Κώστας Τουρνάς: «Τραγούδι = Το ανέκφραστο, το ανομολόγητο, το τωρινό»

Ένας σπάνιου εύρους τραγουδοποιός σε μία τεθλασμένη συνέντευξη, καλύπτει ιστορικά γεγονότα και κυρίως δικές του αλήθειες πίσω από τη ζωή και τη δημιουργία

Από τους Κώστα Σακκαλή, Μανώλη Γεωργακάκη, 28/01/2016 @ 10:44

Συνήθως οι συνεντεύξεις ξεκινάνε στρωτά, ίσως και χρονολογικά, πριν τις απογειώσουμε επίτηδες με απόψεις και ιστορίες που, όχι μόνο δίνουν κάποια ιστορικά στοιχεία του καλλιτέχνη, αλλά ακόμα περισσότερα είναι μία ευκαιρία να κατανοήσουμε τη λογική του και το κατά συνέπεια το έργο του. Με τον Κώστα Τουρνά αυτό έγινε εξαρχής με αποτέλεσμα μία απολαυστική συνέντευξη σε τεθλασμένη γραμμή που κάνει χρονικά άλματα και νοηματικές ακροβασίες όπως περνάει από θέμα σε θέμα, αλλά αυτό είναι τελικά και το μεγαλύτερο ατού της. Εμείς μέσα στους τόσους δίσκους του αναγνωρίζουμε τουλάχιστον δύο σαν από τους σημαντικότερους του ελληνικού rock. Αν και εσείς βρίσκετε το ίδιο, ανεξάρτητα ποιοί είναι οι δικοί σας δύο, σίγουρα τελειώνοντάς την θα ξέρετε κάτι παραπάνω για τον εν λόγω καλλιτέχνη.

Διαβάζοντας το βιογραφικό σας, βλέπουμε ως πρώτη εμπειρία με τη μουσική τα λατινοαμερικάνικα τραγούδια. Και μου κάνει εντύπωση αυτό. 

Ξεκίνησα πολύ μικρός μέσω του πατέρα μου που αγαπούσε τη μουσική χωρίς να έχει καμμία σχέση. Ήταν δημοτικός σύμβουλος στην Τρίπολη όπου έζησα μέχρι δέκα χρονών. Είχαμε λοιπόν μία φιλαρμονική, μπάντα πνευστών και έρχονταν κάποιοι μαέστροι, πρόβαραν με την μπάντα και έκαναν μερικές παραστάσεις. Ο πατέρας μου ξετρελαινόταν με αυτά. Όπου γινόταν, με άρπαζε για να πάμε. Την πρώτη φορά που άκουσα όργανα να παίζουν, μία τρομπέτα ας πούμε, ήταν κάτι μαγικό. Δεν μπορώ να σου περιγράψω το συναίσθημα. Εκείνη την εποχή άκουγες ραδιόφωνο το οποίο παίζει ένα μιξαρισμένο πράγμα στο οποίο δεν έχεις την ευκαιρία να ακούσεις ένα χτύπημα τρομπέτας που χτυπάει ας πούμε μία νότα δυνατή. Ή όπως στα δεκαπέντε μου που μπήκα σε ένα club και άκουσα τα πιατίνια και τις ηλεκτρικές κιθάρες. Νοικιάζαμε κάποια δωμάτια που είχαμε σε φοιτητές της Ακαδημίας Τριπόλεως όπου έβγαιναν δάσκαλοι και έπρεπε να κάνουν και μαθήματα σολφέζ. Ο καθένας έπρεπε λοιπόν να παίζει ένα όργανο. Εγώ πήγαινα πέντε χρονών στα δωμάτια των φοιτητών και έπαιρνα το μαντολίνο που μου ερχόταν βολικό και γρατσούναγα γοητευμένος από αυτό. Με έβλεπε λοιπόν ο πατέρας μου και μου είπε «Θες να μάθεις τίποτα;». Και με έγραψε στη φιλαρμονική να μάθω φλάουτο. Με μάγευαν ειδικά τα πνευστά. Αυτό το άκουσμα, η μουσική γενικά, είναι μία απόπειρα του ανθρώπου να βγάλει από μέσα του τα συναισθήματά του κι επειδή δεν έχει πάντα την ευχέρεια να το βγάλει όπως το νιώθει, χρησιμοποιεί ένα μέσο. Έτσι τα πρώτα μου ερεθίσματα, ήταν σχεδόν αρχέγονα. Ό,τι θα συνέβαινε και σε έναν άνθρωπο αν ζούσε χιλιάδες χρόνια πίσω. Μου συνέβαιναν μεγάλα πράγματα που δεν μπορούσα ούτε να τα εξηγήσω ούτε να τα συνειδητοποιήσω. Στη συνέχεια της ζωής μου σταμάτησα, μέχρι που ήρθαμε στην Αθήνα και άρχισα μαθήματα κιθάρας με μία κιθάρα μεταχειρισμένη που πήρα από το Μοναστηράκι γιατί ήταν και δύσκολα χρόνια. Όταν άρχισα τα μαθήματα η εκπαίδευση ήταν πολύ αργή. Σου έδιναν μία άσκηση, να τη μελετήσεις δύο ημέρες, να αναγνωρίσεις τα σύμβολα, να έχεις στάση κλασικής κιθάρας, που εργονομικά είναι σωστή αλλά τώρα ένα παιδάκι δεν κάθεται να παίξει έτσι, ενώ εγώ βιαζόμουνα, ήθελα να παίξω. Τι να παίξω; Ό,τι παιζόταν. Λατινοαμερικάνικα, αυτή ήταν η μόδα.

Όχι ιταλικά ακόμα τότε;

Όχι όχι. Τα φωνητικά τρίο, τέτοια πράγματα. Αυτά ακούμε, δεν ακούμε τίποτα άλλο, αυτά αρχίζω και παίζω. Στην ίδια περίοδο αρχίζει η ιστορία με τους Beatles που βγάζουν το "A Hard Day's Night", οι Animals το "House Of The Rising Sun", αυτά τα κλασικά που μαθαίνουν τα παιδιά ακόμα και τώρα. Έχουν μία σχετική ευκολία και γοητεία μαζί.

Πώς υποδέχθηκε η Ελλάδα τους Animals και τους Beatles κ.τ.λ.;

Εγώ πρωτοείδα τους Beatles σε μία φωτογραφία στην εφημερίδα που είχαν τα μαλλιά τους αφέλειες. Πριν μερικά χρόνια λοιπόν είχα ρωτήσει τον πατέρα μου για κάποιους ομοφυλόφιλους που είχα δει στον δρόμο «γιατί κουνιούνται πολύ;» και μου είχε απαντήσει τότε «γιατί θέλουν να είναι γυναίκες». Όταν λοιπόν βλέπω τη φωτογραφία λέω «να πατέρα, κι άλλοι που θέλουν να είναι γυναίκες». Παιδάκι ήμουν, η πρώτη μου αντίδραση ήταν ότι κάτι δεν πάει καλά με αυτούς. Γιατί; Γιατί το μοντέλο που βλέπει δίπλα του το παιδί το αποθηκεύει γιατί είναι άγραφο χαρτί, δεν έχει προηγούμενες παραστάσεις. Δεν περνάνε δυο μέρες και πάω να δω το "Hard Day's Night". Πήγα στο σινεμά ας πούμε στις 3 το μεσημέρι και βγήκα στις 12 το βράδυ. Το είδα και το ξανάδα και το ξανάδα... Τα μαλλιά σαν να μην τα 'δα. Με σημαδέψανε για έναν λόγο που πολύ αργότερα μπόρεσα να καταλάβω. Ακόμα και τώρα, ο καθένας από εμάς, στο κεφάλι μας, έχουμε συμβατικότητες. Έχουμε μία προσωπική αντίληψη για τη ζωή που δεν είναι ίδια με του άλλου. Όλος ο κόσμος είναι λοιπόν αυτό που έχεις στο κεφάλι σου. Κι εσύ, κι εγώ και ο καθένας. Ψάχνουμε να βρούμε έναν κώδικα να επικοινωνούμε αλλά αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο. Ακόμα κι ένα ζευγάρι που έχει μία κοινή ζωή, μία ερωτική ζωή, μπορεί να έχει διαφορετικές αντιλήψεις για τη ζωή και από εκεί αρχίζουν τα προβλήματα. Δεν καταφέρνουμε ποτέ να εκφραστούμε εξαιρετικά καλά, το πολύ μέσα μας δεν το βγάζουμε ποτέ. Αργά ή γρήγορα λοιπόν θα έχεις μία ρήξη γιατί θα κοντράρουν αυτά που βλέπεις εσύ με αυτά που βλέπω εγώ. Και όλα αυτά είναι για κάθε άνθρωπο τόσο υποκειμενικά που είναι ένας άλλος κόσμος. Όταν λοιπόν έβλεπες μία ταινία των Beatles, αυτό το στενό πράγμα που σε εκείνη την ηλικία έχεις εσύ ως πραγματικότητα έρχεται και στο ανατρέπει και στο μεγεθύνει στο πάει αλλού. Κορίτσια, κιθάρες, clubs... τι είναι αυτά; Νέος κόσμος. Αυτή η απελευθέρωση σε γοητεύει και θες να το υιοθετήσεις. Απελευθερώνεται το πλαίσιο στο οποίο βλέπεις τη ζωή και μάλιστα με τέτοιο τρόπο ώστε να μη συγκρούεται μέσα σου ώστε να το θεωρείς ανήθικο ή άτιμο.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι Beatles έδωσαν και υπόσταση σε μία γενιά η οποία μέχρι τότε ίσως είχε την αίσθηση ότι δεν υπάρχει, απλώς περιμένει να γίνει μεγάλη. Ότι ο ρόλος του νέου είναι να μεγαλώσει.

