Up The Hammers III: Omen, Memory Garden, Dark Quarterer, Sentinel Beast, Airged Lamh, Hathendom, Dantesco @ AN Club, 11/04/08

15/04/2008 @ 05:58
Up The Hammers. Ένα festival που πάει να γίνει θεσμός. Ένα festival που στις καρδιές των απανταχού Ελλήνων true μεταλλάδων αποτελεί τον επίγειο μουσικό παράδεισο. Ένα festival που ξεκίνησε ως ιδέα από την υπέρμετρη αγάπη ενός εκ των ανθρώπων που θέλουν να ακούν την καλή και αγνή πλευρά του heavy metal, χωρίς προσμίξεις και ηχητικές αηδίες. Ένα festival χάρη στο οποίο έχουμε δει κάποια από τα μεγαλύτερα ονόματα που βρίσκονται στο προσκήνιο για πάνω από 20 χρόνια, θέτοντας ένα μέρος των θεμελίων του power και epic ήχου, αλλά και κάποια άλλα που, έχοντας επηρεαστεί από αυτά, προσπαθούν να μεταλαμπαδεύσουν τα τελευταία χρόνια το αγνό συναίσθημα που ίσχυε κάποτε.

Φέτος έχει φτάσει αισίως στο τρίτο μέρος του. Έτσι, η συναυλία έγινε σε μεγαλύτερο χώρο, με την προσδοκία επιτέλους το κοινό να το αγκαλιάσει, κάτι που όντως έγινε. Ευτυχώς η προσέλευση του κόσμου ήταν μεγάλη, κάτι που πραγματικά ήταν πολύ χαρμόσυνο, αφού -δυστυχώς- σπάνια γεμίζουν οι χώροι σε τέτοιου είδους ζωντανές εμφανίσεις. Ούτε το βράδυ της Παρασκευής ο χώρος γέμισε ασφυκτικά, αλλά συγκρινόμενος με τα άλλα δυο Up The Hammers, τα οποία ο κόσμος δεν αγκάλιασε όσο έπρεπε, το να βλέπεις το An Club κατά τα τρία τέταρτα γεμάτο, ε... είναι κάτι.

Η ώρα έναρξης ήταν λίγο αργότερα από την προκαθορισμένη και έτσι ο σχετικά λίγος κόσμος που ήταν εντός του club ανυπομονούσε να δει το νέο αίμα του metal. Στη σκηνή ανέβηκαν πρώτοι οι Hathendom, μια μπάντα την οποία παρότι έβλεπα για πρώτη φορά, πραγματικά μου άφησε πολύ καλές εντυπώσεις. Στα περίπου 40 λεπτά που έπαιξαν, οι αμιγώς heavy / doom συνθέσεις τους, με αρκετές δόσεις επικού metal, ήταν σίγουρα ό,τι καλύτερο για την αρχή του festival. Άλλωστε η επιλογή του συγκροτήματος θεωρώ ότι δεν ήταν τυχαία. Ο κόσμος, παρά το ότι δεν ήταν αρκετός, έδειχνε να ευχαριστιόταν αυτό που έβλεπε. Κάποιοι που μάλλον τους είχαν ξανακούσει συμμετείχαν όπως νόμιζαν καλύτερα έτσι ώστε να εμψυχώσουν όσο γινόταν το group. Ο ήχος για opening act ήταν αρκετά καλός, βοηθώντας τους στο τελικό αποτέλεσμα. Οι Hathendom ήταν ίσως το καλύτερο ορεκτικό για τη μετέπειτα βραδιά. Θεωρώ ότι με αρκετή δουλειά και προσπάθεια το group θα πάει μπροστά. Μακάρι να συνεχίσουν έτσι και να πρεσβεύουν ένα είδος που στη χώρα μας χωλαίνει. Εγκατέλειψαν τη σκηνή καταχειροκροτούμενοι, κάτι που πραγματικά τους άξιζε. Ένα μεγάλο μπράβο.

