.

Σε αντίθεση με σήμερα, στη δεκαετία του 1970 τρία χρόνια απουσίας ήταν αδικαιολόγητα μεγάλο διάστημα αποχής κι ο Springsteen έπρεπε να αρχίσει σχεδόν από την αρχή. Η πικρία του αποτυπώνεται τόσο στους στίχους, όσο και στις «παραφωνίες» της Fender του, η οποία για πρώτη φορά ακούγεται τόσο παραμορφωμένη στο "Darkness On The Edge Of Town". Χωρίς να λείπουν τα μεγάλα uptempo κομμάτια (π.χ. το υπέροχο "Badlands" με την εισαγωγή που θυμίζει την εκτέλεση των Animals στο "Don't Let Me Be Misunderstood"), έχει χαθεί η αθωότητα και κυριαρχεί η αίσθηση απώλειας και απομόνωσης του "Jungleland" που κλείνει το "Born To Run". Ο ίδιος ο Springsteen έχει δηλώσει ότι το "Darkness On The Edge Of Town" ήταν ο πρώτος samurai δίσκος του. Οι ενορχηστρώσεις είναι απογυμνωμένες, η αφήγηση γίνεται σε πρώτο ενικό και αφορά σε χαρακτήρες της εργατικής τάξης που έχουν βρεθεί στο περιθώριο (εξ ου και το «...the edge of town»), οι οποίοι συνήθως βγαίνουν χαμένοι κι έχουν ως μοναδική τους διέξοδο τη φυγή με το αυτοκίνητο ("Racing In The Street", "Streets Of Fire" κλπ.).

Είναι ευνόητο -ιδιαίτερα για έναν πολυγραφότατο συνθέτη όπως ο Springsteen- πως τα δέκα κομμάτια του "Darkness..." δεν ήταν οι μοναδικές ηχογραφήσεις του στο διάστημα που μεσολάβησε από το "Born To Run".  Ήρθε λοιπόν η ώρα -33 χρόνια μετά- να βγουν στο φως τα κομμάτια εκείνης της περιόδου, τα οποία μέχρι σήμερα είχαν μείνει στην αφάνεια.  Το διπλό "The Promise" περιέχει tracks που θεωρούνται b-sides του "Darkness...".  Ωστόσο, ο όρος b-sides πιθανότατα τα αδικεί, καθώς θα ήταν μάλλον σωστότερο να πούμε ότι τα κομμάτια αυτά έμειναν έξω επειδή απλά δεν ταίριαζαν στο κλίμα (απόγνωσης) του δίσκου που κυκλοφόρησε τελικά το 1978.

Πράγματι, πολλά από τα κομμάτια θυμίζουν το γλυκό, μελωδικό κλίμα του «συνοικιακού» ήχου των δύο πρώτων δίσκων, "Greetings From Asbury Park, N.J." (1973) και "The Wild, The Innocent & The E Street Shuffle" (1973). Μελωδικά tracks, όπως το "Gotta Get That Feelin'" και το "Someday (We'll Be Together)" με την αιθέρια  χορωδία του, ή το α-λά Buddy Holly "Outside Looking In" δε θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να βρίσκονται δίπλα στο "Adam Raised A Cain". Δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πόσο διαφορετική είναι η διάθεση στα κομμάτια που συνθέτουν τη συλλογή του "The Promise" σε σχέση με εκείνα του "Darkness..." από το "Candy's Boy" (από το "Promise"), σε αντιδιαστολή με το "Candy's Room" (από το "Darkness"). Ενώ αφορούν στο ίδιο πρόσωπο, το track του "Darkness..." είναι ασύγκριτα πιο σκοτεινό.  Ακόμη και το "Racing In The Street" που υπάρχει και στα δύο albums -κι εδώ ανοίγει το δίσκο- ακούγεται σαφώς πιο αισιόδοξο με πιο γεμάτη ενορχήστρωση και ένα γέμισμα με βιολί. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο Mark Knopfler των Dire Straits πρέπει να κρυφάκουγε... Όσο δε μου άρεσε το "Rendezvous", τόσο μου έφτιαξε το κέφι το κρεσέντο του "Talk To me", το οποίο έχει κάτι από Motown και το Wall of Sound του Phil Spector. Αξίζει επίσης να σημειωθούν οι αναφορές του ομότιτλου κομματιού σε γνώριμους χαρακτήρες και στο έπος του "Thunder Road", ενώ και στο "Spanish Eyes" υπάρχει μεγάλο μέρος των στίχων του "I'm On Fire" που κυκλοφόρησε έξι χρόνια αργότερα στο "Born In The U.S.A." (1984).