Είναι αλήθεια, αλλά και τώρα το ίδιο κάνει. Και όταν μεγαλώσει τι κάνει: «να τελειώσω το γυμνάσιο, να πάρω ένα χαρτί, να βγω στη δουλειά, να βρω μια κοπέλα να ζήσω μαζί, να κάνω παιδιά, μόλις τελειώσουν τα παιδιά το δημοτικό να βάψω το σπίτι...». Δεν ξέρω αν προσέχεις δηλαδή, αλλά αυτό που κάνουμε οι άνθρωποι, δεν ζούμε ποτέ εκεί που ήμαστε, στη στιγμή που είμαστε. Ένα στοιχείο των Beatles ήταν ότι διασκέδασαν στη στιγμή που ήταν. Αυτό όμως ενώ το έδειξαν, το κάναμε και δημιουργήθηκαν μικρές εστίες απελευθέρωσης (που πολλές φορές πήγαν και στράφι, π.χ. πλακωθείτε στα άσπρα, πλακωθείτε στα μαύρα, πλακωθείτε στα αλκοόλια) δε δημιουργήθηκε η κατανόηση στον άνθρωπο του «τι κάνω, πού πάω και αν θα είναι μία ζωή καλή». Η συνολική μας κουλτούρα σαν ανθρωπότητα είναι σαν να θέλουμε να περάσουμε από αυτή τη ζωή είτε κλαίγοντας για το παρελθόν, είτε αγωνιώντας για το μέλλον. Και ποτέ παρόντες. Γι αυτό και ακούς καμμιά φορά «ρε πως πέρασε αυτός ο χρόνος ρε γαμώτο». Δεν είναι η έλλειψη σοβαρών γεγονότων στη ζωή σου, είναι η απουσία σου από το τώρα. Και τελικά τι κάνουμε σε αυτή τη ζωή, τι αφήνουμε πίσω, τίποτα.

Κώστας Τουρνάς

Μου κάνει εντύπωση που λέτε «τι κάνουμε σε αυτή τη ζωή, τι αφήνουμε πίσω; τίποτα». Να το λέει αυτό ένας καλλιτέχνης που δεν υπάρχει άλλος που πιο άμεσα μπορεί να καταλάβει τη σφραγίδα που αφήνει πίσω του; Είναι μόνιμη, δημιουργεί άμεση αντίδραση από τον κόσμο και εκφράζεται μέσα από αυτή. 

Στη σημερινή διακυβέρνηση του πλανήτη έχεις δει να έχει λόγο ένας καλλιτέχνης; Να παίζει ρόλο και να τον ρωτάνε πώς να γίνουν τα πράγματα; Όχι. Είναι η μικρή ασπιρίνη των κοινωνιών. Μπορεί πραγματικά να συνεισφέρει στο να ανοίξει ο ορίζοντάς σου, μπορεί να αφήσει κάτι πίσω, αλλά αυτή η πλευρά του καλλιτέχνη είναι στα επίπεδα της ασπιρίνης. Δεν μπορεί να έχει συνολική επέμβαση. Η συνολική επέμβαση έρχεται όπως στρώθηκε μέσα στα χρόνια. Πρώτα ήταν ο μπρατσάς. Τώρα ο δυνατός με όποιο μέσο μπορείς να βάλεις. Είναι τα όπλα; Είναι το χρήμα; Δυνάμεις επιβολής; Μιλάμε ας πούμε για μία πεντηκονταετία προβαδίσματος της Αμερικής στον πλανήτη που την κάνει να προΐσταται ο οπλισμός. 

Και το χρήμα.

Που είναι όλο ψεύτικο. Έχει τυπώσει 45 φορές το χρήμα το οποίο παράγει ή έχει παράξει. Και δεν μιλάει κανείς. Αν θες κουνήσου. Εγώ θα σου λέω τι να κάνεις, όχι εσύ. Τι είναι τώρα η Αμερική; Είναι ένα εθνικό πνεύμα; Αν είναι, γιατί επιτρέπει φτώχια και ανισότητες μέσα στις τάξεις της; Είναι ένας μύθος, ένας καλός χωροφύλακας φτιαγμένος να επιβάλλει το ζητούμενο αυτού που τον εντέλλεται. Ας πούμε και τα πετρέλαια εφτά εταιρίες τα έχουν και στην Αμερική και δεν της τα χαρίζουν. Θα μου πεις τα παίρνει πιο φθηνά. Ναι, να πάρει και ο χωροφύλακάς μας κάτι, να τον καλοπιάσουμε. Στην ουσία οι δυνατοί, οι ισχυροί είναι οι πιο φοβισμένοι από όλους. Για να συσσωρεύεις τέτοιο πλούτο, σημαίνει ότι είσαι χεσμένος επάνω σου. Δεν μπορείς να γλυτώσεις την αρρώστια του «τα θέλω όλα και θα επιβάλλω το δικό μου». Γιατί είναι μία αρρώστια και αυτό. Ή θα είσαι δυνάστης ή θα είσαι δυναστευόμενος. Εγώ έχω μία φοβία να είμαι δυναστευόμενος γι αυτό και δεν αποζητώ να είμαι και δυνάστης. Θα μου πεις «στο δικό σου μικρό πεδίο δεν υπήρξες δυνάστης;» Το έκανα, το είδα, με στεναχώρησε, όσο μπορώ το διώχνω. Ας πούμε αν παίξω σε μία παράσταση και έχω μαζί μου τέσσερεις μουσικούς και έναν ηχολήπτη, θα μοιραστώ τα χρήματα ίσα; Όχι. Θα τα μοιραστώ δίκαια όμως. Ας πάρουν τα μισά από την παράσταση να μοιραστούν. Θα μου πεις, τα εισιτήρια έρχονται για τον κιθαρίστα ας πούμε; Όχι, αλλά έχει συμμετοχή, χωρίς αυτόν δεν μπορώ να την κάνω. Αν δεν κάνεις αυτές τις σκέψεις, δεν διαφέρεις και πολύ από τον Rothchild που έχει τη μισή οικονομία του κόσμου. Ο φόβος σε οδηγεί σε αυτές τις σκέψεις, στο «μαζέψτε», «αποθηκεύστε».  Εδώ πάει και η φράση όμως, η ζωή δεν αποθηκεύεται, διάγεται. Ό,τι έχει χαρακτήρα αποθηκευτικό, δείχνει φόβο.

Αυτές οι σκέψεις που ήταν χαρακτηριστικές και του νεαρού Τουρνά, με οδηγούν και στο ερώτημα πώς επί δικτατορίας το καθεστώς δεν δίωξε το rock.

Το δίωξε φυσικά. Μας φώναζαν να εξηγήσουμε τι λέει το τραγούδι, λογοκρισία κτλ. Κι εμείς δεν ήμασταν ακριβώς rock.  Ήμασταν απλώς μία άλλη έκφραση. Κι αυτό ήταν ύποπτο. Ας πούμε στο "Άνθρωπε Αγάπα" δεν μπορούσε να σου πει τίποτα. Τι να σου πει; Στο "Ήλιε Μου" όμως σου λέει «τι εννοείς 'κοροϊδεύουν τα κλουβιά'; για ποιά κλουβιά μιλάς;». Αυτό το έχω ζήσει εγώ σε ένα γραφειάκι με έναν Συνταγματάρχη, 2ο γραφείο, Πληροφορίες κτλ. Δεν το έχω πει ποτέ γιατί αυτή δεν είναι αντιστασιακή πράξη. Ο ενθουσιασμός ενός νέου ανθρώπου δεν δρέπει και δάφνες αντιστασιακού μετά, είναι γελοίο. Μην νομίζεις όμως ότι κι αυτοί με την σκληρή ματιά μπορούσαν να κατανοήσουν και τι τεκμαίρεται. Απλά το έβλεπαν με μία καχυποψία: «δεν το καταλαβαίνω, εξήγησέ το μου». Εγώ τίποτα, έκανα τον χαζό. Τα πουλιά που κοροϊδεύουν τα άλλα πουλιά που είναι στα κλουβιά... Έλεγα χαζομάρες: «Γιατί εσείς τι νομίζατε;» και τέτοια. Γιατί δεν ήθελες να μπλέξεις.

Που δεν ήταν και τίποτα «παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους». Ήταν κάτι ρομαντικό.

Ακριβώς. Ήταν η αθωότητα της ηλικίας. Εκεί θα καταλήξουμε. Δεν είχε προλάβει ο χαρακτήρας μου να φτιάξει άμυνες. Ήταν ακόμα στο «γεμίζω». Όσο είναι στο «γεμίζω» έχεις τέτοια δείγματα αθωότητας, ελευθερίας, αλτρουισμού, αγάπης...

Να κάνουμε ένα flash forward. Αυτό το τραγούδι, 40 χρόνια μετά πρέπει να βγείτε στη σκηνή να το τραγουδήσετε γιατί θέλει ο κόσμος να το ακούσει. Αυτή την παιδική αθωότητα πώς την τραγουδάει τώρα κάποιος. Ως ανάμνηση;

Όχι. Ως κάτι που του λείπει μόνιμα. Όλοι μας ζούμε στη διαφθορά μας και ως διαφθορά θεωρώ το «πέτρωμα» του χαρακτήρα μας. Ο άνθρωπος γεννιέται: ελεύθερος, άγραφος, να ζει στο παρόν. Γιατί αν θυμάσαι το μύθο, η Εύα λέει στον Αδάμ για το Δέντρο Της Γνώσης. Τι είναι η γνώση; Η αποθήκευση της ζωής στο κεφάλι μου. Όσο ζω και υπάρχω και κυκλοφορώ ζώντας, είμαι αθώος. Όταν αποθηκεύσω την πρώτη σκέψη: «ώπα, αυτός φοράει γκρι, γιατί φοράει γκρι;» οδηγούμαι στη διαφθορά μου. Δεν μπορεί όμως διεφθαρμένος ων να μη γοητεύομαι και να μη θαυμάζω κάτι το οποίο θυμίζει την παιδική μου αθωότητα, όταν ήμουν άγραφο χαρτί και ο ίδιος. Αυτό κάνει ένα τέτοιο τραγούδι.

Άρα υπάρχει ένα νοσταλγικό συναίσθημα.

Όχι, εγώ δεν το θεωρώ νοσταλγία. Αυτός που κάτι αναγνωρίζει σε αυτό, ακόμα κι αν το ακούει για πρώτη φορά, το κάνει για λόγους έλλειψης, για τίποτα άλλο. Αλλά αυτή είναι και η αιτία που κάνουμε μουσική. Για την έλλειψή μας κάνουμε μουσική, για αυτό που δεν καταφέρνουμε στην υπόλοιπη ζωή μας. Και οι μουσικοί εννοώ, όχι μόνο οι ακροατές. Γι αυτό και όταν χτυπήσεις το πολιτιστικό μέρος σε έναν τόπο, δηλαδή την παραγωγή Τεχνών, εύκολα επιβάλλεις οικονομική δικτατορία μετά. Αυτό μας έχει συμβεί σε εμάς. Πρώτα πεθαίνεις τις παρηγοριές, τις ανάσες, τις ασπιρίνες ενός λαού και μετά τον κοπανάς, δεν αντέχει.

