Simone Simons
Vermillion
Κόκκινες σκιάσεις σε ένα κατά τ’ άλλα ολοκληρωμένο μουσικό πορτραίτο
H Simone Simons δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Αρκεί να πούμε τη μαγική λέξη Epica κι έχουμε συνεννοηθεί. Η χαρισματική τραγουδίστρια και συνθέτιδα των Ολλανδών εδώ επιχειρεί μία στροφή σε πιο solo μονοπάτια, αν και αυτός είναι μάλλον ευφημισμός, αφού έχει στο πλευτό της δύο βασικούς συνεργάτες: τον Μεγάλο Φιλικό Γίγαντα Arjen Lukassen των θρυλικών Ayreon στο τιμόνι της σύνθεσης, και την γυναίκα του, τη στιχουργό και μάνατζερ Lori Linstruth στους στίχους. Η σύμπραξη αυτή μόνο παράδοξη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, αφού η Simons έχει συμμετάσχει σε άλμπουμ των Ayreon στο παρελθόν (τελευταίως στο "Transitus"), ενώ ο Lucassen εν μέρει επαναλαμβάνει με άλλη τραγουδίστρια αυτό που έκανε στους "A Gentle Storm" με την Anneke Van Giersbergen.
Στο "Vermillion" έχουμε να αντιμετωπίσουμε το παράδοξο η Simons να συμμετέχει λιγότερο στον ίδιο της τον προσωπικό δίσκο, απ’ όσο στους συνεργατικούς που κυκλοφορεί με τους Epica, μιας και ο ρόλος της είναι πιο πολύ σκηνοθετικός, παρά περιεχομενικός. Ο δίσκος μοιάζει να έχει χτιστεί ώστε να αναδείξει την Simons ως ερμηνεύτρια, αλλά και ως persona – εύκολα το κόκκινο χρώμα σε παραπέμπει σ’ εκείνη, κι ίσως έπαιξε ένα ρόλο στην επιλογή να χτιστεί θεματολογικά ο δίσκος γύρω απ’ αυτό. Πέρα από το ίματζ, όμως, το άλμπουμ έρχεται να συμπυκνώσει το πού βρίσκεται η Ολλανδή τραγουδίστρια στο μουσικό στερέωμα μέσα από τρεις άξονες: symphonic μπασταρδέματα, συνεργασίες, και, φυσικά, Epica.
Μιλώντας και για τα τρία εν παραλλήλω, ο δίσκος κάνει μία πολύ ασφαλή εισαγωγή. Το "Aeterna" είναι ένα κομμάτι που εύκολα σε κάνει να σκεφτείς γιατί δεν είναι ένα single των Epica; Αν και είναι φανερό ότι ο Arjen Lucassen μόνος του δεν μπορεί να αγγίξει το παίξιμο των πέντε, συνθετικά μπορεί να γίνει απατηλά ίδιος, και υπό τις οδηγίες της Simons υπογράφει μία σύνθεση που ποντάρει στο γνώριμο, σχεδόν συντηρητικό. Από εκεί και πέρα, όμως, έρχονται αρκετές industrial στιγμές, ενώ οι σύντομες διάρκειες και το φωνητικό στυλ που επιλέγει η Simons για τα ευκολομνημόνευτα ρεφραίν ("In Love We Rust" ας πούμε), δείχνει μία διάθεση για πιο poppy ακούσματα και δομές. Στην ηχητική του πλεξούδα, το άλμπουμ περιλαμβάνει μια βαριά αξιοποίηση ηλεκτρονικών στοιχείων, μπαλάντες που προσφέρονται για να ανδείξει τη φωνή της, αλλά και τα brutal φωνητικά της Alissa White-Gluz και του Mark Jansen για το metal ακροατήριο.
Παρά τη γενικότερη ποιοτική συνέπεια σ’ όλη τη διάρκεια του δίσκου, υπάρχουν κάποια κομμάτια που αξίζουν ειδική μνεία. Το "Fight or Flight" δεν είναι μόνο το τραγούδι με την περισσότερη μουσική εμβάθυνση, αλλά κι εκείνο στο οποίο απολαμβάνουμε μία πραγματικά μεγαλειώδη ερμηνεία απ’ την Simons. Εξίσου και το "Dark Night of My Soul", όπου η Simons ξεδιπλώνει το οπερατικό της ταλέντο σε μία μπαλάντα με κλασική ενορχήστρωση που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι κάποιο ποιοτικό bonus track των Epica, ανάλογο ενός "Twin Flames". Δεν περνάει απαρατήρητο ούτε το "R.E.D.", με το μελωδικό του hook και τις λίγο bluesy φράσεις να το κάνουν να ξεχωρίζει, και στο οποίο συναντούμε όλη την παλιοπαρέα των Epica να προσφέρουν gang vocals.
Στο τέλος της ημέρας, το "Vermillion" είναι ένας δίσκος που ίσως λειτουργήσει θερμοκηπιακά για την καλλιέργεια ενός ενδιαφέροντος γύρω απ’ την Simons, είναι αμφίβολο, όμως, αν την ανεβάζει επίπεδο. Απ’ τη στιγμή που δεν ακολουθεί τον solo δρόμο μίας Giersbergen ή μίας Turunen, φαίνεται να μην υπάρχει κι η κρισιμότητα στο να κάνει πραγματικές καλλιτεχνικές τομές που θα την αναδείξουν μακριά απ’ το κεντρικό της σχήμα, κι αντιθέτως προσθέτει μερικές παραπάνω σκιάσεις σε ένα ήδη ολοκληρωμένο μουσικό πορτραίτο. Μάλιστα, χωρίς κάποιο ιδιαίτερα δυνατό στιχουργικό χαρτί, και την ανακύκλωση κλισέ σε ζητήματα ζωής, θανάτου, ανθρωπινότητας, τεχνολογίας, η Simons δεν αναδεικνύει ούτε το ταλέντο που έχει με τις λέξεις (στο "Cradle to the Grave", αντιθέτως, σε κάνει να πιστέψεις πως δεν έχει). Έτσι, το solo project της Simons είναι μεν ένας ευπρόσδεκτος μικρός λίθος που έχεις περιέργεια να επεξεργαστείς για λίγο τα ιδιότροπα νερά του, μα δεν θα σκεφτόσουν ποτέ να αναδείξεις σε προθήκη, αφιερώνοντάς της μία περίοπτη θέση στο σαλόνι σου.