Angel Witch

Angel Of Light

Metal Blade (2019)
Από τον Σπύρο Κούκα, 31/10/2019
Δείχνει σε πολλές νεότερες και θεωρητικά «φτασμένες» μπάντες του χώρου, πώς οφείλει να ακούγεται το σωστό, ποιοτικό heavy metal
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Το έργο της επιστροφής πάλαι ποτέ κραταιών ονομάτων στη δισκογραφία μετά από δεκαετίες απουσίας το έχουμε δει πολλάκις τα τελευταία χρόνια, με πολλούς μουσικούς ήρωες μιας άλλης εποχής να επιστρέφουν με στόχο μια δεύτερη ευκαιρία. Συνήθως, δε, τα αποτελέσματα αυτής της επαναδραστηριοποίησης είναι αμφιλεγόμενα, δίχως να καταφέρνουν να πλησιάσουν έστω τα standards που οι ίδιοι οι καλλιτέχνες είχαν θέσει με τις παλιότερες δουλειές τους. Για όλα, όμως, υπάρχουν οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, με τους θρυλικούς Angel Witch να αποτελούν περίτρανα μία από αυτές, επανακάμπτοντας δισκογραφικά στις αρχές τις τρέχουσας δεκαετίας με το τρομερό "As Above, So Below", το οποίο κυκλοφόρησε ούτε λίγο-ούτε πολύ, 26 ολόκληρα χρόνια μετά το “Frontal Assault” του 1986.

Από τότε κι έπειτα, η μπάντα είναι ενεργή όσο ποτέ άλλοτε, αρπάζοντας την ευκαιρία από τα μαλλιά και συντηρώντας τον μύθο που είχε χτίσει στις αρχές των ‘80s, κυρίως χάρη στο μνημειώδες ντεμπούτο άλμπουμ της, πάντοτε γύρω από τον Kevin Heybourne και με μια - σχετική - σταθερότητα πια στο line-up της (καθώς ο μπασίστας Will Palmer έχει καταφέρει να παραμείνει ως άμεσος συνεργάτης του mainman των Angel Witch για πάνω από μια δεκαετία). Με το παράδειγμα, μάλιστα, των Satan να προσφέρει απολαυστικά συνθετικά δείγματα μέχρι και πολύ πρόσφατα και αναγεννημένα σχήματα του NWOBHM παρελθόντος όπως οι Trespass, οι Tygers Of Pan Tang και, φυσικά, οι Diamond Head να συνεχίζουν ακάθεκτα να δισκογραφούν με πραγματικά αξιόλογα αποτελέσματα, ήταν σχεδόν δεδομένο πως θα απολαμβάναμε και δεύτερη δισκογραφική δουλειά εντός των ‘10s από τους Angel Witch - όπως και τελικά συμβαίνει.

Περνώντας στα όσα αφορούν άμεσα το "Angel Of Light", ο πέμπτος δίσκος των Λονδρέζων heavy metallers (με εξώφυλλο από τον - γνωστό για τις συνεργασίες του με τους Eternal Champion, τους Idle Hands και τους Pagan Altar, μεταξύ άλλων - Adam Burke) τιμά και με το παραπάνω το ιστορικό όνομα που φέρει, κρύβοντας μέσα του την πεμπτουσία του ήχου τους σε νέες, αλλά και παλιότερες, αναθεωρημένες συνθέσεις. Με αρκετές ιδέες να προέρχονται από το χρονοντούλαπο των '80s εμπνεύσεων του Heybourne, είτε τμηματικά σε τραγούδια που πρωτοπαρουσιάζονται στο νέο άλμπουμ, είτε σε ό,τι έχει να κάνει με αυτούσιες συνθέσεις από εκείνη την περίοδο (όπως το Sabbath-ικό "The Night Is Calling", το οποίο είχε μάλιστα διασκευαστεί και από τους Nemesis - την προ Candlemass μπάντα του Leif Edling - αλλά και το "Don’t Turn Your Back"), δεν είναι να απορεί κανείς με την ευθεία σύνδεση του τωρινού ήχου της μπάντας με εκείνον από το ένδοξο '80s παρελθόν της.