Κάνοντας στροφή και γυρνώντας στην εποχή πριν τη δημιουργία των Poll, από ό,τι καταλαβαίνω ένα παιδί πριν καν τελειώσει το σχολείο αποφασίζει ότι θα γίνει επαγγελματίας μουσικός.

Στα 15 μου. Και λέω αυτό και τελείωσε. Είχα και μία έλξη από τον θείο μου στη Βραζιλία που μου λέει «Κώστα εγώ παιδιά δεν έχω, έλα να μάθεις τη δουλειά να τα πάρεις όλα, να μην πάνε στράφι». Είχε τέσσερα εργοστάσια ετοίμων ενδυμάτων και 40 μαγαζιά. Ξέρει ότι ο πατέρας μου δεν είναι καλά οικονομικά και του στέλνει ένα γράμμα για να βοηθήσει. Που σημαίνει ότι την ίδια ώρα και ο ίδιος νιώθει ότι κάτι κάνει και βοηθάει έναν συγγενή του να λύσει το πρόβλημά του. Μου δείχνει το γράμμα ο πατέρας μου και λέω «δεν πάω πουθενά». «Και τι θα κάνεις στη ζωή σου;», μου λέει, «εγώ να σε σπουδάσω το βρίσκω δύσκολο». «Δεν με πειράζει, θα γίνω μουσικός». «Μα τους θάβουν με έρανο». «Ε, κατά το δυνατόν, θα κοιτάξω να μην με θάψετε με έρανο». Αυτή είναι η αφοβία που λέγαμε πριν. Συνάντησα παιδιά αργότερα που αγάπησαν τη μουσική και είχαν και ταλέντο. Αλλά σου έλεγαν «δεν μπορώ, θα δουλέψω ηχολήπτης». Εγώ όταν κάναμε τους Poll δεν είχα παπούτσια να βάλω. Και δεν με ενδιέφερε να μου δώσεις μία δουλειά. Πρέπει να είσαι ή χαζός ή ψώνιο ή αθώος ή άφοβος. Δηλαδή ξέρεις ότι υπάρχει κίνδυνος αλλά λες «χέστηκα, πάω». Δεν προσπαθώ να τα παρουσιάσω ως ηρωικές πράξεις. Κι εγώ τώρα που τα συζητάμε τα ατενίζω. Την ώρα που τα κάνω δεν τα συνειδητοποιώ.

Κώστας Τουρνάς

Και δεν υπάρχει ακόμα τότε προηγούμενο. Δεν είναι ότι στην Ελλάδα υφίσταται η pop και η rock μουσική ως απασχόληση.

Τίποτα δεν υπάρχει. Υπάρχει πείνα μαύρη στους μουσικούς. Εκείνη την εποχή σχηματίζονται οι πρώτες χορευτικές ορχήστρες που παίζουν στα μαγαζιά με αστείες αμοιβές. Η αφοβία είναι μεγάλο προσόν για τον άνθρωπο γιατί ο φόβος τον περιορίζει, τον ακινητοποιεί. Τον σκλαβώνει. Γι' αυτό και οι απανταχού εξουσίες εκφοβίζουν. Γιατί μόλις σε φοβίσουν, περνάει το δικό τους.

Στους Poll λοιπόν μαζεύονται τέσσερα άτομα όπου ευτυχώς ή δυστυχώς οι τρεις τουλάχιστον είναι και εξαιρετικοί συνθέτες και τραγουδιστές. Μεγάλη συγκέντρωση ταλέντου σε βαθμό που ίσως να περισσεύει. Γι' αυτό διαλύεται το συγκρότημα;

Μπορεί. Είναι σαν να το έχεις απαντήσει σχεδόν. Αν δεις και στον επιστημονικό κόσμο, δεν υπάρχουν συγκροτήματα. Υπάρχουν ερευνητικές ομάδες και μέσα στην ομάδα δεν είναι ένα το ταλέντο, μπορεί να είναι δύο, μπορεί τρία, μπορεί είκοσι. Αυτή η ομάδα θα πάει αέναα εμπρός; Όχι. Κάποια στιγμή θα βρουν ό,τι ψάχνουν και θα σκορπίσουν. Το ίδιο και με το συγκρότημα. Τώρα αν περισσεύει το ταλέντο δεν είναι και μετρήσιμο. Αυτό που ξέρεις όμως είναι ότι ένα στοιχείο διαλυτικό στο οποίο δεν θα πήγαινε το μυαλό μου είναι η ηλικία. Η οποία είναι ηλικία ελευθερίας, μη σκλαβιάς, μη δέσμευσης. Δεν έχει συνειρμικές, μελλοντολογικές προβλέψεις: «αν διαλύσουμε, μήπως δεν έχουμε λεφτά αργότερα κτλ». Αν το κάνεις αυτό, μένεις. Όταν έρχεται μία ρήξη σε προσωπικό επίπεδο και δεν φοβάσαι, την ασκείς. Δεν σε κρατάει κάτι ώστε να κάνεις το κορόιδο. Στις νεαρές ηλικίες οι ρήξεις είναι συνήθεις και δεν είναι και αιματηρές. Όσο περνούν τα χρόνια, οι άνθρωποι συνυπολογίζουν. Δεν μένουν ελεύθεροι. Όταν ο Καζαντζάκης λέει «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι λεύτερος» είναι ακριβώς αυτό το πράγμα. Όταν ελπίζεις έχει προηγηθεί υπολογισμός, συνειρμός. Όταν φοβάσαι πάλι το ίδιο. Το συνειρμικό του αύριο και του χθες, ο φόβος και η ελπίδα, είναι η σκλαβιά μας. Και αμφιβάλλω αν και ο ίδιος ο Καζαντζάκης που το έλεγε, το τηρούσε κιόλας. Αυτό είναι δική μου υπόθεση και όχι από καχυποψία, επειδή ξέρω τη φύση των ανθρώπων. Μπορεί να το αναγνωρίζει, ότι έτσι είναι να είσαι ελεύθερος και ο ίδιος μπορεί να μην είναι. Αλλά το αναγνωρίζει και το καταγράφει.

Ένας καλλιτέχνης που λέει κάτι, μπορεί να το αναγνωρίζει και να το λέει σε πρώτο πρόσωπο, όμως στην πραγματικότητα να μην είναι ο ίδιος;

Βέβαια. Ποιητική αδεία λέγεται. Το καταγράφεις.

Μπορούμε να εντοπίσουμε κάτι τέτοιο στη δική σας καριέρα;

"Άνθρωπε Αγάπα"! Ε, τι; Εγώ το λέω, αλλά το κάνω; Μπορώ; Να σου πω ένα παράδειγμα που δεν μου έχει συμβεί αλλά θα μπορούσε. Κατεβαίνω κάτω και είναι έξω δυο-τρεις Πακιστανοί και μιλάνε και τους είχες δει και να κοιτάνε και τα κουδούνια πιο πριν... Κουμπώνεσαι. Έχει χαθεί η αφοβία. Έρχεται το συνειρμικό, από  το συνειρμικό δημιουργείται κατάσταση, από αυτήν συμπεριφορά, από αυτήν αντίδραση. Τι "Άνθρωπε Αγάπα", τι μας λες ρε μεγάλε! Γι' αυτό το θεωρούσα για πολλά χρόνια ως μια αθώα κουβέντα η οποία γιατί αρέσει; Γιατί το υιοθετούμε και το μουρμουράμε; Διότι μας λείπει, δεν το έχουμε, είναι ευσεβής πόθος.

Πάμε σε κάτι πρακτικό. Το «ταγάρι» ποιανού ιδέα ήταν και με ποιά αφορμή; Είναι marketing; Θα μπορούσε, δεν είναι κακό. Είναι μία σύνδεση με την παράδοση; Τι είναι, γιατί υπάρχει;

Καταρχάς να πω ότι ήταν μία ιδέα του τότε παραγωγού μας, του Κώστα Φασόλα. Δεν θυμάμαι αν το είχα διαβάσει τότε ή λίγο πιο μετά, ότι θα έρθει η γενιά ντυμένη σε τσουβάλια. Η γενιά αυτή είναι η σημερινή με τα μπλουτζήν. Τεντόπανο στην πραγματικότητα, του οποίου η «μαμά» είναι το τσουβάλι. Η πιο βασική πλέξη για να κάνεις ένα ύφασμα. Δεν θυμάμαι ακριβώς με ποιόν τρόπο ήρθε η ιδέα. Έχουμε μπει ήδη στην περίοδο των hippies και η ιδέα του «κοτσάρω κάτι πάνω μου, κρεμαστά κτλ» υπήρχε σαν κλίμα. Ε, το τσουβάλι που είναι κάτι το ταπεινό είναι και μία αντίδραση στο γυαλιστερό. Γιατί μέχρι τότε ό,τι κυκλοφορούσε είχε τη γυαλάδα του. Ένα πορτρέτο; Αυτός καλοχτενισμένος. Αυτή καλοβαμμένη.  Έτσι ήρθε το ταγάρι, έκανε σύνδεση με κάτι που ήταν ήδη εκεί, στο μυαλό μας.

Καθαρά μουσικά υπήρχε κάτι που μπορούμε να εντοπίσουμε; Το μυαλό μου θα πήγαινε σε Crosby, Stills, Nash & Young.

Ε, βέβαια. Αυτό όμως έγινε αφού έχουν γραφτεί το "Άνθρωπε Αγάπα" και το "Ήλιε Μου" (σ.σ.: πρώτο single). Μετά στον δίσκο έβλεπες τις συγγένειες. Αν με ρώταγες ποιά ήταν η τάση μου, ήταν πάντα αυτό, μία ακουστικοηλεκτρική μπαλάντα. Δεν με ενδιέφερε ας πούμε να γίνω hard rock, παρ' όλο που με εξέφραζε σε κάποια σημεία, δεν θα πήγαινα ποτέ στο γλυκανάλατο, ιταλικό ή γαλλικό, που μπορεί να έχει μερικά εξαιρετικά τραγούδια αλλά ο απόηχος που παίρνω εγώ ήταν μελωμένος. Ήθελα κάτι που να έχει μικρή σκληράδα, λεκτική σκληράδα, ένα πράγμα όμως που να είναι στον παλμό της καρδιάς. Αυτό είναι η μπαλάντα. Και οι Beatles φυσικά ήταν μεγάλη επιρροή. Και να μην ήθελα να πατήσω πάνω τους δουλεύει μέσα μου.

