The End

Allt Är Intet

RareNoise (2020)
Από τον Αντώνη Καλαμούτσο, 19/11/2020
Ιδιοφυείς, «ενοχλητικοί» και πρωτοποριακά πειραματικοί, οι The End δείχνουν τον δρόμο για την κάθαρση, μέσα από τα πιο απρόσμενα μουσικά μονοπάτια
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Θέλει ένα ειδικό θράσος να ονομάσεις την μπάντα σου Το Τέλος. Με τόσους καλλιτέχνες να κινούνται στις πιο απομακρυσμένες ακτές της εκφραστικής/ηχητικής ακρότητας, δεν φαίνεται ταιριαστό όνομα για ένα σκανδιναβικό σχήμα με jazz αφετηρίες. Και όμως, το αριστουργηματικό ντεμπούτο τους "Svårmod Och Vemod Är Värdesinnen" του 2018 ήταν ένα ανατρεπτικό δημιούργημα, τόσο πανώριο μέσα στην καταστρεπτικότητα του, που φάνταζε σαν να προοιωνίζει το τέλος κάθε μουσικού είδους. Οι The End δεν είναι ένα ακόμα αυτοσχεδιαστικό σχήμα και σίγουρα δεν είναι μια απλή μπάντα.

Τα έργα και οι ημέρες του Mats Gustafsson αποτελούν πιθανόν γνώση οικεία στους φίλους της πειραματικής/αυτοσχεδιαστικής μουσικής. Παρόλα αυτά, ο συναρπαστικός αυτός δημιουργός, στους The End είναι απλώς ο ένας από τους πέντε, ο τύπος με το βαρύτονο σαξόφωνο. Δίπλα του στο τενόρο σαξόφωνο βρίσκεται ο Kjetil Møster. Στη βαρύτονη κιθάρα ο Anders Hana και στα τύμπανα ο «νέος» Børge Fjordheim. Μπροστά τους η Sofia Jernberg, μια τραγουδίστρια την οποία αποθέωνα και πέρσι στο εκπληκτικό "Arrival" των Fire!Orchestra. Παρά το γεγονός ότι όλοι τους είναι εξαιρετικότατες μονάδες, η ένωση τους σηματοδοτεί ένα διαφορετικό καλλιτεχνικό κτήνος.

Ο τίτλος του άλμπουμ μεταφράζεται ως Τα πάντα είναι ανυπαρξία, οι The End όμως μοιάζουν να προσπαθούν να ταυτίσουν τον απόλυτο μηδενισμό με την απόλυτη ανθρώπινη έκφραση. Αυτός είναι ένας παράξενος κόσμος, όπου τα ουρλιαχτά των πνευστών πνίγονται σε αυτοσχεδιαστικά free jazz κρεσέντο κι ενώνονται ισόποσα με τον θόρυβο, τον ρυθμό και τον ανέλπιστο λυρισμό. Η κιθάρα του Hana, αν και δεν διαθέτει παραμόρφωση, φέρνει κοντά τις ψυχεδελικές αλλά και τις grindcore καταβολές του βιογραφικού του και απλώνεται σε όλο το πλάτος του υλικού. Η ικανότητα του Gustafsson να παράγει doom θέματα από το σαξόφωνο του είναι γνωστή και δεν είναι ψέμα ότι μεγάλο μέρος του άλμπουμ έχει μια βαριά, αποπνικτική και κατεπείγουσα αίσθηση.

Κι όμως όλα ξεκινάνε με μια folk διασκευή. Στο ίδιο πνεύμα που ο Gustafsson πέρσι αναμόρφωσε το συγκλονιστικό "Blue Crystal Fire" του μοναδικού Robbie Basho, φέτος είναι η σειρά του "It Hurts Me Too" της Karen Dalton, από το μακρινό 1969. Μια υπνωτιστική εκκίνηση στην οποία η Sofia επιδεικνύει μέρος των ερμηνευτικών της δυνατοτήτων, ενώ ο Hana συνοδεύει αφηρημένα με το νορβηγικό παραδοσιακό όργανο Langeleik.

Από εκεί και πέρα, η μουσική θαρρείς πως λούζεται μέσα στο αρρωστιάρικο κίτρινο της τέχνης του Edward Jarvis, την ενοχλητική τέχνη που κοσμεί τα εξώφυλλα τους. Το "Dark Wish (To Per Henrik Wallin)" ξεκινάει ψυχεδελικά, γίνεται doomy, ξεφεύγει με φωνές και σαξόφωνα πριν σβήσει σε μια a capella ομολογία αγάπης προς την Billie Holiday και τον Chet Baker. Το "Intention And Release" εισάγει ένα πένθιμο εμβατηριακό θέμα που συνοδεύει τη σχεδόν spoken word ερμηνεία και τους σίγουρα αμφίσημους στίχους. Η αίσθηση που συχνά αφήνουν οι The End, η αίσθηση ενός συγκαλυμμένου μανιφέστο, είναι εδώ ξεκάθαρη.

Οι επόμενες δυο συνθέσεις υπογράφονται από τον Hana και βασίζονται αρκετά στα βασικά τους κιθαριστικά μοτίβα - θυμίζοντας αρκετά το kraut άγγιγμα του πρόσφατου "Nedresa" EP. Εδώ θα ακούσεις τις βαρύτερες στιγμές του άλμπουμ, τους αλλόφρονες μιμητισμούς του σαξοφώνου από την Jernberg, τις κραυγές των μουσικών μέσα από το studio, έναν υποβόσκων folk λυρισμό και μια παρατεταμένη ανάγκη κάθαρσης. Μια κάθαρση που τελικά θα επέλθει με μια διασκευή στο "Imani" του σαξοφωνίστα Dewey Redman από το "The Ear Of The Behearer" του 1973, υπονοώντας το άχρονο της εξερευνητικής jazz.

Συχνά στα δελτία τύπου, η περιγραφή ενός άλμπουμ συνοδεύεται από τη λέξη visceral, οι The End είναι όμως από τους λίγους που αξίζουν τον χαρακτηρισμό. Διότι πέρα από το αν η μουσική τους δανείζεται από την jazz, το psych, το metal ή το noise, το σημαντικό είναι ότι πάει κατευθείαν στα σωθικά. Το "Allt Är Intet" είναι ένα άλμπουμ που απευθύνεται εκεί (στο σώμα) και σε κάνει να νιώθεις κάτι άγνωστο: την ανάγκη για έναν ξεσηκωμό, για δράση ή για κάθαρση. Τα περισσότερα άλλα άλμπουμ ακούγονται ήπια μπροστά στην ψυχική ένταση που ξυπνάει, όσο κι αν ίσως διαπιστώσεις ότι η ανάταση κρύβεται κάτω από την πιο σκληρή πέτρα. Οι The End στέκονται στην επαύριο της προοδευτικά σκεπτόμενης μουσικής κι ίσως η ακρόαση της μουσικής τους - μια μουσική που υπνώτισε πέρσι ένα ολόκληρο Roadburn - σε κάνει να καταλάβεις ότι το τέλος έχει ήδη έρθει. Η κρίση όμως εκκρεμεί.

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET