Χαμένος ανάμεσα σε όρια και συναρτήσεις αναζητά το σταθερό του σημείο στη μουσική που ακούει. Θαυμαστής μοναχά της μελωδίας, αδιαφορεί μεν για το είδος του πλαισίου που την παρέχει, όχι όμως και για...

Enemy Inside
Venom
Πόση pop αντέχει το metal, ή μήπως πόσο metal αντέχει η pop;
Η εξέλιξη είναι βασικό ζητούμενο στην πορεία μιας μπάντας, συνήθως. Απλά πρώτο έρχεται το καλή μουσική και μετά το τί μουσική, πάντα. Το αν θα βγει από τα γούστα σου ή θα μπει από εκεί που ήταν απόξω έχει να κάνει αποκλειστικά με το πόσο αφορά συγκεκριμένα εσένα. Αυτή είναι η εικόνα που σχηματίζουν με κάθε νέα τους κυκλοφορία οι Enemy Inside, ξεκινώντας από το alt goth με τις έντονες Evanescence και Lacuna Coil πινελιές το 2018, συνέχισαν στο δεύτερο άλμπουμ με κάποια πιο dark στοιχεία και λίγες επιπλέον αναφορές για να περάσουν σε μια πλήρη αναμόρφωση στο καινούργιο "Venom".
Πολύ πιο βαρύς ήχος στις κιθάρες, ηλεκτρονικά μπλιμπλίκια, core καφρίλες, blegh και breakdowns. Ναι ουσιαστικά μιλάμε για Enemy Inside 2.0. Μεγάλη αλλαγή αλλά που γίνεται χωρίς να πέφτει η προσοχή μόνο στο ύφος, συνοδεύεται από καλογραμμένα τραγούδια που δίνουν και ουσία στο extreme makeover που βάλανε μπρος. Προφανώς στοιχεία της πορείας τους εξακολουθούν να υπάρχουν, η αγάπη της Nastassja για τους Evanescence δεν παίζει να εξαφανιστεί εύκολα, αλλά το μουσικό πλαίσιο στο οποίο κινείται ο τρίτος δίσκος τους είναι απόλυτα ανανεωμένο. Υπάρχουν μέσα τραγούδια που θα μπορούσε να τα έχει επιμεληθεί ο Jordan Fish, παρεμπιπτόντως η επιρροή αυτού του ανθρώπου στην πορεία του σημερινού, εμπορικού, σκληρού ήχου φαίνεται και είναι όλο και πιο τεράστια. Από το εναρκτήριο ομώνυμο κομμάτι μπαίνεις κατευθείαν στο κλίμα, ενώ οι χαμηλοκουρδισμένες κιθάρες του Ευάγγελου Κουκουλάρη, στο "Should Have Known Better", συνδυάζονται άψογα με ένα ρεφρέν που θυμίζει λίγο "Two Faced" των σήμερα Linkin Park. Κι αν τα "Sayonara" και "Fuck That Party" είναι τόσο ξεδιάντροπα που φλερτάρουν μέχρι και με την K-pop, τα "What We Used To Be" και "Don’t Call Me An Angel" έρχονται να μας θυμίσουν τους πρώτους δύο δίσκους της μπάντας. Για μένα η συνύπαρξη αυτή έχει νόημα να διατηρηθεί γιατί δουλεύει. Μεγάλο ατού σε ένα δίσκο είναι να κλείνει με μεγάλη έξοδο και εδώ το έχουμε αυτό, μάλιστα εμφατικά, με το full pop "Let Me Go". Τρομερά memorable που κρατάει την προσοχή ακέραιη στον τερματισμό.
Η στροφή κρίνεται επιτυχημένη, και μάλιστα χωρίς αστερίσκους. Μπορεί να κλωτσάει σε πολλούς η τόσο ξεδιάντροπα electro και pop προσέγγιση, αλλά let’s face it εκεί είναι η θέση των Enemy Inside και αυτή είναι η κατεύθυνση που δείχνει το σήμερα, ούτως ή άλλως.