Πιο αμερικάνικος μου φαίνεται ο ήχος των Poll.

Εμείς ήμασταν φωνητικό συγκρότημα. Και οι Beatles ήταν φωνητικό συγκρότημα αλλά δεν μας άρεσε το ίσιο που εισήγαγαν οι Βρετανοί αλλά οι πρώτη και δεύτερη φωνή που εισήγαγαν οι Αμερικάνοι. Κι αυτό όμως τώρα το αναλύουμε. Τότε απλώς βγαίνει.

Για ένα διάστημα οι Poll συναυλιακά σαρώνουν. Έχει και επιτυχία ο δίσκος βέβαια. Ποιά η πίεση που νιώθετε; Έχετε συναίσθηση ότι κάτι πρέπει να κάνετε, κάπως να διαχειριστείτε αυτό που δημιουργήσατε;

Νομίζω όχι. Δεν ξέρεις τι γίνεται. Χαίρεσαι οτιδήποτε θετικό. Αλλά θες να συνεχίσεις να το χαίρεσαι, πρέπει να συνεχίσεις να έχεις ανάλογη δημιουργική δραστηριότητα. Δηλαδή, εξίσου αγνή, αυθόρμητη, αθώα... Γίνεται;

Κώστας Τουρνάς - Παιχνίδι

Από το '71 μέχρι το '91 περίπου κυκλοφορείτε δίσκο σχεδόν κάθε χρόνο. Και μιλάμε για μία περίοδο 20 ετών!

Μα έγραφα 100 τραγούδια τον χρόνο. Όταν πέρναγε κανά εννιάμηνο ή δεκάμηνο, εμένα με έτρωγε ότι έχω τραγούδια, πρέπει να τα κάνουμε.

Είναι λοιπόν θέμα έμπνευσης με τη ρομαντική έννοια ή υπάρχει μέσα και το ότι «αυτή είναι η δουλειά μου»;

Το κυρίαρχο εκείνης της περιόδου είναι το «βράζω και χύνεται από την κατσαρόλα». Υπήρξε μία περίοδος κάπου στο '77 με '80, καμμιά τριετία, που υπάρχουν σκέψεις «γιατί το κάνω, πώς το κάνω».  Από το '75 και μετά, λόγω μεταπολίτευσης, κάνει ένα μεγάλο μπαμ το πολιτικό τραγούδι. Κάπου χάνεται το ενδιαφέρον σε αυτό που λέγαμε, την μπαλάντα μας, ακόμα και στους νέους. Μέσα στη νέα τους ελευθερία το πάνε στην άκρη και ασχολούνται με αυτό που τους γυαλίζει εκείνη τη στιγμή. Ο δίσκος μου "Αγαπημένη", ας πούμε, του '77, δεν είναι ένας δίσκος αυθόρμητος. Είναι κάτω από μία σκέψη, από μία επιρροή. Θα πει τώρα κάποιος. Έγραφες κάποτε τόσα, τώρα γιατί δεν γράφεις; Πάλι πάμε στον ανθρώπινο χαρακτήρα. Από την ώρα λοιπόν που μία εταιρία έχει αναγνωρίσει ότι «μπορείς να το κάνεις» και το χρηματοδοτεί... Έχεις βέβαια αντιρρήσεις στον τρόπο που το χρηματοδοτεί. Παίρνεις 5% από το 90%... Τι είναι αυτό το πράγμα; Να παίρνει όλα τα λεφτά; Τόσα ξοδεύει; Όμως το βρήκα βολικό. Το βρήκαμε έτοιμο, άρα δεν αμφισβητείτο. Οι Poll ας πούμε είχαν ποσοστό 5% όλοι μαζί. Δηλαδή 1,25% ο καθένας, επί του 90% και χωρίς να είσαι και σίγουρος ότι καταγράφονται όλα. Ξαφνικά λοιπόν σου αλλάζει αυτό το καθεστώς που, καλώς ή κακώς, με αντιρρήσεις ή όχι, ήσουν μέσα. Η δισκογραφία. Σου λέει δεν παράγουμε πια, δεν επενδύουμε πια, κλείνουμε το ελληνικό τμήμα... Η περίοδος προσαρμογής μπορεί να ξεχειλώσει. Μπορεί σε δύο χρόνια να έχεις βρει τους νέους σου δρόμους, μπορεί και όχι. Εγώ έπαθα σοκ με αυτό το πράγμα και έμεινα πίσω. Ενώ είχα στούντιο δικό μου, θα μπορούσα να παράξω μόνος μου, δεν έβρισκα όμως τρόπο πώς αυτό το πράγμα να το διοχετεύσω. Την ώρα που αρχίζει αυτός ο προβληματισμός αρχίζει και το ίντερνετ να σου δίνει ό,τι τραγούδι θέλεις τσάμπα. Τι κάνεις; Αυτό σου δημιουργεί φόβο και ο φόβος είπα και πριν σε καθηλώνει. Αυτό είναι το γιατί δεν γράφω τόσο.

Η φυσική μορφή του δίσκου δηλαδή βεβαιώνει και ότι θα αμειφθούν οι εμπλεκόμενοι. Όταν αυτό το καταργήσουμε, πρέπει να βρούμε νέους τρόπους αμοιβής.

Έχεις απόλυτο δίκιο. Στα ίδια χρόνια που δημιουργείται αυτό και αφαιρούνται εισοδήματα από τα οποία ζεις, εκτός κι αν είσαι χομπίστας, την ίδια ώρα αυξανόταν η λεγόμενη δημόσια εκτέλεση. Στη δημόσια εκτέλεση, αν το τραγούδι σου παιζόταν, κάποια δικαιώματα σου ερχόντουσαν, εις αντικατάσταση των απολεσθέντων «μηχανικών» που λένε. Πάλι είχες ένα έρισμα να έχεις τραγούδια τα οποία να παίζονται. Εγώ εκεί κακομαθημένος, συνέχισε η παγίδα μου, βρέθηκα να έχουν τραγούδια να παίζονται και εκτός δισκογραφίας. Δημιουργείται ένα μικρό εισόδημα από τη δημόσια εκτέλεση. Και στον πνευματικό δημιουργό και στο συγγενικό δικαίωμα, σε έναν μικρότερο βαθμό. Αυτό ήταν κακός σύμβουλος. Μικρός δεν λογάριαζα τι θα πάρω και τι θα δώσω. Λογάριαζα τι θα κάνω. Ξαφνικά με το που κόβεται η δισκογραφία αρχίζεις και σκέφτεσαι «πώς θα». Αυτό σημαίνει στην πράξη «τι θα πάρουμε», αν θέλουμε να είμαστε καθαροί. Ποιός θα βάλει τα λεφτά, ποιός θα κάνει τη διανομή, ποιός θα το διαφημίσει; Θα γίνω εγώ όλα; Ναι, έχω το στούντιο και το ηχογραφώ. Μετά τι θα το κάνω; Να το ανεβάσω στο ίντερνετ δώρο; Να το πωλώ μέσω του ίντερνετ; Αμα πουλήσω ένα, μετά πάει, έγινε κοινό κτήμα. Αυτό ήταν αποτρεπτικό και γινόταν ακόμα πιο αποτρεπτικό γιατί, έχανες ας πούμε 5000 από τους δίσκους, έπαιρνες 2000 παραπάνω από τη δημόσια εκτέλεση. Υπήρξα εκπρόσωπος της Ελλάδας στους ερμηνευτές στην παγκόσμια ομοσπονδία, στο Δ.Σ. Έκανα μία θητεία εκεί. Έχω πάει το '86 στον Καναδά και φέρνω πίσω τα νέα από τη διεθνή Γενική Συνέλευση στην ελληνική Γενική Συνέλευση. Ξέρεις ποιά είναι η εκτίμησή μου που κάνω το '86; Ότι έχει αρχίσει ένας πολιτιστικός πόλεμος για τα εθνικά προϊόντα και δεν δίνω πάνω από δέκα χρόνια στο ελληνικό τραγούδι με τη μορφή που το ξέρουμε και, αν δεν γίνομαι και μάντης κακών, και το συνολικό πολιτιστικό προϊόν θα έχει έκπτωση παγκόσμια. Έγιναν ακριβώς όπως τα είπα. Αυτή την εντύπωση είχα, δεν ήμουν σοφός, ούτε ιδιαίτερα γνώστης των πραγμάτων. Πας κάπου ας πούμε και σου κρατάνε μούτρα. Ε, λες εδώ δεν με θέλουν. Ένα τέτοιο πράγμα.

Ο μουσικός έχει δύο διεξόδους για να ζήσει. Τον δίσκο και το live. Κινδυνεύει η δημιουργία με την κατάρρευση της δισκογραφίας;

Πόσα χρόνια έχουμε ένα ίντερνετ το οποίο χωλαίνει στο να βάλει μία τάξη προβλέποντας δίκαιες λύσεις και για τον χρήστη και για τον παράγοντα (δημιουργό, εταιρία κτλ); Δεκαπέντε χρόνια. Αυτό από μόνο του έχει κουρέψει οποιαδήποτε απόπειρα δημιουργίας νέας μουσικής. Ο μόνος τρόπος αυτό να διοχετευτεί είναι να κάνει τα πάντα μόνος του και να βρει μία διέξοδο να ακουστεί. Παντελής Παντελίδης, ξέρω 'γω. Έτυχε λοιπόν και συνάντησε την ανάγκη των ανθρώπων και δημιουργήθηκε ένας καλλιτέχνης και ένα ρεπερτόριο, δεν μας ενδιαφέρει τι είδους. Αυτό όμως είναι σπάνιο. Το ίντερνετ δεν σου δίνει τις ίδιες δυνατότητες στη νέα δημιουργία, που σου έδινε η δισκογραφία. Η δισκογραφία ετοίμαζε 1000 δίσκους το χρόνο, οι 100 είχαν σοβαρές δυνατότητες.

