Release Athens: Judas Priest, Bruce Dickinson, Accept, Saturday Night Satan @ Πλατεία Νερού, 21/07/24

Μetal gods Judas Priest, συγκλονιστικός Μέγας Bruce Dickinson, θρυλικοί Accept

Η προτελευταία ημέρα του φετινού Release Athens αναμένονταν με υψηλές προσδοκίες από το διψασμένο κοινό του κλασικού heavy metal. Και βεβαίως, δεν αποτέλεσε έκπληξη ότι οι υψηλές αυτές προσδοκίες καλύφθηκαν στο έπακρο. Οι Accept, o Bruce Dickinson και οι Judas Priest, παρά τις αντικειμενικά δύσκολες συνθήκες, προσέφεραν μια μεγάλη heavy metal βραδιά για να μαθαίνουν οι παλιοί και να θυμούνται οι νέοι. Οι παλιοί να μαθαίνουν ότι δεν αρκούν μόνο 30, 40 ή 50 χρόνια δραστηριοποίησης από μόνα τους για να φτάσεις στο πάνθεο αυτών των ονομάτων, διότι απαιτούνται πολύ περισσότερα που τα διαθέτουν πολύ λιγότεροι. Κι οι νέοι να θυμούνται αφενός αυτή τη βραδιά ως μέτρο σύγκρισης για το μέλλον, και αφετέρου ότι σε όσα παρακλάδια και να ανοιχτεί η metal μουσική, ο μύθος της γιγαντώθηκε από αυτούς εδώ τους τύπους και το κλασικό τους heavy metal. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. [Χ.Κ.]

Το λιοπύρι δεν πτόησε τον κόσμο να βρεθεί από νωρίς στο συναυλιακό χώρο της Πλατείας Νερού, με τους Saturday Night Satan να έχουν το πολύ δύσκολο έργο - λόγω συνθηκών και ονομάτων που θα ακολουθούσαν - του opener. Παρόλα αυτά, οι πομπώδεις proto metallers επιτέλεσαν ιδανικά το ρόλο τους, ζεσταίνοντας (pun intended) το συρρέον κοινό. Με ογκώδεις καθαριστικές ομοβροντίες και τα ευαίσθητα φωνητικά της Κατερίνας σε πρώτο πλάνο, οι μουσικές τους θύμισαν τους αγαπημένους Blood Ceremony και Lucifer και δεν επηρεάστηκαν ούτε από τις οποίες μεταπτώσεις ήχου. Τα τραγούδια του ντεμπούτου τους αποδόθηκαν ακόμη πιο έντονα και παθιασμένα, δίνοντας δίκιο στο φίλο Γιώργο Ζαρκαδούλα για τα προ μηνών σχόλια του, ενώ το κλείσιμο με το "Devil In Disguise" υπήρξε ιδεατό. Τους ξαναβλέπουμε άνετα αύριο κιόλας. [Σ.Κ.]

Όταν οι Accept ξεκίνησαν το δικό τους σετ, η προσέλευση του κοινού ήταν τέτοια που θαρρείς πως παρακολουθούσαμε ήδη το headline act, ενώ αρκετός κόσμος είχε σχηματίσει ουρές στις εισόδους, οι οποίες βέβαια προχωρούσαν αρκετά γρήγορα. Υπό αυτές τις συνθήκες και τις ακτίνες του ηλίου να πέφτουν κατευθείαν στα πρόσωπα των μουσικών, ήταν μάλλον εύλογη επιλογή να τοποθετηθούν σταν αρχή τρία κομμάτια από το σχεδόν τριών μηνών "Humanoid", με την παρεμβολή του ανυπέρβλητου "Restless Αnd Wild". Από εκείνο το σημείο και έπειτα είχαμε σχεδόν μόνο επιτυχίες από την εξάδα, με δυνατό sing along και ενεργό συμμετοχή από τους Έλληνες λάτρεις του κλασικού heavy metal, πιθανότατα στην πιο ολοκληρωμένη εμφάνιση τρίτου σε θέση billing σχήματος στο φετινού Release Athens, λαμβάνοντας υπόψιν όλες τις παραμέτρους.

Με μπροστάρη τον απίθανο μέγα μάγιστρο της εξάχορδης Wolf Hoffmann, τον τραγουδιστή Mark Tornillo σε απόλυτα ικανοποιητική φόρμα για την ηλικία του, τον τρομερό Christopher Williams πίσω από τα τύμπανα να οδηγεί το θωρηκτό και συνολικά αρκετά καλό ήχο, οι Accept δεν δυσκολέυτηκαν να παρασύρουν μεγάλο μέρος της Πλατείας Νερού με το τευτονικό heavy metal τους σε μεγάλα sing along, καταρχάς κατά την διάρκεια των ύμνων "Princess Of The Dawn" και "Metal Heart". Από το μεγάλο άλμπουμ επιστροφής "Blood Of The Nations", το hit "Teutonic Terror" με την μπασαδούρα του Martin Motnik ήταν απλά αλάνθαστο, ενώ το "Pandemic" έβγαλε όλη τη μαγκιά του, καταρχάς με την ριφάρα και στο τελειώμα με τους Hoffmann, Uwe Lulis και Joel Hoekstra να εναλλάσσονται στα solo.

Κατά τα λοιπά, το θρυλικό "Fast As A Shark" περιελάμβανε την magic moment της εμφάνισης, με τους προαναφερθέντες τρεις κιθαρίστες να παρατάσσονται στο stand alone lead, και στο φινάλε, το σαρωτικό "Balls To The Wall", με την προσθήκη του Andy Sneap, κιθαρίστα των Judas Priest και σταθερού παραγωγού των Accept τα τελευταία 15 χρόνια, τιμήθηκε δεόντως με το τελευταίο μεγάλο sing along. Εν τέλει, κρατάμε αυτά που λίγο πολύ γνωρίζαμε και περιμέναμε. Οι Accept έχουν το ρεπερτόριο και τη στόφα να σταθούν πολύ άνετα σε μεγάλα φεστιβάλ και ήταν όπως πάντα απολαυστικοί, με τον αειθαλή Wolf Hoffmann να αποδεικνύει για μία ακόμη φορά γιατί θα πρέπει να θεωρείται ένας από τους καλύτερους κιθαρίστες στην ιστορία του heavy metal. Μετά το 45λεπτο change over, θα ήταν η σειρά του κορυφαίου ερμηνευτή και frontman Bruce Dickinson να βουλώσει στόματα, με έναν από τους καλύτερους ήχους που έχουμε ακούσει στα χρόνια του Release Athens και στα χρονικά των φεστιβάλ στην Ελλάδα. [Θ.Ξ.]

SETLIST

The Reckoning
Humanoid
Restless And Wild
Straight Up Jack
Princess Of The Dawn
Metal Heart
Teutonic Terror
Fast As A Shark
Pandemic
Balls To The Wall

...Πριν πάμε στον – ομολογουμένως – καταπληκτικό ήχο που είχε ο Bruce Dickinson, να πάρουμε τα πράγματα και να τα βάλουμε σε μια σειρά γιατί η εναλλακτική επιλογή είναι το κείμενο να αποτελέσει μια ασύνδετη σειρά λόγων αποθέωσης για να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι ο Dickinson είναι ο σπουδαιότερος ερμηνευτής κι ο μεγαλύτερος frontman της heavy metal μουσικής...

...Αλλά δεν θα το πω, κυρίως σεβόμενος τον έτερο μεγάλο που θα ακολουθούσε πιο μετά. Θα αρκεστώ μόνο στο να πω ότι ο Bruce ήταν πάντα ο αγαπημένος μου metal τραγουδιστής (και δεν νομίζω εδώ που φτάσαμε να αλλάξει αυτό) και μια πανέξυπνη προσωπικότητα που συχνά ξεπερνούσε τα στεγανά της μουσικής που εκπροσωπεί. Τα δε γνωστά σκηνικά από την τελευταία του επίσκεψη με τους Iron Maiden, από ένα σημείο και μετά μου φαίνονται ότι συνεχίζονται να αναπαράγονται για λαϊκή κατανάλωση, χωρίς ουσία.

