Mulatu Astatke, Jan Van De Engel @ Fuzz, 16/04/11

Από τον Κώστα Σακκαλή, 20/04/2011 @ 14:22
Ομολογώ ότι είχα κάποιους ενδοιασμούς για το κατά πόσο το Fuzz θα «τράβαγε» το jazz κοινό στην επίσκεψη του (αγαπημένου, όπως αποδεικνύεται) Mulatu Astatke. Κακά τα ψέματα, και ο συγκεκριμένος κόσμος είναι μαθημένος αλλιώς, και τέτοιου είδους μουσικές σκηνές φοβόμουν ότι δεν είναι οι πιο κατάλληλες για αυτό το είδος μουσικής. Τίποτα από τα δύο δεν ίσχυσε τελικά.

Ο χώρος είχε ήδη γεμίσει με πυκνότητα τέτοια που να μπορεί κανείς να χορεύει με άνεση όταν στη σκηνή του Fuzz, ή καλύτερα στην αριστερή γωνία αυτής, ανέβηκε το συγκρότημα των Ελλήνων Jan Van De Engel. Αρχικά ντουέτο μπάσο - drums και στη συνέχεια με τη συνοδεία μιας κοπέλας στα φωνητικά, έπαιξαν στο ύφος της acid και της nu jazz. Αν και υπήρξε μερίδα του κοινού που τους χειροκρότησε θερμά, υπήρξε και σημαντικότατο μέρος, εμού συμπεριλαμβανομένου, που έπληξε θανάσιμα. Ως γνήσιος παλαιομοδίτης, μου αρέσει η μουσική που ακούω σε μία συναυλία να προέρχεται, αν όχι αποκλειστικά, κατά κύριο λόγο από τους ανθρώπους που βλέπω στο σανίδι. Η λογική του να παίζουν τα διάφορα μπλιμπλίκια samples, beats και λούπες και από πάνω να συμπληρώνουν (και μάλιστα όχι πάντα) το μπάσο και τα drums, χωρίς όμως και αυτά να διεκδικούν τον πρωταγωνιστικό ρόλο, δεν είναι του γούστου μου. Πόσο μάλλον όταν και η φωνή της τραγουδίστριας έφτανε πολύ αδύναμα στα αυτιά μας - πιθανότατα λόγω κάποιος κακής ρύθμισης στον ήχο. Αντιλαμβάνομαι βεβαίως ότι πρόκειται για συνειδητή επιλογή του συγκροτήματος και για συγκεκριμένη μουσική τάση, αλλά απλώς δεν είναι το δικό μου γούστο.



Αντίθετα, αντίστοιχα προβλήματα δεν είχε ο Mulatu Astatke, ούτε κατά διάνοια. Επτά άτομα ανέβασε στη σκηνή μαζί του, επιλεγμένοι ένας προς ένας για να ταιριάζουν στο όραμά του και να αναπαράγουν σε κάθε λεπτομέρεια τη μουσική του. Ο ίδιος κατεύθυνε σα μαέστρος την ορχήστρα του μέσα από μελωδικές jazz συνθέσεις και χορευτικούς ρυθμούς. Η αλήθεια είναι ότι πρακτικά η συνεισφορά του στο μουσικό μέρος της συναυλίας αποδείχθηκε πιο περιορισμένη από όσο θα περίμενε κανείς. Όταν δε βρισκόταν μπροστά στο βιμπράφωνο, αλλά στα πλήκτρα ή τα κρουστά, η συμβολή του ήταν βοηθητική, αφού οι υπόλοιποι μουσικοί αναλάμβαναν τα δύσκολα μέρη και τις solo στιγμές. Φυσικά, ο ήχος του βιμπραφώνου του ανήκε ολοκληρωτικά και υπήρξαν στιγμές που έλαμψε σε αυτό. Λόγω της φύσης του οργάνου, όμως, οι ντελικάτες μεταλλικές μελωδίες του δε μπορούσαν να υπερνικήσουν τα υπόλοιπα όργανα και περίμεναν υπομονοτικά τα πιο ήπια σημεία ώστε να διεκδικήσουν πρωταγωνιστικό χόρο έκφρασης.



Κατά συνέπεια, τα περισσότερα βλέμματα και αυτιά στράφηκαν κατά τη διάρκεια της συναυλίας στους εξαιρετικούς πνευστούς, τον James Arben στα σαξόφωνα και το φλάουτο και τον εξαιρετικό και μελωδικά άπιαστο Byron Wallen στην τρομπέτα. Η δε ρυθμική βάση με drums, κάθε είδους κρουστά και φυσικά μπάσο ήταν υπεύθυνη να διατηρεί χορευτικούς και αφρο-groovy ρυθμούς. Τέλος, τις μελωδικές ή τις ρυθμικές γραμμές (ανάλογα την περίπτωση) συμπλήρωναν το τσέλο και τα πλήκτρα.



Το βασικό ατού της συναυλίας υπήρξαν οι εξαιρετικές συνθέσεις του Astatke, που είναι περίτεχνες, χωρίς να είναι και περίπλοκες, και διεγείρουν χωρίς προσπάθεια αυτί και σώμα. Με χαρά μάλιστα αποδείχθηκε ότι δύο νέες συνθέσεις που μας παρουσίασε ήταν ανάμεσα στις καλύτερες της βραδιάς, κάνοντάς μας να αδημονούμε για την επερχόμενη δουλειά του.



Η συναυλία κλιμακωνόταν στιγμή με τη στιγμή και σύνθεση με τη σύνθεση, με όλο το Fuzz να χορεύει και να χειροκροτεί σε κάθε ευκαιρία μέχρι το τέλος της βραδιάς, όταν και επετεύχθη η απαραίτητη αποθέωση, και μετά από 90 λεπτά συναυλίας άφησε άπαντες χορτάτους και ολοκληρωμένους.

Κείμενο: Κώστας Σακκαλής
Φωτογραφίες: Βαγγέλης Πατσιαλός
  • SHARE
  • TWEET