Η ίδια όμως τεχνολογία η οποία σου στερεί όλο αυτό το οικονομικής φύσεως πλεονέκτημα, είναι η ίδια που επιτρέπει σε νέα παιδιά να το κάνουν στην κουζίνα τους. Άρα με μικρότερο ρίσκο, χωρίς να πάρουν την απόφαση που πήρε ένας δεκαπεντάχρονος Τουρνάς, να μπορούν να είναι υδραυλικοί και ταυτόχρονα να κάνουν τα τραγούδια τους.

Εμένα με ενοχλεί αυτή η ιδέα, θεωρώ ότι έχει πολλά μειονεκτήματα. Ο πραγματικά δημιουργικός άνθρωπος λέει «μακάρι η μέρα να είχε σαράντα ώρες». Γιατί δεν του φτάνει ο χρόνος. Και σου φτάνει ο χρόνος, να είσαι επαγγελματίας, να βγάζεις το ψωμί σου, να έχεις τις προσωπικές σου σχέσεις και να κάνεις και κάτι «μήπως σου κάτσει»; Δεν θα σου φτάσει ποτέ και δεν θα είναι και ποτέ άρτιο και με συγκέντρωση. Δεν είναι τυχαίο ότι οι άνθρωποι ρέπουμε προς κάτι. Θες να γράφεις, θέλω να τραγουδάω, θέλει να δικηγορεί. Γιατί δεν γίνεται ο δικηγόρος και γιατρός μαζί να έχει δύο ταμπλό; Δεν γίνεται. Θα μου πεις «μιλάς για υψηλές εξειδικεύσεις όπου υπάρχει αέναη απαίτηση». Σε όλα υπάρχει αέναη απαίτηση. Δεν μπορείς να είσαι μουσικός ή στιχουργός και να πεις «τέλειωσα» ποτέ.

Συνεχίζοντας στο βιογραφικό κομμάτι και τελειώνοντας τους Poll, θέλω να μάθω πώς φτιάχνει κανείς τα "Απέραντα Χωράφια" εκείνη την εποχή στην Ελλάδα. Η πιο έντονη αίσθηση που έπαιρνα ακούγοντας τον δίσκο είναι ότι φέρνει σε "Thick As A Brick". Μα βάζω τις ημερομηνίες κάτω και δεν βγαίνουν, είναι την ίδια χρονιά. Αkούv και λίγο Σαββόπουλο μέσα, λίγο "Μπάλλο". Αλλά και πάλι, δεν εξηγείται, πώς προέκυψε ο δίσκος αυτός.

Έγιναν μόνα τους. Το καλοκαίρι του '72 έχουν αρχίσει κάποια τσουγκρίσματα εντός Poll. Εγώ πάλι ως χαζός ή ανεύθυνος ή μη φοβισμένος, πες το όπως θες, δεν βάζω με το κεφάλι μου τι θα γίνει και πού πάει αυτό και μέχρι που δεν πήγαινα το βράδυ για φαγητό για να κάτσω να γράψω. Ήταν ένα πράγμα σαν αφιόνι. Γιατί στη διάρκεια της ημέρας μου έβραζα, έβλεπα εσένα ας πούμε και έβγαζα τραγούδι. Γιατί η ματιά μου δεν ένιωθα ότι ήταν η ίδια με του διπλανού μου, ότι δεν πλησίαζε με τις ματιές των γύρω μου, κάτι άλλο έβλεπα. Έτσι έβγαινε η ανάγκη να γράφω. Που τώρα σου το αναλύω, τότε δεν ήξερα τι γινόταν. Ούτε έπαιρνα χαμπάρι. Ένα απόγευμα λοιπόν κάθομαι με χαρτί και κιθάρα μαζί. Γιατί έτσι τα έγραφα, ταυτόχρονα. Όχι, έχω τη μουσική, να βάλω τον στίχο, ούτε έχω τον στίχο ελάτε να το ντύσουμε. Αυτό είναι και ο minstrel, ο τραγουδοποιός, ο λυράρης. Το φτιάχνεις όλο μαζί. Φτιάχνεται λοιπόν το πρώτο κουπλέ, φτιάχνεται το δεύτερο, φεύγει ένα άλλο θέμα. Ξαφνικά μετά από μία, μίαμιση ώρα ανακαλύπτω ότι έχω επτά σελίδες στίχους, δεκατρία μουσικά θέματα και όλο αυτό είναι ενιαίο. Μα αυτό δεν χωράει σε ένα τραγούδι. «Αυτό θα είναι πάνω από πέντε λεπτά», σκέφτομαι, δεν είχα καν συναίσθηση του τι έχω γράψει. Την άλλη μέρα το ξαναπιάνω να το βάλω σε σειρά. Εν τω μεταξύ έναν μήνα πριν, έρχεται ένας φίλος μου από Αμερική και μου λέει «ξέρεις ποιά είναι η τάση τώρα, μεγαλώνουν τα τραγούδια, δεν είναι δύο - δυόμιση λεπτά που παίζαμε, τα πάνε πέντε, έξι λεπτά». Το "In-A-Gadda-Da-Vida" δώδεκα λεπτά (σ.σ.: εκ παραδρομής, το τραγούδι είναι στην πραγματικότητα περίπου δεκαεφτά λεπτά). Αν μπορεί ένα δύο μουσικά θέματα, με έναν στίχο, να πηγαίνει δώδεκα λεπτά με τα improvis κτλ εδώ που έχουμε κατεβατό δεν μπορεί να γίνει; Και λέω αυτό είναι ένα τραγούδι όλο. Προσπαθώ να καταλάβω τι είναι και βλέπω ότι ούτε σε μία πλευρά δεν χωράει, είναι δίσκος ολόκληρος. Περνάνε λίγο οι ημέρες και οριστικοποιείται η διάλυση. Μιλάμε με τον Φασόλα που είναι ο παραγωγός μας και μας λέει «ό,τι θέλετε, αλλά κανένας σας δεν είναι ελεύθερος, δεσμεύεστε και ατομικά με συμβόλαια». Του λέω κι εγώ «μια που μιλάμε για συμβόλαια, έχω ένα τραγούδι που είναι λίγο αλλιώς, είναι όλος ο δίσκος ένα τραγούδι». Σαν να ακούει κινέζικα.

Κώστας Τουρνάς - Απέραντα Χωράφια

Στηρίζεται μουσικά στο "Όσες φορές" που είχε κυκλοφορήσει λίγο πριν όμως.

Όχι, από εκεί είναι το "Όσες φορές". Όταν μας λέει η εταιρία «κάντε έναν τελευταίο δίσκο αποχαιρετιστήριο από τρία τραγούδια ο καθένας μέσα», εγώ δεν έχω τρίτο τραγούδι και λέω θα πάρω αυτό το μέρος από τα "Απέραντα Χωράφια", που έχουν πάρει μορφή πλέον, να του βάλω άλλο στίχο και να μπει στον δίσκο. Εν τω μεταξύ του λέω του Φασόλα «δεν είναι μόνο αυτό, ακούω και βιολιά μέσα», την ώρα που γράφεις ένα τραγούδι, πάντα κάτι ακούς. «Καλά» μου λέει «να βρούμε μία ευκαιρία να μου εξηγήσεις». Περνάει μία εβδομάδα συναντιόμαστε και του λέω «τώρα που το καλοσκέφτομαι δεν είναι βιολιά που ακούω, είναι μία συμφωνική, έχει πνευστά, έχει βιολιά, έχει ιστορίες που δεν μπορεί να παίξει μία μπάντα από τέσσερα άτομα».

Αναμνήσεις από την Τρίπολη και την φιλαρμονική;

Μπορεί. Ο άνθρωπος καταγράφει στη μνήμη του και επαναφέρει. Τη μέρα λοιπόν που συναντιόμαστε και του το μουρμουράω μου λέει «ωραίο είναι αυτό, δεν το κάνετε Poll;». «Δεν γίνεται», λέω, «γιατί είπαμε να γράψουμε όλοι, δεν μπορεί να είναι όλος δικός μου ο δίσκος». Εκτός αυτού δεν είναι για αποχαιρετιστήριος αυτός ο δίσκος, είναι κάτι πιο φιλόδοξο. Ζητάω λοιπόν μία συμφωνική να συμπράξει με το συγκρότημα να το κάνουμε δίσκο. Μου λέει «δεν γίνονται αυτά τα πράγματα, δεν τα έχουν κάνει άλλοι κι άλλοι». Δεν είχαν γίνει καν για τον Γιάννη Βογιατζή ας πούμε, μέγα σταρ της εποχής. Το πάει στην εταιρία, σήμερα αν με ρωτήσεις πώς επετεύχθη αυτό, πιθανότατα θα πω το εξής: Αυτοί οι άνθρωποι είχαν πάρει πάρα πολλά λεφτά από εμάς. Πολλά. Δηλαδή έχεις από τη μία μια Μαρινέλλα, έρχεται από πίσω ασθμαίνοντας ο Μητροπάνος στο ξεκίνημά του και έχεις ας πούμε ένα συγκροτηματάκι με έναν πιτσιρικά που σου πουλάει πιο πολύ από τη Μαρινέλλα. Το πετάς έχοντας το συμβόλαιο; Τι να κάνω, να τον απελευθερώσω; Οπότε σφίγγει την καρδιά του και λέει «ρε παιδιά εντάξει, αλλά κάντε το οικονομικά όσο γίνεται γιατί ξεκινάμε παθητικά από χέρι». Εκεί γνώρισα τον Κλάβα, ο οποίος αργότερα μου έκανε τρία-τέσσερα χρόνια μαθήματα θεωρίας, ένας γλυκύτατος άνθρωπος και εξαιρετικός μουσικός.

Βγαίνουν τα "Απέραντα Χωράφια" το '72 και είναι τόσο «στην εποχή του» όσο δεν έχει υπάρξει ίσως άλλος δίσκος της ελληνικής rock σκηνής. Την ώρα που γιγαντώνεται το progressive rock στην Ευρώπη. Προχωράμε μετά το '73 στα "Αστρόνειρα". Δεύτερη φορά συνεχόμενη, γίνεται το ίδιο πράγμα. Σε άλλο κλίμα τελείως, πιάνεις αυτό που γίνεται πανευρωπαϊκά, David Bowie, T-Rex κτλ.