Τη βραδιά συνέχισαν οι Airged Lamh, ένα από τα καλύτερα συγκροτήματα του χώρου κατά τη γνώμη μου. Παρά τα λίγα χρόνια τους στο χώρο, έχουν κάνει ένα αρκετά καλό ντόρο γύρω από το όνομα τους, φυσικά λόγω της πολύ καλής μουσικής που παίζουν. Εκτός αυτού, στις βαλίτσες τους είχαν και την προσφάτως κυκλοφορημένη καταπληκτική δεύτερη δουλειά τους, οπότε η καλή εμφάνιση ήταν αναμενόμενη. Δυστυχώς όμως δεν είχαν υπολογίσει τον παράγοντα ήχο. Από το πρώτο κομμάτι δε βοηθήθηκαν από τον ήχο, με αποτέλεσμα τα τραγούδια τους να ακούγονται αρκετά μουντά. Ειδικά οι δυο κιθάρες ανά στιγμές έβγαζαν μάλλον βαβούρα παρά μουσική. Έστω και έτσι, στα περίπου 40 και κάτι λεπτά που ήταν στη σκηνή έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν έτσι ώστε το epic metal, συνδυασμένο με αρκετά κλασσικά στοιχεία, στο οποίο αρέσκονται να παίζουν, να διασκεδάσει αλλά και να πωρώσει το κοινό. Ακούστηκαν τραγούδια και από τις δυο δουλειές τους, αλλά δυστυχώς σχεδόν όλη η εμφάνιση τους κύλησε κάπως έτσι, δυσαρεστώντας μάλλον τον κόσμο που είχε μεγάλες προσδοκίες από το συγκρότημα. Όσες φορές τους έχω δει είναι πραγματικά πολύ καλοί και είναι από τις μπάντες που έχουν σταθερή απόδοση. Τη συγκεκριμένη βραδιά όμως δεν τους βγήκε. Η διασκευή του "Battle Hymns" των Manowar στο τέλος πάντως ζέστανε κάπως τον κόσμο, αφού η εκτέλεση του κομματιού ήταν πολύ καλή. Εγκατέλειψαν την σκηνή καταχειροκροτούμενοι από όσους ήταν παρόντες. Σίγουρα τα παιδιά έχουν τρομερές δυνατότητες, τις οποίες έχουν δείξει. Ας ελπίσουμε ότι σύντομα θα πάρουν το αίμα τους πίσω και θα μας χαρίσουν βραδιές όπως αυτοί ξέρουν.

Τη σκυτάλη πήραν οι Αμερικανοί Sentinel Beast, ένα συγκρότημα που τουλάχιστον εμένα μου είχε κινήσει την περιέργεια για το ποιόν της εμφάνισης του όταν ανακοινώθηκε ότι θα είναι στο billing, αφού είναι πραγματικά αυτό που λέμε underground. Έχοντας κυκλοφορήσει μόνο ένα δίσκο, και μάλιστα το 1986, ήταν άγνωστο τι θα συναντούσε το ελληνικό κοινό. Στα περίπου 40 και κάτι λεπτά που έπαιξαν πραγματικά τίναξαν το μαγαζί στον αέρα! Οι speed / thrash συνθέσεις του πρώτου δίσκου τους διασκέδασαν τον κόσμο, ο οποίος όπως μπορούσε συμμετείχε στην εμφάνιση τους, κυρίως κάνοντας το γνωστό mosh pit, αλλά και τραγουδώντας τα κομμάτια τους. Τα περισσότερα μέλη της μπάντας ήταν νεαρής ηλικίας και έκαναν τα πάντα για να υπάρχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, δείχνοντας ότι όταν ένα group είναι σε φόρμα, πραγματικά μεγαλουργεί. Ακούστηκε και ένα κομμάτι από τη νέα τους -ακυκλοφόρητη ακόμα- δουλειά, το οποίο, όντας ηχητικά στα χνάρια του πρώτου δίσκου, έκανε τους οπαδούς να χαίρονται για αυτό που μάλλον θα ακολουθήσει studiακά. Η διασκευή του "Phantom Of The Opera" των Iron Maiden αποτέλεσε το μουσικό κερασάκι της εμφάνισης τους. Ευτυχώς, συγκρινόμενος με αυτόν των Airged Lamh, ο ήχος ήταν σκάλες πιο πάνω, βοηθώντας τους και κάνοντας τα κομμάτια να ηχούν σαν οδοστρωτήρας. Θεωρώ ότι το group θα ξαναέρθει γρήγορα στην επιφάνεια. Η εμφάνιση τους ήταν ισοπεδωτική. Κρίμα που δεν υπήρχε περισσότερος κόσμος να τους απολαύσει...


