Blur

The Ballad Of Darren

Parlophone (2023)
Από τον Αντώνη Αντωνιάδη, 29/09/2023
Εμφανώς εφησυχασμένοι, αλλά πάντα ποιοτικοί, οι Blur επέστρεψαν με τον ένατο δίσκο της καριέρας τους
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Στο σύμπαν των μεγάλων συγκροτημάτων που εμφανίστηκαν μετά το 1990, οι Blur φιγουράρουν σε πρωταγωνιστική θέση. Εξάλλου ελάχιστοι όρισαν σε τέτοιο βαθμό την εποχή τους όσο αυτοί, ενώ, συγχρόνως, το πιο εντυπωσιακό είναι το πως κατάφεραν μέσα σε μια δεκαετία να αλλάξουν αρκετές φορές πρόσωπα, να πειραματιστούν, και να δοκιμάσουν τα όρια του ήχου τους. Αν στη παραπάνω συνάρτηση προσθέσουμε και όσα συνέβησαν μετά το τέλος τους, με βασικό πρωταγωνιστή τον Damon Albarn που, πέρα από τις solo δουλειές του, δημιούργησε μεταξύ άλλων τα projects των The Good, the Bad & the Queen, των Rocket Juice & the Moon και, φυσικά, των Gorillaz, μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί μιλάμε για μια από τις σημαντικότερες μορφές της εναλλακτικής rock μουσικής. Αντίστοιχα βέβαια και ο Graham Coxon υπήρξε άκρως παραγωγικός παρόλο που θα ήταν υπερβολή να πούμε πως όλες οι κυκλοφορίες του υπήρξαν εξίσου καλές ή σημαντικές.

Όπως και να έχει, τελευταία φορά που είχαμε νέα των Blur ήταν το 2015, όταν κι επανενώθηκαν για να κυκλοφορήσουν το, ελαφρώς υποτιμημένο αν με ρωτάτε, "The Magic Whip". Οχτώ χρόνια μετά, και με τα μέλη του συγκροτήματος να έχουν υπάρξει στο ενδιάμεσο υπερπαραγωγικά, η δισκογραφική και συναυλιακή επιστροφή τους, χωρίς αμφιβολία, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα του 2023. Πως μπορεί όμως να ακούγονται σήμερα οι Blur;

Παρόλο που, σύμφωνα με τον Damon Albarn, το "The Ballad Of Darren" αποτελεί την πιο συλλογική δουλειά τους από την εποχή του "13", προσωπικά το βρήκα πολύ πιο Albarn-ικο απ’ ό,τι περίμενα και περισσότερο κοντά ηχητικά στο "The Nearer The Fountain, More Pure The Stream Flows" παρά στις προηγούμενες δουλειές των βρετανών. Σίγουρα όμως, το άλμπουμ αντανακλά τα μέλη των Blur καθώς βαδίζουν στην έκτη δεκαετία της ζωής τους, κάτι που ακούγεται στο δίσκο καθώς, όπως μάλλον είναι φυσιολογικό, οι τόνοι έχουν πέσει και οι μελωδίες κυριαρχούν εκκωφαντικά πάνω στην ένταση.

Το να περιμένουμε βέβαια από μεσήλικες να αναβιώσουν τη νεανική φλόγα με την οποία γαλούχησαν μία ολόκληρη γενιά θα ήταν άδικο για όλους μας. Το θέμα λοιπόν δεν είναι αν ωριμάζεις, αλλά το πως. Οι Blur σήμερα δείχνουν να έχουν ξεπεράσει τους δαίμονες και τους εθισμούς με τους οποίους αναμετρήθηκαν αρκετές φορές στην πορεία τους και μέσα από τη νέα τους δουλειά φαίνεται να προσπαθούν να αναστοχαστούν το παρελθόν τους, εστιάζοντας στο παρόν τους. Αυτό, σε δημιουργικό επίπεδο, είναι κάτι απολύτως θεμιτό, αλλά δεν μεταφράζεται απαραίτητα σε συνταγή επιτυχίας, πόσο μάλλον όταν καταλήγει να φλερτάρει με αυτό που, μεταξύ σοβαρού κι αστείου, αποκαλούμε dad rock ώστε να περιγράψουμε έναν ήχο που σήμερα μοιάζει ξεπερασμένος ή που τέλος πάντων δύσκολα θα βρει απεύθυνση στη νέα γενιά.

Και αυτό γιατί η μελαγχολία, που συνυπάρχει με τη χαρμολύπη, την εσωστρέφεια και την έννοια της απώλειας σε όλο το άλμπουμ, γίνεται σαφής από τις πρώτες νότες του "The Ballad", ενός κομματιού που για πρώτη φορά ακούσαμε στο EP "Democrazy", μια συλλογή από ανολοκλήρωτα demos κομματιών του κυρίου Albarn. Είκοσι χρόνια μετά λοιπόν ήρθε η ώρα το κομμάτι να ολοκληρωθεί. Οι στίχοι όμως είναι ελαφρώς αλλαγμένοι καθώς αυτός τώρα τραγουδά: “I just looked into my life and all I saw was that you’re not coming back, oh, can’t you see when the ballad comes for you, It comes like me?”,  χρησιμοποιώντας την έννοια της μπαλάντας ως μια παρομοίωση για το γήρας. Κι αυτό είναι ένα συναίσθημα που κυριαρχεί στο δίσκο. Λίγο αργότερα π.χ. στο ρεφραίν του "Far Away Island" ο Albarn τραγουδά “Far away island, I miss you, I know you think I must be lost now, but I'm not anymore”, ενώ στο “Avalon”, αναφερόμενος στο Ντέβον όπου ζει πλέον ο μουσικός και όπου ηχογραφήθηκε μεγάλο μέρος του δίσκου, μας εξομολογείται: “What's the point in painting Avalon, If you can't be present when it's done?”.

Κι όμως, παρά την αρχική αίσθηση που σου αφήνει το άλμπουμ, οι Blur δεν νοσταλγούν. Αν το έκαναν εξάλλου, το πιο θα ήταν να προσπαθήσουν να αναπαράγουν κάτι από την αίγλη της νιότης τους. Αντίθετα εδώ δείχνουν να κινούνται σ’ ένα ηχητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αισθάνονται άνεση να είναι απολύτως ο εαυτός τους. Και, χωρίς αμφιβολία, κάποιες στιγμές πετυχαίνουν να μεγαλουργήσουν. Τρανό παράδειγμα το "St. Charles Square", όπου ακούμε τους σημερινούς Blur στα καλύτερα τους με τις κιθάρες του Coxon στο προσκήνιο και τον Albarn να τραγουδάει: “I fucked up. I'm not the first to do it”. Για να είμαστε απολύτως ειλικρινείς βέβαια, το κομμάτι, αλλά και γενικότερα το άλμπουμ, έχει έναν έντονο αέρα από τον David Bowie της περιόδου που ακολούθησε την τριλογία του Βερολίνου. Αντίστοιχα, είναι εύκολο να εντοπίσει κανείς διάχυτα στοιχεία από τον Lou Reed, τον John Cale, τους πρώιμους Pink Floyd, και, φυσικά, τους The Beatles, ένα συγκρότημα με το οποίο οι Blur έχουν συγκριθεί πολλές φορές στο παρελθόν.

Αντίστοιχα, το "Barbaric" φανερώνει την ικανότητα τους να ακούγονται “φρέσκοι”, χωρίς να χάνουν την ταυτότητά τους, αλλά και να σκαρώνουν ρεφραίν που σου κολλάνε στο μυαλό για μέρες. Λίγο αργότερα, στο "The Narcissist" και στο "Goodbye Albert", γίνεται σαφές γιατί ο Coxon είναι από τους μεγαλύτερους κιθαρίστες της γενιάς του καθώς καταφέρνει, χωρίς να υπερκαλύπτει τα πάντα, να γεννήσει ατμόσφαιρες καταλυτικές ώστε να αναδειχθούν τα κομμάτια. Βέβαια, ο ίδιος πρόσφατα δήλωσε πως “καμιά φορά ένα riff δεν φτάνει για να γίνει η δουλειά”, όμως, προσωπικά, θα ήθελα λίγα (ή και πολλά) περισσότερα riffs στο δίσκο. Αντίθετα, τα πλήκτρα του Albarn και του James Ford ο οποίος έκανε την παραγωγή, και τα ορχηστρικά μέρη, κυριαρχούν εδώ και, σε μεγάλο βαθμό, καθορίζουν το τελικό αποτέλεσμα.