 Αυτό γιατί; Επειδή τα "Απέραντα Χωράφια" ήταν πλήρης απογοήτευση. Κάνεις ας πούμε το "Ταγάρι" και πουλάς 300.000 δίσκους (που σήμερα που μιλάμε μπορεί να έχει φτάσει το εκατομμύριο). Κάνεις τα "Απέραντα Χωράφια" και πουλάει 2.500 σε έναν χρόνο. Από 300! Με τετραπλή δαπάνη παραγωγής. Απογοήτευσις πλήρης. Ε, και λέω, αυτό δεν αποτελεί μοντέλο, εδώ είμαστε, στα τραγούδια μας. Έχουμε πάει και δουλεύουμε στην Κύπρο σε ένα ξενοδοχείο και γράφω. Ό,τι βγαίνει. Η αλλαγή του κλίματος δεν είναι δηλαδή και άμοιρη του τι κατάφεραν τα "Απέραντα Χωράφια".

Καλλιτεχνικά όμως είστε ικανοποιημένος.

Τα "Απέραντα Χωράφια" είναι από τους πιο πουλημένους δίσκους τελικά. Γιατί ούτε αυτό αποσύρθηκε ποτέ από την κυκλοφορία. Το έπαιζα έναν χρόνο στη Σοφίτα. Με δύο τσέλα, δύο κόρνα και την μπάντα που έπαιζε στον δίσκο. Γεμάτο το μαγαζί. Αλλά... Άλλο αυτό.

Και μετά γράφετε στην Κύπρο ή όπου τα "Αστρόνειρα". Το τραγούδι, όταν το γράφει κανείς στην ακουστική κιθάρα, είναι ένα τραγούδι. Το πώς θα το παίξεις, πώς θα το ενορχηστρώσεις, ο ήχος που θα πιάσεις, είναι άλλο θέμα.

Θυμάμαι μία επιρροή. Δεν θυμάμαι αν ήδη κυκλοφορούσαν τέτοια κομμάτια εκείνη την εποχή, αλλά είχε αρχίσει το μοντελάκι της disco. Ακούω λοιπόν σε κάποια στιγμή το μπάσο παίζει όγδοα (σ.σ.: μιμείται με τη φωνή το μονότονο ρυθμό). «Τι μπάσο είναι αυτό ρε γαμώτο. Και μονότονο και ανιαρό». Μία προηγούμενη επιρροή μου ήταν ας πούμε το πώς έπαιζε ο McCartney και ήταν mellow και φραστικός. Ακόμα και στα πιο στεγνά του, ας πούμε στο "Taxman" (σ.σ.: μιμείται με τη φωνή τις φράσεις του μπάσου). Όταν γράφω την "Μηχανή Του Χρόνου", λοιπόν, πιάνω τον εαυτό μου να παίζει το ίδιο πράγμα στην κιθάρα (σ.σ.: μιμείται με τη φωνή τον ρυθμό της κιθάρας στο τραγούδι). Ήταν ένα στοιχείο οι ενορχηστρώσεις της disco κι ας είναι τελείως διαφορετικό πράγμα το αποτέλεσμα. Κάποτε με ρώτησαν γιατί δεν έκανα ποτέ λαϊκό τραγούδι. Γιατί δεν «το 'χα». Κάτι που με έδιωχνε στο λαϊκό τραγούδι ήταν η θεματολογία του. Θεωρούσα ότι ήταν άλυτα πράγματα, σε έναν μεγάλο βαθμό να κλαίμε τη μοίρα μας. Ήθελα, στην ηλικία που ήμουνα, μέσα στο τραγούδι να υπάρχει λύση, να αφήνει ουρανό, ορίζοντα. Αφού δεν με τράβηξε ποτέ σαν περιεχόμενο, δεν με τράβηξε και μουσικά. Από την άλλη το λαϊκό τραγούδι έχει πέντε-έξι δρόμους, κλίμακες, οι οποίοι επαναλαμβάνονται και μέσα εκεί ήταν όλο το τραγούδι. Ο πιο ριζοσπάστης ήταν ο Κουγιουμτζής που έβαλε τρεις δρόμους στο ίδιο τραγούδι και ανανέωσε λίγο τη μουσική, κάνοντας κάτι που στην Ανατολή απαγορεύεται. Θα μου πεις αυτό που έκανες εσύ ήταν πιο ελεύθερο. Όχι, αλλά μου έδινε την αίσθηση ότι κάνω ό,τι θέλω, το φτιάχνω όπως θέλω. Όταν με δίδασκε ο Κλάβας του λέω «Κώστα μου, πεντάγραμμο είναι», «Όχι Κώστα», μου λέει, «είναι δεκ-άγραμμο, είναι δεκατρι-άγραμμο, είναι όσο -άγραμμο θέλεις». Η μουσική μπορεί να έχει όργανα που περιορίζονται αλλά το πεντάγραμμο το ίδιο είναι μια μικρή απεικόνιση μίας μελωδίας. Αν βάλεις ένα καμπανάκι θιβετιανό ας πούμε που κάνει «πλινκ» δεν μπορείς να το εντάξεις στο πεντάγραμμο. Άρα η μουσική δεν έχει όριο, έχει μόνο το κεφάλι μας.

Αισθητικά, πέρα από το μουσικό κομμάτι, υπάρχει το θεματολογικό, το διαστημικό στη συγκεκριμένη περίπτωση, και το εμφανισιακό. Ο Κωνσταντίνου των Purple Overdose ας πούμε, πίνει νερό στο όνομα του "Αστρόνειρα" και κυρίως με τις εμφανίσεις στη Σοφίτα με το μακιγιάζ κ.τ.λ.. Το "Ziggy Stardust" είχε βγει έναν χρόνο πριν.

Η εικόνα ήταν μάλλον ό,τι μας επηρέαζε. Ο Bowie μπορεί να δούλεψε ως επιρροή. Εκείνο όμως που θα στεκόμουν πιο πολύ, γιατί εκείνες τις εποχές υπήρχε και το «δοκίμασα κι από αυτό, τώρα φεύγω», είναι η θεματολογία. Ας πούμε όταν γράφεις το '80 τον "Αχιλλέα Από Το Κάιρο" δεν χωράει στην Ελλάδα αυτό. Το θεματολογικό λοιπόν για μένα ήταν το εξής. Έχουμε πάει με τους Poll στη Θεσσαλονίκη, ενώ διαλυόμαστε, να παίξουμε στο Φεστιβάλ. Μένουμε στο Μακεδονία και στο ίδιο ξενοδοχείο, μέλος της κριτικής επιτροπής ήταν ο Αλέκος Σακκελάριος. Αυτός ο άνθρωπος ήταν τόσο φωτεινός και δοτικός που μονίμως έκανε μία αυλή γύρω γύρω. Ένα βράδυ έχει δημιουργηθεί ένα πηγαδάκι. Εγώ κάθομαι σε ένα πουφ πιο χαμηλά και τον κοιτάω. Εγώ είμαι 21,5 - 22. Όπως χαζολογάμε γυρνάει και μου λέει «παρεμπιπτόντως εσύ μικρέ έχεις μεγάλο ταλέντο, να προσέξεις λίγο τις ομοιοκαταληξίες, ο κόσμος δεν υποχρεούται να παρακολουθεί ό,τι μαλακία λέμε». Νόμιζα ότι τα πρόσεχα. Φεύγω από εκεί και επί τρεις ημέρες είμαι μαύρος. Γιατί λέω ένας άνθρωπος που έχει γράψει 200 τραγούδια μου λέει ότι δεν προσέχω τον στίχο; Τι δεν κάνω καλά; Και μου έρχεται η απορία, δηλαδή εγώ είμαι συνάδελφος του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη; Και από εκεί μου έρχεται και η άλλη απορία, τι ακριβώς είναι το τραγούδι; Γιατί άλλο πάω με τη φόρα μου και άλλο ξέρω και τι κάνω. Μέχρι τότε δεν ξέρω. Το τραγούδι λοιπόν είναι το ανέκφραστο, το ανομολόγητο και το τωρινό. Μόνο τότε προσφέρεις, μόνο τότε δικαιούσαι να λες επιχειρώ να κάνω τραγούδι. Το ανέκφραστο είναι αυτό που δεν έχουμε πει ποτέ, το ανομολόγητο αυτό που ούτε στον παπά δεν το λες, ούτε στον εαυτό σου. Και το τωρινό. Ασχολούμαστε όλο με το αύριο και το χθες. Το τώρα; Αν κάποιος που ζει τώρα δεν γράψει για το πώς αισθάνεται τον έρωτα τώρα, δεν δικαιούται να γράψει. 400.000 τραγούδια έχουν γραφτεί, η συνεισφορά σου είναι να μας πεις για το τώρα. Συνειδητοποίησα ότι μπορώ να γράψω μόνο με αυτές τις προϋποθέσεις. Λέει κάποιος «τις στήριζες πάντα»; Δεν μπορείς να μην αναρωτηθείς αν καλώς κάνεις ό,τι κάνεις αλλά αυτό δούλευε μέσα μου και κατάλαβα ότι μπορώ να γράφω τραγούδια αλλά μόνο με αυτές τις προϋποθέσεις.

Κώστας Τουρνάς

Αφήνοντας τους δύο πρώτους δίσκους που δεν είναι χαρακτηριστικοί της μετέπειτα πορείας, θα έλεγα ότι είναι το "Κυρίες Και Κύριοι" που ξεκινάει την μετέπειτα πορεία σας, από εκεί και μετά βλέπω τη συνέχεια.

Νομίζω ότι το "Κυρίες Και Κύριοι" έχει δείγματα από τους δίσκους των Poll. Ας πούμε το "Κυρίες Και Κύριοι" ένα "Άνθρωπε Αγάπα" είναι πάλι. Κοινωνικό, ανθρώπινο είναι το περιεχόμενο. Ας πούμε ένας ομοφυλόφιλος δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος ακούγοντας τον "Αχιλλέα". Δεν θα μείνει όμως μόνο σε αυτά που λέω εγώ. Λέει ας πούμε «θα μπορούσε να είναι παιδιά σου». Όχι συναισθηματικά. Ρεαλιστικά. Τι κάνω με έναν ομοφυλόφιλο, τον απορρίπτω κοινωνικά, συναισθηματικά κτλ; Πρέπει να τον βοηθήσω να υπάρχει. Με την ανοχή. Έτσι θες, έτσι κάνεις.

Μια που λέμε για τον "Αχιλλέα", δεν θυμάμαι στην pop κουλτούρα με την έννοια της δημοφιλίας να υπάρχει άλλο τραγούδι που να μιλάει τόσο ανοιχτά για την ομοφυλοφιλία.

