Deerhoof

Noble And Godlike In Ruin

Joyful Noise Recordings (2025)
Από τον Θωμά Σαρακίντση, 23/09/2025
Deerhoofstein: Οι Deerhoof και το DIY Frankenstein τους
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Υπάρχουν συγκροτήματα που αποτελούν οργανικό στοιχείο της εποχής τους: εκφράζουν τα ρεύματα, τις ανησυχίες και τα αισθητικά τους δεδομένα. Από την άλλη, υπάρχουν συγκροτήματα που υπερβαίνουν την εποχή τους, προοιωνίζονται το μέλλον και λειτουργούν σαν θραύσματα ενός αύριο που δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί. Και υπάρχουν και σχήματα όπως οι Deerhoof, οι οποίοι μοιάζουν σαν να έχουν φτιαχτεί σε κάποιο εργαστήριο αλχημιστών που ανακατεύει free-jazz θραύσματα, παιδική αφέλεια, πολιτική οργή και ακατάβλητο Dada χιούμορ. Δεν είναι τυχαίο ότι για κάποιους θεωρούνται οι The Fall του 21ου αιώνα: ένα συγκρότημα με απαγορευτικά εκτεταμένη δισκογραφία, που λειτουργεί με τους δικούς του κανόνες, φτύνοντας κατάμουτρα κάθε έννοια «εύκολου» ή «προσβάσιμου».

Για το ελληνικό κοινό, που συχνά μένει με μια μονοδιάστατη εικόνα της αμερικανικής πειραματικής σκηνής, αξίζει μια μικρή αναδρομή: οι Deerhoof σχηματίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ’90 στο Σαν Φρανσίσκο, εκκινώντας σαν ένα θορυβώδες project που ισορροπούσε ανάμεσα στο noise rock και το punk. Η είσοδος της Satomi Matsuzaki, με το χαρακτηριστικό παιδικό-αθώο και ταυτόχρονα ειρωνικό φωνητικό ύφος, τους προσέδωσε μια προσωπική και μοναδική ταυτότητα. Ο Greg Saunier, ντράμερ και παραγωγός, εξελίχθηκε στον αεικίνητο εγκέφαλο του γκρουπ, σπρώχνοντάς τους σε ολοένα πιο παράδοξες διαδρομές. Σε πάνω από δύο δεκαετίες, οι Deerhoof κυκλοφόρησαν είκοσι δίσκους, κάθε φορά αλλάζοντας δέρμα χωρίς να χάνουν τον πυρήνα: έναν ήχο σπασμωδικό, σαγηνευτικά δυσπρόσιτο και πάντα γεμάτο υπόγειο χιούμορ.

Το "Noble Αnd Godlike Ιn Ruin" είναι το εικοστό τους άλμπουμ και από τον ίδιο τον τίτλο προδίδει το εύρος της φιλοδοξίας του. Δανεισμένο από το Frankenstein της Mary Shelley, το όνομα παραπέμπει σε μια οντότητα φτιαγμένη από κομμάτια - ένα DIY απο-ανθρωποποιημένο πλάσμα. Το εξώφυλλο με τα πρόσωπα των μελών συρραμμένα σε ένα παράδοξο κολάζ λειτουργεί ως οπτικό σχόλιο στο ίδιο το περιεχόμενο: ένας ηχητικός Frankenstein, ή ακόμη χαρακτηριστικότερα, ένας Deerhoofstein.

Μουσικά, πρόκειται για έναν από τους πιο ακραίους και πυκνούς δίσκους της μπάντας. Εδώ οι κιθάρες συμπλέκονται με free-jazz σάλπιγγες, αταίριαστα hooks, παιδικά ρεφρέν και ξεσπάσματα που θυμίζουν περισσότερο την παράνοια του Captain Beefheart παρά την παράδοση του indie rock. Χαρακτηριστικό κομμάτι μίας Trout Mask Replic-άς κοπής αποτελεί το "Who Do You Root For?": Εδώ, οι Deerhoof επιδίδονται σε ένα καταιγιστικό παίγνιο φωνητικών αποσπασμάτων, παραφωνιών και απρόσμενων free-jazz εκρήξεων, που θυμίζουν τον τρόπο με τον οποίο ο Beefheart αποδομούσε το ίδιο το τραγούδι για να το ξαναχτίσει ως παράδοξο, αινιγματικό κολάζ. Το αποτέλεσμα δεν είναι απλώς μια αναφορά ή μίμηση, αλλά μια δημιουργική μετάλλαξη: σαν οι Deerhoof να παίρνουν τον παραλογισμό του Trout Mask Replica και να τον μεταφέρουν στη σύγχρονη αστική δυστοπία, με φωνές που παλαντζάρουν ανάμεσα στο παιδικό παιχνίδι και στην πολιτική καταγγελία. Σε σημεία, επίσης, η αναμέτρηση με τους εξαιρετικούς Editrix είναι σχεδόν φανερή - τα αθώα/παιχνιδιάρικα φωνητικά που συγκρούονται με γωνιώδη riff και παράδοξες ρυθμικές δομές μοιάζουν σαν να συνομιλούν μαζί τους από απόσταση.

Τα πρώτα δείγματα γραφής ήρθαν με το διπλό single "Overrated Species Anyhow" / "Sparrow Sparrow". Το πρώτο, ένα είδος ζαλισμένου εμβατηρίου, απευθύνεται στις μεταναστευτικές και περιθωριοποιημένες ταυτότητες που βρίσκουν εδώ έναν ύμνο αναγνώρισης. Το δεύτερο, σχεδόν παιδικό στη μελωδία του, επιβεβαιώνει την παλιά ικανότητα των Deerhoof να κρύβουν σοβαρό πολιτικό περιεχόμενο κάτω από νηπιακά τραγουδάκια. Ακολουθούν κομμάτια όπως το "Kingtoe", όπου το industrial beat μπλέκεται με toy piano ή "Disobedience", ένα παράφωνο μανιφέστο ανταρσίας που κλείνει με χαοτική κατάρρευση.

Στο κέντρο του δίσκου δεσπόζει το "A Body Of Mirrors": Μια σύνθεση σχεδόν πένθιμη, με drones που παραπέμπουν σε soundtrack τρόμου, που δείχνει τη διάθεση των Deerhoof να διεισδύσουν σε πιο σκοτεινά και φαινομενικά «σοβαρά» μονοπάτια. Εδώ η σχέση τους με την κλασική μουσική και το avant-garde είναι εμφανής: βιολιά, πνευστά, αλλά και βίαιες διακοπές φτιάχνουν μια σύνθεση που ανατριχιάζει με την απλότητα και τη συντομία της.

Το πιο πολιτικό στίγμα έρχεται με την τριπλέτα "Under Rats" / "Ha, Ha Ha Ha, Haaa" / "Immigrant Songs". Στο πρώτο, ο Saul Williams προσφέρει αφειδώς μια καταιγιστική ραπ για την οικολογική καταστροφή, με τον Saunier να κρατάει τον ρυθμό σαν μετρονόμο-εκρηκτική βόμβα. Το δεύτερο, με την Matsuzaki να γελάει υστερικά/παιδικά, αγγίζει την καρικατούρα του Pinocchio, ενώ το τελευταίο, το αποκορύφωμα, αναμετριέται με την εμπειρία της μετανάστευσης και της αλλοτρίωσης στην Αμερική του Τραμπ. Το φινάλε, τέσσερα λεπτά εκκωφαντικού feedback, δεν αφήνει περιθώρια: είναι η κραυγή της απανθρωποποιημένης ύπαρξης που επιστρέφει το βλέμμα στον καταπιεστή.

Η αίσθηση που μένει είναι αυτή ενός πολιτικού άλμπουμ μεταμφιεσμένου σε παιδική τρικυμία ήχου - ή ίσως το ανάποδο: μιας παιδικής τρικυμίας ήχου μεταμφιεσμένης σε πολιτικό άλμπουμ. Κι αυτό είναι το μεγάλο κατόρθωμα των Deerhoof. Να φτιάχνουν μουσική χαοτική και ταυτόχρονα χαρμόσυνη, με φωνές που θυμίζουν παιδικό παιχνίδι και ρυθμούς που φέρνουν στο μυαλό εξέγερση στους δρόμους.

Στον εικοστό δίσκο τους, οι Deerhoof υφαίνουν έναν ιστό εκρήξεων όπου η αθωότητα των παιδικών φωνητικών συναντά τον σπασμωδικό θόρυβο και την πολιτική όξυνση. Κάθε κομμάτι μοιάζει να ανασυνθέτει την ίδια τη δομή του ήχου, σαν ένα πείραμα αλχημιστικό όπου οι ανόμοιες ύλες της ηχητικής αποδόμησης και της κοινωνικής καταγγελίας συγχωνεύονται σε έναν ήχο που δεν ανήκει πουθενά και παντού ταυτόχρονα. Σε μια εποχή όπου η μουσική τείνει να εξαντλείται σε εύκολες κατηγοριοποιήσεις, οι Deerhoof μένουν αφοσιωμένοι στον ουσιώδη πειραματισμό υπενθυμίζοντας ότι η γνήσια δημιουργία παραμένει πάντα ατίθαση, ακανθώδης και απρόβλεπτη. Κι αυτό, εν έτει 2025, είναι ίσως πιο υπαρξιακά αναγκαίο από ποτέ.

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET