
Editrix
The Big E
Trio σε ελεύθερη πτώση
Οι Editrix, ορμώμενοι από τις ακτές της Μασαχουσέτης έως τα πολυσύχναστα σοκάκια της Νέας Υόρκης, συνιστούν ένα τρίο που ερμηνεύει τη μουσική ως μια ζώσα, οργανική ενέργεια, απαλλαγμένη από τις ψευδαισθήσεις της μοντέρνας παραγωγής και τα δεσμά της εύπεπτης κατανάλωσης. Στο τρίτο τους άλμπουμ, "The Big E", η σπονδυλωτή αφήγηση των ήχων εκτυλίσσεται ζωντανά, σχεδόν ανέγγιχτη, καθώς η πλειονότητα των κομματιών ηχογραφήθηκε live, με λίγα μόλις overdubs να προστίθενται εκ των υστέρων, σε μια εκρηκτική παραγωγική διαδρομή μόλις τεσσάρων εντατικών και γόνιμων ημερών. Καθοδηγούμενοι από τον Colin Marston, τον αεικίνητο και πολυσχιδή μουσικό που έδρασε στους Dysrhythmia, Gorguts και Krallice, ο ήχος δεν εγκλωβίζεται σε τεχνητές υπογραφές, αλλά αναδεικνύεται γυμνός, αυθεντικός και ακατέργαστος, μια αληθινή ωδή στην αμεσότητα και την πρωτογενή μουσική έκφραση.
Στην εποχή όπου η απομακρυσμένη δημιουργία έχει καταστεί δόγμα, οι Editrix προβαίνουν σε μια εκκωφαντική άρνηση, επιλέγοντας το απρόβλεπτο της σωματικής παρουσίας· τη ζωντανή αβεβαιότητα που καθιστά τη μουσική λιγότερο προγραμματισμένη και περισσότερο βιωμένη, γεγονός που αποτελεί θεμέλιο του "The Big E" Πρόκειται για ήχο που δεν περιορίζεται στην αισθητική, αλλά έχει σαφέστατα έμπρακτο χαρακτήρα: η υφολογική τους γλώσσα δεν αποτελεί προϊόν ψυχρής αρχειοθέτησης ή ψηφιακής αποστείρωσης, αλλά οργανικής συνάντησης, με ό,τι συνεπάγεται αυτή η επιμειξία προσωπικοτήτων και διαθέσεων εντός του στούντιο. Σαν να χαρτογραφούν εκ προοιμίου έναν τόπο συνύπαρξης, οι τρεις τους ανταλλάσσουν δίσκους, από King Crimson έως Horse Lords και My Disco, μια συνήθεια τόσο αυτονόητα δημιουργική, που καταντά σχεδόν ζηλευτή.
Το σχήμα υφαίνει τον ήχο του σαν καλειδοσκόπιο επιρροών, με την ιδιοσυγκρασία και την αυθεντικότητα ενός οργανικού τρίο. Στο επίκεντρο, το μπάσο του Cameron λειτουργεί θεμέλιο, σφραγίζοντας τον χαρακτήρα του συνόλου. Κάθε γραμμή του, σφυρηλατημένη με αμεσότητα και πάθος, ισορροπεί ανάμεσα σε αρρωστημένο Primus-groove και ωμή, κοφτή ενέργεια, αναδεικνύοντας το όργανο σε αφηγητή της πρότασής τους. Το math/alternative/noise/metal minimal riffing, ποτισμένο με τη σκληρή πειθαρχία και την επιθετικότητα των Shellac, οι πολυρυθμίες και οι κιθαριστικές αλληλεπιδράσεις, οι οποίες παραπέμπουν στους King Crimson επί Belew της περιόδου 1981-1984, η νευρική σάτιρα των Devo, οι πειραματισμοί των Sonic Youth και ο avant-funk πυρήνας των Talking Heads συνυπάρχουν με την παιγνιώδη επιθετικότητα των Melt-Banana και Deerhoof. Όλα αυτά ενδύονται με τη θεατρικότητα και τον σουρεαλισμό των Mr. Bungle, δηλαδή, εν συνόλω, γινόμαστε μάρτυρες ενός αμαλγάματος ήχων, συμπυκνωμένων σε τετράλεπτες και πεντάλεπτες - ως επί το πλείστον - ηχητικές βόμβες.
Τούτο το εκρηκτικό μείγμα αποκαλύπτει έναν δίσκο που αρνείται πεισματικά να πείσει οιονδήποτε, όχι επειδή διεκδικεί τον τίτλο του «σημαντικού» ή του «δύσκολου» έργου, αλλά διότι αποτυπώνει κάτι σχεδόν αυτονόητο και ωστόσο σπάνιο: τρεις μουσικούς να αλληλεπιδρούν, απαλλαγμένους από κάθε πρόθεση να διευκολύνουν τον ακροατή. Το σχήμα παραδίδει συνθέσεις εκτελεσμένες με αρχιτεκτονική ακρίβεια, εμποτισμένες με ουσιαστικότατη και επιδεικτική, άνευ όμως κενολογίας, τεχνική αρτιότητα· δίσκος που, παρ’ όλη τη δομική του πολυπλοκότητα, διαχέεται στον δέκτη με τέτοια αβίαστη ροή, ώστε το τελικό αποτύπωμα να καθίσταται όχι μόνο θελκτικό αλλά και, θα έλεγε κανείς, προκλητικά προσβάσιμο. Καμία γραμμή παραγωγής, κανένα «μεταμοντέρνο attitude» εύκολης κατανάλωσης, Αν υπάρχει κάτι που κατακτά εξαρχής την προσοχή, είναι η εντύπωση πως το σχήμα τελεί υπό την ορμή μιας οιστρήλατης εκτελεστικής και συνθετικής έμπνευσης πορευόμενο σε ρυθμούς αυστηρά αυτονομημένους, παραμερίζοντας με σχεδόν προκλητική αδιαφορία κάθε συμβατική υποχρέωση.
Το "The Big E" δεν είναι δίσκος προορισμένος να συζητηθεί εκτενώς· κι ίσως ακριβώς εκεί να έγκειται το πλεονέκτημά του. Δε χρειάζεται να ενταχθεί σε κάποια κατηγοριοποιημένη σκηνή· δεν ανήκει πουθενά συγκεκριμένα, ούτε στο noise rock, ούτε στο math rock, ούτε στο post-hardcore, παρότι διέρχεται επικίνδυνα κοντά και από τα τρία. Κάθε προσπάθεια ετικετοποίησης μοιάζει εκ των προτέρων αδέξια. Ίσως επειδή πρόκειται για έναν από τους ελάχιστους δίσκους των τελευταίων ετών που αποκαλύπτουν τι μπορεί να επιτύχει ένα τρίο όταν απαλλάσσεται πλήρως από εξωτερικές πιέσεις και την ανάγκη έγκρισης.
Αν υπάρχει ένας λόγος να επιστρέφει κανείς ξανά και ξανά σε αυτό το άλμπουμ, δεν είναι για να ανακαλύψει κάτι που διέλαθε της προσοχής του στην πρώτη ακρόαση· είναι για να συντονιστεί με την απλή αλλά δυσεύρετη διαπίστωση πως δεν υπάρχει τίποτα να κατανοήσει, παρά μόνο να βιώσει την ειλικρίνεια της δημιουργικής διαδικασίας. Μια ποιότητα που καθίσταται ολοένα και σπανιότερη, ακόμη και εντός του, κατά τα φαινόμενα, «πειραματικού» πεδίου.