Ποτέ. Και στον επόμενο δίσκο έρχεται το "Έλλη" που μιλάει για τη γυναικεία ομοφυλοφιλία, μία εκδοχή αυτής. Σε προσωπικό επίπεδο, υπάρχει ένα μύθος που δεν δέχομαι, ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι γεννιούνται με μία τάση ορμονική. Αυτά τα δείγματα, αν ρωτήσεις επιστήμονα, είναι ένα στο δις. Να γεννηθεί ένας άνθρωπος με βιολογική δυσαρμονία. Κατά συνέπεια μιλάς για ψυχοσυνθέσεις. Ο ένας είναι πολύ άντρας «να 'ούμε» θέλει να ξεσκίζει κτλ. Ένας άλλος είναι λεπτεπίλεπτος, ένα τρίτος δεν μπορεί το ένα, μπορεί το άλλο... Αρχίζουν οι ιδιομορφίες. Στην κατηγορία «straight», ας πούμε, η ποικιλία είναι τεράστια. Ο ένας θέλει ετούτο, ο άλλος θέλει το άλλο, εκείνος σιχαίνεται αυτό, αυτός δεν μπορεί. Επιστρέφω λοιπόν και λέω ότι όταν γράφεις ένα τραγούδι και έχει ανομολόγητο μέσα, έχει ανέκφραστο ή έχει τωρινό δεν μπορεί να πάει χαμένο. Θα παρατηρήσεις ότι τον "Αχιλλέα" δεν τον υιοθέτησαν οι ομοφυλόφιλοι απαραίτητα και μόνο. Περισσότερο ήταν οι άλλοι. Τι διακρίνουμε μέσα εκεί. Ότι αν υπάρχει ένας ρατσισμός προς τον Αχιλλέα που είναι ομοφυλόφιλος και ζει στο υπόγειο, έτσι είμαι κι εγώ για τους πλούσιους συμμαθητές μου, ας πούμε. Είμαι ένας Αχιλλέας κάποιου τύπου επειδή είμαι κοντός και αυτοί ψηλοί, χοντρός κι αυτοί κανονικοί κ.ο.κ.. Είναι το διαφορετικό που δεν το μάθαμε ποτέ και ζούμε με τη δική μας περιορισμένη αντίληψη περί ζωής.

Θέλω να πάμε στο "2009 μ.Χ.". Όταν έφτασε αυτή η χρονιά γυρίσατε πίσω να δείτε πώς το βλέπατε και πώς είναι; Μάλιστα εκείνη η χρονιά σας βρίσκει και υποψήφιο ευρωβουλευτή. Το οποίο σημαίνει ότι αναζητάτε την ανάγκη κάπως να δραστηριοποιηθείτε;

Για να κλείσουμε το πολιτικό κομμάτι, η υποψηφιότητά μου ήταν μία ματαιοπονία μου. Ήταν ένας αυθορμητισμός που δεν είχε σχέση με εμένα. Για τον απλούστατο λόγο ότι αν όλη σου τη ζωή κάνεις τραγούδια, με κανέναν τρόπο δεν θα ήθελες να είσαι πολιτικός. Συνηγόρησε σε αυτό ότι από το 2000 και μετά η δισκογραφική δραστηριότητα έχει πέσει, τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ και κάποια στιγμή μου γίνεται μία πρόταση λόγω συνδικαλιστικής δράσης με τους τραγουδιστές η οποία δεν είναι ελκυστική. Θέλει ο Καραμανλής να μπεις στο ψηφοδέλτιο, μου λένε, αλλά όχι σε εκλόγιμη θέση. Άρα το να μπεις «εντάξει» δεν έχει συμφεροντολογία και έχει και έναν αυθορμητισμό που είναι μάταιος. Εκείνη τη ζωή δεν σκέφτομαι «τι προσπαθώ να κάνω; Δεν θα είμαι τραγουδιστής πια, θα είμαι πολιτικός». Θεωρώ ότι είναι μία πλάνη μου.

Πέρα από αυτό λοιπόν, γυρνάει ο στιχουργός να πει τι έβλεπα τότε και τι βλέπω τώρα που το ζω;

Χοντρικά ό,τι έλεγε το τραγούδι έγινε. «Τότε που ο πλανήτης μας θα 'ναι οπλοστάσιο και οι δρόμοι θα μοιάζουν με αρένα». Τα ζήσαμε αυτά την ίδια χρονιά και την προηγούμενη. Θα μου πεις, «τι, έχεις το χάρισμα;». Θα σου πω, ένα παιδάκι οχτώ-εννιά χρονών έχει το χάρισμα. Γιατί, επειδή το γνωστικό του πεδίο δεν είναι μεγάλο έχει την ελευθερία να κοιτάζει και η ματιά πάει μακριά. Δηλαδή μπορεί ένα παιδάκι να σου πει κάτι που θα γίνει, όχι γιατί είναι διορατικός αλλά γιατί από αυτά που βλέπει γύρω του βλέπει και τον δρόμο. Δεν αποσπάται η ματιά του από τα προσωπικά του. Είναι το συνειρμικό που έλεγα προηγουμένως ότι απειλεί τους ανθρώπους. Καταλήγω λοιπόν ότι είναι η ηλικία, βλέπεις αρκετά πιο καθαρά.

Σταχυολογώντας κάποια τραγούδια από τη δισκογραφία σας, θέλω να πιάσω τη "Φλέβα". Έχει γραφτεί με κάποια αφορμή, κάποιον διπλανό σας; Έχει αναφερθεί ας πούμε ο Σιδηρόπουλος. Επίσης και αυτό δεν είναι ένα θέμα που εύκολα κάποιος θίγει και μάλιστα δημοφιλής τραγουδιστής. Και τρίτο έχουμε στην Ελλάδα ένα ταμπού να μη μιλήσουμε για τα ναρκωτικά ακόμα και στο rock. Συζητιέται αλλά ποτέ ανοιχτά. Για παράδειγμα συζητιέται ευρέως ότι ο Βλάσσης Μπονάτσος έφυγε από την κοκαΐνη...

...αλλά δεν το ομολογάμε. Τι είπαμε προηγουμένως ότι είναι το τραγούδι; Το ανομολόγητο. Αυτό είναι αυστηρά δική μου άποψη, δεν το παίζω δάσκαλος, οι πιθανότητες να πλανιέμαι είναι μεγάλες. Έχεις λοιπόν απέναντί σου έναν άνθρωπο που σουτάρει ηρωίνη. Δεν θα το πούμε ποτέ; Μα αυτό πρέπει να πούμε. Ο Παύλος ήταν παιδικός φίλος της γυναίκας μου και η αδερφή του επίσης. Ήταν ένα χαρμόσυνο πλάσμα, ένας άνθρωπος φωτεινός, έλαμπε αυτό το παιδί. Τον βλέπουμε μία μέρα, ενώ ξέρουμε ότι έχει βουλιάξει, στο "Αχ Μαρία" και κατεβαίνει να μας δει που θα είχε μία παράσταση στο An απέναντι. Και είναι ο Παύλος που ξέρουμε. Ώπα! Καθάρισε, τι έγινε; Υγιής, ωραίο χρώμα. Πιάνουμε κουβέντα κτλ. Μετά από έναν χρόνο πέθανε. Για τον "Αχιλλέα" που λέγαμε, έχω δει τη μάνα του Μαρίνου στο πρώτο κάθισμα να τον βλέπει να κάνει παράσταση. Έκανε μία παρλάτα ο Γιώργος κανά οκτάλεπτο, που το ζουμί ήταν το «να 'χα κι εγώ τη δικιά μου αγάπη». Δηλωμένος ομοφυλόφιλος, τον βλέπει και ξαφνικά όταν λέει αυτή την παρλάτα, την βλέπω από το καμαρίνι να σοβαρεύει και ένα δάκρυ να τρέχει ανέκφραστα. Αυτό είναι ερέθισμα για τον "Αχιλλέα". Ο Παύλος είναι «ερέθισμα» για τη "Φλέβα". Και όχι μόνο ο Παύλος, πολλοί από τη γενιά μας βουλιάξανε. Εκείνη την ώρα θλίβεσαι με το αποτέλεσμα και ψάχνεις ενστικτωδώς τη λύση. Η "Φλέβα" είναι μελαγχολικό τραγούδι γιατί δεν δίνει λύση. Λέει όμως ότι είναι καθρέφτης μας, δηλαδή ψιλοναρκομανής είσαι κι εσύ. Και όλο αυτό είναι γέννημα δικό μας, όχι δικό του. Μπορεί να μην έχει λύση το τραγούδι αλλά έχει δήλωση, έχει καταγραφή. Αυτό είναι ο και "Αχιλλέας", η "Έλλη"... Τραγούδια που θεματολογικά δεν τα ανεχόμασταν σαν κοινωνία. Έχουμε και το χριστιανο-ορθόδοξο, ασχέτως τι εφαρμόζουμε, έχουμε δηλαδή ένα μπούσουλα να πηγαίνουμε που «δεν επιτρέπει». Δεν έχει να κάνει με τον ηθικό μας κώδικά όσο με το «τι θα πουν οι άλλοι» . Έτσι, με το τι θα πουν οι άλλοι δεν καταπιάσαμε ποτέ θέματα που είχαμε ανάγκη να φιλιώσουμε με αυτά σαν κοινωνία. Πρέπει να δούμε πώς κοινωνικά θα συνυπάρξουμε χωρίς συγκρούσεις. Αυτό γίνεται μόνο με την ανοχή. Ανοχή δεν σημαίνει υποχωρώ, σημαίνει μπορώ να ζω με αυτό, είναι δίπλα στο συγχωρώ αλλά καλύτερο. Το συγχωρώ σημαίνει έχει γίνει και το δέχομαι, ενώ η ανοχή σημαίνει το δέχομαι την ώρα που συμβαίνει. Το συγχωρώ με την ετοιμολογία του, ζω στον ίδιο χώρο.

Γυρνώντας σε καθαρά μουσικό κομμάτι, από το "Σινεμά" και μετά διακρίνω μία αλλαγή στη χροιά της φωνής. Πιο πριν ακούγεται πιο...

