Αδελφοί Κατσιμίχα

Beat Poetry

Λύχνος / Μετρονόμος (2012)
Από τον Κώστα Σακκαλή, 18/07/2012
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Η επιστροφή των αδελφών Κατσιμίχα στις συναυλίες και τις από κοινού εμφανίσεις, γρήγορα έβαλε στις κακιές γλώσσες τις αφορμές που χρειάζονταν για να μιλήσουν για «ξεπούλημα», οικονομικό συμφέρον και λοιπές ομορφιές. Συνέχιζαν μάλιστα προβλέποντας ότι «να δείτε τώρα που θα ακολουθήσει και νέος δίσκος προκειμένου να βγάλουν ακόμα περισσότερα». Θα μπορούσε το "Beat Poetry" να θεωρηθεί η επιβεβαίωσή τους; Σε καμία περίπτωση, γιατί τέτοια κυκλοφορία ούτε που τη φαντάζονταν.

Προς τιμήν τους, οι Κατσιμίχες πάντα βάδιζαν ταυτόχρονα εμπορικά και αντιεμπορικά. Για κάθε "Ρίτα-Ριτάκι" υπάρχει ένα "Υπόγειο", για κάθε "Νύχτωσε Νύχτα" ένας "Θεόφιλος Χατζημιχαήλ" κ.ο.κ. Και τα πραδείγματα μόνο τυχαία δεν είναι, καθώς αποδεικνύουν πέραν των άλλων και την αγάπη τους για την ποίηση που δε δίστασαν να επιδείξουν σχεδόν σε κάθε δίσκο τους. Η επιστροφή τους, λοιπόν, στη δισκογραφία γίνεται με το πιο «δύσκολο» και επιρρεπή σε εμπορική αδιαφορία πόνημα. Μία συλλογή μελοποιημένων (με την αυστηρή ή τη χαλαρή έννοια του όρου) ποιημάτων της beat γενιάς.

Η γενιά αυτή υπήρξε το πρώτο ίσως καλλιτεχνικό ρεύμα που αμφισβήτησε τόσο έντονα και συνειδητοποιημένα από μία νεανική οπτική, τον Δυτικό τρόπο ζωής όπως είχε αρχίσει να ορίζεται στη μεταπολεμική Αμερική. Όπως πολύ επιτυχημένα αναφέρουν οι ίδιοι οι Κατσιμίχες, η beat ποίηση αποτέλεσε το «γλωσσικό αντίστοιχο» του rock ήχου, περίπου μία δεκαετία πριν ο rock ήχος ακόμα διαμορφωθεί οριστικά. Δεν είναι τυχαίο ότι οι μεγαλύτεροι εκπρόσωποι της γενιάς αυτής (Kerouac, Ginsberg, Burroughs) ενέπνευσαν και συνδέθηκαν με τους πρώτους rock καλλιτέχνες, από τον Dylan μέχρι τον Bowie, αλλά και την παράπλευρη rock κουλτούρα (τους Merry Pranksters, τον Timothy Leary και τα λυσεργικά πειράματα, τα φεστιβάλ, τις ταινιές...), ενώ στυλιστικά έδωσαν το έναυσμα για τους πιο προχωρημένους μουσικούς πειραματισμούς.

Παρότι η beat γενιά εμπνεύστηκε με τη σειρά της και συμβίωσε με την Be-bop jazz η οποία συχνά αποτελούσε τη συνοδεία κατά τη δημόσια απαγγελία των ποιημάτων, ο Χάρης και ο Πάνος επιλέγουν να ντύσουν μουσικά τα ποιήματα με μία ποικιλία ήχων μακριά πάντως από αυτό που έχουμε στο μυαλό μας ως καθαρόαιμο, πολύ περισσότερο δε, «ελληνικό» rock. Ακολουθώντας τις επιταγές του εκάστοτε τραγουδιού η ενορχήστρωση μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο σκοτεινή, έντονη ή απλά συνοδευτική, στριφνή ή ακραιφνώς μελωδική, δυτική ή ακόμα και σχεδόν ethnic.

Το σπουδαιότερο ίσως στο "Beat Poetry" είναι ότι οι Κατσιμίχες έχουν κάνει τη μετάφραση στα ποιήματα που παρουσιάζονται (των Ginsberg, Burroughs, Bukowski, Corso, McClure) οι ίδιοι, ενώ δεν έχουν διστάσει να συνδυάσουν αποσπάσματα από διαφορετικά ποιήματα προκειμένου να καταλήξουν στο εννοιολογικό συμπέρασμα που επιθυμούν. Συμμετέχουν δηλαδή δημιουργικά στο αποτέλεσμα πέραν την μουσικής ένδυσης. Το οποίο αποτέλεσμα κρίνεται επιτυχημένο περισσότερο στα σημεία που κυριαρχεί η απαγγελία παρά στα τραγουδιστά, τα οποία έχουν μεν μία trademark Κατσιμιχαίικη μελωδία αλλά, παρότι ευχάριστη, δεν πρωτοτυπεί. Επίσης σημαντική είναι η έντυπη έκδοση που συνοδεύει το CD με πολλές πληροφορίες τόσο για τους Κατσιμίχες όσο και για το Beat κίνημα.

Αν το μέτρο σύγκρισης για τον συνδυασμό rock και ποίησης είναι ίσως η "Ύδρα Των Πουλιών" των Socos - Πουλικάκου, το "Beat Poetry" κρίνεται επιτυχημένο μεν αλλά σε χαμηλότερο επίπεδο. Κι αυτό γιατί είναι σαφές ότι, ενώ η ενορχήστρωση είναι ταιριαστή και μετρημένη, δεν είναι σε κανένα σημείο οργανικό κομμάτι του αποτελέσματος, παραμένει εσκεμμένα μετριοπαθής (με μοναδική εξαίρεση την blues κιθάρα του Σπάθα και το πιάνο του Μπέλλου στο "Ουρλιαχτό"). Καλωπίζουν, αναντίρρητα, τις απαγγελίες αλλά είναι η Beat ποίηση που ουσιαστικά προβάλλεται και φυσικά εντυπωσιάζει. Αυτό όμως φαίνεται να είναι εξαρχής και ο στόχος του άλμπουμ, έτσι δεν είναι;
  • SHARE
  • TWEET