Γιώργος Νίκας: «Το «χιτ» είναι ένα βιομηχανικό κατασκεύασμα»

...ή αλλιώς ψηλαφίζοντας το πώς και το γιατί οι Holy Monitor είναι από τα συγκροτήματα που κρατάνε ψηλά τη σημαία της νεοψυχεδέλειας στην Ελλάδα

Από τον Κώστα Σακκαλή, 04/12/2018 @ 11:25

Αναλύοντας τελικά πολύ περισσότερα για τη rock μουσική από τον δεύτερο δίσκο των Holy Monitor, η συζήτηση με τον κιθαρίστα, τραγουδιστή και παραγωγό του συγκροτήματος (αλλά και μερικών άλλων της γενικότερης ελληνικής ανεξάρτητης σκηνής όπως οι Noise Figures και οι Zebra Tracks) Γιώργο Νίκα, εξελίχθηκε σχεδόν τόσο με ανοιχτό το μικρόφωνο όσο και με κλειστό. Αν κάτι προέκυψε συνολικά από τη συνάντηση αυτή είναι ένας άνθρωπος που πέρα από το να παίζει μουσική προβληματίζεται κιόλας επί αυτής. Τα θέματα που καλύψαμε ήταν τόσο οι διαφορές ανάμεσα στους δύο πρώτους δίσκους των Holy Monitor, η φύση των τραγουδιών - «χιτ» τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, η διαδραστικότητα με το κοινό τους, αλλά και το αν τελικά θεωρεί τον εαυτό του περισσότερο ντράμερ ή κιθαρίστα.

Γιώργος Νίκας

Αρχικά πες μου πόσο ευχαριστημένοι είστε, κατά πόσο βγήκε ο δίσκος όπως τον θέλατε.

Γράφουμε σιγά - σιγά. Ο τρόπος που γράφουμε είναι ίσως σαν να γράφαμε ηλεκτρονική μουσική, η σύνθεση και η παραγωγή γίνεται on the spot και χτίζεται. Το κάνω στον δικό μου χώρο, οπότε ηχογραφούσαμε συνεχώς κατά τη διάρκεια 3 - 4 μηνών και γίνονταν και μίξεις ταυτόχρονα. Δεν είναι ότι μπαίνουμε στο στούντιο και πρέπει να γράψουμε σε μία εβδομάδα. Έχουμε το χρονικό περιθώριο να αφομοιώσουμε το υλικό, να αλλάξουμε ή να προσθέσουμε πράγματα αν δε μας αρέσουν. Οπότε βγήκε ακριβώς όπως το θέλαμε.

Στα δικά μου αυτιά ο πρώτος δίσκος είχε περισσότερα τραγούδια, με την έννοια συνθέσεις που θα μπορούσε κάποιος να τις αποδώσει και με μία ακουστική κιθάρα και να παραμείνει η ουσία τους. Ίσως έτσι και να δημιουργήθηκαν τα συγκεκριμένα. Ποια η διαφορά στη συνθετική προσέγγιση των δύο δίσκων;

Δεν έγινε σκόπιμα αυτό. Δεν είπαμε στον πρώτο δίσκο ότι θα γράψουμε τραγούδια τα οποία να παίζονται σε κιθάρα ή σε πιάνο. Δεν δουλεύουμε πάνω σε singer - songwriter λογική, δεν κάνουμε κάποια σύνθεση που θα πρέπει είναι ραδιοφωνική ή θα μπορεί να παιχτεί από κάποιον ως διασκευή. Ούτως ή άλλως η μουσική που παίζουμε δεν έχει ανάγκη από κάτι τέτοιο. Είναι ψυχεδελική μουσική, έχει κάποια ambient στοιχεία ίσως και κάποια stoner στοιχεία ή ακόμα και αφρικανικά. Περισσότερο θέλαμε να βγάλουμε ένα αποτέλεσμα που τριπάρει τον ακροατή. Ή έστω που μας δημιουργεί εμάς αυτό το συναίσθημα. Αλλά σε καμία περίπτωση κάτι που θα είναι μία σύνθεση μουσικής βιομηχανίας παλιάς κοπής. Μας έχουν πει ότι το πρώτο άλμπουμ είχε 2 - 3 «χιτάκια», ενώ το δεύτερο δεν έχει. Εμείς γράφουμε μουσική, το «χιτ» είναι ένα βιομηχανικό κατασκεύασμα εξ ορισμού. Μας έχουν μάθει ότι η μουσική πρέπει να έχει απαραίτητα verse/ρεφρέν/verse/ρεφρέν/σόλο/ρεφρέν και τέλος. Αυτό μπορεί να γίνει πολύ περιοριστικό. Αυτήν τη φορά δε μας βγήκε κάτι τέτοιο, γράψαμε μουσική που απλά τη νιώσαμε δική μας, πιο απελευθερωμένοι από τις επιρροές μας και από συγκεκριμένες φόρμες όσο μπορείς βέβαια να το πεις αυτό.