Τα αναλόγια (!) στήθηκαν, οι «ευγενείς» κύριοι ανέβηκαν στη σκηνή για το τελευταίο soundcheck και εμείς προσπαθώντας να μαζέψουμε τα κομμάτια μας από τον πανικό που προκάλεσαν οι Sentinel Beast, βρεθήκαμε λίγα λεπτά πριν τις εννέα και μισή, μάρτυρες του κυρίου Gianni Nepi και της παρέας του «επί το έργον». Σίγουρα δεν είναι και λίγα τα τριάντα και πλέον έτη για ένα τέτοιο όνομα του βεληνεκούς των Dark Quarterer κι έτσι, δικαιολογημένα, οι φίλοι της μπάντας παρακολουθούσαν με λεπτομέρεια τις κινήσεις των Nepi, Sozzi, Ninci και Longhi, που σαν έφηβοι έδειχναν να το διασκεδάζουν πραγματικά «εκεί πάνω». Heavy μελωδίες πλημμύρισαν την αίθουσα και τα αυτιά μας, επικεντρώνοντας την προσοχή του κόσμου στη μουσική αρτιότητα και την επιδεξιότητα τους. Οι νεότεροι αναρωτιόνταν ποιοι είχαν πάρει τη μουσική σκυτάλη και οι παλιοί απολάμβαναν στιγμές ανεπανάληπτου ηχητικού κάλλους από κυρίους που το κατέχουν το άθλημα. Ο ήχος είχε ήδη βελτιωθεί σε σύγκριση με αυτό που ακούγαμε στην αρχή του festival και συνέβαλε αισθητά στο να συγκεντρώσει το ενδιαφέρον, ειδημόνων και μη, στους Dark Quarterer.

Βέβαια, δεν ξέρω κατά πόσο ήταν ορθή η επιλογή τους για να τοποθετηθούν ακριβώς μετά τους thrashers Sentinel Beast, μιας και οι ίδιοι αντιπροσωπεύουν το χώρο του epic progressive metal ή ιταλικού αργόσυρτου heavy, αν προτιμάτε, αλλά μάλλον οι υπεύθυνοι ξέρουν καλύτερα. Στα αρνητικά προσθέστε την ομιχλώδη ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί εντός του An Club από τσιγάρα και ιδρώτα -όπως επίσης και την ατέρμονη ουρά σε μπαρ και τουαλέτες- κι έτσι λίγα λεπτά μετά την εμφάνισή τους, δυστυχώς, σπεύσαμε να αναδυθούμε στον προαύλιο χώρο (!) για μερικές ανάσες, γεγονός που μας στέρησε μια πολύ καλή οπτικοακουστική εμπειρία. Κάποιος θα θυσιαζόταν στο βωμό της απαραίτητης, εκείνη την στιγμή, ανάσας και ο κλήρος έπεσε στους Dark Quarterer. Δέκα και είκοσι πρώτα λεπτά έδειχνε το ρολόι όταν ακούστηκαν οι τελευταίες νότες τους, ο κόσμος έδειχνε ευχαριστημένος και προετοιμαζόταν να διαβεί πιο doom / heavy μονοπάτια, μιας και τη θέση των Slough Feg, που είχαν ανακοινωθεί καιρό τώρα, αναπλήρωσαν οι Σουηδοί Memory Garden.

Μέσα στα επόμενα είκοσι λεπτά (χρόνος που απαιτήθηκε για να γίνει η αλλαγή των γκρουπ και το στοιχειώδες soundcheck) η περιέργειά μου είχε φτάσει στο άκρον άωτον, καθώς παραμένουν μέχρι σήμερα μια από τις αγαπημένες μου μπάντες και ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να τους δω live, εκεί δηλαδή που κάθε συγκρότημα περνά από το τελικό τεστ, την ύστατη δοκιμασία.

Ο Stefan Berglund, εμφανώς τρακαρισμένος και αγχωμένος, προσπαθούσε να ξεσηκώσει το κοινό από τα πρώτα κιόλας λεπτά, αλλά μάταια. Μια παγωμάρα είχε κατακλύσει την αίθουσα, η οποία κυρίως οφειλόταν στις απεγνωσμένες αναπνοές του και το ατυχές ψεύδισμα, με αποτέλεσμα να μην καταλαβαίνουμε όλα όσα ήθελε να μας πει («ρε συ, τι λέει ο Tweety;» αναφώνησε ο διπλανός μου) και τις ατάκες πως ήμαστε το καλύτερο κοινό που έχει συναντήσει (ψέμα!). Σιγά σιγά πάντως άρχισαν να ξεπηδούν κάποιοι οπαδοί τους, λες και ξεφύτρωναν μέσα από τους τοίχους, για να πάρουν τη θέση στις πρώτες σειρές και να δώσουν κουράγιο για τη συνέχεια. Ίσως να μην ήταν και τόσο τραγικά τα πράγματα, όπως τα περιγράφω, δυστυχώς στα μάτια μου όμως οι Memory Garden στάθηκαν λίγοι σκηνικά κι αυτό μάλλον γιατί η σύγκριση με μεγαθήρια του είδους γίνεται αναπόφευκτη.