Ποιο είναι αυτό όμως; Αν το δούμε ρεαλιστικά, το "The Ballad of Darren" είναι ένας δίσκος στον οποίο κανείς μπορεί να ανακαλύψει πολλές αρετές, εφόσον καταφέρει να μην τον πάρει ο ύπνος κάπου στα μισά της διαδρομής. Βλέπετε, λίγο η απουσία νεύρου, λίγο οι συγκρατημένες ενορχηστρώσεις, λίγο η έλλειψη κορυφώσεων, όλα αυτά τελικά καταλήγουν να κάνουν τον δίσκο να ακούγεται ελαφρώς χλιαρός. Και ίσως αυτό να μπορούσε να είχε αντισταθμιστεί αν αντικαθιστούσαν την ενέργεια που τους λείπει με ενορχηστρωτικούς πειραματισμούς ή ηχητικές καινοτομίες. Αντίθετα, οι Blur συχνά ακούγονται λίγο κουρασμένοι ή, πιο σωστά, υπερβολικά σίγουροι πως βαδίζουν στη σωστή κατεύθυνση. Έτσι, καταλήγουν να μην αμφισβητούν και να μην προκαλούν ούτε για λίγο τους εαυτούς τους προκειμένου να ακουστούν πιο ενδιαφέροντες, να μας εκπλήξουν, και να αποδείξουν πως είναι ένα συγκρότημα που συνεχίζει να ανοίγει δρόμους.

Από την άλλη βέβαια, θα ήταν τεράστια αδικία να υποστηρίξει κανείς, πόσο μάλλον εγώ που είμαι βαμμένος Albarn-ικός / Blur-ικός, πως πρόκειται για έναν κακό ή μέτριο δίσκο. Για την ακρίβεια, παρόλο που δεν είναι όλα εξίσου αξιομνημόνευτα, δεν υπάρχει ούτε ένα τραγούδι στο οποίο δεν βρίσκω αρετές. Όταν όμως είσαι οι Blur δυστυχώς δεν μπορείς να κρίνεσαι όπως όλοι οι άλλοι αφού μέσα από τη δουλειά σου έχει θέση τον πήχη τόσο ψηλά που, καλώς ή κακώς, με βάση αυτόν θα κριθείς.

Το "The Ballad of Darren" λοιπόν είναι ένας πανέμορφος, και με εντυπωσιακά καλογυαλισμένη παραγωγή, δίσκος που απέχει τρομαχτικά από το μέσο όρο των κυκλοφοριών αντίστοιχων συγκροτημάτων της γενιάς τους, αφού οι Blur συνεχίζουν να γράφουν απολαυστικά τραγούδια που μιλάνε κατευθείαν στην καρδιά του ακροατή και αποδεικνύουν ξανά πόσο σπουδαίο συγκρότημα είναι. Όμως, για πρώτη φορά στην καριέρα τους, στο "The Ballad of Darren", οι Blur, κοιτώντας τη θέα από την κορυφή του κόσμου, ακούγονται εφησυχασμένοι. Και αυτό δεν νομίζω πως έχει να κάνει τόσο με την ηλικία τους, όσο με το ότι, καλώς ή κακώς, η εποχή ίσως τελικά να κατάφερε να προσπεράσει μέχρι και αυτούς. Αυτό βέβαια, προς το παρόν, παραμένει μια υπόθεση. Το μέλλον θα δείξει τελικά ποια θα είναι η πορεία τους στο μέλλον (εφόσον φυσικά συνεχίσουν να υφίστανται). Προς το παρόν, και μόνο η κυκλοφορία του ένατου δίσκου τους αποτελεί έναν καλό λόγο για να είμαστε πάρα πολύ χαρούμενοι.

  • SHARE
  • TWEET