Δεν είναι λίγο αφοριστικό να πεις ότι το «χιτ» είναι μία βιομηχανοποιημένη μορφή μουσικής και να του αποδίδεις και συγκεκριμένα χαρακτηριστικά; Δε θα μπορούσε να είναι ένα τραγούδι που αγαπιέται, τραγουδιέται ίσως παίζεται και στο ραδιόφωνο αλλά είναι και με τους δικούς σας όρους; Και για να αναφέρω ένα παράδειγμα που είχα γράψει και στην παρουσίαση του δίσκου σας, οι Black Angels έκαναν επιτυχία με το "Young Men Dead".

Δε θεωρώ απαραίτητα «χιτ» το "Young Men Dead". Δεν πιστεύω πως έχει τέτοια στοιχεία. Ένα catch phrase ή ένα εύκολο ρεφρέν που θα σου κολλήσει. Είναι και 5:30 λεπτά. Έγινε «χιτ» γιατί υπάρχουν από πίσω άνθρωποι που δουλεύουν γι' αυτό. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα εξ ολοκλήρου. Αυτοί που μπαίνουν στο κακό τριπάκι να προσπαθούν να γράψουν μουσική μόνο για την εμπορική επιτυχία χάνουν την ελευθερία τους, δεσμεύονται σε ένα παιχνίδι μουσικής βιομηχανίας. Με τι όρους; Με ποιους μάνατζερ ή ατζέντηδες; Δε βρίσκω τον λόγο ένας μουσικός να περιοριστεί σε αυτό το πράγμα. Γιατί είναι περιοριστικό. Αν η μουσική υπάρχει από τότε που υπάρχει ο άνθρωπος, είχε η μουσική μορφή ραδιοφωνικών «χιτς»;

Ναι, «χιτ» υπήρχαν πάντα. Τα λαϊκά τραγούδια, τα folk, τα παραδοσιακά αν θες να τα πούμε που έχουν επιβιώσει από στόμα σε στόμα δεν ήταν το «χιτ»;

Το "Paranoid Android", ας πούμε, των Radiohead είναι «χιτ»; Όχι. Έγινε, το έκαναν. Τους το έκαναν γιατί έπρεπε να γίνει. Η επίμονη δουλειά, η σωστή υποδομή και προώθηση θα μπορεί να μετατρέψει οποιοδήποτε καλογραμμένο πάντα τραγούδι σε «χιτ». Λες ας πούμε ότι ο πρώτος μας δίσκος είχε τέτοια κομμάτια. Και τι έγινε; Πού έφτασαν; Σε συγκεκριμένους ανθρώπους μόνο κι αυτό με τον τρόπο επικοινωνίας που είχαμε εμείς στη διάθεσή μας. Αν υπήρχαν κι άλλα μέσα ίσως να έφταναν και πιο μακριά. Αυτό μας κάνει λοιπόν ελεύθερους να γράφουμε ακόμα πιο αντισυμβατικά, από τη στιγμή μάλιστα που το γνωρίζουμε. Γράφουμε ό,τι θέλουμε, ξέρουμε ότι θα φτάσει σε κάποιους ανθρώπους και  είμαστε ευτυχισμένοι με αυτό που κάνουμε. Και αν φτάσει παραπάνω θα είμαστε ακόμα πιο ικανοποιημένοι.

Holy Monitor

Στο αυθόρμητο crossover πιστεύεις; Αυτό που μπορεί να κάνει ένα συγκρότημα προς ένα άλλο κοινό, πέρα από τον δικό του κλειστό κύκλο. Και αυτό είναι ένα ερώτημα γενικότερα για την ελληνική σκηνή που δείχνει λίγο εγκλωβισμένη σε ένα κύκλωμα συγκροτημάτων-κοινού-μουσικογραφιάδων-μαγαζιών. Που μπορεί να μην είναι μικρός αλλά από την άλλη δυσκολεύεται και να τον σπάσει, να βγει από αυτόν.

Το ευχάριστο είναι ότι γίνεται, αφού το έχουν κάνει ελληνικές μπάντες, όπως για παράδειγμα οι 1000Mods, οι Planet Of Zeus και άλλοι. Αυτό θέλει σκληρή προσωπική δουλειά, επένδυση χρόνου ακόμα και χρημάτων και τα παιδιά που το έχουν κάνει ξέρουν οι ίδιοι καλύτερα πόσα έχουν θυσιάσει και πόση δουλειά και ιδρώτα έχουν ρίξει.

