Steamroller Assault

Dead Man's Hand

Eat Metal (2017)
Από τον Βασίλη Σκιαδά, 26/04/2017
Γερή κλωτσιά ανεμελιάς
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Αν κάποιος είχε απορία για το πώς θα ακουγόταν ένας δίσκος που οι επιρροές του ξεκινούν από τα blues, συνεχίζουν μέσα από το βρώμικο rock 'n' roll των Μotorhead και το NWOBHM των πιο πρόστυχων εκπροσώπων του (βλ. Venom, Tank, Withfynde, κλπ) και καταλήγουν στους Running Wild της μεσαίας εποχής, το "Dead Man's Hand" των Steamroller Assault, θα του τη λύσει (την απορία). Όσο και να ακούγεται παράδοξο κάτι τέτοιο, ο τρίτος πλήρης δίσκος των Αθηναίων είναι ακριβώς αυτό το περίεργο μείγμα. Ακόμα πιο παράδοξο, όμως, είναι το ότι αυτό το μείγμα είναι ενδιαφέρον και κυρίως άκρως διασκεδαστικό.

Ας μην αναλωθούμε στο αν αυτό που ακούμε είναι rock, είναι heavy metal, είναι blues, είναι οτιδήποτε άλλο. Το "Dead Man's Hand" είναι απλώς το χωνευτήρι των ακουσμάτων των Steamroller Assault, οι οποίοι αποτύπωσαν την αγάπη τους για τη σκληρή, άνευ «προβληματισμών» και ραφιναρίσματος μουσική. Είναι δε ξεκάθαρο, πως τα συναισθήματα που κατακλύζουν τον δίσκο είναι αυτά της ανεμελιάς και της χαράς (κυρίως της... σεξουαλικής.). Δεν υπάρχει χώρος εδώ για θλίψη, μεμψιμοιρία και μιζέρια. Η ζωή είναι εκεί έξω, με τα ζουμερά κορίτσια, τα γρήγορα αυτοκίνητα και φυσικά τις βρώμικες Les Paul κιθάρες. Οι Steamroller Assault απλά μας κλωτσάνε στον κώλο για να βγούμε και να ζήσουμε αυτήν τη ζωή και να ρουφήξουμε τις χαρές της σαν να μην υπάρχει αύριο.

Ας μην μπερδευτεί κανείς και θεωρήσει ότι οι Steamroller είναι τίποτα «χυμαδιά» ως μουσικοί, πουλώντας την κουλαμάρα τους ως «άποψη». Αντιθέτως, το παίξιμο εδώ είναι υψηλού επιπέδου, είτε μιλάμε για τα bluesy κιθαριστικά solo και τα Running Wild-ικής αισθητικής riff του «θρασόσκυλου» Witchkiller, είτε για τη βρώμικη φωνή του Namiroth είτε για το ισοπεδωτικό rhythm section που groove-άρει όταν πρέπει ("Midnight Blues", "You Ain't So Pretty When I'm Sober") αλλά και κοπανάει αλύπητα, σε στιγμές μεταλλικής έξαρσης ("Dead Man's Hand", "When A Girl Loves A Woman", κλπ).

Σύντομα και άμεσα είναι όλα τα τραγούδια του "Dead Man's Hand", τα οποία ακούγονται αμέσως γνώριμα και οικεία στον ακροατή και κυρίως είναι κομμένα και ραμμένα για το σανίδι. Την παράσταση, πάντως, θα έλεγα πως κλέβει το "Skull Island", ένα mini έπος στο ύφος των Running Wild, το οποίο ξεκινάει με ένα απρόσμενα ταιριαστό (ταμάμ, που λένε...) σμυρνέικο ταξίμι, το οποίο εξελίσσεται σε ένα folk-metal riff που θα έκανε τον Rolf Kasparek περήφανο. Φανταστικό.

Η παραγωγή του Νίκου Παπακώστα (Entasis Studios) είναι κλασικά παλιομοδίτικη και «φυσική», συνεπής προς το ύφος της μπάντας. Ίσως χρειαζόταν λίγη περισσότερη προσοχή στα φωνητικά, που ακούγονται κάπως «ξερά» και δίχως «βάθος», αλλά αυτό πιθανόν να είναι θέμα επιλογής και δεν αποκλείω να αρέσει έτσι περισσότερο σε κάποιους. Από εκεί και έπειτα, είναι αληθινά αξιοθαύμαστη η δουλειά που έχει γίνει στις κιθάρες και ιδίως στα lead μέρη και τα solo, αλλά και στα ρεφρέν των τραγουδιών που θα στριφογυρνούν στο μυαλό, ακόμα και μετά την πρώτη μόλις ακρόαση.

Μην κάνετε το λάθος και ακούσετε αυτόν τον δίσκο νηφάλιοι ή στο γραφείο. Στην πρώτη περίπτωση θα χάσετε τουλάχιστον το 50% της απόλαυσης που μπορεί να προσφέρει, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, είναι πιθανό να τα βροντήξετε όλα και να φύγετε τρέχοντας από κει μέσα. Προμηθευτείτε μπυρούλες και φτηνό ουίσκι (με ξηροκάρπι), μαζέψτε την παρέα και «κουμπώστε» τον δίσκο στα ηχεία. Caterpillar-ικό άκουσμα.

  • SHARE
  • TWEET