Αυτή, λοιπόν, ήταν η πρώτη σόλο εμφάνιση του Bruce Dickinson στην χώρα μετά ακριβώς 22 χρόνια, καθώς ήταν 21/7/2002 όταν είχε εμφανιστεί στον Λυκαβηττό, παίζοντας τότε ελάχιστα τραγούδια από το "Accident Of Birth" και το "The Chemical Wedding". Δηλαδή, από τους δυο κυριότερους λόγους για τους οποίους θα έπρεπε να κρατάει πάντα ενεργή την προσωπική του μπάντα, παράλληλα με τις υποχρεώσεις των Iron Maiden. Πως και γιατί κατάφερε να καθηλώσει και να παρασύρει όλη την Πλατεία Νερού, ο Bruce συνοδευόμενος από την ολόφρεσκια μπάντα του;

Λόγος πρώτος - Η φωνή: Ας ξεκινήσουμε με το γεγονός ότι στα 66 του χρόνια και παρά τον καρκίνο που αντιμετώπισε στον λαιμό, ο Dickinson διατηρεί τη φωνή του σε τέλεια φόρμα. Δεν υπάρχουν εκπτώσεις, δεν υπάρχουν δικαιολογίες, δεν υπάρχουν «ναι μεν, αλλά...». Τα τραγούδια του τα ερμηνεύει υπέροχα όλα και αυτός είναι ο πρώτος και σημαντικότερος παράγοντας, που σε συνδυασμό με το ότι δείχνει σε ιδανική φυσική κατάσταση και είναι αεικίνητος πάνω στη σκηνή, σε κάνει να τον θαυμάζεις.

Λόγος δεύτερος - Τα τραγούδια: Όταν έχεις στο ρεπερτόριό σου άλμπουμ όπως το "Accident Of Birth" και το "Chemical Wedding", αλλά και το "Balls To Picasso" θα προσθέσω δεν έχεις να φοβηθείς πολλά. Εν αρχή το ρεπερτόριο, όπως λέμε συχνά. Με τραγούδια όπως το "Tears Of The Dragon", το "Book Of Thel", το "Alchemist", το "Darkside Of Aquarius", το "Road To Hell" και τα ομότιτλα από τα δυο μεγάλα άλμπουμ (μην τα επαναλάβω) και τα αποδίδεις καλά, δεν υπάρχει περίπτωση να μην κερδίσεις το κοινό.

Λόγος τρίτος - Ο ήχος και η μπάντα: Όπως αναφέρει κι ο Θ.Ξ. είναι από τις σπάνιες φορές που σε φεστιβάλ και δη σε μη headline όνομα ακούμε τόσο καλό ήχο, που ξεχωρίζουμε τα πάντα και αυτό είναι κάτι που θα έπρεπε να θεωρούμε δεδομένο, αλλά δεν είναι. Επίσης, να αποδοθούν τα δέοντα στην μπάντα που ήταν δεμένη και απέδωσε καρφί τα μέρη των τραγουδιών, όπως θα έπρεπε. Όσο κι αν για λόγους νοσταλγίας θα ήθελα να δω τη σόλο μπάντα του Bruce κάποια στιγμή μαζί με Roy Z, Adrian Smith, David Ingraham και Eddie Casillas, η μπάντα που έχει ήταν παραπάνω από αξιοπρεπέστατη, ενώ το χαμόγελο της Tanya O'Callaghan φώτιζε ολόκληρη την Πλατεία Νερού.

Λόγος τέταρτος - Η νοσταλγία: Αυτός ο λόγος έχει μάλλον εφαρμογή σε συνομήλικούς μου, γύρω (ή λίγο πάνω) από τα 40. Που για την εφηβεία μας, τα δυο εκείνα άλμπουμ – ναι, πάλι για το "Accident Of Birth" και το "The Chemical Wedding" λέω - ήταν τόσο καθοριστικά και σημαντικά για να αγαπήσουμε τόσο και χωρίς επιστροφή το heavy metal. Σε σημείο που 25 και πλέον χρόνια μετά θυμόμαστε τους στίχους, τα solo και τίποτα δεν μπορεί να βγάλει από μέσα μας την πεποίθηση ότι στέκονται δίπλα σε άλμπουμ που θεωρούνται από το ευρύτερο κοινό ως κλασικά. Αυτός ο λόγος δεν θα είχε καμία αξία αν δεν υπήρχαν όλα τα παραπάνω, αλλά για κάποιους εξ ημών ήταν το στοιχείο που ανέβασε τα πάντα ένα ακόμα επίπεδο.