Σε ένα συγκρότημα του δικού σας ύφους ή/και χώρου, πώς έρχεται το feedback αν η δουλειά σας αρέσει, αν έχει πέραση;

Εκτιμώ πολύ τη γνώμη του κόσμου που μας στέλνει μηνύματα και μας ρωτάει πού κάναμε την παραγωγή, τι εξοπλισμό χρησιμοποιούμε κτλ. Επειδή το έχω κάνει με τα δικά μου μέσα, όταν μαθαίνω πως ακούγεται καλό στα αυτιά τους, νιώθω περήφανος για αυτό. Χαίρομαι που κατάφερα και έβγαλα καλό αποτέλεσμα. Άλλοι μας στέλνουν ότι τους αρέσουν τα τραγούδια, τους ταξιδεύουν, προσέχουν συγκεκριμένους στίχους. Είναι το πιο όμορφο πράγμα να συνδέεται κάποιος με τα τραγούδια σου. Να επικοινωνείς με τον άλλον, που μπορεί να βρίσκεται στην άλλη άκρη του κόσμου. Αυτή είναι το θετικότερο feedback.

Μέσα από αυτή τη διαδικασία μπορείς να αντιληφθείς ποιες δουλειές έκαναν περισσότερο γκελ στον κόσμο ή είναι όλα ένα flat πράγμα από το οποίο δεν μπορείς να ξεχωρίσεις κάτι.

Θα έλεγα πως δεν είναι flat, μιας και βλέπω διαφορετικές αντιδράσεις για διαφορετικά πράγματα. Για παράδειγμα βγάλαμε πριν λίγο καιρό ένα εντεκάλεπτο κομμάτι, το "Ghost", που είναι ένα jam που κάναμε περισσότερο για δική μας ικανοποίηση και δεν περίμενα ότι θα έχει τόσο μεγάλη ανταπόκριση και τόσα θετικά σχόλια. Με την επικοινωνία από τα social media σου γράφει ο καθένας ξεχωριστά για συγκεκριμένο κομμάτι, συγκεκριμένους στίχους κτλ. Οπότε ναι, βλέπω συγκεκριμένα πράγματα.

Θέλω να μιλήσουμε και λίγο για τα δύο εξώφυλλα. Αποκτούν οι Holy Monitor έναν χαρακτήρα μέσα από αυτά. Μου φέρνουν στο μυαλό συγκροτήματα όπως οι Mars Volta που με το που βλέπεις την τεχνοτροπία του εξώφυλλου αντιλαμβάνεσαι το συγκρότημα.

Ναι, το θέλαμε αυτό. Και τα δύο τα έχουν κάνει τα παιδιά από το Bob Studio. Θέλαμε να είναι σουρεαλιστικά με μία ψυχεδελική πινελιά και το πέτυχαν ακριβώς. Είναι ουσιαστικά το ίδιο θέμα με τους δύο παρατηρητές να κοιτάνε στη μία περίπτωση το πρίσμα και στην άλλη την καρδιά.

Γυρίζοντας στο θέμα του ήχου, νομίζω ότι εντοπίζω μεγαλύτερη προσήλωση στο θέμα του στούντιο και της δουλειάς που έχει γίνει σε αυτό σε σχέση με το ντεμπούτο σας. Σα να υπάρχει καλύτερη ισορροπία και περισσότερες ιδέες που έχουν να κάνουν με την παραγωγή παρά με το παίξιμο καθεαυτό. Πώς το προσεγγίσατε αυτό;

Είναι μάλλον θέμα εμπειρίας. Η παραγωγή και η μίξη που έγινε στο πρώτο άλμπουμ ήταν μία από τις πρώτες που έχω κάνει, από τις πρώτες που είχα όλη την ευθύνη από την αρχή μέχρι το τέλος. Υπήρξε μία εξέλιξη στον εξοπλισμό, το οποίο ακούγεται σίγουρα στο τελικό αποτέλεσμα, αλλά ταυτόχρονα η εμπειρία βοηθάει και ελπίζω να πιστεύω θα φαίνεται ακόμα περισσότερο όσο περνάει ο χρόνος.

Holy Monitor

Στις δεκαετίες του '80 και του '90, ίσως και τις αρχές του 2000, υπήρξε έντονη και κυρίαρχη η βρετανική επιρροή στο αγγλόφωνο ελληνικό rock. Την τελευταία δεκαετία φαίνεται αυτό να έχει μετατοπιστεί προς την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Το βλέπεις αυτό σε εσάς και στη σκηνή γενικότερα;

Ίσως να έχει γίνει αυτό. Τα συγκροτήματα που αυτή τη στιγμή έχουν τη μεγαλύτερη προσοχή του κόσμου ίσως έχουν επιρροές περισσότερο αμερικάνικες. Τώρα σε ό,τι αφορά την ψυχεδελική σκηνή, βρετανικές ρίζες έχει στο μεγαλύτερο ποσοστό της η ψυχεδέλεια. Εκεί βγήκαν οι μεγαλύτερες μπάντες. Ακόμα και ο Hendrix, ενώ ήταν Αμερικανός, στην Αγγλία έκανε τα πρώτα του μεγάλα βήματα.