...παιδική. Είναι τα χρόνια και η εμπειρία. Εγώ δεν ξεκίνησα να τραγουδήσω. Θα προσέξεις ότι στους Poll έχω γράψει δεκαπέντε τραγούδια, τα εφτά τα λέει ο Λογαρίδης και τα άλλα πέντε ο Ρόμπερτ. Στα "Απέραντα Χωράφια" μάλιστα μου έγινε και άλλη ερώτηση. Ποιός θα τραγουδήσει; Ήξεραν ότι δεν έχω τη φιλοδοξία. Είπα κι εγώ ότι δεν ξέρω κανέναν τραγουδιστή να θέλει να πει ένα τραγούδι σαράντα λεπτά και δεν ξέρω και σε τι θα τον εξυπηρετούσε. Από την αγάπη μου για το τραγούδι, πάσχιζα να βελτιωθώ. Ήταν ένα μικρό σχολείο, ο κόσμος με χειροκροτούσε για να βελτιωθώ εγώ. Έμαθα πολλά από τους λαϊκούς τραγουδιστές οι οποίοι δεν έχουν μουσική παιδεία σολφέζ αλλά έχουν μάθει πώς να χωράνε μέσα στη μουσική τον λόγο. Κι αυτό είναι ένα καλό σχολείο που όσο πιο δυτικά πας τόσο λιγότερο ισχύει. Δηλαδή αν ακούσεις Michael Jackson είναι όργανο μέσα στη μουσική, είναι αυστηρός, δεν κουνιέται. Ο λαϊκός τραγουδιστής δεν είναι έτσι, θα τραβήξει, θα απλώσει, θα γλιστρήσει τη νότα να την ανεβάσει μέχρι εκεί που θέλει. Βελτίωσα πράγματα στην πορεία. Από το '80 και μετά κυρίως.

Όσο όμως βλέπω τη φωνή να βελτιώνεται, βλέπω να εγκαταλείπεται η κιθάρα.

Από το "Λίγη Αμαρτία" και μετά δεν παίζω κιθάρα. Τι έγινε, υπάρχουν δίπλα μας καταπληκτικοί κιθαρίστες. Ε, γαμώτο, να έχεις στη διάθεσή σου έναν άνθρωπο που εκφράζεται καλύτερα μουσικά και να παίζεις εσύ; Γιατί το έκανα πριν; Μες στη φόρα. Όταν όμως θες το αποτέλεσμά σου όσο καλύτερο γίνεται... Επικουρική ήταν πάντα η κιθάρα, ποτέ δεν ήταν κυρίαρχη.

Κώστας Τουρνάς

 

Θα κάνω και το παράπονο τώρα μπαίνοντας στα της δεκαετίας του '80, παράπονο παγκόσμιο βέβαια της εποχής. Ενώ συνθετικά παραμένει το επίπεδο, ενορχηστρωτικά τα τραγούδια είναι τόσο στην εποχή τους που ακούγονται πλέον παρωχημένα. Τα synthesizer, τα flanger της κιθάρας... Πώς ακούγονται πλέον live χωρίς αυτή την ενορχήστρωση; Σας αρέσουν περισσότερο;

Ο άνθρωπος για να μάθει να συμπεριφέρεται έχει όλο του το γνωστικό να ανήκει στο μιμητικό. Τίποτα δεν έχει που να μην έχει μιμηθεί. Αυτό μπορεί και να το κάνεις συνειδητά. Κάποια στιγμή γίνεσαι αιχμάλωτος και πρέπει να φύγεις από αυτό. Δυστυχώς υπάρχουν και κατηγορίες ανθρώπων που δεν αντιλαμβάνονται την αιχμαλωσία τους και για μεγάλα διαστήματα μάλιστα. Έτσι και η δεκαετία του '80 στους μουσικούς είχε κόλλημα. Κάπου κόλλησε. Σημασία έχει ο ίδιος να απομυθοποιήσεις το μιμητισμό σου και την ευκολία που σου δίνει. Στο τέλος εσύ θα το απολαύσεις. Τα τραγούδια, αν θεωρείς ότι το περιεχόμενο έχει ενδιαφέρον και τώρα, θες να το πεις και τώρα, αν δεν τα αλλάξεις ηχητικά, αποκλείεσαι μόνος σου. Γιατί οι άνθρωποι που θα έρθουν να σε ακούσουν ζουν ένα άλλο «τώρα». Αν δεν επιχειρήσεις να το ζήσεις και εσύ, δεν θα ακούγεσαι παλιομοδίτης;

Αυτή η παρόρμηση σας έχει πιάσει ποτέ και στο ήδη ηχογραφημένο τραγούδι;

Ε βέβαια. Και πολλές φορές αν σε ενδιαφέρει το περιεχόμενο, θες να το αναμοχλεύσεις όλο.

Μπαίνει η δεκαετία του '90. Το ελληνόφωνο rock είναι στα πάνω του. Νέα συγκροτήματα, δισκογραφικές από πίσω... Υπάρχει κάποια αμηχανία ενός μουσικούς που είναι ήδη κάποια χρόνια στον χώρο, μπροστά στο καινούργιο;

Δημιουργείται, είτε το ξέρεις, είτε όχι. Όχι σε επίπεδο ανταγωνιστικό. Αναρωτιέσαι «εγώ έπαψα; Κάτι δεν κάνω καλά». Είναι η ίδια αμηχανία του «είμαι συνάδελφος του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη;» αλλά με άλλο ερέθισμα. Είπα και προηγουμένως και το λέω με συστολή γιατί είναι βαριά λέξη, έχω ένα μέρος αφοβίας. Ξέρω ότι η αμηχανία δεν με ακινητοποιούσε, δεν με φόβιζε. Έχω ακούσει στην πορεία από φίλο μου που μιλάει με τον διευθυντή της εταιρία όπου ανήκω ότι του είπε «ε, ο Τουρνάς πέθανε, εντάξει τώρα». Και δεν μου δημιουργεί τίποτα, σκέφτομαι «τον καημένο». Και επιμένω γιατί είναι ένα κλειδί για τη συνέντευξη που κάνουμε, ο άνθρωπος που δεν φοβάται θα βρει δρόμους. Όποιος αντιμετωπίζει τον φόβο του, όχι τον κρύβει κάτω από το χαλάκι, είτε είναι ο αρχέγονος του θανάτου, είτε είναι της πείνας, της απόρριψης κ.ο.κ. ξεφεύγει από την αιχμαλωσία και ανοίγει δρόμους ανέλπιστους. Η νέα γενιά έχει σήμερα να αντιμετωπίσει ένα ντουβάρι. Αν δεν φοβηθεί θα βρει και τους ορίζοντες. Άσε το ντουβάρι να υπάρχει, πάντα θα υψώνεται ένα ντουβάρι.

Οι Poll επανενώθηκαν δύο φορές, μία στις αρχές της δεκαετίας του '80 και μία στις αρχές της δεκαετίας του '90. Ποιοί οι λόγοι; Την πρώτη φορά ήταν να γιορτάσουμε το παρελθόν μας; Τη δεύτερη ήταν αναζήτηση; Το συνδέω δηλαδή με την προηγούμενη ερώτηση, μήπως ψάχνοντας να βρω τη νέα θέση μου κοιτάω στο παρελθόν μου για να επαναπροσδιορίσω τη θέση μου;

Μπορεί για το '90 να έχεις δίκιο. Μπορεί να υπάρχουν τέτοια στοιχεία ανεξερεύνητα ακόμα από εμάς. Τώρα που το λες δηλαδή, θα μπορούσε. Τη δεκαετία του '80 επίσης είχε χαρακτήρα γιορτής. Αλλά και στις δύο περιπτώσεις υπήρχε η επιμονή μίας παραγωγής. Η οποία δεν έλειψε και ποτέ και πέρυσι έγινε μία απόπειρα. Αν πιάσουμε το γιατί αυτές οι δύο συναυλίες μπορεί εκ των υστέρων να το προσδιορίζουμε επιστημονικά αλλά η ζωή μας δεν είναι αυτή η επιστημονικότητα. Δηλαδή «ναι» σε όσα είπες και σε άλλα τόσα που μπορούμε να βρούμε και δεν θα ωφελούσε σε τίποτα παρά μόνο τον ίδιο που θα διαπίστωνε τη δική του αφετηρία. Αν ας πούμε εγώ το έκανα μόνο για τα λεφτά και το συνειδητοποιήσω, είναι μία πληροφορία σοβαρή που με κάποιο τρόπο μπορεί να με ελευθερώσει. Αν το έκανα χαρούμενος πάλι το ίδιο. Σημασία δεν έχει τόσο να το σταθμίσουμε αλλά να το δούμε συνολικά με όλους τους παράγοντες που το επηρέασαν. Για παράδειγμα αν με ρωτήσεις «έχεις γράψει ποτέ παραγγελιά;», βέβαια έχω γράψει. «Έχεις κάνει δουλειά μόνο για τα χρήματα;». Είναι δυνατόν να μην έχω κάνει; Δεν το ομολογούμε γιατί φοβόμαστε τι θα πουν οι άλλοι. Σε μία δουλειά κάποτε με πίεσαν και βγήκε τζούφια. Αν ήθελες σου έγραφα 40 τραγούδια μέσα σε τρεις ώρες. Έχω τους μηχανισμούς να το κάνω. Το θέμα είναι υποκύπτεις σε αυτό; Έχω υποκύψει σε περιόδους φόβου. Γιατί ο ενήλικας σταθμίζει τις συνθήκες και αποφαίνεται. Αν αποφανθεί λοιπόν ότι το πράγμα είναι επίφοβο, οδηγείται σε μαλακίες.

Κλείνοντας να ρωτήσουμε για την επερχόμενη συναυλία στο Gagarin. Τι ακριβώς ετοιμάζεται, είναι ένας πιο συναυλιακός, πιο rock χώρος γενικά. 

Στο Gagarin θα κάνουμε το πρόγραμμα που συνήθως κάνουμε με κάποιες αλλαγές. Παρότι είναι συναυλιακός χώρος και έχει δεχθεί και σκληρό rock και metal κ.τ.λ., θα υπάρξει και κάποια στιγμή που θα επιχειρήσουμε να ακούσουμε μία κιθάρα - μία φωνή. Αυτό που καμιά φορά το κάνεις σβήνοντας όλα τα φώτα. Θα είναι και δυο φίλοι που δεν λέω τα ονόματά τους γιατί θα έρθουν έτσι για τη βόλτα και μου είναι αγαπημένοι και οι δύο. Κάνουμε μία φροντίδα παραπάνω δηλαδή εδώ.

  • SHARE
  • TWEET