Μπορούμε να συζητάμε για ώρες για όλα τα υπόλοιπα. Για το πάντα αδάμαστο πνεύμα του Bruce, που όμως έμοιαζε να είναι λίγο πιο προσεκτικός αυτή τη φορά, ή για το κλείσιμο με το teaser του "Alexander The Great" στο τέλος, που περιέργως δεν βρήκε και τόση ανταπόκριση από το κοινό, όση θα περίμενε κανείς. Από όποια πλευρά και να το πιάσουμε, αυτή ήταν μια συγκλονιστική εμφάνιση από τον Dickinson που το μόνο που μου έλειψε είναι ότι θα ήθελα ακόμα περισσότερο. Μια εμφάνιση που μας έκανε να συζητάμε πως θα γίνει να δούμε τον Bruce Dickinson σε ένα club show, να το ζήσουμε ξανά κι ακόμα περισσότερο όλο αυτό...

SETLIST

Accident Of Birth
Abduction
Laughing In The Hiding Bush
Afterglow Of Ragnarok
Tears Of The Dragon
Chemical Wedding
Resurrection Men
Rain On The Graves
Book Of Thel
The Alchemist
Darkside Of Aquarius
Road To Hell

Πέντε λεπτά πριν την προκαθορισμένη ώρα έναρξης, το "War Pigs" τσίτωσε άπαντες παρευρισκομένους, καθώς αρχίσαμε να μετράμε αντίστροφα για την έναρξη των Judas Priest. Το "Panic Attack" αποδείχθηκε κατάλληλο για έναρξη, σε αντιστοιχία με το εξαιρετικό φετινό "Invincible Shield", για να ακολουθήσει νωρίς νωρίς μια τριπλέτα ύμνων, με πρώτο μεγάλο highlight το θρυλικό "Breaking The Law". Το εξαιρετικά επιτυχημένο, ειδικά στην Αμερική, "Screaming For Vengeance" που πριν λίγς ημέρες είχε γενέθλια, τιμήθηκε ακόμη, όχι μόνο με το "Devil's Child", αλλά και με το "Riding On The Wind", στερώντας μας μάλλον το "Love Bites" ή το "Saints Ιn Hell". Το μεγάλο, σε διάρκεια και αξία, "Sinner" έδωσε τη θέση του στο υπέροχο και φρέσκο "Crown Of Horns", ενώ το "Turbo Lover" που φαίνεται επιτέλους να καταξιώνεται στην συνείδηση των οπαδών διαδέχθηκε το ομότιτλο του νέου άλμπουμ "Invincible Shield", ολοκληρώνοντας τον κύκλο εκπροσώπησης του νέου άλμπουμ.

Η συνέχεια μέχρι και το τέλος είχε μόνο επιτυχίες, αρχής γενομένης με το "Victim Of Changes", το οποίο κάποτε λανσάρονταν ως το καλύτερο τραγούδι στην ιστορία του heavy metal. Όσο για το "The Green Manalishi", είναι απλά τόσο γαμάτο που θα μας ευχαριστεί πάντοτε. Το άτυπο κλείσιμο του main set ήρθε με ένα μανιασμένο "Painkiller", το οποίο προλογήθηκε από τον Phil Rudd του δίκασου και του heavy metal, Scott Travis, μακράν μακροβιότερου ντράμερ των Priest που οδηγεί ακάματος με παροιμιώδη επιτυχία το τανκ εδώ και δεκαετίες. Το εμληματικό "The Hellion" από τα ηχεία έδωσε τη θέση του στο τρομερό "Electric Eye", το ακαταμάχητο "Hell Bent For Leather" υπενθύμισε στον περιορισμένο χρόνο του όλες τις μεταλικές αρετές των Priest και μέσα σε εορταστικό κλίμα, το "Living After Midnight" έγραψε με τον καλύτερο τρόπο τον επίλογο μιας ιστορικής ημέρας.