Αναμενόμενα, λοιπόν, το υλικό του άλμπουμ υποστηρίζει απόλυτα τον λεγόμενο «Angel Witch ήχο», τόσο υφολογικά, όσο και ποιοτικά. Σκοτεινό όσο επιβάλλεται και με τα χαρακτηριστικά φωνητικά του Heybourne αναλλοίωτα από το πέρασμα του χρόνου, το νεό πόνημα της μπάντας βασίζεται στις - ακόμη μια φορά φανταστικές - κιθάρες του Βρετανού κιθαρίστα για να εντυπωσιάσει, γεγονός που έγινε αντιληπτό ήδη από το πρώτο single, το ανανεωμένο "Don’t Turn Your Back". Μεγάλο πλεονέκτημα, συγχρόνως, προσδίδουν στο δίσκο και τα αποτελέσματα της παραγωγής, της μίξης και του mastering του υλικού, αφού ο ήχος που επιτυγχάνεται είναι δυνατός και ισορροπημένος, έχοντας ομοιότητες σε χαρακτηριστικά με τα όσα ακούσαμε και στο τελευταίο άλμπουμ των Wytch Hazel (λογικό, βέβαια, μιας και οι James Atkinson και Terry Walker συνεργάστηκαν για τους ίδιους τομείς και σε εκείνο).

Η επιρροή των Black Sabbath, η οποία είναι δεδομένη από τις πρώτες κιόλας μέρες της μπάντας, κάνει την εμφάνισή της έντονη κι εδώ, τόσο στο προαναφερθέν "The Night Is Calling" (το οποίο ομοιάζει σε δομές με το ομότιτλο κομμάτι από το ομώνυμο ντεμπούτο των Black Sabbath), όσο και στο κλείσιμο του πιο straightforward "We Are Damned", με ένα βαρύ κι ασήκωτο doomy riff να κάνει αισθητή την παρουσία του. Ταυτόχρονα, τραγούδια όπως το "Window Of Despair" και το καταληκτικό ομότιτλο βγάζουν πυκνό σκοτάδι που συναντάται πλέον κυρίως στους πιο extreme metal απογόνους της μπάντας, με την έτσι κι αλλιώς συγκεκριμένων δυνατοτήτων και σταθερά μινόρε φωνητική απόδοση του Heybourne να λειτουργεί υπέρ αυτού του αισθήματος μαυρίλας και καταδίκης που κατακλύζει το υλικό.

Θα τολμήσω να συγκρίνω ευθέως το "Angel Of Light" με τον δίσκο που διαδέχεται στην Angel Witch δισκογραφία, θεωρώντας πως είναι ελαφρώς πιο συνεκτικό, συμπαγές και, τελικά, καλύτερο από το "As Above, So Below" (έστω κι αν απουσιάζει κομμάτι του επιπέδου του "Dead Sea Scrolls") αν και λίγη σημασία έχει αυτό ως προς τις τελικές εντυπώσεις που κάθε νέα ακρόαση του αφήνει. Έτσι, το νέο άλμπουμ των Angel Witch δεν αποτελεί απλώς μια αφορμή για εμάς να θυμηθούμε την ύπαρξη τους και τα τρομερά παρελθοντικά τους πεπραγμένα και για τους ίδιους να βγουν ξανά στο δρόμο (περνώντας και από τα μέρη μας τον ερχόμενο Δεκέμβριο), αλλά δείχνει σε πολλές νεότερες και θεωρητικά «φτασμένες» μπάντες του χώρου, πως οφείλει να ακούγεται το σωστό, ποιοτικό heavy metal. Και μόνο για το γεγονός, λοιπόν, πως η μπάντα πρώτα η ίδια τιμάει το όνομα και την ιστορία της, με την τωρινή της υπόσταση και κάθε νέα της κυκλοφορία, αξίζει απλόχερα το χρόνο και, κυρίως, το σεβασμό μας.

  • SHARE
  • TWEET