Αυτή που ωφελήθηκε περισσότερο από όλη εκείνη την ιστορία που κράτησε τον Springsteen και την E Street Band μακριά από το studio ήταν η Patti Smith, η οποία πήρε το "Because The Night", του έβαλε τις δικές της πινελιές και το έκανε αθάνατο (US #13 το 1978). Αν εξαιρέσει κανείς τις live εκτελέσεις, είναι η πρώτη φορά που ακούμε το θρυλικό αυτό κομμάτι ηχογραφημένο από τον Bruce και την παρέα του μέσα σε studio. Προσωπικά προτιμώ την εκτέλεση της Patti Smith. Ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία ήταν για τις Pointer Sisters το "Fire" (US #2 το 1979), που επίσης βρίσκουμε εδώ και το οποίο αρχικά προοριζόταν να ηχογραφηθεί από τον Elvis, αλλά ας όψεται η αποφράδα 16η Αυγούστου του 1977...

Το μόνο σίγουρο είναι ότι το διπλό αυτό album μπορεί να δώσει μια χορταστική δόση παλιού καλού Springsteen σε κάθε φίλο του «αφεντικού» και της μπάντας του.  Παρεμπιπτόντως, τι να πει κανείς για την E Street Band; Οι ηχογραφήσεις αυτές έγιναν σε μια από τις καλύτερες περιόδους της, με τον Roy Bittan να κάνει θαύματα στο πιάνο, όπως και οι Clarence Clemons (σαξόφωνο) και Steve Van Zandt (κιθάρα), με τον τελευταίο να εμπλέκεται και στην παραγωγή.

Όπως είπε κι ο ίδιος ο Springsteen, τα τραγούδια του "The Promise" θα έπρεπε να είχαν κυκλοφορήσει μετά το "Born To Run" και πριν το "Darkness On The Edge Of Town", αλλά η ιστορία γράφεται μια φορά και έχει πλέον γραφτεί πως το «γλυκόπικρο» "Darkness..." ήταν ο δίσκος που ακολούθησε μετά την τεράστια επιτυχία του "Born To Run".  Οποιαδήποτε προσπάθεια για την αποκατάσταση της ιστορικής ακολουθίας των γεγονότων, έστω κι αν είναι δίκαιη, είναι καταδικασμένη εκ των προτέρων. Το "The Promise" κυκλοφόρησε το 2010 και δεν πρόκειται να αλλάξει το ρουν της ιστορίας, όπως δεν άλλαξε τίποτε η κυκλοφορία του πολύ καλού -κατά τα άλλα- τετραπλού box set "Tracks" (1998), το οποίο περιείχε πολλά διαμαντάκια που δεν είχαν την τύχη να περιληφθούν στα albums του Boss.

Υπό αυτό το πρίσμα, θα ήταν ανόητο να προταθεί το "The Promise" ως σημείο εκκίνησης για κάποιον που είχε την ατυχία να μην έχει εκτεθεί ακόμη στην ομορφιά των δίσκων του «αφεντικού», αν και ποτέ δεν ξέρει κανείς. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι πρόκειται για μια κυκλοφορία που απευθύνεται κυρίως προς του fans που θέλουν να έχουν την πλήρη εικόνα του παζλ. Εκεί που πάσχει το album είναι ότι, σε αντίθεση με τους μεγάλους δίσκους του Bruce, μοιάζει να είναι μια συλλογή κομματιών μιας περιόδου και όχι ένα ολοκληρωμένο έργο με αρχή, μέση και τέλος.  Προς Θεού, για τον Springsteen μιλάμε, οι μελωδίες, οι ερμηνείες και οι ιστορίες είναι πρώτης κλάσης, όπως πάντα, και πολλοί θα ικέτευαν να γράψουν κάτι που θα είναι έστω στο ήμισυ όσο καλό είναι το "The Promise". Ωστόσο, πρέπει να παραδεχτούμε ότι το τελικό αποτέλεσμα στερείται συνοχής και δε φτάνει σε καμία περίπτωση τις «κορυφές» που χτύπαγε συνεχώς μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, αλλά και αργότερα [π.χ. "The Rising" (2002)].

Υ.Γ.: Κυκλοφορεί και μια σούπερ-ντούπερ έκδοση με τον τίτλο "The Promise: The Darkness On The Edge Of Town Story", που μεταξύ -πολλών- άλλων περιέχει το αυθεντικό album αλλά και το σχετικό ντοκιμαντέρ που πρωτοπροβλήθηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο, τον περασμένο Σεπτέμβριο.
  • SHARE
  • TWEET