Ιστορικής ημέρας τουλάχιστον για το φετινό Release Athens, καθώς μάλλον είχαμε το ρεκόρ της υψηλότερης προσέλευσης για το 2024. Ιστορικής ημέρας και για το κλασικό heavy metal στην χώρα μας σε συανυλιακό επίπεδο, καθώς ανάλογου μεγέθους συγκυρίες είναι σπάνιες. Η ιστορική αυτή ημέρα λοιπόν, σχετίζεται άμεσα με την προ διετίας εμφάνιση των Judas Priest στον ίδιο χώρο και το ίδιο φεστιβάλ. Τότε, η απόδοση των Priest και το συνολικό κλίμα, δύο ημέρες μετά την μεγάλη συναυλία των Iron Maiden στο Ολυμπιακό Στάδιο έθεσαν την ομάδα του Rob Halford πολύ ψηλά στην συνείδηση του κοινού. Με βασικό όπλο το ρεπερτόριο και ειλικρινή στάση απένταντι στο κοινό, οι Priest κέρδισαν τότε σχεδόν αυτοδικαίως την μελλοντική επιστροφή τους στην χώρα μας. Και για μία ακόμη φορα, δεν ήταν δυνατόν να λαθέψουν ή να απογοητεύσουν, όπως άλλωστε δεν έχει συμβεί πότέ.

Αυτή το φορά το setlist ήταν αρκετά διαφορετικό και μάλλον κατώτερο από την προηγούμενη, ο Halford δεν προσπάθησε ούτε τώρα να κρυφτεί, αποδίδοντας στο μέτρο του δυνατού με όλες του τις δυνάμεις και ο ήχος κυμάνθηκε ξανά σε πολύ καλά επιπεδα, οπότε υπό αυτές τις συνθήκες, ήταν δεδομένο ότι ο κόσμος που κατέκλυσε την Πλατεία Νερού ικανοποιήθηκε στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Συνολικά, την διαφορά έκανε το billing, με τους Accept και Bruce Dickinson να αποτελούν επιλέον πόλο έλξης, ανεβάζοντας κατά πολύ την προσέλευση σε ένα συναυλιακό καλοκαίρι που οι λάτρεις του κλασικού heavy metal δεν είχαν πολλές επιλογές.

Για να επιστρέψουμε στα των headliners, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Ian Hill, σταθερός για περισσότερο από μισό αιώνα με παρουσία σε όλα τα άλμπουμ από το ντεμπούτο του 1974 μέχρι και φέτος, παραμένει ο βράχος που έχουμε αγαπήσει. Ούτε ήταν δύσκολο για τον Andy Sneap, με την εμπειρία που κουβαλά, να καλύψει την θέση του δεύτερου κιθαρίστα, ξεκουράζοντας με κάποια solo σε σημεία τον Richie Faulkner. Ο Richie Faulkner οποίος ήταν μεγάλος πρωταγωνιστής, κερδίζοντας με το σπαθί του το δικαίωμα να στέκεται δίπλα στον Halford. Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή δεν μας είχε γεμίσει το μάτι. Πλέον, με τον πορεία που έχει διαγράψει, έχει καταφέρει να μπει στην καρδιές των οπαδών. Πέτυχε να καλύψει σχεδόν μόνος του το κορυφαίο κιθαριστικό δίδυμο των Tipton/Downing, ξεπέρασε ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα υγείας και για μία ακόμη φορά έβγαλε μάτια με την τρομερή απόδοσή του.

Τί μας μένει λοιπόν; Κυριότερα το γεγονός ότι μεγάλο μέρος από την ιστορία του heavy metal ζωντάνεψε επί σκηνής, σε τρεις σπουδαίες πράξεις, με τρόπο που αποδείχθηκε ξεχωριστός. Και δευτερευόντως, η συνειδητοποίηση ότι το κοινό του κλασικού σκληρού ήχου, ανταποκρινόμενο στο κάλεσμα, δικαούται να απαιτήσει περισσότερες αντοίστοιχες ημέρες στο μέλλον. Για φέτος, τουλάχιστον όσον αφορά την Πλατείου Νερού, απομένει μία ακόμη στροφή, αφιερωμένη στους οπαδούς του ακραίου metal, με τους Behemoth, τους Testament και τους Pestilence. Για το καλοκαίρι του 2025, δεν μπορούμε παρά να ευχηθούμε για ημέρες όπως η χθεσινή. [Θ.Ξ.]

Φωτογραφίες: Γιώργος Κρίκος

SETLIST

Panic Attack
You've Got Another Thing Comin'
Rapid Fire
Breaking The Law
Riding On The Wind
Devil's Child
Sinner
Crown Of Horns
Turbo Lover
Invincible Shield
Victim Of Changes
The Green Manalishi (With the Two Prong Crown) (διασκευή Fleetwood Mac)
Painkiller
Electric Eye
Hell Bent For Leather
Living After Midnight

  • SHARE
  • TWEET