Εντάξει, υπάρχουν και ολόκληρες σκηνές στην Αμερική, όπως η ψυχεδέλεια της Δυτικής Ακτής.

Σίγουρα. Τώρα τα πράγματα είναι ίσως διαφορετικά και ταυτόχρονα υπάρχει πλέον και η σκηνή της Αυστραλίας. Από εκεί και πέρα εμείς έχουμε και πολλές επιρροές από τη Γερμανική ψυχεδελική σκηνή, αυτή που είπανε krautrock, και από ambient αλλά και κάποια ελληνικά στοιχεία πάντα βάζουμε στη μουσική μας. Σε γενικότερο πλαίσιο πάντως συμφωνώ ότι έτσι φαίνεται (σ.σ. να ασκούν μεγαλύτερη επιρροή τα αμερικάνικα συγκροτήματα).

Σε μία προσωπική ερώτηση τώρα. Θεωρείς τον εαυτό σου drummer που έγινε κιθαρίστας ή το ανάποδο;

Ξεκίνησα παίζοντας τύμπανα σε κάτι μαξιλάρια όταν ήμουν πολύ μικρός. Επειδή ζάλιζα τους γονείς μου, μού πήραν μία κιθάρα για να παίζω κάτι πιο μελωδικό και ξεκίνησα να κάνω κάποια μαθήματα κλασικής κιθάρας όπου μίσησα το δάσκαλο και την κιθάρα μαζί και την παράτησα. Έπιασα πάλι τα τύμπανα, σε στούντιο πια, και έπαιζα μόνος μου στην αρχή, μετά έκανα μαθήματα με τον Νίκο Ζωγράφο που είναι και ο drummer των Closer. Όταν μου έφυγε η άρνηση πήρα και μία ηλεκτρική κιθάρα και έπαιζα ταυτόχρονα και τα δύο και είχα πάντα τουλάχιστον δύο μπάντες για να παίζω και κιθάρα και τύμπανα. Στο πρώτο μου live στα δεκαέξι μου έπαιζα τύμπανα με μία μπάντα που λεγόταν Tadpole, με την οποία παίζαμε κάτι που ήταν σαν Melvins. Μάλιστα πρόσφατα έβαλα να ακούσω μια κασέτα που είχαμε ηχογραφήσει ζωντανά σε μια πρόβα και περιέργως ακούγεται καλή. Σπάνιο πράγμα να ακούς τον εαυτό σου σε παλιές ηχογραφήσεις και πόσο μάλιστα στα δεκαέξι σου και να λες «δεν είναι άσχημο...».

Και μία ερώτηση για την άλλη σου ιδιότητα στο δισκάδικο Syd. Ποιος θεωρείς ότι είναι ο ρόλος των δισκάδικων σήμερα στο κομμάτι της ενημέρωσης; Παλιότερα ήταν σχολεία, έχουν ακόμα αυτό το ρόλο πιστεύεις;

Ναι, αυτή είναι η διαφορά ενός δισκάδικου από τα μεγάλα καταστήματα που είναι σαν supermarket. Παρότι και εκεί μπορεί να υπάρχουν άνθρωποι που ξέρουν, δε βοηθάει ο χαρακτήρας των χώρων αυτών. Στα μικρότερα θα μπει ο πελάτης - θαμώνας - φίλος και θα σου μιλήσει, θα σε ρωτήσει τι καινούριο έφερες, θα του προτείνεις κάτι άλλο... Υπάρχει η διάδραση, ένας διάλογος, μία ανταλλαγή απόψεων. Όλη μέρα μιλάς για μουσική, τι ποιο ωραίο από αυτό; Και αυτό το νιώθουν όχι μόνο οι παλιότεροι αλλά και οι τα νέα παιδιά που τώρα κάνουν τις πρώτες κινήσεις τους προς στο βινύλιο.

Για τελευταία ερώτηση θα ήθελα να μου πεις ένα τραγούδι σύγχρονού σας ελληνικού συγκροτήματος το οποίο ζηλεύεις και θα ήθελες να το έχεις παίξει εσύ με τους Holy Monitor.

Θαυμάζω πάρα πολύ τις δουλειές των Acid Baby Jesus. Ειδικά ο τελευταίος τους δίσκος είναι φανταστικός. Έχω ακούσει κι άλλους πολύ ωραίους δίσκους φέτος όπως των Alien Mustangs από τη Θεσσαλονίκη ή των σχετικά νεοσύστατων The Steams.

Διαβάστε εδώ την κριτική του δίσκου "ΙΙ" από τον Κώστα Σακκαλή.

  • SHARE
  • TWEET