Σημειώστε την επιβλητική η παρουσία του κυρίου Simon Johansson (βλέπε Abstract Algebra, Steel Attack), που κυριάρχησε καθ' όλη τη διάρκεια της εμφάνισής τους, και πολύ εύκολα έφερνε στο νου εικόνες του συνδαιτυμόνα του, κύριου Perez (βλέπε Solitude Aeturnus), χωρίς αυτό να αποτελεί μειονέκτημα για εκείνον - άριστη τεχνική, όρεξη για live, τι άλλο να ζητήσει ο βασανισμένος ο οπαδός; "Warlord", "Inarticulo Mortis", "Autumn Anguish", "Revelation", "River Οf Sludge", καθώς και ένα καινούριο κομμάτι που ξεσήκωσε πραγματικά και τον πιο δύσπιστο (εμένα, και αυτό λόγω της «λίγης» εικόνας του Berglund), ήταν μερικές από τις στιγμές της Αποκάλυψης που έζησαν όσοι βρίσκονταν εκείνη την ώρα στον εσωτερικό χώρο του An Club.

Και ξαφνικά, η κορυφαία στιγμή της εμφάνισης των Memory Garden ήρθε με την έκκληση του frontman να τραγουδήσουμε το τελευταίο κομμάτι του show τους (και ένατο κατά σειρά) με όλη μας τη δύναμη και την ψυχή και το θαύμα εγένετο: το όνομα αυτού, "Well Οf Souls" και, ναι, δεν κάνετε λάθος: είναι ένα από τα λατρεμένα κομμάτια των πολυαγαπημένων Candlemass. Δεν ξέρω βέβαια αυτό κατά πόσο είναι ενθαρρυντικό για τους ίδιους, εμείς πάντως το λάβαμε σα μάννα εξ ουρανού και ανταποκριθήκαμε από τις πρώτες κιόλας νότες. Χαράς ευαγγέλια και πλήθος κόσμου έσπευσε να βρεθεί κοντά στην σκηνή για να συνεισφέρει τα μέγιστα! Η μπάντα το χάρηκε, εμείς το ίδιο και ακόμη περισσότερο, και το «κακό» πρόσφατο παρελθόν του Berglund σβήστηκε μέσα σε έξι λεπτά. Απίστευτο tempo, απερίγραπτος παλμός και ό,τι και να λέμε η εικόνα του Messiah βρέθηκε μεμιάς μέσα στο μυαλό όλων. Ο τραγουδιστής μεταμορφώθηκε σε εξαιρετικό performer / φωτογράφο / ανιματέρ (μακάρι να μπορούσα να πω πως στάθηκε στο ύψος του, όσοι ήσασταν εκεί, καταλαβαίνετε τι εννοώ) και ένα τέταρτο πριν τις δώδεκα μας αποχαιρέτησαν κατενθουσιασμένοι από αυτό που έζησαν εκείνη ακριβώς τη στιγμή κι έδειχναν να μην το πιστεύουν.

Θετικά κυρίως σχόλια ακούγονταν για αυτό που προηγήθηκε στην ασφυκτικά γεμάτη πλέον αίθουσα του An Club, μιας και η ώρα εμφάνισης των headliners είχε σημάνει και οι φίλοι τους έσπευσαν να πάρουν την καλύτερη δυνατή θέση για να χαρούν για ακόμη μια φορά το μεγαθήριο της δεκαετίας του '80, έναν από τους πατέρες του καλού power metal, τους βετεράνους Omen. Δίκαιη η επιλογή τους για πρώτο όνομα της πρώτης μέρας του Up the Hammers III και ήδη ο κύριος Powell είχε πάρει τη θέση του πάνω στη σκηνή για να τσεκάρει τις τελευταίες λεπτομέρειες στον ήχο, λίγα λεπτά πριν την έναρξη του set τους.

Και στις δώδεκα ακριβώς (!) ανέβηκε στη σκηνή όλη η γνωστή παρέα, Kenny Powell και Steve Wittig (κιθάρα, drums) από την original σύνθεση και Scott Clute στο μπάσο, με το κοινό να τους υποδέχεται με μεγάλη αγάπη για ακόμα μια φορά στη χώρα μας. Mαζί τους και ο Patrick (ναι, ο φίλος του SpongeBob - σε μπαλόνι) που έκανε την αιφνίδια εμφάνισή του μέσα στο pit του An Club (όνομα και πράγμα), όπου χτυπιόταν ανελέητα στη θάλασσα των ατελείωτων υψωμένων χεριών μας και τράβηξε τα βλέμματα του κόσμου αλλά και του κυρίου George Call, πρόσφατου αντικαταστάτη του Matt Storey (φωνητικά), ο οποίος δε χρειάστηκε να προσπαθήσει και πολύ για να ξεσηκώσει τον κόσμο.



"The Curse", "Dragon's Breath" οι δυο ύμνοι που χάρισαν στιγμές συγκίνησης ήδη με την έναρξη του live και κάπως έτσι πήγε και η συνέχεια, αν και τα προβλήματα στον ήχο επέστρεψαν και στέρησαν, όπως και πριν δυο χρόνια, τη μέγιστη ηχητική απόδοση της μπάντας. Σημειώστε επίσης "Don't Fear The Night", "Die By The Blade", "Death Rider" και "Battle Cry" μέσα στο set της μιας ώρας και κάτι, με μια άριστη performing εμφάνιση του κυρίου Storey και τα γνωστά πια Powellικά solos, όπου η αγάπη του ελληνικού κοινού εκδηλωνόταν ολοένα και περισσότερο και αποδείκνυε περίτρανα γιατί οι Omen παραμένουν έπειτα από τόσα χρόνια ανάμεσα στους κορυφαίους και χαρίζουν στιγμές συγκίνησης μέχρι σήμερα.

Η πρώτη μέρα του Up the Hammers III τελικά αποδείχτηκε μια μεγάλη γιορτή, με συγκροτήματα από την underground heavy / power μεταλλική σκηνή που την απαρτίζουν επάξια τόσα χρόνια και με αρκετό κόσμο που ίσως να ξεπέρασε την προσδοκία των διοργανωτών. Ωραίες σκηνές εκτυλίχθηκαν στους χώρους εντός και εκτός του An Club, όπως το να βλέπει κανείς τα μέλη των γκρουπ να τριγυρνούν ανάμεσα στους οπαδούς τους, χωρίς ψιλομυτισμό, και να πίνουν μπύρες, μια χειραψία, ένα «αδερφικό» χτύπημα στην πλάτη σε όλους αυτούς που σηκώνουν ψηλά τόσα χρόνια τη σημαία του αγνού heavy metal, με αποτέλεσμα να ζουν και να ζήσουν και στο μέλλον τέτοιες στιγμές και οι νεότεροι.

Μελανό σημάδι της πρώτης αυτής μέρας, ίσως η επιλογή του χώρου: από πολλά στόματα ακούστηκε αυτό, το βράδυ της Παρασκευής, που θα προτιμούσαν να βρίσκονται σε κάποιον αντίστοιχο με καλό εξαερισμό για να έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν όλες τις μπάντες και να μη χάσουν ούτε μια, ανεβαίνοντας στον έξω χώρο του κλαμπ για λίγο αέρα. Η ανυπομονησία για την επόμενη μέρα έγινε ακόμη μεγαλύτερη, όπως και οι απαιτήσεις, αφού παρακολουθήσαμε μια πολύ καλά οργανωμένη βραδιά και για αυτό αξίζει ένα μεγάλο μπράβο σε όλα τα παιδιά που ασχολήθηκαν με τα τεχνικά μέρη του festival, μιας και ο κόσμος δε χρειαζόταν να περιμένει παραπάνω από 15-20 λεπτά για να γίνει η διαδοχή των γκρουπ.



Τι έχει το πρόγραμμα αύριο; Trinakrius, Celtic Legacy, Silver Fist, Lonewolf, Battleroar, Cage, Stormwarrior, Manilla Road... Χμ, χμ...

  • SHARE
  • TWEET